Η Ιεροσύνη των πιστών

Ιστορικά προλεγόμενα

Το 1520 ο Μαρτίνος Λούθηρος συγγράφει και κυκλοφορεί δημοσίως τη διαβόητη “ανοικτή” επιστολή του «Προς τους Χριστιανούς Ευγενείς του Γερμανικού Έθνους Σχετικά με την Αναμόρφωση του Χριστιανισμού»1. Ο στοιχειωδώς ενήμερος με τα της μεσαιωνικής ιστορίας αντιλαμβάνεται ότι επρόκειτο για έργο στο οποίο εκτίθεντο βελτιωτικές μεταρρυθμίσεις για τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Σε σύντομο χρονικό διάστημα θα τύχαινε ευρύτατης αποδοχής και κυκλοφορίας όχι μόνον μεταξύ των θιασωτών της Μεταρρύθμισης αλλά και αδιάφορων μέχρι πολλών εναντίων της. Η θέση του Δούκα Γεωργίου της Σαξονίας, λ.χ. είναι χαρακτηριστική:

«Δεν είναι αναληθή όλα όσα περιέχονται σε αυτήν (την επιστολή του Λουθήρου) ούτε απαραιτήτως μη αναγκαίο να έλθουν στο φως. Για δε την περίπτωση που κανένας δεν τολμά να μιλήσει για τα κακώς κείμενα στην εκκλησία, και καθένας υποχρεούται σε καταναγκαστική σιωπή, στο τέλος θα φωνάξουν οι πέτρες»2.

Στην επιστολή του ο Λούθηρος αναδείκνυε χρονίζοντα ζητήματα τα οποία απαιτούσαν μεταρρυθμίσεις και τα οποία έπρεπε εν πάση περιπτώσει να αντιμετωπιστούν. Μάλιστα, στο δεύτερο μέρος της επιστολής του, διατυπώνει μεν τους προβληματισμούς προτέρων γενεών, τους ιεραρχεί όμως, τους επεξεργάζεται και τους διατυπώνει με τη δυναμική της λεκτικής υπεροχής και πειθούς η οποία τον χαρακτήριζε3.   

Στο πρώτο μέρος της επιστολής του «Προς τους Χριστιανούς Ευγενείς»  ο Λούθηρος ενασχολείται με τα λεγόμενα «τρία τείχη των Ρωμανιστών»4 τα οποία ανυψώθηκαν, όπως διατείνεται, από τους υπερμάχους και προστάτες οπαδούς της Εκκλησίας της Ρώμης για την αποτροπή οποιασδήποτε μεταρρυθμιστικής απόπειρας και για τη διατήρηση του εκκλησιαστικού status quo. Με τo «πρώτο τείχος» ισχυρίζεται ότι η κοσμική εξουσία δεν έχει καμίαν ισχύ επί της εκκλησιαστικής. Αντιθέτως, η «πνευματική» εξουσία ίσταται υπεράνω της κοσμικής. Δεύτερον, καθένας ο οποίος αποπειράται -επί τη βάσει της Αγίας Γραφής- να επιχειρήσει εκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις δεν δικαιούται να το πράξει για το λόγο ότι μονάχα ο εκάστοτε Πάπας έχει δικαίωμα να ερμηνεύει τη Γραφή. Τέλος, για την δυνατότητα σύγκλησης μεταρρυθμιστικής  συνόδου, μονάχα ο Πάπας έχει αρμοδιότητα μιας τέτοιας σύγκλησης και ουδείς άλλος. Ως εκ τούτου, κάθε προσπάθεια μεταρρύθμισης αποκλείεται εν τω γεννάσθαι, εάν και εφ’ όσον η εκκλησιαστική εξουσία υπερέχει της κοσμικής, και η εκκλησία -μόνον- δικαιούται να ερμηνεύει τη Γραφή ο δε Πάπας να συγκαλεί σύνοδο.

Με αποφασιστικότητα ο Λούθηρος επιδίδεται στο έργο της ανασκευής των παραπάνω αγκυλώσεων του δυτικού χριστεπώνυμου κατεστημένου. Εφαλτήριο, για το έργο υπεράσπισης της αλήθειας, απετέλεσε η βιβλική διδασκαλία της «Ιεροσύνης των Πιστών» του Χριστού. Η διδασκαλία των Γραφών υποστηρίζει ότι «Η Πανιεροσύνη των Πιστών» αποτελεί αναφαίρετο πνευματικό προνόμιο, κεκτημένο δικαίωμα όλων των δικαιωμένων με τη χάρη του Κυρίου Ιησού Χριστού πιστών. Κατά τον Λούθηρο κάθε πιστός έχει στη κατοχή του εξουσία πνευματικού λειτουργήματος και ως εκ τούτου δεν υπάρχει διαφορά θέσης, κύρους ή αξιώματος μεταξύ της πνευματικής και της κοσμικής εξουσίας. Η μεταξύ τους διαφορά κατανοείται κυρίως μέσα από τους διακριτούς τους ρόλους. Αποστολή της κοσμικής εξουσίας είναι η τήρηση της ευταξίας, η επιβράβευση του αγαθού, η τιμωρία της ανομίας και η θεραπεία του κακώς κειμένου. Κι αυτή της η αποστολή «δεν σταματά στο κατώφλι τις εκκλησίας» για περιπτώσεις κατάχρησης ή εκμετάλλευσης.

