Παλιότερα συνηθιζόταν – ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις – να χρησιμοποιούνται χαρακτηριστικά κτίρια ή μνημεία ως τόποι αναφοράς για τα ραντεβού των πολιτών. Θυμάμαι λόγου χάρη ένα παλιό μνημείο στον Πειραιά, που τώρα πια δεν υπάρχει, ήταν το περίφημο Ρολόι κάτω στο λιμάνι. Πολλοί έδιναν τα ραντεβού τους “στο Ρολόι” και ήξεραν πως εκεί, σ’ αυτό το σίγουρο σημείο αναφοράς, θα μπορούσαν να βρεθούν δίχως να χαθούν.
Παρόμοιο τέτοιο σημείο, γνωστό σαν τόπος ραντεβού, ήταν “του Ζώναρς”, όπως λεγόταν το μεγάλο καφενείο στην οδό Πανεπιστημίου, που τώρα απ’ ότι μαθαίνουμε θα εκλείψει κι αυτό. Άλλος τόπος ραντεβού ήταν παλιά στην πλατεία Ομονοίας το μεγάλο ζαχαροπλαστείο “του Πράππα”, εκεί που σήμερα υψώνεται το νεοκλασικό της Εθνικής Τράπεζας. Τέτοια σημεία υπάρχουν σε όλες τις πόλεις και πολλά προβάλλονται κιόλας στους ταξιδιωτικούς οδηγούς.
Από τη μελέτη μας της Αγίας Γραφής μαθαίνουμε ότι ο Θεός στη διαδρομή της ιστορίας του θρησκευτικού γεγονότος όρισε έναν συγκεκριμένο τόπο, όπου έδωσε ένα ραντεβού με την ανθρωπότητα αλλά και συναντήθηκαν εκεί διάφορες τάσεις και αντιλήψεις. Στο βιβλίο του Ησαΐα (25,6-8) διαβάζουμε πως ο Θεός όρισε το όρος της Σιών, όπου θα ετοίμαζε ένα συμπόσιο για όλους τους λαούς. Το συμπόσιο αυτό θα ήταν ένα συμπόσιο νίκης, γιατί ο Θεός θα καταργούσε τον θάνατο για πάντα και θα σκούπιζε τα δάκρυα από τα πρόσωπα όλων των ανθρώπων. Ο Παύλος φαίνεται πως αυτή την εικόνα είχε στον νου του, όταν έγραφε στους Κορινθίους τα ανάλογα λόγια (Α΄ Κορ 15,54). Ο τόπος αυτός συνάντησης στην εκπλήρωση της προφητείας είναι ο άδειος τάφος του Χριστού.
1. Το Υπερβατικό με τον φανατισμό και την άρνηση
Ήταν ακόμα νύχτα. Μια νύχτα πολύ περίεργη, όχι σαν τις συνηθισμένες, που φύλαγαν σκοπιά εκείνοι οι Ρωμαίοι στρατιώτες. Άντε να δούμε πότε θα τέλειωνε και η θητεία τους να φύγουν απ’ αυτό τον παλιότοπο να πάνε στη Ρώμη τους, στον πολιτισμό… Εδώ στην Ιουδαία όλο ταραχές, όλο επαναστάσεις, όλο καχυποψία και μυστήρια. Βγαίνει ο ένας λέει πως είναι προφήτης. Βγαίνει μετά ένας άλλος λέει πως είδε ένα όραμα. Ένας τρίτος λέει πως τον έστειλε ο Θεός για να ελευθερώσει το έθνος τους από την καταπίεση των κατακτητών.
