Το νόημα της πόλης

Dome of the Rock, Jerusalem

“Όταν προσπαθούμε να φανταστούμε τον ανθρώπινο πολιτισμό στο έτος 3000, η πρώτη εικόνα που έρχεται στο μυαλό μας είναι η εικόνα μιας μητρόπολης.”1

Το βιβλίο του Ζακ Ελούλ, “Το νόημα της πόλης” (1970), αποτελεί μια βιβλική θεολογία της πόλης που, όπως θα περιμέναμε από ένα σοβαρό δοκίμιο βιβλικής θεολογίας, πιάνει το μοτίβο της πόλης από τη Γένεση μέχρι την Αποκάλυψη, μην αφήνοντας τίποτα απ’ έξω. Ως εκ τούτου, και επειδή πράγματι σπανίζουν τέτοιες περιεκτικές θεολογικές μελέτες πάνω στο θέμα της πόλης, θεωρώ ότι είναι μια φωνή που αξίζει τουλάχιστον να ακούγεται παραπάνω, αν όχι να αναλάβει έναν κεντρικό ρόλο στις σκέψεις και τις συζητήσεις μας για την πόλη.

Ο Ζακ Ελούλ ήταν ένας Γάλλος καθηγητής – φιλόσοφος, κοινωνιολόγος και θεολόγος2 που πέθανε το 1994 σε ηλικία 82 ετών. Ήταν πολυμαθής και έγραφε πάνω σε διάφορα θέματα, συνδυάζοντας πολλές φορές τις κοινωνιολογικές και φιλοσοφικές ιδέες με τη θεολογική ανάλυση. Το συγκεκριμένο έργο αποτελεί ένα παράδειγμα καθώς λειτουργεί ως ένα συνοδευτικό εγχειρίδιο για το πιο γνωστό του, πρωτοποριακό έργο, “Η τεχνολογική κοινωνία” (1964).

Σύμφωνα με τον Ελούλ, η βιβλική αντίληψη της πόλης είναι τόσο διφορούμενη όσο και ξεκάθαρη. Στην ανάλυση του Ελούλ, η Βίβλος ούτε απαξιώνει την πόλη ούτε την αποθεώνει. Αντιθέτως, μιλά για ένα αναπάντεχο «ξάφνιασμα», καθώς κάτι που από την αρχική του μορφή μέχρι και σήμερα πρόβαλλε όλα τα χειρότερα στοιχεία ενός ξεπεσμένου κόσμου, από ένα σημείο και μετά υιοθετείται από τον Θεό για να γίνει όχι μόνο πρόδρομος της δόξας Tου αλλά και ο εξαγιασμένος τόπος της τελικής Tου δόξας.

Έτσι, έχοντας πει τα παραπάνω λόγια που αποκαλύπτουν πόσο κεντρικό ρόλο παίζει η πόλη στο μυαλό του σύγχρονου ανθρώπου3, συνεχίζει ο Ελούλ, σχολιάζοντας πως:

Ο σύγχρονος άνθρωπος τελικά έχει δίκιο! Τουλάχιστον πνευματικά. Ασυνείδητα, έχει πραγματικά δίκιο όταν θεωρεί ότι το μέλλον ανήκει στην πόλη. Ωστόσο, αυτή η πόλη δεν είναι έτσι όπως την φαντάζεται. Ενώ εκείνος προσεγγίζει το ζήτημα τεχνολογικά και κοινωνιολογικά, το πραγματικό μέλλον της ιστορίας αυτού του κόσμου και ο τελικός του προορισμός είναι, στην πραγματικότητα, μια πόλη — αλλά μια πόλη διαφορετική από αυτή την μητρόπολη που φαντάζεται. Μάλιστα θα λέγαμε ότι είναι ακριβώς το αντίθετο: γιατί είναι η νέα Ιερουσαλήμ. Έτσι, ο άνθρωπος μέσα στη σύγχυσή του, ανακοινώνει αυτό που έρχεται, ενώ ο ίδιος παραμένει ανίκανος να δει την πραγματική του μορφή4.