Κατά τον Λούθηρο, από τη στιγμή που όλοι οι πιστοί του Χριστού είναι «ιερείς του Θεού» κατέχουν και το δικαίωμα να ερμηνεύουν και τις Γραφές. Μάλιστα στην  Α’ Κορινθίους 14 αναδεικνύεται μετ’ εμφάσεως όχι μόνον το γεγονός του δικαιώματος της συμμετοχής του συνόλου των πιστευόντων στα λατρευτικά δρώμενα των κατά τόπους χριστιανικών εκκλησιών αλλά και στη διακονία της ερμηνείας των Γραφών (διδασκαλία, ψαλμωδία, εξήγηση νοημάτων, κ.λπ.). Ο Λούθηρος, επίσης, επεξηγεί ότι αυτό δε σημαίνει πως όλοι έχουν την κλίση για τη διακονία της διαποίμανσης του Λαού του Θεού5:

«Επειδή καθένας ο οποίος αναδύεται από τα ύδατα του βαπτίσματος είναι σε θέση να καυχάται ότι είναι ήδη καθιερωμένος ιερεύς, επίσκοπος και πάπας, αυτό δεν σημαίνει ότι απλά κάθε ένας θα ασκήσει το εν λόγω λειτούργημα»

[εννοώντας ότι στην πράξη δεν είναι όλοι ποιμένες εκκλησιών, κ.λπ.]. Ο Λούθηρος επικαλείται την ισχύ των Γραφών και πιο συγκεκριμένα τον Παύλο ο οποίος τονίζει ότι η οικοδομή της εκκλησίας εξαρτάται από τη συμμετοχικότητα και την εμπλοκή περισσοτέρων του ενός:

“…καταλήγουμε, αδερφοί: Όταν έχετε λατρευτική σύναξη, ό,τι έχει να πει ο καθένας, είτε ψαλμό είτε διδασκαλία είτε αποκάλυψη… όλα να γίνονται με σκοπό την οικοδομή της εκκλησίας”.

A’ Koρινθίους 14:26

H συμμετοχικότητα οδηγεί στη συναντίληψη και στην ομοθυμία για μια ζωή η οποία καρπούται τα οφέλη και νέμεται τις ευλογίες της χάριτος του Θεού:

«…ριζωμένοι και θεμελιωμένοι στην αγάπη, θα μπορέσετε μαζί με ολόκληρο το λαό του Θεού να συλλάβετε ποιο είναι το πλάτος και το μήκος, το βάθος και το ύψος του μυστηρίου της σωτηρίας και να γνωρίσετε την αγάπη του Χριστού, που ξεπερνάει κάθε ανθρώπινη γνώση. Έτσι θα γεμίσει η ζωή σας με την πλούσια χάρη του Θεού».

Εφεσίους 3:17κεξ

 Όσον αφορά δε στο «παπικό μονοπώλιο» για τη σύγκληση Συνόδου, η Γραφή μεν σιωπά παντελώς η δε εκκλησιαστική ιστορία (αποτυπώνοντας την εκκλησιαστική πρακτική αιώνων) έχει διαφορετική γνώμη. Η Σύνοδος της Νικαίας (20 Μαΐου έως 25 Αυγούστου του 325 μ.Χ.) συνεκλήθη, κατ΄ εντολήν του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, ο οποίος διέκρινε ότι το ζήτημα της αίρεσης του Αρείου -ανάμεσα στα άλλα- απειλούσε και τη συνοχή της αυτοκρατορίας. Το ίδιο ισχύει και για τις υπόλοιπες μεγάλες Συνόδους της εκκλησίας. Έχοντας πει αυτά αρμόζει να τονιστεί το γεγονός ότι όχι μονάχα η Λουθηρανή Ευαγγελική Εκκλησία αλλά σύνολος ο Ευαγγελικός κόσμος τάσσεται υπέρ του ζητήματος και εμφατικά τοποθετείται ομόφωνα για το θέμα της Ιεροσύνης των Πιστών6.

Βιβλική έδραση της Ιεροσύνης των Πιστών

Πώς τεκμηριώνεται όμως βιβλικά η Ιεροσύνη των Πιστών και πώς η Γραφή διαχειρίζεται το όλο ζήτημα; Ας δούμε πώς το συγκεκριμένο θέμα εξελίσσεται διαχρονικά, μέσα από τις σελίδες του θεόπνευστου Λόγου του Θεού.

Η αλήθεια της Ιεροσύνης όλων των Πιστών τεκμηριώνεται βιβλικά μέσω του ακόλουθου σχήματος:

1.Εδράζεται στην αιωνία βουλή και πρόθεση του Θεού για τον αποκτημένο με αίμα Λαό Του. Στην Έξοδο 19:6 το ζήτημα τίθεται ως εξής: «ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι βασίλειον ἱεράτευμα καὶ ἔθνος ἅγιον». Πρόθεσή Του είναι ο λυτρωμένος από την Αιγυπτιακή καταδυνάστευση Λαός Του να είναι κομμάτι του σωτηριώδους σχεδιασμού Του για την εξαγγελία της ευλογίας της σωτηρίας Του και τη διακήρυξη του Ονόματός Του σε όλη τη γη. Η ισχύς Του είναι τέτοιας έκτασης που -για την υλοποίηση της πρόθεσής Του- ακόμα και τους εναντίους Του μπορεί να μεταχειριστεί. Στο Φαραώ θα πει:

“…σὲ διετήρησα, διὰ νὰ δείξω ἐν σοὶ τὴν δύναμίν μου καὶ νὰ κηρυχθῇ τὸ ὄνομά μου ἐν πάσῃ τῇ γῇ·”.

Έξοδος 9:16

Η υπερβάλλουσα όμως χάρις Του όρισε όπως η διακήρυξη του Ονόματός Του να περνάει -πρωτίστως- μέσα από την ιερατική πράξη / ιερατική αποστολή και λειτουργία του ελευθερωμένου Λαού Του. Γι’ αυτό και η εντολή Του στο Φαραώ -το «εξαπόστειλον τὸν λαὸν μου…» (Eξ 7:16)- όπως και η λογική της σωτηριώδους επέμβασής Του εμπεριέχουν τα στοιχεία της θυσίας, του εορτασμού και της λατρείας του Ελευθερωτή Θεού. Σύνολο το σώμα των απελευθερωμένων από την καταδυνάστευση, προτού δοθεί ο Νόμος που αφορούσε  στην καθιέρωση του ιερατείου, καλείται σε λατρευτική έξοδο από την Αίγυπτο της δουλείας του. Χαρακτηριστικές είναι οι περικοπές που συνθέτουν το τοπίο. 

