Λατρεία ή δοξολογία; Τι εννοούμε και τι (τελικά) βιώνουμε ως ευαγγελική εκκλησία

grayscale photo of people in a concert

Εισαγωγή

Το άρθρο αυτό έχει σκοπό να καταλήξει σε έναν ορισμό του τι είναι λατρεία και σε ένα συμπέρασμα του τι, τελικά, βιώνουμε εμείς, ως προς τη λατρεία, ως Ευαγγελική Εκκλησία στην Ελλάδα, αφού πρώτα επιχειρήσουμε να δώσουμε, όσο πιο συνοπτικά γίνεται, την έννοια της λατρείας στην Παλαιά (συν. Π.Δ.) και στην Καινή Διαθήκη (συν. Κ.Δ.), και την αντίληψη της Εκκλησίας για αυτήν μέσα από την εκκλησιαστική ιστορία. 

Παλαιά Διαθήκη

Ως εισαγωγή στην έννοια της λατρείας στην Π.Δ. θεωρώ σκόπιμη, αλλά και χρήσιμη μία σύντομη αναφορά σε μερικές λέξεις-κλειδιά της Π.Δ. Αυτές είναι οι λέξεις: 1) σακάχ, που σημαίνει «προσκυνώ», «προσπέφτω» (σ.σ. εμπρός στον άγιο Θεό, πρβλ. Ιωαν. 4:20-24), 2) γιαβάντ, «υπηρετώ», 3) γιαρ, «δέος», «φόβος», «σεβασμός» (Δευτ. 4:10), 4) χοδά, «ευχαριστώ», 5) συχ, «σκέφτομαι», «συλλογίζομαι»/«περισυλλογή» (Ψαλμός 105:2, 145: 5) και 6) ρατσάχ, που αναφέρεται στην «ευάρεστη» ή μη λατρεία (Λευιτ. 1:3, 19:5, Α΄ Χρ. 28:4, Ψαλμ. 51:16-17, Ησα. 42:1, 56:7, πρβλ. Β΄ Κορ. 5:9), την «οσμή ευωδίας» στον Θεό (Ιεζ. 20:40-41, 43:27). 

Πέραν όμως της σημασίας που έχουν οι συγκεκριμένες λέξεις στη διαμόρφωση της έννοιας της λατρείας στην Π.Δ., εξίσου ενδιαφέρον, για τον ίδιο λόγο, παρουσιάζει, πιστεύω, και μία απλή ματιά στο λήμμα «λατρεία» (worship) στο ευρετήριο ενός θεολογικού λεξικού της Παλαιάς Διαθήκης (π.χ. New International Dictionary of Old Testament Theology & Exegesis). Αυτό που γίνεται εύκολα αντιληπτό είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία των αναφορών σχετίζεται όχι με την υμνωδία, τη δοξολογία ή τη μουσική, όπως, ίσως, πολλοί θα περίμεναν, αλλά: 1) με το Πρόσωπο του Θεού, στο Οποίο αποκλειστικά πρέπει να στρέφεται η λατρεία, 2) με την υπακοή-υποταγή και τη στάση ευαρέσκειας και ειλικρίνειας προς Αυτόν και 3) με την καθαρότητα (τελετουργική, ηθική) κατά τη λατρεία. Αυτές οι αναφορές, θεωρώ, μας βοηθούν στη συνέχεια της μελέτης, πιο κάτω, για την έννοια της λατρείας στην Π.Δ.

Ο αιδ. Π. Κανταρτζής, στο πολύ καλό κι εμπεριστατωμένο άρθρο του για τη λατρεία στην Π.Δ. στο τεύχος του Ιανουαρίου του 2008 του «Αστέρα» (σελ. 10-12), προσπαθεί να αναδείξει κάποιες από τις βασικές αρχές που διέπουν την πράξη της λατρείας στην Π.Δ. και να καταλήξει σε συγκεκριμένα συμπεράσματα. Σε αυτό, η λατρεία αναδεικνύεται: 