Για τον Ελούλ, κάτι δεν πάει καλά όταν οι βασικές εικόνες της νέας κτίσης που αιχμαλωτίζουν τη σκέψη μας είναι αυτές του λύκου που ξαπλώνει μαζί με το πρόβατο, ενώ η Αγία Γραφή, κάθε φορά που γίνεται λίγο πιο ακριβής όσον αφορά στην περιγραφή της τελικής κατάστασης, πάντα φέρνει μπροστά μας εικόνες της πόλης5.

Το ξάφνιασμα γίνεται όλο και πιο έντονο καθώς συνειδητοποιούμε ποιες είναι οι επιπτώσεις αυτής της εικόνας. Προβάλλει ένα μέλλον που, αντί να αχρηστεύει την ιστορία των ανθρώπων, τη διασώζει συμπεριλαμβάνοντάς την σε μια νέα εξαγιασμένη μορφή. Η νέα Ιερουσαλήμ δεν είναι η συνέχεια της παλιάς, αλλά ταυτόχρονα είναι η νέα Ιερουσαλήμ — η τέλεια μορφή ενός έργου που το ξεκίνησαν άνθρωποι6. Έτσι βλέπουμε πως η ανθρώπινη ιστορία ούτε απορρίπτεται ούτε συνεχίζεται τελικά, αλλά «εξευγενίζεται» κατά κάποιον τρόπο μέσω της χάρης της υιοθεσίας.

Αυτό είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο από τη στιγμή που λάβουμε υπόψιν το γεγονός ότι καμία άλλη θρησκεία δεν έχει καταδικάσει τόσο έντονα τον ανθρώπινο πολιτισμό — και συγκεκριμένα την πόλη — όσο ο Χριστιανισμός. Σύμφωνα με μια οριζόντια αντίληψη της ιστορίας, αυτή η εξέλιξη δεν βγάζει νόημα. Έτσι, για να καταλάβουμε πώς δένουν δύο τόσο αντιφατικές ιδέες, πρέπει να πιάσουμε το θέμα από την αρχή και να δούμε, σύμφωνα με την ανάπτυξη του Ελούλ,

  • τι είναι η πόλη
  • γιατί καταδικάζεται η πόλη και
  • πώς σώζεται η πόλη.

Α) Τι είναι η πόλη;

Η πρώτη πόλη χτίζεται από τον Κάιν. Στη Γένεση κεφάλαιο 4, μετά από τον φόνο του αδελφού του, ο Θεός βάζει το σημάδι του πάνω στον Κάιν για να το δουν οι άνθρωποι και να μην τον σκοτώσουν. Πλέον είναι προστατευόμενος από τον Θεό· δεν κινδυνεύει η ζωή του. Αντί να εμπιστευτεί τον Θεό όμως, επιλέγει να εξασφαλίσει μόνος του την ασφάλειά του μέσα από το χτίσιμο μιας πόλης. 

Για τον Ελούλ, αυτή η λεπτομέρεια είναι καθοριστική για να καταλάβουμε τι είναι η πόλη. Η πρώτη πόλη που κτίστηκε δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας εντολής του Θεού· ήταν η επινόηση ενός πεσμένου, κυνηγημένου ανθρώπου που ήθελε να γλιτώσει από τους ανθρώπους αλλά και από τον ίδιο τον Θεό. Ακόμα και το όνομα της πόλης, Ενώχ, σημαίνει «εγκαινιάζω» ή «ξεκινάω κάτι καινούριο». Ο Κάιν, απορρίπτοντας την προστασία του Θεού και δημιουργώντας έναν νέο τόπο όπου θεωρεί ότι θα είναι ασφαλής, ουσιαστικά προσπαθεί να φτιάξει μια δική του Εδέμ… χωρίς τον Θεό. 

Βλέπουμε να γίνεται και κάτι αντίστοιχο στις επόμενες πόλεις που χτίζονται ώσπου, φτάνοντας στη Βαβέλ, ανταμώνουμε το βασικό πρότυπο για την πόλη του ανθρώπου. Μέσα από τη Βαβέλ βλέπουμε μια ανθρωπότητα που δεν θέλει πια να είναι αποδέκτης ενός ονόματος — να είναι ικέτης δηλαδή του Θεού — αλλά θέλει να ανεξαρτητοποιηθεί οριστικά από τον Θεό «κερδίζοντας» ένα όνομα για τον εαυτό της.