Α. ΘυσίαEξ 3:18 “…φες ν πάγωμεν δν τριν μερν ες τν ρημον, δι ν προσφέρωμεν θυσίαν ες Κύριον τν Θεν μν·”  

B. ΕορτασμόςEξ 5:1ξαπόστειλον τν λαν μου, δι ν ορτάσωσιν ες μ ν τ ρήμ.”  

Γ. ΛατρείαEξ 9:13 (4:23, 8:1, 20, 10:3) “ Ἐξαπόστειλον τὸν λαὸν [τον υιόν] μου, διὰ νὰ μὲ λατρεύσῃ·”  

2. Διακηρύττεται στον προφητικό λόγο ως υπόσχεση την οποίαν υλοποιεί ο Μεσσίας και η οποία είναι χαρακτηριστική σύνολου του Λαού του Θεού [χαρακτηριστικό της Μεσσιανικής εποχής]  –  «Σες δ ερες το Κυρίου θέλετε νομάζεσθαι· λειτουργος το Θεο μν θέλουσι σς λέγει… κα ες τν δόξαν τν θνν θέλετε καυχσθαι.» (Ησ 61:6) Η εν λόγω υπόσχεση συναντάται σε ένα από τα εκπληκτικότερα τμήματα του προφητικού στερεώματος. Μοιάζει με άσμα το οποίο ψάλει ο Κεχρισμένος του Θεού Μεσσίας στο οποίο δεν περιέχονται μονάχα παρούσες αλλά και μελλοντικές λυτρωτικές ενέργειες της «ανατρεπτικής» ισχύος Του. Ο Ησαϊας αναφέρεται στο δια ταύτα της αποστολής του Μεσσία, στις επιπτώσεις και τις ανατροπές της Μεσσιανικής παρουσίας. Πρόκειται για «…τν τόπον», την περικοπή την οποία ο Κύριος Ιησούς ανέγνωσε εις επήκοον της Συναγωγής στη Ναζαρέτ, για να συμπληρώσει ότι η συγκεκριμένη προφητεία εκπληρωνόταν την ημέρα εκείνη στα αυτιά των παρισταμένων (Λκ 4:21).

Την εκπεφρασμένη -στην Εξ 19:6- βουλή του Θεού την υλοποιεί ο Μεσσίας, ο Οποίος συγκροτεί πνευματικό ιερατείο για την λατρεία Του από Ιουδαίους και Εθνικούς: «Σεῖς δὲ [οι εξ’ Ιουδαίων πιστοί] ἱερεῖς τοῦ Κυρίου θέλετε ὀνομάζεσθαι· λειτουργοὺς τοῦ Θεοῦ ἡμῶν θέλουσι σᾶς λέγει [οι εξ’ Εθνών πιστοί]…» [Ησα 61:6]. To το ίδιο μήνυμα όμως απηχείται και στο Ησ 66:21 όπου η πρόσληψη των εξ’ Εθνών πιστευόντων -μέσα από τη διακήρυξη της δόξας Του μεταξύ των Εθνών (19β)- θεωρείται δεδομένη: «… καί ἀπ᾽ αὐτῶν [των Εθνικών αλλοφύλων] λήμψομαι ἐμοὶ ἱερεῖς καὶ Λευίτας, εἶπεν Κύριος» (Ησ 66:21). Είναι προφανές λοιπόν ότι, μέσα από τις προφητικές διακηρύξεις  των Ησ 61:6 και Ησ 66:2, προαναγγέλλεται ότι στο Λαό του Θεού συμμετέχουν ισοδύναμα και οι εξ’ Ιουδαίων αλλά και οι εξ’ Εθνών σεσωσμένοι. Στη στρατιά των Ιερέων του Υψίστου τα «…ἔθνη εἶναι συγκληρονόμα καὶ σύσσωμα καὶ συμμέτοχα τῆς ἐπαγγελίας ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ Eὐαγγελίου» (Eφ 3:6). Ο Motyer7 σχολιάζει το «θέλετε ὀνομάζεσθαι… θέλουσι σᾶς λέγει» του Ησα 66:21 ως εξής: 

«Οι όντες λαός του Θεού, με τη διακονία της αληθείας Του μεταξύ των αλλογενών, τους έφεραν στον Κύριο και στην κοινωνία της πίστεως. Εκείνοι με τη σειρά τους, αναγνωρίζοντας την ειδική προνομιακή θέση εκείνων μέσω των οποίων ευλογήθηκαν, τους αναγνωρίζουν ως ιερείς που διαμεσολαβούν για την ευλογία του Θεού πάνω τους και ως λειτουργούς οι οποίοι ενεργούν για λόγου τους στα του Κυρίου ως πραγματικοί Λευίτες, (Αρ 8:5εξ.)»

3. Πραγματώνεται δια της εις τον Χριστόν πίστεως και συμπεριλαμβάνει Ιουδαίους και Εθνικούς επικαρπωτές των επαγγελιών του Θεού

«Εἰς τὸν Οποῖον (Ιησούν Χριστόν) προσερχόμενοι, ὡς εἰς λίθον ζῶντα, ὑπὸ μὲν τῶν ἀνθρώπων ἀποδεδοκιμασμένον, παρὰ δὲ τῷ Θεῷ ἐκλεκτόν, ἔντιμον, καὶ σεῖς, ὡς λίθοι ζῶντες, οἰκοδομεῖσθε οἶκος πνευματικός, ἱεράτευμα ἅγιον, διὰ νὰ προσφέρητε πνευματικὰς θυσίας εὐπροσδέκτους εἰς τὸν Θεὸν διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ·».