Κι απόψε ετούτος εδώ. Άλλη ιστορία. Τον σταύρωσαν αλλά επειδή όταν ζούσε είχε πει ότι μετά από τρεις μέρες θ’ ανασταινόταν, έπρεπε, λέει, να φυλάνε τον τάφο για να μην έρθουν οι μαθητές του και κλέψουν το σώμα και μετά πούνε ότι αναστήθηκε. Να κλέψουν το σώμα! Άκου πράματα! Και πού να το πάνε; Δεν θα βρώμαγε; Και ποιοι να το κλέψουν μωρέ; Αυτοί φοβούνται και τον ίσκιο τους. Τριάμισι και παραπάνω χρόνια μαζί του, έβλεπαν τα θαύματα που λένε πως έκανε, έτρωγαν και κοιμούνταν μαζί του, ταξίδευαν μαζί του, άκουγαν τη διδασκαλία του, αλλά όταν τον πιάσανε στη Γεσθημανή και μετά, που τον σταύρωσαν, τον εγκατέλειψαν όλοι. Και θα ’ρθουν τώρα να τον κλέψουν; Αποκλείεται.
Αλλά κι αυτός ο Πιλάτος; Τον είδες πώς κοίταζε τους ιερείς τους; Τον μάγεψαν, σου λέω, δεν εξηγείται αλλιώς. Είναι κι εκείνη η γυναίκα του με τα όνειρά της. Τι είν’ αυτά μωρέ; Πού καταντήσαμε! Να έχουμε κατακτήσει τον κόσμο και ν’ ακούμε τους Ιουδαίους και τις προφητείες τους. Πάει, χάλασε ο κόσμος…
Αλλά αυτό τώρα τι είναι; Σεισμός! Καλά, μεσάνυχτα δεν είναι; Τι φως είν’ αυτό; Γιατί κουνιόμαστε; Και η βοή! Ακούτε τη βοή; Ναι. Βοή είναι. Αμάν, δεν βλέπω! Στραβώθηκα. Ούτε εγώ! Πα’ να φύγουμε σας λέω! Πα’ να κρυφτούμε, θα τυφλωθούμε. Αλλά όχι. Πέρασε. Αυτό ήταν. Σταμάτησαν όλα. Άντε βρε σεις, γυρίστε στις θέσεις σας μη βρούμε κάνα μπελά.
Βρε σεις, πού είναι οι σφραγίδες; Οι αλυσίδες είναι κάτω σπασμένες. Εδώ δεν ήταν η πέτρα που έκλεινε τον τάφο; Εγώ εδώ καθόμουνα μπροστά στην πέτρα. Πού είναι η πέτρα; Εκεί καταγής. Κι ο τάφος; Ο τ… τ… τάφος είναι α…α… νοιχτός! Και είναι κι άδειος! Πού είναι το πτώμα; Πού είναι ο πεθαμένος; Βρε σεις, λέτε να… Μπα δεν νομίζω… Ναι βρε, μπορεί να ήταν αυτό που λέγανε ότι είχε πει ο πεθαμένος, όταν ζούσε: Αναστήθηκε. Ναι, αυτό θα είναι… Α-να-στή-θη-κε…
Μ’ όλο το σεβασμό, ραβί, αυτά όλα τα είδαμε και είναι αληθινά. Εμείς δεν είχαμε καμιά ιδέα. Αυτά εσείς τα ξέρετε. Εμάς μας είπατε να φυλάμε κι αυτό κάναμε. Κανένας δεν κοιμήθηκε. Είχε μια ωραία νύχτα κι ήταν όμορφα γύρω στη φωτιά. Ποιος μπορούσε να νυστάξει με μια τέτοια άνοιξη γύρω στον κήπο. Όμως το είδαμε όλοι. Έτσι έχουν τα πράγματα. Αλήθεια, αναστήθηκε!