Εδώ για πρώτη φορά βλέπουμε με ποιον τρόπο η πόλη λειτουργεί ως μια πνευματική εξουσία που αποκτά τη δική της υπόσταση, υποκαθιστώντας τον Θεό με ένα νέο πνεύμα, το πνεύμα της ανθρώπινης δόξας και δύναμης. Η πόλη λοιπόν γίνεται το σημείο όπου οι άνθρωποι σφετερίζονται την εξουσία του Θεού.

Αυτός είναι βασικός ισχυρισμός του Ελούλ σε όλο το βιβλίο — ότι η πόλη είναι η πεμπτουσία της προσπάθειας των ανθρώπων να διώξουν τον Θεό από ανάμεσά τους, δημιουργώντας έναν δικό τους παράδεισο. Και αν ισχύει αυτό, τότε είναι αδύνατον να λυτρωθεί, αφού είναι αδιάσπαστο μέρος του πνευματικού συστήματος αυτού του κόσμου,

«Μεταχειριστήκαμε φάρμακα για τη Βαβυλώνα, αλλά δεν γιατρεύτηκε» (Ιερεμίας 51:9).

Μετά από αυτό το εδάφιο, σχολιάζει ο Ελούλ:

Αυτή είναι μια πολύ σοβαρή δήλωση: η πόλη δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί. Ούτε μπορεί να γίνει κάτι διαφορετικό από ό,τι την έχουν κάνει οι άνθρωποι7

Ένα ακόμη παράδειγμα ίσως να βοηθήσει. Η απιστία του Σολομώντα ξεκινά όταν αρχίζει να χτίζει πόλεις. Δεν είναι σύμπτωση, παρατηρεί ο Ελούλ, που η εγκατάλειψη της σοφίας του Θεού συμπίπτει με το χτίσιμο πόλεων, που τους ονομάζει μάλιστα σύμφωνα με τα ονόματα άλλων θεοτήτων. Έτσι η επένδυση στην ανοικοδόμηση πόλεων αποτελεί το σημείο όπου δίνεται ο Σολομώντας σε «μία πολιτική της δύναμης που υλοποιείται σε πόλεις»8.

Τέλος, ο Ελούλ εναντιώνεται στην — για εκείνον — απλοϊκή ιδέα ότι το κάθε τι στον κόσμο είναι καλό, αρκεί να χρησιμοποιείται σωστά. Φέρνει για παράδειγμα την πόλη παρατηρώντας ότι μπορεί να ισχύει το γεγονός ότι ο άνθρωπος που έχει λάβει τη χάρη του Θεού δεν επηρεάζεται πια από το πνεύμα της πόλης, αλλά αυτό δεν αλλάζει το τι είναι η πόλη. Ο βασιλιάς Ασά, για παράδειγμα, θεώρησε ότι μπορούσε να χτίζει πόλεις επειδή έκανε το θέλημα του Θεού9. Ο Ελούλ όμως σχολιάζει ότι, παρόλο που η επιρροή της εξουδετερώνεται σε τέτοιες περιπτώσεις, η πόλη παραμένει για τους υπόλοιπους ανθρώπους η ίδια δύναμη, το ίδιο εργαλείο για τον κόσμο. Όπως γράφει, «Η φύση της πόλης δεν έχει αλλάξει, πολύ απλά επειδή η φύση του κόσμου δεν αλλάζει10». Μάλιστα παρατηρεί ο Ελούλ ότι τελικά ακόμα και ο Ασά δελεάζεται από την εξουσία, ελπίζοντας σε μία συμμαχία με τον βασιλιά της Συρίας (και ταυτόχρονα χτίζοντας δύο νέες πόλεις) και προκαλώντας έτσι την κατάκριση του Θεού.

Β) Γιατί καταδικάζεται η πόλη;

Στην τελική εικόνα της κρίσης, δεν θα βλέπουμε κάποιες πόλεις που σώζονται και κάποιες που χάνονται, όπως με τους ανθρώπους. Την πόλη την περιμένει μόνο η καταδίκη και η καταστροφή.