Α΄ Πέτρου 2:4-5

Ο απόστολος Πέτρος σημειώνει ότι, καθώς «προσερχόμαστε» στο Χριστό για λύτρωση και φωτισμό8, οικοδομούμεθα οἶκος πνευματικός και ἱεράτευμα ἅγιον. Η προσέλευσή μας σ’ Αυτόν ισοδυναμεί με συμμετοχή, συσσωμάτωση και ένωση μαζί Του διά της πίστεως. Δεν πρόκειται για προσέλευση “περιέργειας”, απλής σύστασης ή ηθικο-θρησκευτικού ενδιαφέροντος9 αλλά για ολοκληρωτική στροφή στον Χριστό του Θεού, για προσέλευση σωτηρίας10. Αυτή μας η προσέλευση στο Χριστό μας κάνει πνευματικό Οίκο και άγιο Ιεράτευμα. Οίκο με την έννοια της φαμίλιας, οικογενείας και πατριάς, όπως δηλ. το «Οἶκος Ααρων…» (Ψα 113:18 & 118:3) ή «…σὺ καὶ οἱ υἱοί σου καὶ ὁ Οἶκος πατριᾶς σου…» (Αρ 18:1) και το «Οἶκος Ἰσραήλοἶκος Ἀαρών, εὐλογήσατε τὸν Κύριον·» (Ψα 135:19) Υπ’ αυτήν την έννοια -του ζώντος και λειτουργούντος οργανισμού- οι πιστοί του Χριστού είναι πνευματική οικογένεια αγίων ιερέων επειδή συμμετέχουν στο σώμα του Χριστού ο Οποίος μένει «ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα…» (Εβ 7:17). Γενάρχης είναι ο Αρχιερέας Χριστός o Οποίος όχι μόνον «…μένει εἰς τὸν αἰῶνα» αλλά έχει και «ἀμετάθετον τὴν ἱερωσύνην·» (Εβ 7:24). Με την διά του Πνεύματός Του καθοδήγησή μας καλούμαστε σε ενεργητική διακονία για την προσφορά πνευματικών θυσιών ευπροσδέκτων εις τον Θεόν διά Ιησού Χριστού·

4. Στοχεύει στη διακήρυξη των αρετών του Λυτρωτή Σωτήρα και την ευλογία της συγκρότησης του Λαού του Θεού μέσα από τον θρίαμβο της χάριτός Του:

«Σεῖς ὅμως εἶσθε γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαὸς τὸν ὁποῖον ἀπέκτησεν ὁ Θεός, διὰ νὰ ἐξαγγείλητε τὰς ἀρετὰς ἐκείνου, ὅστις σᾶς ἐκάλεσεν ἐκ τοῦ σκότους εἰς τὸ θαυμαστὸν αὑτοῦ φῶς· οἱ ποτὲ μὴ ὄντες λαός, τώρα δὲ λαὸς τοῦ Θεοῦ, οἱ ποτὲ μὴ ἠλεημένοι, τώρα δὲ ἐλεηθέντες».

Α’ Πέτρου 2:9-10

Θεμελιώδης αποστολή του βασιλείου ιερατεύματος είναι η εξαγγελία των αρετών του Θεού ο Οποίος, διά του Ευαγγελίου της χάριτός Του, καλεί Λαόν υπέρ του Ονόματός Του. Η ευλογία της σωτηρίας, η αλλιώς η επαγγελία ευλογίας (σύμφωνα με την Αβραμική Διαθήκη) την οποία ο Υιός του Ευλογητού υπόσχεται, πρέπει να διακηρυχθεί, πάση θυσία και ανεξαρτήτως κόστους, προκειμένου να το ακούσουν και οι πλησίον (Ιουδαίοι) αλλά και πάντες οι «…εἰς μακράν, ὅσους ἂν προσκαλέσηται Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν.» (Πρ 2:39). Ο Απόστολος Παύλος βλέπει τον εαυτόν του ως «λειτουργὸν Χριστοῦ Ἰησοῦ εἰς τὰ ἔθνη, ἱερουργοῦντα τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ», με στόχους, πρόγραμμα και τακτική (Ρω 15:16). Βεβαίως με ειδική κλίση αλλά πάντοτε στα πλαίσια της Μεγάλης Αποστολής του Μτ 28:19. To ίδιο μήνυμα επικοινωνεί στους μαθητάς Του ο αναστημένος Χριστός:

«Εἶναι γεγραμμένον καὶ οὕτως ἔπρεπε νὰ πάθῃ ὁ Χριστὸς καὶ νὰ ἀναστηθῇ ἐκ νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, καὶ νὰ κηρυχθῇ [πρέπει] ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοια καὶ ἄφεσις ἁμαρτιῶν εἰς πάντα τὰ ἔθνη…».

Λουκάς 24:46-47

Το «πρέπει» της διακήρυξης, η εξαγγελία της χάριτός  και των αρετών του Θεού, βρίσκεται στα χέρια των βασιλιάδων ιερέων Του οι οποίοι -εν τη δυνάμει του Πνεύματος και εμπνεόμενοι από τα ιδεώδη του Αρχιερέα Χριστού- ιερουργούν το Ευαγγέλιο της κατά χάριν σωτηρίας διά της εις σ’ Αυτόν πίστεως.

