“Βοήθεια! Τι φίλοι είναι αυτοί;”

group of people setting up campfire

Τι παρέα είναι αυτή; Είναι καλά παιδιά; Μήπως βρίζουν πολύ; Μήπως καπνίζουν; Κι αν πίνουν αλκοόλ; Κι αν κάποιος από την παρέα δώσει στο παιδί μου ναρκωτικά; Όταν βγαίνουν πού πηγαίνουν; Είναι ασφαλή μαγαζιά;

Τι να κάνω για να προστατεύσω το παιδί μου; Πώς θα μάθω το ποιoν του κάθε φίλου του; Να το παρακολουθήσω κρυφά να δω με ποιους είναι και πού πηγαίνει;

Μήπως το παρασύρουν μακριά από τον Θεό; Αν πήγαινε μόνο με παιδιά της εκκλησίας θα ήμουν ήσυχος/η!

Μπορείτε να προσθέσετε πολλές ακόμη παρόμοιες ερωτήσεις και ευχές. Θα σας απογοητεύσω, όμως, προσωπικά. Δε με απασχόλησε ποτέ καμία απ’ αυτές! Ποτέ; «Τι ήσουν λοιπόν», θα με ρωτήσετε, «αναίσθητος;»

Τώρα που μεγάλωσαν τα παιδιά μου και κοιτάζω πίσω, μάλλον αισθάνομαι πράγματι ότι ήμουν ελαφρώς αναίσθητος! Γιατί;

Μήπως τα παιδιά μου ήταν τα καλύτερα; …Ίσως! Εντάξει, μπορείτε να γελάσετε! (Χωρίς να σημαίνει αυτό ότι δεν είμαι περήφανος για τα παιδιά μου).

Μήπως γιατί δεν αντιμετώπισαν ποτέ πρόβλημα με άλλα παιδιά ή από άλλα παιδιά; Όχι, βέβαια είχαν θέματα και κάποιες φορές υπέφεραν σοβαρά.

Τότε γιατί;

Ένας πρώτος λόγος είναι, ίσως, ότι ήξερα από προσωπική πείρα ότι αν το παιδί μου θέλει να κάνει κάτι μπορεί να το κάνει χωρίς να έχω εγώ ιδέα. Αυτό το βίωσα στην εφηβική μου ηλικία. Οι γονείς μου ήταν αυστηροί, πρόσεχαν πολλοί. Αλλά εγώ ήδη από τα 12 μου περίπου χρόνια είχα αρχίζει να καπνίζω, να βρίζω χειρότερα από τα παιδιά της τάξης μου για να διατηρήσω το προφίλ του πλέον αγαπητού και δημοφιλή της τάξης και να έχω σχέσεις –παιδικής μορφής, βέβαια- με κορίτσια. Έκρυβα πακέτο με τσιγάρα στο υπόγειο του σπιτιού. Κάποια στιγμή μάλιστα, είχα κλέψει χρήματα από τους γονείς μου για να πάω με παρέα σε ντισκοτέκ, αν και ο Θεός δεν επέτρεψε να πραγματοποιηθεί τελικά. Και οι γονείς μου τα έμαθαν αυτά στην ομολογία που έκανα στη βάπτισή μου.

Για χρόνια, λοιπόν, πριν ακόμη αποκτήσω παιδιά, έλεγα σε γονείς να μην αυταπατώνται. Αν το παιδί θέλει να κάνει κάτι, μπορεί να το κάνει χωρίς να πάρουμε χαμπάρι. Τους έλεγα να μη θεωρούν τους εαυτούς τους τόσο έξυπνους και τετραπέρατους. Τα παιδιά είναι πανέξυπνα και μπορούν να μας εξαπατήσουν πολύ εύκολα.

Όταν έκανα παιδιά, ήταν η ώρα να το εφαρμόσω προσωπικά ως πατέρας κι έπρεπε να μην ξεχάσω τι ο ίδιος είχα κάνει μικρός και τι συμβούλευα στους υπόλοιπους μέχρι τότε.

Να μην ξεχάσω ότι δεν μπορώ να ελέγχω τα πάντα σ’ αυτή τη ζωή. Ούτε τις παρέες των παιδιών μου ούτε ένα σωρό άλλα πράγματα. Είμαι άνθρωπος περιορισμένος, με πολλές ελλείψεις και ελαττώματα. Δεν μπορεί να πιστεύω ότι μπορώ να ελέγξω και να παρακολουθήσω τα πάντα. Και ήξερα ότι θα έπρεπε να ταπεινώσω τον εαυτό μου και σ’ αυτό το σημείο.