  1. Ως «πράξη τελετουργικής αγιότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης», όπου οι λατρευτικές/ θρησκευτικές γιορτές του Ισραήλ, κατά κύριο λόγο οι τρεις μεγάλες, των Αζύμων (ή αλλιώς του Πάσχα), των Εβδομάδων (ή αλλιώς της Πεντηκοστής) και της Σκηνοπηγίας (Εξ. 23:14-17, Δευτ. 16:1-17), γίνονται «ενώπιον του Θεού, αλλά για χάρη των ασθενέστερων» (κλήση για κοινωνική δικαιοσύνη και δράση), με συνέπεια η λατρεία να «παράγει μια δικαιότερη κοινωνία.
  2. Ως «απόλαυση της εγγύτητας του Θεού και ως αποδοχή της απόστασης του Θεού» (Εξ. 25-31, 36-40, Ψαλμ. 95:1-2, 118:19, 122:1, Α΄ Βασ. 8:12-13), όπου «ο Θεός, που όσο και αν νομίζουμε ότι καταφέραμε να Τον πλησιάσουμε, στο τέλος, πάντα μας διαφεύγει καθώς χάνεται μέσα στο μυστήριο της αγιότητάς Του».  
  3. Ως «γιορτή και ως θρήνος» (Ψαλμ. 81:1-2, 59:16-17, 13:1-4), όπου η λατρεία «δεν είναι ωραία αισθήματα ή ορθά δόγματα που διατυπώνονται στο κενό, αλλά αποτέλεσμα πάλης με τον ζωντανό Θεό, καρπός της διαλεκτικής της χαράς στην παρουσία του Θεού αλλά και της απορίας, του θυμού μπροστά στην παρουσία του Θεού» και 
  4. Ως «ανάμνηση και ως ελπίδα» (Δευτ. 16:3, Ψαλμοί 78, 105, 106, 136), μέσα από το βίωμα των μεγάλων λατρευτικών/ θρησκευτικών εορτών από τον Ισραήλ ως συλλογική οντότητα, όπου «η ανάμνηση του ελέους του Θεού στο παρελθόν γεννά ελπίδα που στηρίζει τον λατρευτή για να αντιμετωπίσει ένα δύσκολο παρόν»
  5. Ως «πράξη δημόσια, απτή, διαμεσολαβούμενη» και όχι κάτι το «ιδιωτικό, το ατομικό, το αιθέριο» (Έξοδος 23:17, 34:23), που έχει υλικό κόστος για τον λατρευτή (Εξ. 34:20, Δευτ. 16:1-17). Αυτό προσφέρει μια «αναγκαία (αν και όχι απαραίτητα επαρκή) βάση πάνω στην οποία μπορεί να οικοδομηθεί μια κοινότητα που λατρεύει αυθεντικά και πνευματικά τον Κύριο».

Το άρθρο καταλήγει σε δύο κρίσιμης σημασίας, για τον πιστό-λατρευτή της Καινής Διαθήκης, επισημάνσεις-συμπεράσματα, ότι:
1) όπως το ευαγγέλιο του Ιωάννη καταδεικνύει, «ο Ιησούς εκπληρώνει και ενσωματώνει στο πρόσωπο και στο έργο Του όλες τις λατρευτικές πρακτικές του Ισραήλ» και, κατά συνέπεια, «ο πιστός της Κ.Δ. δεν ακολουθεί το εορτολόγιο και τις ορατές παραμέτρους της λατρείας της Π.Δ. αλλά τον Χριστό, που είναι με έναν μοναδικό και κορυφαίο τρόπο το Πάσχα, ο ναός, η θυσία, ο ιερέας, η σκηνή του μαρτυρίου, η «απαρχή», το ιλαστήριο».
2) η «εν πνεύματι και αληθεία» λατρεία «δεν σημαίνει ότι η λατρεία είναι μόνο ατομική και εσωτερική […] Η τακτική παρουσία στη δημόσια λατρευτική σύναξη της εκκλησίας, η προσφορά των χρημάτων μας, του χρόνου μας, των αγαθών μας, ο πρακτικός αγιασμός, η καθημερινή επιδίωξη κοινωνικής δικαιοσύνης είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για ένα γνήσιο λατρευτικό βίωμα».

Καινή Διαθήκη

Η πρώιμη ζωή της Εκκλησίας μας οδηγεί να εξαγάγουμε μερικά βασικά συμπεράσματα για τη λατρεία της στον Θεό: 1) ότι η εκκλησιαστική, αλλά και η λατρευτική ζωή ξεκινούν με την τελετή του βαπτίσματος, αμέσως μετά την αποδοχή του αποστολικού κηρύγματος, και την εισδοχή τους, έτσι, στην Εκκλησία, και 2) ότι η λατρεία εκφραζόταν μέσα από τέσσερα συγκεκριμένα πράγματα, που αποτελούσαν την «καρδιά» της: α) τη διδασκαλία των αποστόλων (θεία αποκάλυψη), β) τη μεταξύ τους κοινωνία (αλληλοενθάρρυνση, αλληλοϋποστήριξη, αλληλεξάρτηση), γ) την τέλεση του Δείπνου/θείας ευχαριστίας (ανταπόκριση ευγνωμοσύνης στον Θεό, πρβλ. Α΄ Κορ. 11:23 εξ.), που ήταν στο επίκεντρο της λατρευτικής ζωής της και δ) τις προσευχές (εξάρτηση από τον Θεό).  