5. Τέλος γίνεται δοξαστικός ύμνος που εξυμνεί το τέλειο έργο και την αξιοσύνη Εκείνου τον Οποίον ο Θεός εξέλεξε να είναι Σωτήρας των αμαρτωλών τους οποίους δικαιώνει με το αίμα του Σταυρού Του

“…ψάλλουσι νέαν ῳδήν, λέγοντες· Ἄξιος εἶσαι νὰ λάβῃς τὸ βιβλίον καὶ νὰ ἀνοίξῃς τὰς σφραγίδας αὐτοῦ, διότι ἐσφάγης καὶ ἠγόρασας ἡμᾶς εἰς τὸν Θεὸν διὰ τοῦ αἵματός σου ἐκ πάσης φυλῆς καὶ γλώσσης καὶ λαοῦ καὶ ἔθνους, καὶ ἔκαμες ἡμᾶς εἰς τὸν Θεὸν ἡμῶν βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς…».

Αποκάλυψη 5:9-10

Στο συγκεκριμένο υμνητικό απόσπασμα εντυπωσιάζει η τεκμηρίωση της αξιοσύνης του Κυρίου Ιησού. Είναι άξιος γιατί θυσιάστηκε ως πασχαλινός αμνός, με το αίμα Του απολύτρωσε το λαό Του και τους αγορασμένους Του τους έκανε βασιλείς και ιερείς εις τον Θεό. Η εκπεφρασμένη βουλή του Θεού εκπληρώθηκε στο ακέραιο. 

Η Εκκλησία του Χριστού προσβλέπει στη Ημέρα της επιφάνειας του Κυρίου. Περιμένει το άκουσμα της προσταγής του Θεού: «Συναθροίσατέ μοι τοὺς ὁσίους μου, οἵτινες ἔκαμον μετ ἐμοῦ συνθήκην ἐπὶ θυσίας» Ψα 50:5. Και «θέλει ἀποστείλει τοὺς ἀγγέλους αὑτοῦ καὶ συνάξει τοὺς ἐκλεκτοὺς αὑτοῦ ἐκ τῶν τεσσάρων ἀνέμων, ἀπ ἄκρου τῆς γῆς ἕως ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ.» (Mκ 13:27). Την Ημέρα της επισυναγωγής μας επ’ Αυτόν, οι δικοί Του «ἥξουσιν ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν καὶ ἀπὸ βορρᾶ καὶ νότου καὶ ἀνακλιθήσονται ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ» (Λκ 13:29) με τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ (προσθέτει ο Μτ στο παράλληλο χωρίο -8:11).Στην επουράνια Σιών, στην Άνω Ιερουσαλήμ, στην κατάπαυση της βασιλείας του Θεού και στον οίκο του Πατρός προσέρχεται ο άγιος Λαός Του «… εἰς πανήγυριν καὶ ἐκκλησίαν πρωτοτόκων καταγεγραμμένων ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Εβρ 12:22-23).

Πρακτική οπτική της Ιεροσύνης των Πιστών

Δύο είναι τα κυρίως πρακτικά ερωτήματα τα οποία απορρέουν από την βιβλική διακήρυξη της Ιεροσύνης των Πιστών.

Το πρώτο έχει να κάνει με την εφαρμογή στην πράξη της πανιεροσύνης του Λαού του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη. 

Εδώ αρμόζει να επισημανθεί ότι χαρακτηριστικό γνώρισμα του ιερατικού συστήματος στον αρχαίο Ισραήλ -από τις περιπλανήσεις στην έρημο έως τη μεταιχμαλωσιακή περίοδο- ήταν η καθορισμένη τάξη η οποία αφορούσε στους ρόλους, τις εργασίες και τις λειτουργίες στη Σκηνή του Μαρτυρίου, και στη συνέχεια στο Ναό. Οι καθιερωμένοι για υπηρεσία Ααρωνίτες αλλά και οι Λευίτες, είχαν συγκεκριμένους ρόλους και ευθύνες οι οποίες καθορίζονταν είτε από τις νομικές διατάξεις είτε από τον «εσωτερικό κανονισμό» -θα λέγαμε- ο οποίος είχε από συμφώνου αποφασιστεί ή, ως παράδοση και προϊόντος του χρόνου, είχε μοιραία επιβληθεί (… του έλαχε με κλήρο να θυμιάσει σύμφωνα με τη συνήθεια του ιερατείου Λκ 1:9). Ναι μεν όλοι οι Λευίτες, ήταν ιερείς, οι ρόλοι τους όμως, οι ευθύνες αλλά και το έργο τους διέφεραν αισθητά. Κάποιοι είχαν την ευθύνη για το σφαγιασμό των ζώων που προορίζονταν για θυσία, άλλοι για την διαχείριση της στάχτης του θυσιαστηρίου του ολοκαυτώματος, άλλοι ήταν διανομείς του μεριδίου των δεκάτων του λαού στους υπολοίπους. Κάποιοι υπηρετούσαν ως ψαλμωδοί, άλλοι ως φύλακες φρουροί, ενώ άλλοι μαγείρευαν για τα γεύματα των σε εφημερία συναδέλφων τους, κ.λπ. Η καθιέρωσή τους στην υπηρεσία του Κυρίου απαιτούσε και την πρόθυμη ανταπόκρισή τους σε τακτικές αλλά και σε έκτακτες ημερήσιες υποχρεώσεις, σε ημερολογιακές εορτές και χρείες, και γενικά στις επιταγές και τις ιδιαίτερες ανάγκες άσκησης του διακονήματος στο οποίο είχαν κληθεί. Επίσης, δεν ίσχυε το μοντέλο της αυθαίρετης ή κατά βούλησιν διακονίας, ούτε σύνολο το ιερατείο ιερουργούσε την ίδια χρονική στιγμή. Κάποιοι εφημέρευαν ενώ άλλοι είχαν «ρεπό». Στον Ζαχαρία, πατέρα του Ιωάννη του βαπτίζοντος, άγγελος Κυρίου αποκαλύπτει την γέννησή του ενώ εκείνος «ιεράτευε… κατά τη χρονική σειρά της ιερατικής του τάξης» (ἐν τῇ τάξει τῆς ἐφημερίας αὐτοῦ… ) (Λκ 1:8). Η ενασχόλησή του ιερατείου εις τα του Κυρίου καθοριζόταν επίσης από τις τακτικές και έκτακτες ανάγκες οι δε ρόλοι τους διέφεραν σε όλα τα επίπεδα. Βεβαίως, όλοι τους ήσαν ιερείς του Κυρίου διέφεραν όμως και σε τάξη αλλά και σε ευθύνες. Το Α’ Χρονικών κεφάλαιο 9  (καθώς και Αριθμοί κεφ. 3 & 4, κ.ά.) είναι ενδεικτικό του συντονισμού των διαδικασιών στο Ναό. Διευκρινίζεται ότι την τάξη -στις λειτουργίες του  Λευιτικού ιερατείου στον αρχαίο Ισραήλ- την συντόνιζαν άνθρωποι άξιοι και καθ’ όλα αναγνωρίσιμοι για το πνευματικό τους διαμέτρημα, κι αυτό κάτω από την υψηλή επίβλεψη των Ααρωνιτών: «Φινεὲς ὁ υἱὸς τοῦ Ἐλεάζαρ, μετὰ τοῦ ὁποίου ᾐτο ὁ Κύριος, ᾐτο ἄρχων ἐπ αὐτοὺς…» (Α’ Χρ 9:20). Άξιοι άνθρωποι του Θεού ηγούντο του έργου της διακονίας, όχι απλώς ο καθείς επειδή ήταν ιερεύς. Μάλιστα, άνθρωποι του Θεού, «δυνατοὶἄξιοι διὰ τὸ ἔργον τῆς ὑπηρεσίας τοῦ οἴκου τοῦ Κυρίου» (Α Χρ 9:13) ενασχολούντο με αυτό. 