Καλά, καλά. Τα ’πατε όλα αυτά σε κανέναν άλλο; Όχι. Λοιπόν. Κοιτάξτε τι θα γίνει: Πάρτε αυτά. Έ, ανάγκες όλοι σας θα έχετε. Φτάνουν για όλους, και τσιμουδιά. Το πρωί πηγαίνετε στους κοιτώνες σας και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Θα τα κανονίσουμε εμείς με τον Πιλάτο. Εσείς, άμα σας πει τίποτα, θα πείτε πως ήπιατε, γίνατε λιώμα, κάτι η νοσταλγία για την πατρίδα, κάτι ο μυρωμένος αέρας της άνοιξης, σας πήρε ο ύπνος. Ήρθαν εκείνοι οι άλλοι, οι μαθητές, κλέψανε το σώμα και έγινε ό,τι έγινε. Άντε τώρα, πηγαίνετε, και όπως είπαμε: τσιμουδιά σε κανέναν…
Ο άδειος τάφος ήταν ένας τόπος συνάντησης του υπερβατικού με την άρνηση και τον φανατισμό (Μτ 27,62-66· 28,11-15). Τρία είναι τα στοιχεία που ενδυναμώνουν τη μαρτυρία των Ρωμαίων στρατιωτών: (α) Το ένα είναι ότι ήταν πάνω από έναν. Και οι Ιουδαίοι αυτό το ήξεραν. Ο νόμος τους απαιτούσε η μαρτυρία να γίνεται από δύο ή τρεις μάρτυρες. (β) Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι ήταν αυτόπτες μάρτυρες. Δεν τα άκουσαν από άλλους. Ήταν οι ίδιοι άμεσοι, αυτόπτες μάρτυρες. (γ) Το τρίτο στοιχείο είναι ότι ήταν εχθροί και ξένοι προς κάθε είδους πίστη των Ιουδαίων, και συνεπώς δεν ήταν προκατειλημμένοι ή με φαντασία πρόσφορη για οράματα ή φαντάσματα. Δεν ήταν προσήλυτοι σαν τον Κορνήλιο ή εντυπωσιασμένοι σαν τον εκατόνταρχο κάτω από τον σταυρό, που αναγνώρισε τη θεότητα του Ιησού. Ήταν απλά παιδιά, άξεστοι πεζικάριοι, θα λέγαμε, που τους είχαν αγγαρέψει για μια δουλειά ξένη προς τα αυστηρά στρατιωτικά τους καθήκοντα. Γι’ αυτό και η μαρτυρία τους είχε αυξημένη βαρύτητα.
Όμως, ο φανατισμός των Ιουδαίων αρχόντων που υποδαύλιζε την άρνησή τους ήταν δυνατότερος από τις απτές αποδείξεις των μαρτύρων. Οι Ιουδαίοι αρνήθηκαν την αποκάλυψη του υπερβατικού. “Λάδωσαν” τους στρατιώτες για να μη μιλήσουν. Έβαλαν χρήματα στα χέρια τους και το ψέμα στο στόμα τους για να κουκουλώσουν την αλήθεια του Θεού. «Πείτε ότι ενώ κοιμόσασταν, ήρθαν κι έκλεψαν οι μαθητές το σώμα». Το απλό ερώτημα, βέβαια, του οποιουδήποτε θα ήταν «πώς τότε είδατε τι έγινε, αφού κοιμόσασταν;» Αλλά ποιος είπε ότι ο φανατισμός έχει καμιά σχέση με τη λογική;
Από την άλλη μεριά, η όλη επιχείρηση εξόντωσης του Ιησού στηρίχθηκε στο ψέμα. Ψευδομάρτυρες έφεραν στη δίκη. Ψέματα είπαν στον Πιλάτο. Πλήρωσαν τον Ιούδα να τους προδώσει τον Ιησού. Τώρα πληρώνουν τους φύλακες για να διαδώσουν την πλάνη. Το να κοιμηθεί ο στρατιώτης στη σκοπιά τιμωρείτο με θάνατο εκείνη την εποχή από τη ρωμαϊκή διοίκηση. Αυτοί όμως “θα το κανόνιζαν” με τον Πιλάτο. Πάντα βρίσκει διέξοδο ο φανατισμός.