Αυτός ακριβώς ήταν, πιστεύω, ο δεύτερος λόγος. Ότι και ήξερα ότι δεν ήμουν θεός και δεν ήθελα να γίνω θεός στη θέση του Θεού. Και μάταιο θα ήταν και επώδυνο. Θα υπέφερα κυνηγώντας από πίσω τις παρέες των παιδιών μου, γεμάτος ανησυχία και πόνο, και θα είχα και ενοχές πιστεύοντας ότι ως «θεός» θα έπρεπε να προστατεύω τα παιδιά μου, κάτι που τελικά δε θα μπορούσα να καταφέρω.

Αλλά υπάρχει και τρίτος λόγος. Ας υποθέσουμε ότι θα μπορούσα να τα καταφέρω και να τρέχω πάντα πίσω και γύρω τους προστατεύοντάς τα από κάθε κίνδυνο. Μόλις θα ενηλικιώνονταν ή θα έφευγαν από το σπίτι τι θα είχαν κερδίσει απ’ όλα αυτά; Θα είχαν μάθει να διαλέγουν φίλους; Θα είχαν μάθει να διακρίνουν σε φίλους σημάδια επικίνδυνα και θα είχαν εξασκηθεί στο να απομακρύνονται απ’ αυτούς με τον σωστό τρόπο;

Ήξερα ότι έπρεπε να τους επιτρέψω να κάνουν λάθη. Έπρεπε να τους επιτρέψω να πληγωθούν. Έπρεπε να μάθουν από τα λάθη τους. Έπρεπε κι εγώ να μάθω να μη φοβάμαι όταν κάνουν λάθη. Ένα από τα πράγματα που μαθαίνω στα παιδιά, τα οποία διδάσκω πολλά χρόνια τώρα στο Δημοτικό Σχολείο, είναι να μη φοβούνται τα λάθη και να ξέρουν ότι από τα λάθη μας μαθαίνουμε.

Έτσι, είναι σημαντικό τα παιδιά μου και τα παιδιά μας καθώς μεγαλώνουν να κάνουν λάθη, να διορθώνουν τα λάθη τους και να μαθαίνουν από τα λάθη τους. Να κάνουν λάθος φίλους ή να ανακαλύπτουν σταδιακά το αληθινό πρόσωπο κάποιων φίλων, να κάνουν λάθος πράγματα μαζί με φίλους είτε γιατί σ’ εκείνη τη φάση δεν το θεωρούν λάθος είτε γιατί το θεωρούν λάθος αλλά υποκύπτουν στην πίεση της παρέας. Να βιώσουν τον πόνο από αυτές τις λάθος επιλογές και να μάθουν να παίρνουν καλύτερες αποφάσεις από κει και πέρα.

Πιθανόν, να θέλετε να με ρωτήσετε: «Και όταν έβλεπες ή διαισθανόσουν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά τι έκανες;»

Δυο πράγματα νομίζω. Το πρώτο είναι ότι περίμενα την κατάλληλη ευκαιρία, σε έναν ήρεμο ήσυχο χρόνο για να μιλήσω με τα παιδιά μου ώστε να καταφέρω να μάθω την πραγματικότητα από τα ίδια χωρίς να νιώθουν ότι απειλούνται ή αμφισβητούνται. Ήξερα ότι, αν έδινα την εντύπωση στα παιδιά μου ότι δεν τα εμπιστεύομαι και αμφισβητώ την κρίση τους, και θα τα πλήγωνα αλλά και θα τα «κλείδωνα» κι ως αποτέλεσμα ποτέ δε θα μου εκμυστηρεύονταν ή δε θα μου ζητούσαν τη συμβουλή μου για κάποια λάθος επιλογή που έκαναν ή για κάποια πράγματα που διέκριναν ότι δεν πάνε καλά στην παρέα. Κι αν πραγματικά δεν τα εμπιστευόμουν, όσο και να προσπαθούσα να το κρύψω και να υποκριθώ, τα παιδιά θα το καταλάβαιναν εύκολα. Αν, λοιπόν, με εμπιστεύονταν, τότε θα μπορούσα να μάθω και να συμβουλεύσω θυμίζοντας ό,τι είχα χτίσει μέχρι τότε μέσα τους για τη σχέση τους με τον Θεό και με τους φίλους τους και να χτίσω ακόμη περισσότερα με την ευκαιρία.