Κι έγινε η πόλη η μεγάλη τρία κομμάτια, και οι πόλεις όλων των εθνών καταστράφηκαν. Ο Θεός θυμήθηκε τη μεγάλη Βαβυλώνα και της έδωσε να πιει κρασί απ’ το ποτήρι του θυμού και της οργής Του. Όλα τα νησιά εξαφανίστηκαν και τα βουνά χάθηκαν. (Αποκάλυψη 18:19-20)

Ο Ελούλ εξηγεί πως ο λόγος για αυτή τη διαφορά πηγάζει από το τι είναι η πόλη. Ως η προσωποποίηση της κοσμικής εξουσίας που εναντιώνεται στον Θεό, το φυσικό στοιχείο της πόλης είναι η επιδίωξη της εξουσίας και της αμαρτίας. 

Η πόλη δεν είναι ένα πρόβλημα που έχει να κάνει με εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Ο Θεός μπορεί να μας πει, “Μη μοιχεύσεις”, αλλά δεν έχει πει ποτέ, “Μη ζήσετε στην πόλη”. Από τη μια, έχουμε να κάνουμε με μία προσωπική στάση ενός ανθρώπου που αλλάζει ή δεν αλλάζει σύμφωνα με τη διάθεση υπακοής του απέναντι στις εντολές του Θεού. Κι από την άλλη, έχουμε ένα φαινόμενο το οποίο δεν είναι στο χέρι του ανθρώπου να επηρεάζει ή να αλλάζει… δεν υπάρχει τίποτα που μπορεί να κάνει. Ο Θεός έχει καταδικάσει την πόλη αντί να μας δώσει έναν νόμο γι’ αυτήν11.

Πάνω στο ίδιο θέμα, εισάγει ο Ελούλ το ζήτημα της κοινωνικής αμαρτίας. Πρόκειται για την αμαρτία που επικρατεί τόσο έντονα σε μια κοινωνία που, άσχετα αν κάποιος την έχει πράξει ή όχι, γίνεται υπεύθυνος για το κακό που διαπράττεται γύρω του.

Η πόλη είναι ένα κράμα από πνευματική εξουσία και ανθρώπινα έργα. Έχει έναν πολύ συγκεκριμένο πνευματικό χαρακτήρα και έναν προσανατολισμό προς το κακό που δεν εξαρτάται από τους μεμονωμένους ανθρώπους12.

Το πιο ισχυρό επιχείρημα που φέρνει ο Ελούλ σχετικά με την καταδίκη της πόλης αφορά την Ιερουσαλήμ, τη λεγόμενη άγια πόλη του Θεού. Πρώτα απ’ όλα μας θυμίζει ότι η Ιερουσαλήμ εξαρχής ήταν μια πόλη που ιδρύθηκε από ειδωλολάτρες. Όπως η πρώτη πόλη, δεν είχε μια θεϊκή αλλά μια ανθρώπινη προέλευση. Έτσι παρόλο που υιοθετείται από τον Θεό και ονομάζεται «η άγια πόλη του Θεού», δεν παύει ποτέ να είναι μια πόλη όπως κάθε άλλη. Οι αμαρτίες της είναι σαν τις αμαρτίες των άλλων πόλεων και επομένως οδηγείται όπως κι αυτές στην καταδίκη. 

Μάλιστα οι αμαρτίες της Ιερουσαλήμ δεν είναι λίγες ούτε ασήμαντες. Είναι η περήφανη πόλη13 που χτίζεται πάνω σε αίμα και αδικίες14. Με την πρώτη ευκαιρία τρέχει πίσω από άλλους θεούς, προσφέροντας ακόμα και τα βρέφη της ως θυσία15. Σύμφωνα με τον προφήτη Ιεζεκιήλ, ούτε τα Σόδομα και τα Γόμορρα δεν έπραξαν την αμαρτία που έπραξε η Ιερουσαλήμ.

Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι η Ιερουσαλήμ μπορεί να είναι η πόλη του Θεού αλλά παραμένει μια πόλη και επομένως βρίσκεται σε μια κατάσταση που οδηγείται αναπόφευκτα στην καταδίκη. Έτσι, παρόλο που δίνεται μια υπόσχεση σχετικά με την ανοικοδόμηση της Ιερουσαλήμ, αυτή η υπόσχεση φαίνεται να αφορά σε μια μεταγενέστερη κατάσταση, αφού είναι πλέον ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχει ελπίδα για την κοσμική Ιερουσαλήμ. Η καταδίκη της είναι τόσο σίγουρη όσο και των άλλων πόλεων, ακριβώς επειδή δεν παύει ποτέ να είναι και η πόλη του ανθρώπου.

