H πόλη και η στρατηγική της μεγάλης αποστολής

white and brown concrete buildings during daytime

Η βασική επιδίωξη αυτής της μελέτης είναι να εξηγήσει γιατί ο Χριστιανισμός, αν και ως κοιτίδα του έχει την Παλαιστίνη, μια αγροτική περιοχή, σύντομα έγινε γρήγορα ένα κίνημα της πόλης.1 Εξετάζοντας κάποιους από τους λόγους αυτής της εξέλιξης ελπίζω να φανεί η αξία της πόλης στη στρατηγική της εκκλησίας για την εκπλήρωση της Μεγάλης Αποστολής ακόμη ή ιδιαίτερα σήμερα.2

Η πόλη ως πρόβλημα: Οι προκλήσεις της ζωής στην πόλη και οι απαντήσεις της χριστιανικής πίστης.

Ένα πρώτο ερώτημα, το οποίο συχνά προσπερνούμε είναι τι εννοούμε όταν μιλούμε για πόλεις. Το ερώτημα αυτό γίνεται ιδιαίτερα σύνθετο όταν αναφερόμαστε σε πόλεις στο παρελθόν. Πόσο μεγάλες ήταν λοιπόν οι πόλεις και άραγε έμοιαζαν με τις σύγχρονες πόλεις;

Συνθήκες ασφυξίας

Για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα θα καταφύγουμε στο έργο του γνωστού κοινωνιολόγου Rodney Stark. Υποστηρίζει λοιπόν ότι σε γενικές γραμμές οι πόλεις που συναντούμε στις σελίδες της Καινής Διαθήκης δεν είχαν ιδιαίτερα μεγάλους – τουλάχιστον με τα σύγχρονα δεδομένα – πληθυσμούς. Έτσι η Κόρινθος την εποχή του Παύλου πρέπει να είχε γύρω στους 50.000 κατοίκους, η Θεσσαλονίκη περίπου 35.000 και η Αθήνα 75.000. Η Ρώμη την ίδια περίοδο πρέπει να είχε γύρω στους 450.000 κατοίκους. Το βασικό χαρακτηριστικό των πόλεων την εποχή της Καινής Διαθήκης και της πρωτοχριστιανικής αποστολής δεν ήταν το μέγεθος αλλά η πυκνότητα. Έτσι για παράδειγμα η Ρώμη έχει 302 κατοίκους ανά εκτάριο. Θα καταλάβουμε την αναλογία αυτήν αν λάβουμε υπόψη μας ότι η σύγχρονη πόλη της Καλκούτας έχει 122 κατοίκους ανά εκτάριο και το Μανχάταν 100 κατοίκους ανά εκτάριο. Η Αντιόχεια στην εποχή της Καινής Διαθήκης είχε γύρω στους 195 κατοίκους ανά εκτάριο. Η πυκνότητα λοιπόν ήταν ένα γενικό χαρακτηριστικό των πόλεων. Φυσικά αυτή η πυκνότητα στον χώρο συνδεόταν με μια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και διάταξη των πόλεων. Κτίρια κολλητά το ένα στο άλλο, αρκετά ψηλά και κυρίως στενοί δρόμοι. Ακόμη και οι φημισμένες λεωφόροι που οδηγούσαν στη Ρώμη όπως η Via Appia ή η Via Latina είχαν πλάτος 4.5 με 6 μέτρα. Αυτές οι συνθήκες φυσικά έκαναν δύσκολο το να μπορεί κανείς να έχει “ιδιωτική ζωή”, μια αξία που θεωρούμε σχεδόν δεδομένη στη σύγχρονη Δύση. Οι άνθρωποι ζούσαν “στοιβαγμένοι”. Στη Ρώμη αντιστοιχούσε μία ιδιωτική κατοικία για 26 συμπλέγματα μικρών διαμερισμάτων. Μέσα σε αυτά μαγείρευαν, έκαιγαν ξύλα για να ζεσταθούν κι όλα αυτά χωρίς να υπάρχουν καπνοδόχοι. Και πέρα από αυτά, το γεγονός ότι δεν υπήρχε δίκτυο ύδρευσης και ότι οι περισσότεροι έπρεπε να φέρουν νερό στα σπίτια τους κουβαλώντας το με υδρίες σήμαινε ότι δεν υπήρχε σε αφθονία. Σίγουρα λοιπόν δεν περίσσευε για να πλυθούν τα πατώματα ή τα ρούχα. Ακόμη και για το μπάνιο αρκετοί χρησιμοποιούσαν τα δημόσια λουτρά. Το νερό όμως γενικά ήταν αρκετά μολυσμένο. Για αυτό και ο Πλίνιος (23 – 79 μ.Χ.) συμβούλευε να βράζεται το νερό πριν χρησιμοποιηθεί. Αν προσθέσουμε εδώ και την έλλειψη αποχωρητηρίων και το γεγονός ότι πολλοί αντί να τρέξουν μέχρι τα δημόσια αποχωρητήρια επέλεγαν πιο βολικές λύσεις ή το γεγονός ότι πολλοί άδειαζαν τα δοχεία με τη βραδινή σοδειά τους στους δρόμους καταλαβαίνουμε πόσο αποπνικτική ατμόσφαιρα δημιουργούσαν. Κι αυτό χωρίς να αναφέρουμε τα ζώα που κυκλοφορούσαν κι αυτά μέσα στην πόλη.