Είναι πολλοί που λένε σήμερα: Αν εγώ έβλεπα τόσα θαύματα, όπως τότε, κι αν έβλεπα τον Ιησού ν’ ανασταίνεται, όπως εκείνοι οι φρουροί, θα πίστευα οπωσδήποτε. Φίλε μου, μην το λες. Εκείνο που μας κάνει να πιστεύουμε δεν είναι αυτό που βλέπουμε. Είναι το ότι αγαπάμε κάποιον και τον εμπιστευόμαστε. Οι μαθητές του Χριστού δεν τον είδαν ν’ ανασταίνεται, όμως πίστεψαν και το διακήρυξαν παντού. Για σκεφτείτε: Εκείνοι οι φρουροί ήταν οι μόνοι στον κόσμο που είδαν τον Ιησού ν’ ανασταίνεται θριαμβευτής. Και όμως ένας δεν βρέθηκε να σταθεί δίπλα στον Πέτρο την Πεντηκοστή και να πει: «Ναι εγώ τον είδα. Ήμουν εκεί».
2. Το Υπερβατικό με την πίστη
Λίγες ώρες μετά την ανάσταση του Χριστού, μπροστά στον άδειο τάφο ήρθε η Μαρία, η Μαγδαληνή. Ήταν, φαντάζομαι, ένα όμορφο, ζεστό, ανοιξιάτικο πρωινό, έτσι που μπαίνει η άνοιξη στην Παλαιστίνη νωρίς νωρίς, πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι εδώ στην Ελλάδα. Στον ιδιωτικό κήπο του εύπορου Ιωσήφ από την Αριμαθαία, που μάλιστα διέθετε και κηπουρό, τα καλοδιατηρημένα παρτέρια μάγευαν με την ομορφιά τους τον επισκέπτη και οι ποικιλίες των λουλουδιών μεθούσαν τον αέρα με τις μυρωδιές τους.
Όμως η Μαρία δεν είχε ούτε μυαλό ούτε καμιά διάθεση να τα απολαύσει όλα αυτά (Ιω 20,11-18). Εκείνης της είχαν πάρει τον Κύριό της και δεν ήξερε πού τον είχαν βάλει. Ποιον να ρωτήσει και τι να της πει. Μήπως ήξερε ο κηπουρός; Μήπως ήξερε κανένας περαστικός; Ο τάφος ορθάνοιχτος, το σώμα άφαντο. Πού ήταν ο Κύριος;
Καλοσυνάτοι οι άγγελοι προσπάθησαν να την ηρεμήσουν, να την παρηγορήσουν, να της δώσουν χαρά. Κι εκεί που τα έλεγαν, εμφανίστηκε ο Κύριος με απλή μορφή, σαν ένας κηπουρός. Ο άδειος τάφος είναι ένας τόπος συνάντησης του Υπερβατικού με την πίστη. Α, ο Κύριος είναι δίπλα μας όταν η καρδιά μας σκιρτάει γι’ αυτόν. Της Μαρίας η πίστη αναμφίβολα ήταν αδύναμη. Αλλά και ποιανού η πίστη μπορούσε να είναι δυνατή εκείνες τις ώρες; Όμως, η αγάπη της καρδιάς της ήταν αφάνταστα δυνατή! Την αναζήτηση της Μαρίας δεν την ωθούσε η επιθυμία να δει κάποια οράματα ή κάποιους αγγέλους, που ήδη βρίσκονταν μπροστά της. Η πονεμένη της καρδιά θα έβρισκε παρηγοριά μόνο αν ο ίδιος ο Κύριος της χαμογελούσε. Όλα τα άλλα και όλοι οι άλλοι ήταν απλώς κάποια μέσα που της έδειχναν τον Κύριο. Και μόνον όταν μέσα από τα δακρυσμένα της μάτια είδε τον Ιησού να τη φωνάζει με το όνομά της, μόνο τότε μπόρεσε να πλημμυρίσει από τη χαρά του αναστημένου Κυρίου της, που τον είχε πιστέψει πριν τον δει αναστημένο.