Σχολιάζοντας το ζήτημα παραπέρα, αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμα και η «τοποθέτησή» στο έργο της υπηρεσίας του Κυρίου δεν γινόταν ούτε αυθαίρετα ούτε για ισορροπητικούς λόγους αλλά επί τη βάσει αναγκών και από ανθρώπους αποδεδειγμένης ικανότητας να το πράξουν: «ὁ Δαβὶδ καὶ ὁ Σαμουὴλ ὁ βλέπων [προφήτης] εἶχον καταστήσει εἰς τὸ ὑπούργημα αὐτῶν. (Α΄Χρ 9:22). O Κύριος, ως Θεός ευταξίας, είχε ορίσει να υπηρετούν εκείνοι που Αυτός θέλησε και τους 

«…ὁποίους ὁ Δαβὶδ κατέστησεν ἐπὶ τὸ ἔργον τῆς μουσικῆς τοῦ οἴκου τοῦ Κυρίου…», και οι οποίοι «ὑπηρέτουν ἔμπροσθεν τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου μὲ ψαλτῳδίας, ἑωσοῦ ὁ Σολομὼν ῳκοδόμησε τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου ἐν Ἱερουσαλήμ· καὶ τότε κατεστάθησαν εἰς τὸ ὑπούργημα αὑτῶν, κατὰ τὴν τάξιν αὑτῶν».

Α’ Χρονικών 6:31-32

Η διακονία των θυσιών και των θυμιαμάτων και του συντονισμού των διακονιών (Σκηνής και Ναού) ανήκε στην πατριά του Ααρών11: «κατὰ τὴν ὑπηρεσίαν αὐτῶν, ὑπὸ τὴν χεῖρα τοῦ Ἰθάμαρ υἱοῦ τοῦ Ἀαρὼν τοῦ ἱερέως.» (Αρ 7:8) «Ὁ δὲ Ἀαρὼν καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ἐθυμίαζον ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων, καὶ ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον τοῦ θυμιάματος, διωρισμένοι εἰς πάσας τὰς ἐργασίας τοῦ ἁγίου τῶν ἁγίων, καὶ εἰς τὸ νὰ κάμνωσιν ἐξιλέωσιν ὑπὲρ τοῦ Ἰσραήλ…» (Α Χρ 6:49). Όλα γίνονταν ευσχημόνως, ευπρεπώς και κατά τάξιν (A’ Koρ 14:40), επειδή ο Κύριος δεν είναι Θεός ακαταστασίας (Α’ Κορ 14:33). 

Στην Παλαιά Διαθήκη, αποστολή του ιερατείου ήταν η “διευκόλυνση” –θα λέγαμε του Λαού για τη λατρεία του Θεού. Δεν λάτρευαν τον Κύριο -στη Σκηνή και στο Ναό- μονάχα οι ιερουργούντες ιερείς. Ολόκληρος ο Λαός του Θεού θυσιάζει, εορτάζει και λατρεύει Κύριον τον Θεόν του. Συμμετέχει στα της λατρείας Του “εκπροσωπούμενος” από το ιερατείο, το οποίο ενεργεί εκ μέρους του Λαού και κατ’ εντολήν του Κυρίου. Κάνει «…ξιλέωσιν πρ το λαο· κα πρόσφερει τ δρον το λαοκαθς προσέταξεν Κύριος» (Λευ 9:7).

Το δεύτερο έχει να κάνει με την ιεροσύνη των πιστών στην πράξη, με βάση τη μαρτυρία της Καινής Διαθήκης. 

Α. Σε ατομικό, προσωπικό επίπεδο.

