Όταν τα παιδιά δεν ακολουθούν τον δρόμο της πίστης

person in brown long sleeve shirt covering face with hand

Η μέρα που αφήσαμε τον μεγάλο μας γιο στο κολέγιο ήταν από τις πιο δύσκολες της ζωής μου. Τον αφήσαμε στον κοιτώνα του, σ’ ένα χριστιανικό κολέγιο και, καθώς φεύγαμε, το κεφάλι μου κόντευε να σπάσει από τα δάκρυα που προσπαθούσα να συγκρατήσω, τις σκέψεις που κλωθογύριζαν για το μέλλον του και την ανησυχία για το αν τον είχαμε προετοιμάσει καλά ως γονείς. Ετοιμαζόμασταν να γυρίσουμε σπίτι μας στην Ελλάδα σε μια εβδομάδα, έτσι ανησυχούσα για το ποιος θα τον φρόντιζε, αν χρειαζόταν βοήθεια. Μέσα σε όλη αυτή τη συναισθηματική αναταραχή προσευχόμουν αδιάκοπα.

Πέρασαν 21 χρόνια από τότε. Σε αυτό το διάστημα ξεπροβοδίσαμε και τα τέσσερα παιδιά μας που έφυγαν για διαφορετικά μέρη του κόσμου, τα τρία παντρεύτηκαν, ένα αρραβωνιάστηκε και σήμερα έχουμε εφτά εγγόνια. Πολύ θα ήθελα να μπορούσα να πω ότι όλα τους βρίσκονται με τον Κύριο και βαδίζουν στον δρόμο Του, αλλά δεν ισχύει αυτό – όχι, ακόμα. Εμείς εξακολουθούμε να εργαζόμαστε στην Ελλάδα.

Προσπαθώ να καταγράψω τις σκέψεις μου με τρόπο που δε θα κάνει τα παιδιά μου να μορφάσουν, να θυμώσουν ή ν’ αναστατωθούν. Βλέπετε, είναι όλα καλοί, ευγενικοί και ισορροπημένοι ενήλικοι άνθρωποι και είμαι περήφανη για τον καθένα τους ξεχωριστά. Την ώρα όμως που γράφω, δυο παιδιά μας δε ζούνε όπως τα διδάξαμε, έχουν επιλέξει να μην ακολουθήσουν τον δρόμο του Χριστού.

Όταν συζητώ μαζί τους και προσπαθώ να καταλάβω τι συμβαίνει και γιατί φαινομενικά εναντιώνονται τόσο στην εκκλησία, έχω την εντύπωση ότι κατηγορούν την υποκρισία των χριστιανών ως τον κύριο λόγο για την επιλογή τους. Ο ένας γιος σπούδασε φιλοσοφία (σε χριστιανικό κολέγιο) και έχω πεισθεί ότι ο Χριστός παρουσιάστηκε διαστρεβλωμένα στο μέρος εκείνο. Όταν κάποτε ρώτησα ευθέως τα παιδιά μας αν θεωρούν πως χάνουμε τον χρόνο μας με αυτό που κάνουμε (δηλαδή να υπηρετούμε τον Κύριο και να κηρύττουμε το Ευαγγέλιο), απάντησαν αρνητικά με έμφαση – χαίρονται με αυτό που κάνουμε. Ένιωσα μια μικρή ανακούφιση, γιατί μέσα στα χρόνια αναρωτιόμουν μήπως ήταν δικό μου το «λάθος» που απομακρύνθηκαν από τον Κύριο, μήπως, αν είχα κάνει ή πει κάτι με διαφορετικό τρόπο, δε θα άλλαζαν δρόμο.

Είναι φορές που αναρωτιέμαι πώς να ένιωθε ο πατέρας του ασώτου, όταν δεν ήξερε τι έκανε ο γιος του. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν κινητά και το Λουκάς 15 λέει ότι «έφυγε σε χώρα μακρινή». Ξέρουμε πως ο πατέρας καθόταν και τον περίμενε να γυρίσει, επειδή τον είδε, «ενώ ήταν ακόμη μακριά» και «τον σπλαχνίστηκε, έτρεξε, τον αγκάλιασε σφιχτά και τον καταφιλούσε». Κι έκανε γι’ αυτόν μια μεγάλη γιορτή. Ο Χριστός δε μας λέει πόσο καιρό ήταν μακριά ο νέος αυτός ζώντας άσωτα. Είμαι βέβαιη πως ο πατέρας ποτέ δεν έπαψε να προσεύχεται για την ασφαλή επιστροφή του γιου του.

Με συναρπάζει, επίσης, η αρχή της ιστορίας του Ιώβ. Στο Ιώβ 1:4-5 λέει: «Οι γιοι του συνήθιζαν να πηγαίνουν ο ένας στο σπίτι του άλλου, όπου έδιναν συμπόσια, καθένας με τη σειρά του. Έστελναν και καλούσαν και τις τρεις αδερφές τους να φάνε και να πιουν μαζί τους. Κάθε φορά που τέλειωναν τα συμπόσια, τους καλούσε ο Ιώβ και τους εξάγνιζε. Ξυπνούσε τότε νωρίς το πρωί και πρόσφερε από ένα ολοκαύτωμα για τον καθένα τους. ‘Ίσως τα παιδιά μου αμάρτησαν’, σκεφτόταν, ‘ίσως ασέβησαν με τη σκέψη τους στο Θεό’». Αυτό με κάνει να σκεφτώ πως, ως χριστιανοί γονείς, θα έχουμε πάντα στην καρδιά μας την έγνοια για την πνευματική κατάσταση των παιδιών μας και πάντα πρέπει να προσευχόμαστε για την ψυχή τους, σε όποιο στάδιο της ζωής τους κι αν βρίσκονται.

Έτσι, λοιπόν, καθώς περιμένουμε και προσευχόμαστε, με παρηγορούν τα εδάφια που λένε ότι πρέπει να προσευχόμαστε να γίνει το θέλημα του Κυρίου, γνωρίζοντας ότι: «Δεν καθυστερεί ο Κύριος να εκπληρώσει την υπόσχεσή του, όπως νομίζουν μερικοί. Κάνει υπομονή, γιατί δε θέλει να καταστραφούν μερικοί από σας, αλλά να μετανοήσουν όλοι» (Β΄ Πέτρου 3:9). «Και να γιατί έχουμε εμπιστοσύνη και θάρρος απέναντι στο Θεό: Αν του ζητήσουμε κάτι σύμφωνο με το θέλημά του, μας ακούει. Έτσι, ξέροντας ότι ακούει τα αιτήματά μας, είμαστε βέβαιοι πως θα εκπληρωθούν» (Α΄ Ιωάννου 5:14-15).

Γι’ αυτό γαληνεύει η καρδιά μου στη γνώση ότι ο Θεός αγαπάει τα παιδιά μου και θέλει να επιστρέψουν σ’ αυτόν, πολύ περισσότερο από ό,τι το θέλω εγώ. Πρέπει να Τον εμπιστευθώ να εργαστεί στον δικό Του χρόνο. Εντωμεταξύ, κάνω ό,τι μπορώ να για μεταδώσω στα ίδια και τις οικογένειές τους την αγάπη και τη χάρη που μου δείχνει ο Κύριος, γιατί στο τέλος η αγάπη μας για τον Χριστό, έτσι όπως τη δείχνουμε στους άλλους, είναι η εξωτερική απόδειξη ότι είμαστε πραγματικά παιδιά Του… Κι είναι η αγάπη αυτή, με τη σειρά της, που θα ελκύσει τα παιδιά μας στον Κύριο.

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top