Ο Ιησούς τη ρώτησε «Γυναίκα, γιατί κλαις; Ποιον ζητάς;» Το ’χουμε ποτέ σκεφτεί; Τα πρώτα λόγια του αναστημένου Χριστού προς τον πιστό άνθρωπο ήταν σχετικά με τη θλίψη του. Δες, πιστέ, τον Ιησού αναστημένο και σήμερα μπροστά σου, που ζητάει να μάθει από σένα δύο πράγματα: Ποια είναι η αιτία της θλίψης σου. Α, είναι αυτός που ξέρει να φυλάει τα δάκρυά σου σε φιάλη και να τα καταγράφει στο βιβλίο της ενθύμησής του. Το δεύτερο που θέλει να μάθει είναι οι σκοτούρες και οι έγνοιες σου. Τι σε απασχολεί και σε βασανίζει και σου τρώει την ικμάδα της εν Χριστώ ζωής; Φέρε το μπροστά στον άδειο τάφο, μπροστά στον ίδιο τον αναστημένο Κύριο. Μπορεί να σε αναπαύσει και εσύ να πέσεις στα πόδια του να τον λατρεύσεις.
Η απάντηση της Μαρίας δείχνει πως βρισκόταν ακόμα στον κόσμο της. Στον δικό της μικρό, λυπημένο, απελπισμένο κόσμο: «Κύριε, αν τον σήκωσες εσύ, πες μου πού τον έβαλες, κι εγώ θα τον πάρω από κει» -νόμισε πως ήταν ο κηπουρός. Η Μαρία με την απάντησή της δείχνει (α) ότι κατάλαβε λάθος αλλά ότι (β) αγαπούσε σωστά. Πολλές φορές περιφρονούμε κάποιον που δεν ξέρει πολλά, που δεν καταλαβαίνει πολλά ή σωστά, που δεν διαβάζει πολύ, που δεν τα λέει και καλά… Μήπως πρέπει ν’ αρχίσουμε να βλέπουμε στον αδερφό μας πόσο πολύ αγαπάει; Μήπως ο καλύτερος τρόπος για να δείξουμε την πίστη μας, όταν μας αποκαλύπτεται το Υπερβατικό, είναι όχι να δείξουμε πόσα ξέρουμε για τον Ιησού αλλά πόσο αγαπάμε τον Ιησού;
Η ανταπάντηση του Ιησού ήρθε με μια λέξη: «Μαρία!» Όμως η λέξη αυτή ήταν το όνομα της γυναίκας. Και ο Ιησούς της το είπε όπως της το έλεγε χιλιάδες φορές όταν ήταν κι εκείνη μαζί του στην επίγεια διακονία του. Ήταν ο σωτήρας της, ο Κύριός της. Α, ο τρόπος αποκάλυψης του Ιησού στους δικούς του είναι ο λόγος του· ο λόγος του που απευθύνεται κατ’ ευθείαν στην ψυχή τους και τους μιλάει με τρόπο αποκλειστικό. Όταν αυτούς που τους γνωρίζει με το όνομά τους σαν την υπέρτατη εκδήλωση της εύνοιάς του προς αυτούς (Εξ 33,12), τους καλεί και με το όνομά τους. Τους αποκαλύπτει τότε τον Υιό του, όπως τότε που αποκαλύφθηκε στον Σαύλο και τον κάλεσε με το όνομά του «Σαούλ, Σαούλ» (Γαλ 1,16). Και του Χριστού τα πρόβατα, οι δικοί του, γνωρίζουν τη φωνή του και τον ακολουθούν. Έτσι, όπως τότε στην τρικυμία, οι απλές λέξεις του Ιησού “Εγώ είμαι”, τώρα η μικρή λέξη “Μαρία”, είναι αρκετή για ν’ αλλάξει την όλη κατάσταση για τη θλιμμένη μαθήτρια. Την είχε καλέσει με το όνομά της. Ήταν δική του. Ήταν πολύτιμη στα μάτια του… (Ησ 43,1-4).