Και θα τους πεις ότι εγώ ο Κύριος του σύμπαντος λέω: “όπως σπάζει κανείς την πήλινη στάμνα του αγγειοπλάστη και δεν είναι πια δυνατόν να επιδιορθωθεί, έτσι θα συντρίψω κι Eγώ αυτόν το λαό κι αυτή την πόλη. (Ιερεμίας 19:11)

Ως ένα τελειωτικό χτύπημα στη φήμη της, στην Αποκάλυψη η Ιερουσαλήμ ταυτίζεται με τη Βαβυλώνα, την Αίγυπτο και τα Σόδομα, όλα μέσα στην ίδια πρόταση:

«Τα πτώματά τους θα αφεθούν στον κεντρικό δρόμο της μεγάλης πόλης όπου σταυρώθηκε ο Κύριός τους. Αυτή συμβολικά λέγεται Σόδομα και Αίγυπτος.16» (Αποκάλυψη 11:8)

Γ) Πώς σώζεται η πόλη;

Η καταδίκη της πόλης δεν σημαίνει ότι δεν έχει να παίξει κάποιον θετικό ρόλο στην ιστορία της λύτρωσης. Αντιθέτως, το κάλεσμα του Θεού προς τον λαό Tου δεν είναι ούτε να φύγουμε από την πόλη, ούτε να αναλάβουμε εμείς οι ίδιοι το έργο της κρίσης, αλλά να επιδιώκουμε την ευημερία της17. Αυτή ήταν η μεγάλη έκπληξη που περίμενε τους αιχμαλώτους όταν έφτασαν στη Βαβυλώνα· ότι ο Θεός τους καλούσε σε ένα μπανάλ, μη-ηρωικό, φαινομενικά εύκολο έργο. Έπρεπε να ζήσουν απλώς όπως οι υπόλοιποι κάτοικοι της πόλης… με δύο σημαντικές διαφορές. Ενώ έπρεπε να ζητούν την ευημερία της πόλης, δεν τους λέει ποτέ να συμμετέχουν στην οικοδόμηση της πόλης. Και δεύτερον, έπρεπε να προσεύχονται. Πριν καν μιλήσουν, η προσευχή θα ήταν η βασική τους ενασχόληση, μιας και η μάχη μπροστά τους ήταν πρωτίστως πνευματική.

Έτσι βλέπουμε πως τα πεπρωμένα της εκκλησίας και της πόλης ανακατεύονται μεταξύ τους. Πρώτον, η ευημερία της εκκλησίας εξαρτάται από την ευημερία της πόλης, και δεύτερον, αντίστοιχα, η πόλη διατηρείται μέσα από την παρουσία της εκκλησίας, η οποία διακηρύττει τον λόγο του Θεού. Η εκκλησία δεν μπορεί να σώσει την πόλη απλώς με την παρουσία της αλλά μπορεί να τη διατηρεί. Σ’ αυτό το κενό που δημιουργείται, όμως, μπορεί τώρα να μπει το κήρυγμα του Ευαγγελίου.

«Όταν την πόλη τους την ευλογούνε οι ευθείς, αυτή δοξάζεται» (Παροιμίες 11:11)

Όπως τονίζει ο Ελούλ, «το έργο του Ιωνά είναι και δικό μας έργο, μονίμως».18

Εάν η τωρινή κατάσταση της εκκλησίας είναι να ζει στην πόλη όπως οι υπόλοιποι κάτοικοι, προσευχόμενη για την ευημερία της και για τη σωτηρία της, τότε το βασικό έργο της εκκλησίας στη Βαβυλώνα ουσιαστικά είναι να περιμένει. Ωστόσο, δεν μιλούμε για κάποια αδράνεια ή ηττοπάθεια. Καθώς η εκκλησία περιμένει, χωρίς όμως να συμμετέχει ούτε στην οικοδόμηση της πόλης ούτε στην αδικία της, ήδη έχει ανατρέψει την πνευματική δύναμη της πόλης. Με τη στάση της και μόνο, καλείται η εκκλησία να υπάρχει μέσα στην πόλη ως μια επαναστατική παρουσία.