Καθώς ασχολούμαι με παιδιά, λόγω επαγγέλματος για πολλά χρόνια, αυτό που μου αρέσει να τους μαθαίνω είναι το πώς να διαχειρίζονται τα προβλήματα στις σχέσεις τους με τα υπόλοιπα παιδιά της τάξης, πώς θα επικοινωνούν ώστε να λύνουν τις παρεξηγήσεις και το πώς θα επιλέγουν τους φίλους τους χωρίς να ικετεύουν τη φιλία των δημοφιλών ή όμορφων παιδιών της τάξης. Αλλά για να τα καταφέρω, στον βαθμό που μπορώ, χρειάστηκε να «χάσω» πολλά μου διαλείμματα ακούγοντας και κερδίζοντας την εμπιστοσύνη τους, ώστε να τους δώσω τις σωστές συμβουλές με τις οποίες πολλά παιδιά έβλεπα ότι πράγματι έχτιζαν πιο υγιή αυτοεκτίμηση και πιο υγιείς φιλίες.

Το δεύτερο, είναι η εμπιστοσύνη στο έργο του Θεού στις ζωές τους και η προσευχή. Κάποιες φορές λέμε: «Το μόνο που μου μένει πια είναι η προσευχή». Αλλά αυτό είναι, κατά πρώτον, λάθος, καθώς η προσευχή δεν είναι στη ζωή μας αυτό που μας μένει να κάνουμε όταν αποτύχουν οι δικές μας προσπάθειες, αλλά το πρώτο και το κύριο στο οποίο επενδύουμε τις ζωές μας πριν ακόμη και χωρίς τις δικές μας προσπάθειες.  Κατά δεύτερον, είναι στην πραγματικότητα απόδειξη υπερηφάνειας και αλαζονείας. Είναι σαν να λέμε: «Κύριε, δε σε χρειάζομαι αρχικά. Ξέρω τι πρέπει να κάνω, μπορώ να το κάνω και πιστεύω ότι θα τα καταφέρω. Αν αποτύχω, τότε θα ζητήσω τη βοήθειά σου απελπισμένος και ίσως χωρίς και να πιστεύω ότι θα γίνει κάτι διαφορετικό απ’ αυτά που προσπάθησα».

Αυτός είναι ο τέταρτος, και για μένα ο σπουδαιότερος, λόγος για τον οποίο ήμουν ελαφρώς «αναίσθητος». Η απόλυτη εμπιστοσύνη ότι ο Θεός είναι Θεός, ότι ο Θεός ξέρει πραγματικά ποιοι είναι οι φίλοι τους, ότι ο Θεός ξέρει κάθε στιγμή πού βρίσκονται τα παιδιά μου και τι κάνουν ακριβώς. Ότι ο Θεός συνεχίζει, σύμφωνα με τις αναλλοίωτες υποσχέσεις του, να εργάζεται στις ζωές τους και  να τους συμβουλεύει με το Άγιο Πνεύμα. Ότι ο Θεός, ακόμη κι αν τα παιδιά βρίσκονταν κάποια φάση τους σε λάθος μονοπάτι, μπορούσε με τους δικούς του ανεξιχνίαστους τρόπους να τα οδηγήσει πάλι πίσω. Και, καθώς κοιτάζω πίσω, βλέπω ακριβώς αυτήν τη σπουδαία, θαυμαστή δράση του Θεού στην οικογένειά μου.

Ίσως να αναρωτιέστε τώρα: «Δεν ανησυχούσες; Δεν φοβόσουν;».

Φυσικά ναι και πολλές φορές. Όταν για παράδειγμα, άφησα τον μεγάλο μου γιο για πρώτη φορά μόνο του στην Αθήνα και μπήκα στο αυτοκίνητο για να γυρίσω πίσω, ήμουν όχι απλώς φοβισμένος αλλά τρομοκρατημένος. Το ίδιο ακριβώς ένιωσα 14 χρόνια πριν, όταν τον άφησα για πρώτη φορά στο νηπιαγωγείο. «Πού το αφήνω το παιδί μου; Ποια είναι αυτή η νηπιαγωγός; Τι παιδιά θα είναι αυτά γύρω του;» Αυτό το αίσθημα το έζησα σε μικρότερη κλίμακα κι άλλες φορές στη διάρκεια της ζωής των παιδιών μου. Άλλες φορές –κι ήταν αρκετές- προβληματιζόμουν κι είχα τάσεις ενοχών για το αν έπρεπε να δράσω διαφορετικά, πιο έντονα, πιο παρεμβατικά.