Μέσα στο σπίτι λοιπόν καπνιά, σκοτάδι, βρώμα. Έξω λάσπες, ανοιχτοί υπόνομοι, περιττώματα, πλήθη…

Και παντού να πετούν έντομα και ζωύφια.

Έγκλημα και επιδημίες

Όπως και σήμερα, έτσι και τότε οι πόλεις ήταν γεμάτες από νεοφερμένους και αγνώστους. Μάλιστα τότε το ποσοστό θνησιμότητας στις πόλεις ήταν τόσο μεγάλο που χρειαζόταν μια συνεχής ροή νέων κατοίκων για να μην μειωθεί δραστικά ο πληθυσμός. Έτσι οι πόλεις στην εποχή της Καινής Διαθήκης ήταν κοινότητες “ξένων”, αγνώστων. Αυτό συνεισέφερε και στην αύξηση της εγκληματικότητας. Η ζωή στην πόλη ήταν αρκετά επισφαλής. Πέρα από το έγκλημα στην πόλη υπήρχε και κοινωνική αστάθεια. Οι τραγικές υγειονομικές συνθήκες που περιγράψαμε νωρίτερα είχαν ως αποτέλεσμα στις πόλεις να θερίζουν οι αρρώστιες και οι επιδημίες. Για παράδειγμα το 165 μ.Χ., στα χρόνια βασιλείας του Μάρκου Αυρηλίου, μια καταστροφική επιδημία ξέσπασε σε όλη την έκταση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Αν και δεν ξέρουμε με βεβαιότητα την ακριβή φύση της ασθένειας, μπορούμε να πούμε ότι κατά τη δεκαπενταετή διάρκειά της σχεδόν το 1/4 με 1/3 του πληθυσμού της αυτοκρατορίας πέθανε από αυτήν. Κανείς δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει την επιδημία. Όσοι μπορούσαν έφευγαν από την πόλη, όπως ο γνωστός γιατρός της αρχαιότητας Γαληνός που αποσύρθηκε στην έπαυλή του μέχρι να περάσει ο κίνδυνος. Ο Ευσέβιος στην Εκκλησιαστική Ιστορία του παραθέτει τη μαρτυρία του επισκόπου Διονυσίου της Αλεξάνδρειας κατά τη διάρκεια μια άλλης μεγάλης επιδημίας στην Αυτοκρατορία το 251 μ.Χ. Εκεί αναφέρει το πώς οι άνθρωποι εγκατέλειπαν ακόμη και τα αγαπητά τους που είχαν προσβληθεί πετώντας τους στους δρόμους πριν καν πεθάνουν και προσπαθώντας να προστατευθούν από αυτούς.

Η απάντηση της χριστιανικής πίστης.

Η ζωή στην πόλη δεν ήταν εύκολη. Γι’ αυτό η χριστιανική πίστη είχε επιτυχία. Μέσα στον γκρίζο, βρωμερό, επικίνδυνο και αποπνικτικό ωκεανό της πόλης, ο Χριστιανισμός και οι χριστιανικές εκκλησιαστικές κοινότητες πρόσφεραν ένα νησί ελέους και ασφάλειας.

Οι έννοιες του “ελέους” και της “ευσπλαχνίας” δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς στις τότε κοινωνίες. Θεωρούνταν ως αδυναμία χαρακτήρα. Όμως η εκκλησία πορεύτηκε με αυτές ως σημαία και οδηγό. Τις έζησε όπως τις έλαβε και τις έμαθε από τον Κύριό της, τον Ιησού Χριστό. Εδώ βέβαια αξίζει να διευκρινίσουμε κάτι. Η δύναμη της εκκλησίας και η αποδοχή του μηνύματός της δεν οφείλονταν στο ότι ήρθε να δώσει μια οδό ψυχικής διαφυγής ή εσωτερικής παραμυθίας στους ανθρώπους. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Rodney Stark, “η θρησκεία δεν προσφέρει απλά αντίδοτα στην δυστυχία της ζωής. Στην πραγματικότητα κάνει την ζωή λιγότερο δυστυχισμένη” , δηλαδή αλλάζει την ζωή και τις συνθήκες της. Ή όπως αλλού θα γράψει δεν είναι η υπόσχεση μιας “πίτας που πετά στα ουράνια” (αναφέρεται στη γνωστή φράση “pie in the sky” που δηλώνει αυτό που θα λέγαμε έναν ευσεβή πόθο ή μια ουτοπική προσμονή) αλλά είναι το γεγονός ότι συχνά βάζει την πίτα πάνω στο τραπέζι του πεινασμένου ανθρώπου!