οἱ μὲν οὖν ἀποδεξάμενοι τὸν λόγον αὐτοῦ ἐβαπτίσθησαν καὶ προσετέθησαν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ψυχαὶ ὡσεὶ τρισχίλιαι. ἦσαν δὲ προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλων καὶ τῇ κοινωνίᾳ, τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καὶ ταῖς προσευχαῖς

(Πράξεις 2:41-42)

Αυτά τα τέσσερα στοιχεία συνοδεύονταν συχνά από ύμνο, δοξολογία και ευχαριστία (Πρ. 2:47, 16:25, Εφ. 5:19-20). Όπως αναφέρει ο Γεώργιος Χατζηαντωνίου στην «Εκκλησιαστική Ιστορία» του (Η Εκκλησία του Χριστού, τα Πρώτα Εξακόσια Χρόνια, Αθήνα, εκδόσεις «Ο Λόγος», 1993), η ανάγνωση των Γραφών και το κήρυγμα ή η διδασκαλία αποτελούσαν το πρώτο τμήμα της λατρείας της πρώτης εκκλησίας. Τα βιβλία της Π.Δ. ήταν οι Γραφές, που χρησιμοποιούσε αρχικά η Εκκλησία στη λατρεία της. Δεν άργησαν όμως να κάνουν την εμφάνισή τους στις διάφορες κοινότητες και γράμματα, που είχαν γράψει απόστολοι ή άλλα επίσημα πρόσωπα της Εκκλησίας. Πολύ πριν κλείσει η αποστολική περίοδος τα γράμματα αυτά τα θεωρούσε η Εκκλησία ως «Γραφές», και περικοπές από αυτά διαβάζονταν στις λατρευτικές συνάξεις της παράπλευρα με τα βιβλία της Π.Δ. 

Επομένως, τα τέσσερα αυτά στοιχεία, τρία από τα οποία, η ανάγνωση των γραφών με το κήρυγμα και τη διδασκαλία, η ψαλμωδία και οι προσευχές, ήδη συναντιόνταν στη ζωή των εβραϊκών συναγωγών, αποτελούσαν τη διαρκή καθημερινή ζωή της εκκλησίας από τα πρώτα χρόνια της έως και τις αρχές, τουλάχιστον, του 2ου αιώνα. Στα πλαίσια της πρώτης Εκκλησίας δεν αποτελούσαν απλώς μία παράδοση αλλά ζωή, τη ζωή της Πεντηκοστής και ζωή του Αγίου Πνεύματος. 

Αν σε αυτές τις διαπιστώσεις προσθέσουμε και το πλαίσιο-ατμόσφαιρα μεγάλης χαράς, ειλικρίνειας και ασφάλειας όπου λάμβανε χώρα η λατρεία αυτή – «κοινός παρονομαστής» της λατρευτικής ζωής της πρώτης εκκλησίας – η οποία (σ.σ. ατμόσφαιρα) αντανακλούνταν στο έμπρακτο ανιδιοτελές ενδιαφέρον και αλληλεγγύη μεταξύ όλων των πιστών-μελών της κοινότητας, τότε έχουμε εμπρός μας μια πιστή και ολοκληρωμένη εικόνα του πώς η πρώτη Εκκλησία πρακτικά αντιλαμβανόταν, στις συνθήκες υπό τις οποίες ζούσε, την (απαίτηση για) «εν πνεύματι και αληθεία» λατρεία του Θεού, στο πλαίσιο της αποκάλυψης και ζωής της Κ.Δ. Επομένως, η λατρεία που η πρώτη Εκκλησία βίωνε ήταν αποτέλεσμα της πλήρους παράδοσής της στον Θεό και ζωής με τον Θεό (Ρωμαίους 12:1-2, Εφεσίους 5:17-20), που διαρκώς υπήρχε για τη δόξα του Θεού και την ευλογία του πλησίον:

Ἐγίνετο δὲ πάσῃ ψυχῇ φόβος, πολλά τε τέρατα καὶ σημεῖα διὰ τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο. Πάντες δὲ οἱ πιστεύοντες ἦσαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ εἶχον ἅπαντα κοινὰ καὶ τὰ κτήματα καὶ τὰς ὑπάρξεις ἐπίπρασκον καὶ διεμέριζον αὐτὰ πᾶσιν καθότι ἄν τις χρείαν εἶχεν· καθ᾽ ἡμέραν τε προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν ἐν τῷ ἱερῷ, κλῶντές τε κατ᾽ οἶκον ἄρτον, μετελάμβανον τροφῆς ἐν ἀγαλλιάσει καὶ ἀφελότητι καρδίας αἰνοῦντες τὸν θεὸν καὶ ἔχοντες χάριν πρὸς ὅλον τὸν λαόν. ὁ δὲ κύριος προσετίθει τοὺς σῳζομένους καθ᾽ ἡμέραν ἐπὶ τὸ αὐτό. 

(Πράξεις 2:43-47)

Μεταγενέστερα χρόνια έως σήμερα1

Α. Στους πρώιμους μετά-αποστολικούς χρόνους η Λατρεία της Εκκλησίας συνέχισε να έχει έντονο συμμετοχικό/συλλογικό χαρακτήρα σε βαθμό που να εξαρτάται από τη συμμετοχή των πιστών σε αυτήν. Είχε και λεκτικό χαρακτήρα, με την ανάγνωση και ακρόαση των Γραφών με το κήρυγμα και τη διδαχή τους (ομοιότητα με τη λατρεία της Συναγωγής), ενώ διατήρησε τις θρησκευτικές της τελετές (Δείπνο/ Θεία Ευχαριστία, Βαπτίσεις), την προσευχή και την υμνωδία δοξολογίας και ευχαριστίας στον Θεό και τις προσευχές για θεραπεία. Ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας μάς διαφυλάττει στην «Πρώτη Απολογία» του την εξής μαρτυρία από την εποχή αυτή:

«Οι λόγοι των Αποστόλων ή τα γραπτά των προφητών διαβάζονται όσο το επιτρέπει η ώρα. Όταν αυτός που διαβάζει, τελειώσει, ο υπεύθυνος (αυτός είναι ο ποιμένας), διδάσκοντας τους πιστούς, τους ενθαρρύνει και τους προσκαλεί να μιμηθούν όλα αυτά τα μοναδικά πράγματα».

Ειδικά ως προς τις τελετές, αυτές πρακτικά λειτουργούσαν ως μία ζωντανή εκδήλωση και βίωμα των νέων αρχών και αξιών που πίστευε η Χριστιανική Εκκλησία. Έτσι, η χρήση των λέξεων «αδελφός», «οικογένεια», «οίκος» φανέρωναν ότι οι Χριστιανοί προσπαθούσαν να υπερκεράσουν τον κοινωνικό τους αποκλεισμό, δημιουργώντας μια «εναλλακτική» οικογένεια.

Β. Με την αναγνώριση και την επιβολή του Χριστιανισμού το 313 μ.Χ. από τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, ως επίσημης θρησκείας της αχανούς Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, πολλές αλλαγές επήλθαν στη λατρεία της Εκκλησίας, δυστυχώς όμως προς το δυσμενέστερο. Παρά τα ωφελήματα της αναγνώρισης αυτής και της δυνατότητας, πλέον, οικοδόμησης μεγάλων καθεδρικών Χριστιανικών ναών για τις λατρευτικές της συνάξεις (π.χ. σταυροειδής οκταγωνικός με ή χωρίς τρούλο, βασιλική με ή χωρίς τρούλο), η Εκκλησία ήρθε αντιμέτωπη με την αθρόα «είσοδο» πολλών ανθρώπων σε αυτήν, που μέχρι τότε, ουσιαστικά, ζούσαν στην ειδωλολατρία, και μαζί ήρθε αντιμέτωπη με πολλά φιλοσοφικο-ιδεολογικά ρεύματα και παραδόσεις που επηρέασαν αφενός τη θεολογία και τη δογματική της κι αφετέρου τη ζωή και τη λατρεία της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού αποτελεί η τέλεση του Δείπνου/ Θείας Ευχαριστίας. Η συλλογική αυτή «γιορτή» της Εκκλησίας που «θυμόταν» το εξιλαστήριο έργο του Σωτήρα της Ιησού Χριστού και βρισκόταν, μαζί με το κήρυγμα και τη διδαχή του Λόγου, στο επίκεντρο της θείας Λατρείας, την περίοδο αυτή μετατρέπεται σε μία «μυστηριακού» χαρακτήρα τελετή, στην οποία, πλέον, συμμετείχαν λίγοι, οι ιερείς, που ήταν και οι μόνοι που μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στην «Αγία Τράπεζα», και όχι όλοι οι πιστοί. 

