(ecclesia reformata qui simper reformanda est)
(εκκλησία μεταρρυθμισμένη, πάντοτε μεταρρυθμιζόμενη)
Ο κόσμος μας κλυδωνίζεται, με σημεία απογοήτευσης, στειρότητας και ήττας να παρατηρούνται. Στο Δυτικό κόσμο η ραγδαία εκκοσμίκευση είναι εμφανής, ενώ η επιρροή του Χριστιανισμού όλο και αδυνατίζει. Μέσα στην εκκλησία υπάρχει ένας αυξανόμενος αριθμός ηγετών που αρνείται ότι υπάρχει μια βιβλική ηθική που είναι δεσμευτική για τους πιστούς όλων των αιώνων, ενώ η πλειοψηφία των μελών της εκκλησίας φαίνεται να ζει με τον ίδιο ακριβώς “κοσμικό” τρόπο όπως οι μη πιστοί φίλοι και συνάδελφοί τους. Πολλοί πιστοί αισθάνονται πως χρειαζόμαστε μια νέα μεταρρύθμιση, την οποία εάν ο Κύριος δεν στείλει, τότε οδεύουμε προς μια “σκοτεινή περίοδο”, συγκριτικά με την οποία ο Μεσαίωνας ήταν φωτεινός.
Η σκέψη και η στάση των Μεταρρυθμιστών του 16ου αιώνα, μας αφορά όσο ποτέ άλλοτε. Πίστευαν ότι η ανανέωση της Εκκλησίας είναι μια διαρκής ανάγκη διότι πήραν στα σοβαρά την πραγματικότητα της αμαρτίας και των συνεπειών της μέσα κι’ έξω από το σώμα του Χριστού. Ότι η Γραφή πάντοτε καλεί τον άνθρωπο σε μετάνοια και ανακαίνιση, και η εμπειρία τους με τη Ρώμη και την άρνησή της ν’ ασχοληθεί με την αναγκαία αυτοκριτική της, τους εδραίωσε σ’ αυτήν τους την πίστη. Αρνούμενοι να δεχθούν ως απόλυτη τη θέση τους ή να αξιώσουν το αλάθητο για το εκκλησιαστικό τους οικοδόμημα, βρήκαν τελειότητα μόνο στην κεφαλή της Εκκλησίας, τον Ιησού Χριστό και το Λόγο Του. Η ‘αληθινή Εκκλησία’ πίστευαν, βρίσκει αυτόν τον Λόγο «ωφέλιμο προς διδασκαλίαν, προς έλεγχον, προς επανόρθωσιν, προς εκπαίδευσιν την μετά της δικαιοσύνης» (Β΄ Τιμ. 3:16 ).
Επειδή πίστευαν ότι η Εκκλησία πρέπει να έχει πλήρη συνείδηση της ατέλειάς της και της ανάγκης της για ανανέωση, εάν πρόκειται να παραμείνει πιστή στον Χριστό, μίλησαν για μια ‘Εκκλησία πάντοτε μεταρρυθμιζόμενη’. Υπάρχει εδώ μια σπουδαία αλήθεια που αξίζει να τη διαφυλάξουμε. Η ανθρώπινη υπερηφάνεια και η ροπή προς το εσφαλμένο, η τάση να θεωρήσουμε ως απόλυτη τη θέση μας, και η αποτυχία να αναγνωρίσουμε τις αδυναμίες μας είναι μόνιμες απειλές για την πνευματική ζωτικότητα. Ο πειρασμός για την Εκκλησία, να γίνει ένα θρησκευτικό κατεστημένο του οποίου οι ηγέτες γίνονται ιερείς που ενδιαφέρονται για προσωπική θέση και τη διαιώνιση ορισμένων τύπων θρησκείας αντί να είναι προφήτες αποφασισμένοι να κηρύξουν τον Λόγο, είναι χρόνιος, ιδιαίτερα εκεί όπου η οργάνωση της Εκκλησίας είναι εξαιρετικά ανεπτυγμένη. Το κατεστημένο, η ανεξέλεγκτη προσκόλληση στις παραδόσεις και η γραφειοκρατία είναι διαστρεβλώσεις της εκκλησιαστικής ζωής που καταπονούν κάθε Εκκλησία. Επιπλέον, οι σύγχρονες αξίες που αποκτούν προτεραιότητα μεταξύ πολλών στην Εκκλησία είναι απόδειξη εξευγενισμένης ειδωλολατρίας. Ο σύγχρονος εκκλησιαζόμενος είναι πολύ επιτηδευμένος (τουλάχιστον στις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης που επηρεάζονται από τον Προτεσταντισμό) για να λατρεύσει λείψανα ή βουβά ομοιώματα. Οι θεοί του είναι η καλοπέραση, η κοινωνική θέση, η πλούσια εκκλησιαστική και πολιτιστική παράδοση, η επιτήδευση, και η λουσάτη ζωή που έγινε δυνατή από τη σύγχρονη επιστήμη και την ανεπτυγμένη οικονομία. Μπορεί να φλυαρεί υποκριτικά περί θυσίας χωρίς να καταλαβαίνει τίποτε απ’ αυτήν. Όταν η Εκκλησία αναγνωρίσει αυτούς τους κινδύνους τότε θα δει την ανάγκη για καθημερινή χάρη, και η αρχαία προτροπή θα αποκτήσει νόημα: «Φοβήθητε τον Κύριον, και λατρεύσατε αυτόν εν ακεραιότητι και αληθεία∙ και αποβάλετε τους θεούς, τους οποίους ελάτρευσαν οι πατέρες σας πέραν του ποταμού, και εν τη Αιγύπτω, και λατρεύσατε τον Κύριον» (ΙτΝ 24:14).