Ο δυναμισμός της χριστιανικής πίστης λοιπόν συχνά αναδεικνύεται εκεί που υπάρχει η μεγαλύτερη πρόκληση. Και τότε όπως και σήμερα οι μεγάλες πόλεις παρουσιάζουν τα πιο σύνθετα και οξεία προβλήματα. Έτσι η εκκλησία ανθεί εκεί που το έδαφος είναι πιο χέρσο και πετρώδες.

Η πόλη ως ευκαιρία: Οι δυνατότητες της πόλης και η συνεισφορά τους στην εξάπλωση της χριστιανικής πίστης

Η πόλη, όμως, και η ζωή σε αυτήν έχει και κάποιες πτυχές που έρχονται να ταιριάξουν και να υπηρετήσουν το αίτημα της Μεγάλης Αποστολής της εκκλησίας. Η πόλη, δηλαδή, από τη μια παρουσιάζει προκλήσεις, αλλά από την άλλη προσφέρει ευκαιρίες.

Η πολλαπλασιαστική δυναμική της πόλης

Αν εξετάσουμε τη διακονία του Παύλου θα δούμε εύκολα ότι εστίασε σε πόλεις, μάλιστα σε πόλεις που ήταν λιμάνια (άρα κέντρα επικοινωνίας), που είχαν ελληνιστικό πολιτιστικό πλαίσιο και που είχαν μεγάλες κοινότητες Ιουδαίων της διασποράς. Μια τέτοια πόλη ήταν η Έφεσος. Έτσι ο Παύλος πηγαίνοντας εκεί ξεκινά τη διακονία του στη συναγωγή (Πράξεις 19:8). Έχοντας δημιουργήσει μία αρχική ομάδα μεταφέρεται στη συνέχεια στη σχολή του Τυράννου. Καθώς φτάνουμε στο 19:10 διαβάζουμε μια ενδιαφέρουσα δήλωση “Αυτό γινόταν δύο χρόνια συνέχεια. Έτσι, μπόρεσαν ν’ ακούσουν το λόγο του Κυρίου Ιησού όλοι όσοι κατοικούσαν στην επαρχία της Ασίας, Ιουδαίοι και Έλληνες”. Εδώ βλέπουμε την πολλαπλασιαστική αξία της πόλης. Αν και ο ίδιος δεν έφυγε από την Έφεσο, το κήρυγμα του Παύλου έφτασε σε όλους που κατοικούσαν στην επαρχία της Ασίας. Πώς έγινε αυτό; Άνθρωποι έρχονται και φεύγουν από την πόλη και έτσι ό,τι συμβαίνει σε αυτήν μεταφέρεται και μεταβιβάζεται. Η πόλη έχει μια πολλαπλασιαστική δυναμική. Αυτό που συμβαίνει σε αυτήν ακούγεται παραέξω. Το ίδιο συμβαίνει και στην Α’ Θεσσαλονικείς 1 όπου διαβάζουμε “Από σας, όχι μόνο διαδόθηκε ο λόγος του Κυρίου στη Μακεδονία και στην Αχαΐα, αλλά απλώθηκε παντού η είδηση για την πίστη σας στο Θεό, ώστε εμείς να μη χρειάζεται να πούμε τίποτα.” (εδ. 8).

Η δικτύωση και η “ανοιχτότητα” των πόλεων

Μιλώντας για τις συνθήκες ασφυξίας στις πόλεις την εποχή της Καινής Διαθήκης περιγράψαμε το ότι σε αυτές οι άνθρωποι ζούσαν ο ένας πάνω στον άλλο. Αυτό, αν και ενοχλητικό από πλευράς ποιότητας ζωής, είναι πολύ χρήσιμο για τη διάδοση του ευαγγελίου. Μέσα στην πόλη υπάρχουν δεκάδες άνθρωποι γύρω μας  χωρίς να χρειαστεί εμείς να μετακινηθούμε. Ταυτόχρονα το γεγονός ότι υπάρχει μεγάλη κινητικότητα κάνει την πόλη έναν τόπο “αγνώστων”. Αυτό όπως είπαμε έχει την αρνητική του πλευρά αλλά μπορεί να έχει και τη θετική του. Μέσα στην πόλη ο άνθρωπος είναι αποκομμένος από τις παραδοσιακές του ρίζες. Ήδη έχει μετακινηθεί. Είναι κατά συνέπεια πιο έτοιμος να “αλλάξει” και είναι πιο ανοιχτός προς το καινούργιο ή το διαφορετικό.