Επίσης, με τη δημιουργία νέων λατρευτικών χώρων υπήρξε η ανάγκη για επιμήκυνση της ώρας Λατρείας της Εκκλησίας, παράλληλα με περισσότερο «χρώμα», δηλ. τη χρήση περισσότερων τελετουργικών στοιχείων (έτσι ξεκινά η έννοια της «θείας Λειτουργίας»). Έτσι, για παράδειγμα, η Βυζαντινή Λατρεία είναι «άκρως τελετουργική, ένδοξα όμορφη και βαθιά μυστικιστική» (π.χ. οι Λειτουργίες της «Μικρής» και «Μεγάλης Εισόδου», του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, όπου η πρώτη εστιάζει στη σπουδαιότητα του Λόγου του Θεού, επικεντρωνόμενη στην ανάγνωσή του, ενώ η δεύτερη, στο απολυτρωτικό έργο του Χριστού, επικεντρωνόμενη, κυρίως, στο τελετουργικό του άρτου και του οίνου).

Ωστόσο, παρά τα όποια θετικά στοιχεία αυτής της περιόδου, οι συνέπειες ήταν βαθιές και μεγάλες, που επηρέασαν καταλυτικά τη Χριστιανική λατρεία των δύο ιστορικών Εκκλησιών, Ανατολής και Δύσης, για τους επόμενους αιώνες, μέχρι τη Θρησκευτική Μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα. Οι συνέπειες αυτές ήταν: 1. η υποκατάσταση της απλότητας και του αυθορμητισμού της πρώιμης Χριστιανικής Λατρείας από συγκεκριμένη μορφή και τελετουργικό, στην τήρηση του οποίου δινόταν ιδιαίτερη σημασία (θεία Λειτουργία-Αγία Τράπεζα-Ιεροσύνη) και 2. η παύση της συλλογικότητας στη Λατρεία, με τη μετατροπή της σε πράξη των «λίγων» (ιερέων), από την οποία οι «πολλοί» (πιστοί), αποκλείονταν της συμμετοχής.

Γ. Το μεγάλο επίτευγμα της Θρησκευτικής Μεταρρύθμισης του 16ου αιώνα, πέραν της υιοθέτησης – από μέρους, κυρίως, της Λουθηρανικής παράδοσης – της τέχνης της μουσικής και συγκεκριμένων μουσικών φορμών (μελωδίες), όπως επίσης και ενός σύγχρονου μουσικού οργάνου (εκκλησιαστικό όργανο – αρμόνιο), και κάποιων σχημάτων Λατρείας, είναι η επαναφορά της Αγίας Γραφής στο επίκεντρο της Λατρείας της Εκκλησίας με το κήρυγμα και τη διδαχή του θείου Λόγου,  υποτάσσοντας έτσι στην αίσθηση της νόησης (ακρόαση, διδαχή και περισυλλογή του θείου Λόγου) την αίσθηση της όρασης (χρήση εικόνων και γενικότερα της τέχνης). Αυτή η βασική θεώρηση της Μεταρρύθμισης υιοθετήθηκε, με σχετικές διαφοροποιήσεις, από τις επί μέρους εκκλησιαστικές Διαμαρτυρόμενες/Ευαγγελικές παραδόσεις, από όλο τον Διαμαρτυρόμενο κόσμο μέχρι και σήμερα. 