Εφαλτήριο για τη συλλογιστική της ΚΔ  επί του θέματος αποτελεί η δήλωση της προς Εφεσίους 4:8, όπου ο αναφέρεται ότι ο Κύριος Ιησούς «…ἀναβὰς εἰς ὕψος ᾐχμαλώτευσεν αἰχμαλωσίαν, ἔδωκεν δόματα [χαρίσματα] τοῖς ἀνθρώποις». Είναι πρόδηλο ότι ο Παύλος παραθέτει την περικοπή από τον Ψαλ 68:18 όχι απλά για να τεκμηριώσει το της δωρεάς χάριτος [στην περίπτωση αυτή εννοεί χάρισμα για υπηρεσία] σε κάθε πιστό «κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ» αλλά και για να αιτιολογήσει τη δόση των δομάτων [χαρισμάτων] στους ανθρώπους, που είναι το «… διὰ νὰ κατοικῇς μεταξὺ αὐτῶν, Κύριε Θεέ.» H συνάφεια του κειμένου της Εφ 4:8 δείχνει προς αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση. Ο Λυτρωτής Θεός κατοικεί μεταξύ των επαίνων του Λαού Του (Ψαλ 22:3). Είναι ο Θεός του Λαού Του και ζητούμενο είναι το περιπατείν ἀξίως τῆς προσκλήσεως να είναι ο Λαός Του ιεράτευμα άγιoν, απόκτημα και ιδιοκτησία Του. Όμως, ενώ η κλίση μας είναι να ιερατεύουμε όλοι στα του αναμεταξύ μας κατοικούντος Θεού της σωτηρίας μας, δεν έχουμε όλοι τα ίδια χαρίσματα, τους ίδιους ρόλους ή τnν ίδια κλήση για συγκεκριμένη διακονία. Ο Παύλος, στην Α’ Κορ 12:28-30, αφού πρώτα δίνει μιαν από τις λίστες των χαρισμάτων που συναντώνται στη Καινή Διαθήκη (βλέπε επίσης Ρω 12:6-7), εξηγεί ότι όλοι δεν έχουν το ίδιο χάρισμα: «Καὶ ἄλλους μὲν ἔθεσεν ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα θαύματα, ἔπειτα χαρίσματα ἰαμάτων, βοηθείας, κυβερνήσεις, εἴδη γλωσσῶν. Μὴ πάντες εἶναι ἀπόστολοι; μὴ πάντες προφῆται; μὴ πάντες διδάσκαλοι; μὴ πάντες ἐνεργοῦσι θαύματα; μὴ πάντες ἔχουσι χαρίσματα ἰαμάτων; μὴ πάντες λαλοῦσι γλώσσας; μὴ πάντες διερμηνεύουσι…» 

Β. Σε συλλογικό επίπεδο, την κοινή μαρτυρία, την κλίση μας ως λαός Του.

Ως ιερείς του Θεού, είμαστε επιφορτισμένοι με την ευθύνη για την προσφορά πνευματικών θυσιών εὐπροσδέκτων εἰς τὸν Θεὸν διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ· (Α΄Πε 2:5). Τέτοιες θυσίες είναι, ανάμεσα στις πολλές άλλες, και:

α. Οι θυσίες της αίνεσης του Θεού μέσω του Κυρίου Ιησού Χριστού:

«Διά τοῦ Χριστοῦ λοιπὸν ἄς ἀναφέρωμεν πάντοτε εἰς τὸν Θεὸν θυσίαν αἰνέσεως, τουτέστι καρπὸν χειλέων ὁμολογούντων τὸ ὄνομα Aὐτοῦ».

Εβραίους 13:15

Οι θυσίες της αίνεσής Του είναι εκείνες των ύμνων που ψάλλουμε, ατομικά ή συλλογικά στις λατρευτικές συνάξεις μας (Ψα 27:6, 69:30). Ο ψαλμωδός μάλιστα προσεύχεται επί τούτου:  «Πρόσδεξαι, δέομαι, τὰς προαιρετικὰς προσφορὰς τοῦ στόματός μου…» (Ψα 119:108). Θυσίες αίνεσής Του όμως είναι και οι φορές που Τον ομολογούμε (Εβρ 13:15), Τον εμπιστευόμαστε επικαλούμενοί Τον για τα μικρά και τα μεγαλύτερα ζητήματα της ζωής (Ψα 116:17), ζούμε με συνέπεια (Ψα 50:14, 23) και Τον ομολογούμε (Ψα 107:22). 

β. Η προσφορά ολόκληρης της ύπαρξής μας σε Εκείνον, για τον Οποίον χρωστάμε να ζούμε.

O απόστολος Παύλος παρακαλεί τους Ρωμαίους πιστούς να παραστήσουν τα σώματά τους (ολόκληρο το είναι τους) «…θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον εἰς τὸν Θεόν, ἥτις εἶναι ἡ λογικὴ λατρεία…» (Ρω 12:1). Η μεταμορφωτική ανακαίνιση των πιστών του Χριστού περνάει     -εκτός της δοκιμασίας του θελήματος Του και την από κοινού υπηρεσία μας στα της βασιλείας Του- και  μέσα από:   

1. Την ανιδιοτελή προς τον πλησίον αγάπη

«τὸ νὰ ἀγαπᾷ τὸν πλησίον ὡς ἑαυτόν, εἶναι πλειότερον πάντων τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ τῶν θυσιῶν».

Mάρκος 12:33

2. Την προσφορά έμπρακτης βοήθειας

εις τους χρείαν έχοντας: «Τὴν δὲ ἀγαθοποιΐαν καὶ τὸ μεταδοτικὸν μὴ λησμονεῖτε, διότι εἰς τοιαύτας θυσίας εὐαρεστεῖται ὁ Θεός»

Ρωμαίους 12:12, Εβραίους 13:16

3.Την γενναιόδωρη προσφορά εις το έργο διακονίας του Ευαγγελίου

«…ἐνεπλήσθην δεχθεὶς τὰ σταλέντα ἀπὸ σᾶς, ὀσμὴν εὐωδίας, θυσίαν δεκτήν, εὐάρεστον εἰς τὸν Θεόν»

Φιλιππησίους 4:18
γ. Υπέρτατη θυσία είναι η υπακοή μας και η σοβαρότητα με την οποία προσέχουμε στην οδηγία της φωνής Του:

«Μήπως ὁ Κύριος ἀρέσκεται εἰς τὰ ὁλοκαυτώματα καὶ εἰς τὰς θυσίας, καθὼς εἰς τὸ νὰ ὑπακούωμεν τῆς φωνῆς τοῦ Κυρίου; Η ὑποταγή εἶναι καλητέρα παρὰ τὴν θυσίαν· ἡ ὑπακοή, παρὰ τὸ πάχος τῶν κριῶν·».