Κάποια μέρα θα μας καλέσει ο Θεός να φύγουμε από την πόλη — όταν έρθει το τέλος δηλαδή. Εν τω μεταξύ, επειδή μόνο ο θάνατος και η ανάσταση του Ιησού Χριστού μπορούν να αλλάξουν τα σταθερά δεδομένα της ιστορίας, καθώς περιμένουμε, διακηρύττουμε το Ευαγγέλιο της βασιλείας του Θεού. Και μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι το έργο μας αυτό δεν θα πάει χαμένο επειδή, σε αντίθεση με την πόλη του ανθρώπου, η πόλη της οποίας το θεμέλιο είναι ο Χριστός θα μείνει.

Μας έκανε γνωστό το μυστήριο του θελήματός Tου, που με αγαθότητα προσχεδίασε να πραγματοποιήσει με το έργο του Χριστού στην καθορισμένη στιγμή, δηλαδή να τα ενώσει όλα, ουράνια κι επίγεια, στο πρόσωπο του Χριστού. (Εφεσίους 1:10) 

Η λέξη που στην παραπάνω παραπομπή αποδίδεται ως «ενώσει», στο αρχαίο κείμενο εμφανίζεται ως «ἀνακεφαλαιώσασθαι». Το έργο μας μέσα στην κοσμική πόλη του ανθρώπου, ενώ κανονικά θα πήγαινε χαμένο, επειδή χτίστηκε πάνω στον Χριστό δεν θα χαθεί αλλά θα μείνει στο αιώνα επειδή θα συμπεριληφθεί στη νέα Ιερουσαλήμ.

  1.  Ellul, J. The Meaning of the City. σελ.157
  2.  Ο Ελούλ, αν και κινείτο στον χώρο της Μεταρρυθμισμένης Εκκλησίας της Γαλλίας, απείχε σε αρκετά θέματα από την κλασική ‘καλβινιστική’ θεολογία. Επομένως, παρόλο που η σκέψη του πηγάζει από μία γενικά αναμορφωμένη αντίληψη, θέλει προσοχή σε κάποια σημεία καθώς μερικές από αυτές τις αποκλίσεις του είναι μεγάλες τελικά.
  3.  Σε αντίθεση με όλες τις μεγάλες θρησκείες και φιλοσοφίες που οραματίζονται το μέλλον είτε ως μια επιστροφή στην «αγνή φύση» (Ισλάμ) είτε ως μια αποχώρηση από τον φυσικό κόσμο γενικότερα (Πλατωνισμός).
  4.  Ellul, J. The Meaning. σελ.158
  5.  Κάτι που βλέπουμε από τους προφήτες – ιδιαίτερα στον Ιεζεκιήλ – μέχρι και την Αποκάλυψη.
  6.  “…o Θεός δεν συμβιβάζεται με το όχι του ανθρώπου. Θέλει όλο τον άνθρωπο, ό,τι είναι και ό,τι κάνει.. Δεν θέλει ούτε τα έργα, ούτε η καρδιά, ούτε ο κόπος, ούτε η ελπίδα του ανθρώπου να χάνεται για πάντα στη σκιά του θανάτου.” Ellul, J. The Meaning. σελ.172
  7.  Ellul, J. The Meaning. σελ.57
  8.  ο.π. σελ.32
  9.  Β’ Χρονικών 14:6
  10.  Ellul, J. The Meaning. σελ.36 — Ο Ελούλ δεν ισχυρίζεται εδώ ότι υπάρχει κακό στην ύλη. Η φύση της πόλης έχει να κάνει με τις πνευματικές εξουσίες που την ελέγχουν.
  11.  ο.π. σελ.47
  12.  ο.π. σε.169
  13.  Ιερεμίας 13:9
  14.  Μιχαίας 3:10
  15.  Ιεζεκιήλ 16:21
  16.  Η πόλη όπου σταυρώθηκε ο Κύριος είναι η Ιερουσαλήμ, όμως η “μεγάλη πόλη” στην Αποκάλυψη είναι η Βαβυλώνα, που εδώ ενσωματώνει στοιχεία από δύο άλλες πόλεις με τη χειρότερη φήμη.
  17.  Ιερεμίας 29:4-7
  18.  Ellul, J. The Meaning. σελ.77

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top