Λατρεία ή δοξολογία; Τι εννοούμε και τι βιώνουμε;

Κατόπιν όσων είδαμε, τελικά, «τι είναι αυτό που βιώνουμε ως Ευαγγελική Εκκλησία στην Ελλάδα: λατρεία ή δοξολογία;». Έχω την αίσθηση – και από την προσωπική μου εμπειρία – ότι αυτό που βιώνουμε ως Ευαγγελική Εκκλησία στην Ελλάδα, προσιδιάζει μάλλον στην υμνωδία-δοξολογία, που έχει επιρροές από την Ευαγγελική Εκκλησιαστική παράδοση της Β. Αμερικής του 17ο αιώνα και εφεξής (δες άρθρο μου, «Η Λατρεία και το Πολιτισμικό Πλαίσιο», «Αστήρ της Ανατολής», τεύχος Ιουνίου 2008), παρά στη «λατρεία», κατά τη βιβλική έννοια. Γιατί αυτό;

Θεωρώ πως το μεγάλο πρόβλημα της πλειοψηφίας των Χριστιανικών Εκκλησιών ανά τον κόσμο, ανεξαρτήτως Εκκλησιαστικής Ομολογίας, και ημών των Ευαγγελικών στην Ελλάδα, δεν έγκειται (τόσο) στην έκφραση της λατρείας στον Θεό, (π.χ. εάν και τι είδος μουσική θα επιλέξουμε, εάν και τι και πόσους ύμνους θα προτιμήσουμε, τι είδους μετάφραση της Βίβλου θα υιοθετήσουμε ή τι γλώσσα στη Λατρεία θα χρησιμοποιούμε, εάν και τι είδους ποικιλία μουσικών οργάνων θα έχουμε, ή μόνο το όργανο ή τίποτα, εάν και τι είδους χορωδιακό σχήμα θα έχουμε, εάν θα έχουμε λογία ή θα ρίχνουμε στο κουτί πίσω, εάν ο λειτουργός θα φορά άμφια ή κολάρο ή τίποτα από αυτά, εάν ο άμβωνας θα είναι υπερυψωμένος ή όχι και στο κέντρο της αίθουσας ή στην άκρη κ.λπ.), αλλά (έγκειται) στην «καρδιά» και την ουσία της λατρείας, δηλ. σε αυτό που αναφέρεται η λατρεία, το αδιαπραγμάτευτο σημείο αναφοράς της, το Πρόσωπο του Θεού, και στην προτεραιότητα που δίνει η (κάθε) Εκκλησία σε αυτό. 

Έχει ορθά ειπωθεί ότι, «λατρεία είναι η προσκύνηση αυτού που εμείς είμαστε, – όλου μας του εαυτού -, εμπρός σε Αυτό που ο Θεός είναι» (Garry Parrett), και αποτελεί «ζήτημα της καρδιάς, που εκφράζεται μέσα από έναν τρόπο ζωής αγιοσύνης» (Delesslyn Kennebrew). Θεωρώ πως ένα απλό και πολύ όμορφο (βιβλικό) παράδειγμα αυτού είναι ο Δαβίδ. Για τον Δαβίδ λατρεία δεν ήταν απλώς και μόνο η πράξη και έκφραση της ευγνωμοσύνης του στον Θεό (π.χ. ευχαριστία, δοξολογία, ύμνος, μουσική, χορός), αλλά και το πνεύμα με το οποίο ερχόταν να λατρεύσει και η στάση της καρδιάς του, όπως π.χ.: η αθωότητα (Ψαλμ. 26:6-7), η συναίσθηση της αγιοσύνης του Θεού (Ψαλμ. 30:5), η χαρά του Κυρίου (Ψαλμ. 31:12-13), η γνώση και επίγνωση του Νόμου του Θεού (Ψαλμ. 119:171), η εμπιστοσύνη στην πιστότητα του Θεού της διαθήκης μέσα στη θλίψη του (Ψαλμ. 27:6), η διαρκής συναίσθηση και βίωμα της Παρουσίας του Θεού στη ζωή του (Ψαλμ. 23:1,4, 27:4), η αγάπη και αγαθοσύνη του για τους άλλους πιστούς (Ψαλμ. 16:3, 101:6) και το μίσος του για την αμαρτία και εκείνον που την διαπράττει (Ψαλμ. 16:4, 101:3, 7-8). Από αυτά ακριβώς και πήγαζε στη ζωή του ένας πολυεπίπεδος τρόπος ζωής, που τιμούσε τον Θεό εντελώς (δες Ψαλμός 101). Αυτό ήταν λατρεία για τον Δαβίδ!  Άραγε, είναι (και) για εμάς;

1Πληροφορίες του συγκεκριμένου κεφαλαίου έχουν αντληθεί από παλαιότερο άρθρο μου στον «Αστέρα» (Μάιος, Ιούνιος, Ιούλιος-Αύγουστος 2008) με τίτλο «Η Λατρεία και το Πολιτισμικό Πλαίσιο».

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top