Α’ Σαμουήλ 15:22

Μάλιστα, δεν ευαρεστείται σε θυσίες υπερβολής, ούτε ζητά από τους δικούς Του να κάνουν κάτι περισσότερο από το

«…να πράττουν τὸ δίκαιον καὶ νὰ ἀγαπούν  ἔλεος καὶ νὰ περιπατούν ταπεινῶς μετὰ τοῦ Θεοῦ τους».

Mιχαίας 6:6

«Νὰ κάμνῃ τις δικαιοσύνην καὶ κρίσιν εἶναι ἀρεστότερον εἰς τὸν Κύριον παρὰ θυσίαν…». 

Παροιμίες 21:3 πρβλ. 15:8

Συμπερασματικά, οι πιστοί του Χριστού, έχουμε και ατομική αλλά και συλλογική ευθύνη, επί τη βάση της βιβλικής διδασκαλίας που αφορά στην Πανιεροσύνη των Πιστών. Είμαστε προσκεκλημένοι σε υπακοή και ταπεινή διακονία ως λατρευτική οικογένεια Ιερέων του Θεού.

  1. Πρωτοτύπως: “An den christlichen Adel deutscher Nation von des christlichen Standes Besserung.”
  2. Kurt Aland, Geschichte der Christenheit, Band 2. Von der Reformation bis in die Gegenwart, Gebundene Ausgabe (Gütersloh: Guetersloher Verlagshaus, 1999), σελ. 81-82.
  3. Κάτι ανάλογο κάνει και ο Philipp Jakob Spener στην Pia Desideria, με τις έξι μεταρρυθμιστικές αξιώσεις τις οποίες προβάλλει.
  4. Ρωμανιστές αποκαλεί τους οπαδούς και υποστηρικτές της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας των ημερών του.
  5. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην κοινή διακήρυξη της Καθολικής και Λουθηρανής Εκκλησίας, που τιτλοφορείται ως «Μαρτίνος Λούθηρος – Μάρτυρας του Ιησού Χριστού» [1983], σημειώνεται ότι πολλά από τα ζητήματα τα ο οποία ο Λούθηρος έθεσε αντικατοπτρίζονται σε κείμενα της Β’ Βατικανής Συνόδου, συμπεριλαμβανομένης και της έμφασης στην Ιεροσύνη των Πιστών. Μάλιστα στο Lumen Gentium επιβεβαιώνεται η κοινή ιεροσύνη των πιστών η οποία απορρέει από την συμμετοχή τους στην μοναδική ιεροσύνη του Χριστού. Η διαφορά κλειδί όμως μεταξύ της Καθολικής και Ευαγγελικής αντίληψης του ζητήματος έχει να κάνει με το ότι οι πρώτοι διατείνονται πως «Η ιεροσύνη στην οποία μετέχουν όλοι οι πιστοί διαφέρει της διακονικής ή ιεραρχικής ιεροσύνης «στην ουσία και όχι μόνον στο βαθμό» – Timothy George, Priesthood of All Believers, στο First Things της 10.31.16.
  6. Και οι Αναμορφωμένες Εκκλησίες αλλά και τα ελευθερο-ευαγγελικά κινήματα [οι εκκλησίες δηλ. οι οποίες έχουν ως σημείο αναφοράς τους τα Collegia Pietatis του Philippe Jacob Spener] τάσσονται  υπέρ του όλου ζητήματος. Και ο Spener (Pietism) αλλά και στη συνέχεια ο R. Browne (Congregationalism) -μεταξύ άλλων- τοποθετήθηκαν εμφατικά για το θέμα. Μάλιστα ο Spener, στη δεύτερη μεταρρυθμιστική του πρόταση, επέμεινε ότι μετά τον Λούθηρο παρεμβλήθηκε μια περίοδος απώλειας της παράδοσης για την Ιεροσύνη των Πιστών, η οποία επιβάλλεται, όπως ισχυριζόταν, να ανακτηθεί πάση θυσία και η οποία συνεπάγεται την praxis pietis [ορίζεται δηλ. από τη βιωματικο-πνευματική αντιστοίχισή της, εννοώντας το βίο της ενεργητικής ευσέβειας και καθαρότητας].
  7. J.A. Motyer, The Prophecy of Isaiah (Leicester: Inter-Varsity Press), 1993, σελ. 502.
  8. Η προσέλευση, το πλησίασμα στον Θεό, φέρνει φωτισμό, όπως σημειώνει και η μετ. των Εβδομήκοντα: «…προσέλθατε πρὸς αὐτὸν καὶ φωτίσθητε…» (Ψα 33:6).
  9. Leonhard Goppelt, Der erste Petrusbrief (Gottingen: Vandenhoeck & Ruprecht), 1978.
  10. «Πᾶν ὃ δίδωσίν μοι ὁ πατὴρ πρὸς ἐμὲ ἥξει, καὶ τὸν ἐρχόμενον πρὸς ἐμὲ οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω.» (Ιω 6:37).
  11. Βλέπε επίσης Eξ 30:7-8, A’ Σαμ 2:28,  A’ Χρ 23:13 και Β’ Χρ 29:11.

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top