Η Εκκλησία πρέπει πάντοτε να θυμάται την ανάγκη για ανανέωση. Qui a simper reformanda est: επειδή πάντοτε χρειάζεται μεταρρύθμιση, είναι η μεθοδολογία των Μεταρρυθμιστών. Το λιγότερο και το καλύτερο που οι διάδοχοί τους πρέπει να επιδιώξουν είναι μια διαρκή ανακαίνιση δια του Πνεύματος του Θεού. Η χαρακτηριστική τάση της σύγχρονης θεολογίας και της εκκλησιαστικής ζωής να παραμερίσουν τα παλαιά ορόσημα∙ η παράλογη προσκόλληση σε ορισμένες παραδόσεις έτσι ώστε να γίνουν μαγικό φυλακτό∙ η νεκρή πίστη στην οποία κανείς έχει την μορφή της ευσεβείας αλλά στην πραγματικότητα αρνείται τη δύναμή της – αυτές και άλλες αδυναμίες πιστοποιούν την ανάγκη της εκκλησίας να θυμηθεί τον αληθινό της χαρακτήρα.
Όταν οι Χριστιανοί θεωρούν τους εαυτούς τους ότι έχουν φθάσει στο στόχο τους, αντιστεκόμενοι στην απαίτηση για συνεχή ανανέωση, συμμερίζονται τη θανατηφόρα αδυναμία εναντίον της οποίας οι Μεταρρυθμιστές διαμαρτυρήθηκαν με όλη τους τη δύναμη. Έχουν χάσει τον οραματισμό που τους έκανε Εκκλησία του Ιησού Χριστού Μεταρρυθμισμένη σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, κι έχοντας παύσει να μεταρρυθμίζονται έχουν χάσει το δικαίωμα να ονομάζονται Μεταρρυθμισμένες και Ευαγγελικές.
Ως Ευαγγελικοί Χριστιανοί χρειαζόμαστε μια ανανεωμένη αίσθηση της κυριαρχικής δύναμης του Θεού που φανερώνεται στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού και μια αναζωογονημένη αίσθηση ευθύνης απέναντι Του ως Κύριό μας. Ο Λούθηρος, ο Καλβίνος, ο Νοξ δεν παραιτήθηκαν όταν είδαν την Εκκλησία να βρίσκεται σε δύσκολες περιστάσεις. Ύψωσαν την φωνή τους και ξεκίνησαν την Μεταρρύθμιση.
Εν πολλοίς αποτύχαμε να συνειδητοποιήσουμε ότι ο Χριστός μας κάλεσε να αναλάβουμε δράση στην Εκκλησία Του για τη δόξα του ονόματός Του. Ευτυχώς, σήμερα πολλά μέλη της Εκκλησίας αισθάνονται ότι πρέπει να κάνουν κάτι. Αλλά: Τι; Φαίνεται ότι η μόνη απάντηση είναι: Πρέπει να εργαστούμε για μια νέα Μεταρρύθμιση. Τίποτα άλλο δε θα επαρκέσει. Δε φτάνει το μπάλωμα. Το κάναμε ήδη και τα πράγματα χειροτέρεψαν.