Αλλά είμαι ευγνώμων στον Θεό γιατί μου έδωσε τόση μεγάλη χάρη και τόσο έλεος, όσο υπόσχεται ότι μπορώ να βρω στον «θρόνο της χάρης», ώστε να επιστρέψω πίσω στον τόπο της απόλυτης εμπιστοσύνης και της ειρήνης που έρχεται αμέσως ως αποτέλεσμα. Φίλοι κι αδελφοί, είναι δική Του αποκλειστικά η χάρη κι όχι κάποιο σπουδαίο δικό μου κατόρθωμα.

Η επόμενη ερώτηση μπορεί να είναι: «Αν όμως δω επικίνδυνες καταστάσεις, δε θα πρέπει να παρέμβω; Κι αν ναι, πώς;» Φυσικά και θα πρέπει. Ελπίζω, ότι τα υπόλοιπα άρθρα αυτού του τεύχους θα προσφέρουν απαντήσεις στο ερώτημα.

Επιτρέψτε μου να κλείσω το συμμερισμό μου μαζί σας με τις σκέψεις μου για «τα παιδιά της εκκλησίας». Μ’ έχει απασχολήσει πολύ το ζήτημα αυτό και ως γονέας και ως πρεσβύτερος στην εκκλησία. Υπάρχει διάχυτη στις ευαγγελικές κοινότητες η προτίμηση τα παιδιά μας να κάνουν παρέα μας με «τα παιδιά της εκκλησίας». Και η αίσθηση ότι μαζί τους τα παιδιά μας είναι ασφαλείς.

Κι επίσης, υπάρχει μια αδικαιολόγητη πίεση στα παιδιά μας ότι είναι υποχρεωμένα να κάνουν παρέα με κάποια «παιδιά της εκκλησίας» αν και έχουν προβληματική συμπεριφορά, μόνο επειδή είναι «παιδιά της εκκλησίας». Και, μάλιστα, μεταφέρουμε στα παιδιά μας ψεύτικες ενοχές ότι δεν κάνουν το θέλημα του Θεού όταν τα αποφεύγουν.

Αδέλφια, αλήθεια, πού τον βρήκαμε αυτόν τον όρο; Ποιος θα δώσει έναν καλό ορισμό του τι είναι «τα παιδιά της εκκλησίας»; Από ποια σημεία στον Λόγο του Θεού ανακαλύψαμε ότι υπάρχει τέτοια πνευματική οντότητα και με ποια βιβλικά επιχειρήματα συμπεράναμε ότι με τα «παιδιά της εκκλησίας» είμαστε ασφαλείς;

Η πνευματική μου εμπειρία, σε κάθε τομέα, δείχνει ότι πολλές φορές τα «παιδιά της εκκλησίας» έχουν μάθει από το σύστημα να είναι τέλειοι υποκριτές δείχνοντας άλλο πρόσωπο στην εκκλησία και εντελώς άλλο μόλις βγουν από την πόρτα. Τέτοιο ακριβώς «παιδί της εκκλησίας» ήμουν κι εγώ. Κι έχω ακούσει πάρα πολλά περιστατικά, που δεν είναι της παρούσης, για το πού βρίσκονταν και τι ακριβώς έκαναν κάποια τέτοια παιδιά, τα οποία, αν σας  μοιραστώ, θα χάσετε τη γη κάτω από τα πόδια σας.

Ας επιστρέψουμε, λοιπόν, στις βιβλικές αλήθειες προσευχόμενοι και ωθώντας τα παιδιά μας να κάνουν παρέα με «παιδιά του Θεού» που ζουν μέσα στις εκκλησίες μας, τα οποία αποδεικνύουν πρακτικά την αγάπη τους για τον Ιησού Χριστό και μια ζωή που βιώνει τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος. Τέτοιες παρέες είναι που πράγματι μπορούν να επηρεάσουν θετικά τα δικά μας παιδιά. Και τα δικά μας παιδιά, αν είναι κι αυτά παιδιά του Θεού, μπορούν παρόμοια να επηρεάσουν τα υπόλοιπα. Ποιο θα μπορούσε να είναι ένα κατάλληλο συμπέρασμα στο τέλος όλων αυτών των σκέψεων; «Ταπεινωθείτε, λοιπόν, κάτω από το πανίσχυρο χέρι τού Θεού, για να σας υψώσει εν καιρώ· και όλη τη μέριμνά σας ρίξτε την επάνω σ’ αυτόν, επειδή αυτός φροντίζει για σας.» (Α’ Πέτρου 5:6, ΠΕΡΓΑΜΟΣ)

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top