Η στρατηγική σημασία των πόλεων

Όλα αυτά έκαναν, πιστεύω, τον απ. Παύλο να αναγνωρίσει τη στρατηγική σημασία των πόλεων. Μιλώντας για στρατηγική σημασία των πόλεων είναι καλό να κάνουμε δύο διευκρινήσεις με τις οποίες και θα ολοκληρώσουμε το άρθρο αυτό. Πρώτα από όλα, σχετικά με την έννοια της “στρατηγικής”. Συχνά βλέπουμε την οδηγία του Αγίου Πνεύματος από τη μια και τον διορατικό σχεδιασμό από την άλλη ως έννοιες αντιθετικές. Στην περίπτωση του Παύλου όμως υπάρχει ισορροπία. Έτσι ο Παύλος κάνει σχέδια και έχει στρατηγική. Ταυτόχρονα όμως είναι ευαίσθητος στην οδηγία του Αγίου Πνεύματος. Έτσι στο Πράξεις 16:6-10 διαβάζουμε ότι είναι το Άγιο Πνεύμα που τον σπρώχνει προς τη Μακεδονία. Λίγο παρακάτω, στο Πράξεις 17:1 διαβάζουμε ότι ο Παύλος “πέρασε από την Αμφίπολη και την Απολλωνία και ήρθε στην Θεσσαλονίκη όπου υπήρχε συναγωγή των Ιουδαίων”. Εδώ βλέπουμε σχέδιο. Και μάλιστα στο εδ. 2 διαβάζουμε ότι πήγε στη συναγωγή “κατά το ειωθός”, όπως ήταν η συνήθειά του ή, καλύτερα, η στρατηγική του. Με άλλα λόγια, στην πρακτική του αποστόλου των εθνών βλέπουμε τη στρατηγική σκέψη αλλά και την απόλυτη εξάρτηση από την οδηγία του Αγίου Πνεύματος να λειτουργούν και να ισορροπούν μαζί.

Η δεύτερη διευκρίνηση αφορά την έννοια της “σημασίας της πόλης.” Με αυτό δεν θέλουμε να απολυτοποιήσουμε την αξία της πόλης σε αντιδιαστολή με την ύπαιθρο και την επαρχία. Ο Θεός εργάζεται και καλεί και εμάς να εργαστούμε παντού. Μιλώντας για τη στρατηγική σημασία της πόλης απλώς κάνουμε μια διαπίστωση. Την κάνουμε όμως γνωρίζοντας ότι ο Θεός εργάζεται πέρα και έξω από τις δικές μας διαπιστώσεις. Ούτως ή άλλως ο Θεός ήδη μας ξάφνιασε στο παρελθόν αλλάζοντας τη ροή της ιστορίας με ένα συμβάν που συνέβη στο μικρό χωριό της Βηθλεέμ.

_____________

  1. Για μια εκτεταμένη μελέτη που περιγράφει τον “αστικό” (urban) χαρακτήρα της πρωτοχριστιανικής εκκλησίας δες το βιβλίο του Wayne A. Meeks, The First Urban Christians: The Social World of the Apostle Paul (New Haven and London: Yale University Press, 1983).
  2. Για να προλάβω παρανοήσεις. Γεννήθηκα στην Κατερίνη, μια μικρή πόλη της Μακεδονίας. Διακόνησα για έναν χρόνο στη γενέτειρα της συζύγου μου, τον Ακροπόταμο, ένα χωριό που σύμφωνα με την απογραφή του 2011 έχει 596 μόνιμους κατοίκους. Δεν λέω λοιπόν σε καμία περίπτωση ότι η διακονία σε μικρές πόλεις ή σε χωριά δεν έχει αξία. Φυσικά και έχει. Ο Χριστός ενδιαφέρεται για το “ένα πρόβατο”.
  3. Το άρθρο μου αυτό σε ένα μεγάλο βαθμό αντλεί από το βιβλίο του Rodney Start, The Triumph of Christianity: How the Jesus Movement Became the World’s Largest Religion (New York: HarperCollins, 2011).
  4. Cities of God (New York: Harper One, 2006), σελ. 30.

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top