Με τη λέξη ‘μεταρρύθμιση’ δεν εννοούμε επιστροφή στην κατάσταση του 16ου αιώνα. Αυτό και αδύνατο είναι, και λανθασμένο. Δε θα είναι μεταρρύθμιση, αλλά αναπαλαίωση καταδικασμένη να αποτύχει. Η επιδιωκόμενη ανανέωση δεν είναι επιστροφή σε κάποιο ιδανικό παρελθόν ή στο μηδέν, αλλά μια νέα προσπάθεια να γίνουμε πιστοί τώρα. Ένα νέο ξεκίνημα από το σημείο που βρισκόμαστε σήμερα, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη την κατάσταση και τα προβλήματα αυτής της εποχής και προσπαθώντας να βρούμε νέους τρόπους να κάνουμε την εκκλησία ξανά αυτό που οφείλει να είναι σύμφωνα με το Ευαγγέλιο: «Ο οίκος του Θεού, όστις είναι η εκκλησία του Θεού του ζώντος, ο στύλος και το εδραίωμα της αληθείας» (Α΄ Τιμ. γ΄15). Δεν είναι προσπάθεια απομίμησης της εκκλησίας του 16ου αιώνα, αλλά ένα σοβαρό ενδιαφέρον για την όρασή της και τη μαρτυρία της.
Στην καρδιά των Μεταρρυθμιστών και της κληρονομιάς που άφησαν υπάρχει η συναίσθηση της ζωής στην παρουσία του Θεού, γεγονός που επηρεάζει την προσωπική και την κοινωνική ζωή του Χριστιανού. Δεν μας κληροδότησαν ένα σύστημα θεολογίας ή δογματικής, αλλά την αρχή να βλέπει κανείς τα πάντα – τον άνθρωπο, τον Χριστό, την πίστη, τον κόσμο, τη Βίβλο, τη θρησκεία, τη ζωή – όχι ανθρωποκεντρικά αλλά Θεοκεντρικά..
Το πνεύμα της Ευαγγελικής Μεταρρύθμισης είναι η συνειδητοποίηση ότι βρίσκεται κανείς στην παρουσία του Θεού με την πρόσκληση να ζει γι’ Αυτόν, ενώ ο γενικός σκοπός της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας ήταν να μεταμορφώσει τους ανθρώπους σε υπηρέτες του Θεού.
Συνεπώς, η Ευαγγελική εκκλησία δεν είναι ένα ρηχό ‘κίνημα σωτηριολατρίας προσηλωμένο και προσαρμοσμένο στα δικά μας ενδιαφέροντα. Αντίθετα, η Εκκλησία από τη φύση της είναι στραμμένη προς τα έξω, προς τον κόσμο, με προφητικό λόγο, ευαγγελιστική μαρτυρία και πρακτική υπηρεσία.
Στο δρόμο προς την ανανέωση και τη μεταρρύθμιση, ολοένα και πιο ξεκάθαρα θα πρέπει να μορφώνεται μέσα μας η πεποίθηση ότι τελικά η μόνη εκκλησία που ο Χριστός αναγνωρίζει ως δική Του είναι η Εκκλησία που Εκείνος έχει στείλει μέσα στον κόσμο. Ως εκ τούτου η προσοχή μας πρέπει να επικεντρωθεί στο πλήρες ευαγγέλιο που είναι απόλυτα προσωπικό και απόλυτα κοινωνικό. Είναι επιτακτική η ανάγκη να επανακτήσουμε όχι μόνο το κοινωνικό πάθος των προφητών αλλά και την εσωτερική ζωή της ευσέβειας μέσω της οποίας μας δίνεται σοφία και δύναμη.
Η μεταρρύθμιση της εκκλησίας στις μέρες μας σίγουρα συνεπάγεται την ανάκτηση της προσωπικής πίστης στο ζωντανό Σωτήρα, Ιησού Χριστό. Η μόνη πίστη που μπορεί να ικανοποιήσει τις ψυχές που ψάχνουν, είναι εκείνη που κέντρο της έχει ένα νέο, ακαταμάχητο κήρυγμα του σταυρού∙ μια ζωντανή, πειστική εμπειρία του μυστηρίου της σωτηρίας που αποκαλύπτεται στη θυσία του Λυτρωτή. Η εμπιστοσύνη μας, όμως, δεν πρέπει να είναι στην δική μας εμπειρία αλλά στην πραγματικότητα του σταυρού και της ανάστασης.
Η απάντηση δεν βρίσκεται στην εσωστρέφεια, αλλά στην υπηρεσία μιας πραγματικότητας μεγαλύτερης του εαυτού μας. Όχι στην αυτοεκπλήρωση αλλά στην αυτοϋπέρβαση – αυτή υπήρξε η ανάγκη του ανθρώπου από τότε που δημιουργήθηκε. Η κυριότερη ανάγκη δεν είναι η καλλιέργεια ενός είδους ασκητισμού, αλλά η διακήρυξη του μηνύματος της συμφιλίωσης και της λύτρωσης με λόγια και πράξεις διότι «ο Χριστιανισμός δεν είναι η θυσία που εμείς κάνουμε, αλλά η θυσία που εμείς εμπιστευόμαστε∙ δεν είναι η νίκη που εμείς κερδίζουμε, αλλά η νίκη που εμείς κληρονομούμε».
Ο Χριστός σώζει ανθρώπους και τους δίνει το Άγιο Πνεύμα με σκοπό την σωτηρία του κόσμου. Αντ’ αυτού, πολλές φορές και για πολλούς, η εκκλησία έχει γίνει ένα καταφύγιο για να προφυλαχθούν από τον κόσμο, μια διαφυγή από το καθήκον, κι ένα καχεκτικό υποκατάστατο της δυναμικής μαρτυρίας μέσα στον κόσμο. Έχει γίνει σιωπηλά αποδεκτό ότι το μόνο πραγματικά σωτήριο, λυτρωτικό και συμφιλιωτικό έργο είναι αυτό της επιστροφής και της διατήρησης των αμαρτωλών μέσα στην εκκλησία. Το γεγονός ότι έχουμε σωθεί για να υπηρετήσουμε ως πρεσβευτές στον κόσμο παραμελείται ή ξεχνιέται.
Το πνεύμα του ευαγγελίου και η γνήσια παράδοση της Ευαγγελικής Εκκλησίας δεν έχουν παρά ελάχιστα κοινά σημεία με την αναχωρητική τάση των διαφόρων ευσεβιστικών κινημάτων, την απόσυρση από την κοινωνική συμμετοχή. Επειδή ο Ευαγγελικός Χριστιανός γνωρίζει ότι αυτός ο κόσμος είναι ο κόσμος του Πατέρα του, δεν αισθάνεται την ανάγκη να διαφύγει απ’ αυτόν. Αναγνωρίζοντας ότι «ο Θεός ήτο εν τω Χριστώ, διαλλάσων τον κόσμον προς εαυτόν», ότι οι πιστοί «είναι πρέσβεις υπέρ του Χριστού» και ότι «μέσα από τα δικά τους λόγια είναι σαν να παρακαλεί ο Θεός τους ανθρώπους» (Β΄ Κορ. ε΄19-20), ο Ευαγγελικός Χριστιανός αισθάνεται ότι είναι δικό του ιδιαίτερο προνόμιο και καθήκον να προσπαθήσει να διεισδύσει στη κοινωνία στο όνομα και με τη δύναμη του Κυρίου του. Οι δρόμοι των κοινωνικών σχέσεων γίνονται ευκαιρίες να κάνει τον Χριστό και τον χριστιανικό τρόπο ζωής γνωστό στο περιβάλλον του. Δεν παίρνει αψήφιστα το κακό, αλλά το συνδέει με τον διάβολο απ’ όπου προήλθε και καλείται να τα πολεμήσει μέσα στον κόσμο, κι όχι έξω απ’ αυτόν. Άλλωστε, οι πιστοί αποστέλλονται να ζήσουν μέσα στον κόσμο, τον οποίο καλούνται να νικήσουν, να σταθούν κόντρα στο ρεύμα του και να τον φέρουν κάτω από τον υπέρτατο σκοπό του Κυρίου τους που είναι ένα λυτρωμένο σύμπαν.
Η εποχή μας έχει ανάγκη να ανακτήσει αυτό το πνεύμα. Χρειάζεται έναν ικανοποιητικό και αποτελεσματικό τρόπο ζωής, μια πίστη, μια φιλοσοφία, μια δύναμη που θα συναρπάσει τις καρδιές των ανθρώπων και θα τους ικανώσει να κάνουν το έργο τους. Η μισή καρδιά και τα ημίμετρα δεν επιτυγχάνουν τίποτα. Κάθε πρόγραμμα που του λείπει η φιλοδοξία και η τολμηρή και μαχητική εκτέλεση είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Η εκκλησία έχει το πρόγραμμα (δράσης)∙ της το έδωσε ο Κύριος της. Το ερώτημα είναι εάν θα εκτελέσει αυτό το πρόγραμμα υπακούοντας τον Χριστό. Εξακολουθεί να είναι ecclesia simper reformanda, μια πάντοτε μεταρρυθμιζόμενη εκκλησία, ικανή να διαμορφώσει το μέλλον διαμέσου της μυστικής και υπερβατικής της δύναμης και να εκπληρώσει έτσι το σκοπό του Θεού για την ύπαρξή της;
Ο δρόμος μπορεί να είναι μακρύς. Δεν έχουμε καμιά εγγύηση ότι η λύση βρίσκεται κοντά. Ενδεχομένως να έχουμε κι άλλες σκοτεινές μέρες να περάσουμε. Το ίδιο πράγμα συνέβη στο Μεσαίωνα. Για μερικούς αιώνες υπήρχε αναταραχή στην εκκλησία. Ξανά και ξανά μεταρρυθμιστικές κινήσεις εμφανίστηκαν, αλλά η μεταρρύθμιση καθυστέρησε. Ήρθε όταν ο Θεός αφύπνισε τον υπηρέτη Του τον Λούθηρο. Διότι ο Θεός είναι Αυτός που στέλνει μεταρρύθμιση και την στέλνει διαμέσου ημών. Η Μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα δεν έπεσε από τον ουρανό σε μια πλήρη και ολοκληρωμένη μορφή, αλλά ήταν ένας δύσκολος αγώνας που έλαβε χώρα διαμέσου των ενεργειών ανθρώπων όπως ο Λούθηρος, ο Καλβίνος και ο Νοξ και τόσων άλλων.
Ναι, δεν πρέπει να καθίσουμε με σταυρωμένα τα χέρια και να περιμένουμε με μια διάθεση παθητικότητας, αλλά όπως λέει ο Κύριος: «Ας είναι αι οσφύες σας περιεζωσμέναι και οι λύχνοι καιόμενοι και σεις όμοιοι με ανθρώπους, οίτινες προσμένουσι τον κύριον αυτών, πότε θέλει επιστρέψει εκ των γάμων, δια να ανοίξωσιν ευθύς εις αυτόν όταν έλθη και κρούση» (Λουκ. ιβ΄ 35,36). Ας είμαστε ενεργητικοί στην υπακοή, έχοντας δυνατή εμπιστοσύνη στον Κύριο. Δεν είμαστε μόνοι. Θα μας οδηγήσει με το Πνεύμα Του. Έχουμε τις υποσχέσεις Του που είναι βέβαιες. Εάν μόνο, ναι, εάν μόνο εμείς από την πλευρά μας, υπακούσουμε αυτό που μας λέει στο Λόγο Του! Και η υπακοή αρχίζει με τη μετάνοια. Ας ερευνήσουμε τις καρδίες και τις ζωές μας και ας ομολογήσουμε την ενοχή μας μπροστά στον Κύριο. Ας φωνάξουμε μαζί με τον Έσδρα: «Θεέ μου, αισχύνομαι και ερυθριώ να υψώσω το πρόσωπόν μου προς σε, Θεέ μου∙ διότι αι ανομίαι ημών ηυξήνθησαν υπεράνω της κεφαλής, και αι παραβάσεις ημών εμεγαλύνθησαν έως των ουρανώ» (θ΄ 6). Ας προσευχηθούμε με τον Νεεμία: «Δέομαι, Κύριε, Θεέ του ουρανού, ο μέγας και φοβερός Θεός, ο φυλάττων τη νδιαθήκην και το έλεος προς τους αγαπώντας αυτόν και τηρούντας τας εντολάς αυτού, ας ήναι τώρα το ους σου προσεκτικόν και οι οφθαλμοί σου ανεωγμένοι, δια να ακούσης την προσευχήν του δούλου σου, την οποίαν ήδη προσεύχομαι ενώπιόν σου ημέραν και νύκτα υπέρ των υιών Ισραήλ των δούλων σου, και εξομολογούμαι τα αμαρτήματα των υιών Ισραήλ, τα οποία ημαρτήσαμεν εις σε∙ και εγώ και ο οίκος του πατρός μου ημαρτήσαμεν» (α΄ 5,6 ). Ύστερα ας αναλάβουμε δράση! Και ο Κύριος ας μας δώσει τη χάρη να είμαστε υπάκουοι χωρίς αμφισβήτηση, να είμαστε βέβαιοι χωρίς αμφιβολία, να προχωρήσουμε προς τα μπρος χωρίς δισταγμό!