3. Τα δύο φύλα
Καθώς διαβάζει κανείς όλες τις διηγήσεις των ευαγγελίων για την ανάσταση του Ιησού και καθώς η μία διήγηση συμπληρώνει την άλλη, δεν μπορεί να μην προσέξει τη συρροή των μαθητών που παρατηρήθηκε στον άδειο τάφο εκείνο το πρωί της Κυριακής.
Τα συναισθήματα των μαθητών και των μαθητριών του Ιησού ήταν ανάμικτα. Οι γυναίκες ήταν φοβισμένες αλλά και χαρούμενες, καθώς έβλεπαν απανωτά πότε τον αναστημένο Κύριο και πότε τους αγγέλους. Μετά οι παρέες συναντούσε η μια την άλλη και μετέδιδαν τα συγκλονιστικά νέα μεταξύ τους. Μετά ήρθε η απογοήτευση όταν πήγαν στο σπίτι όπου κρύβονταν οι άλλοι μαθητές και δεν τις πίστευαν. «Γυναίκες!» θα έλεγαν μεταξύ τους. «Τι να πιστέψουμε; Συναισθηματισμοί και τρελά οράματα».
Όμως, όταν ξεκίνησαν και πήγαν κι αυτοί οι ίδιοι στο μνήμα, διαπίστωσαν ότι όλα όσα τους έλεγαν ήταν αλήθεια. Είναι γνωστό πως οι Ιουδαίοι δεν υπολόγιζαν τις γυναίκες για μάρτυρες στα δικαστήρια. Ο λόγος τους δεν ήταν αξιόπιστος, λόγω του έντονου συναισθηματισμού τους. Αλλά ο Κύριος και οι άγγελοι δεν σκέφτηκαν έτσι. Χρησιμοποίησαν αυτές τις απλές γυναίκες για να τις στείλουν πρώτες μάρτυρες της ανάστασης.
Μπορούμε εδώ να δούμε μια δικαίωση και μια ιδιαίτερη τιμή του γυναικείου φύλου από τον ίδιο τον αναστημένο Κύριο. Τις τίμησε όχι μόνο όταν τις συναναστρεφόταν και μάλιστα δημόσια στην επίγεια διακονία του αλλά και τώρα που τις έστειλε να πουν σ’ όλο τον κόσμο για την ανάστασή του. Πρώτα όμως τις έστειλε να πουν τα νέα στους άλλους μαθητές. Να γίνουν απόστολοι στους αποστόλους! Ο άδειος τάφος είναι ένας τόπος συνάντησης των δύο φύλων: του άντρα και της γυναίκας. Ο καθένας έχει έναν ρόλο, τον δικό του ρόλο να παίξει· και μια αποστολή, τη δική του αποστολή να εκπληρώσει σ’ αυτό τον κόσμο, είτε στην οικογένεια είτε στη ζωή της εκκλησίας.
Πόσο ξένα ακούγονται σήμερα τα κηρύγματα ορισμένων που μόνον από συμπλέγματα κατωτερότητας μπορούν να υποκινούνται! Το λιγότερο που δείχνουν είναι ότι δεν έχουν κατανοήσει το νόημα της ανάστασης του Χριστού. Στη διήγηση του Ιωάννη (20,1-3) διαβάζουμε ότι η Μαρία η Μαγδαληνή πήγε και φώναξε τον Πέτρο και τον Ιωάννη να πάνε οι τρεις τους να δουν τον άδειο τάφο. Τι παράξενη αλλά και πόσο όμορφη παρέα! Όλοι σε μια κοινή συνάντηση μπροστά στο άδειο μνήμα. Πρωτόλειες εικόνες της Εκκλησίας του Χριστού, όπου όλοι είχαν θέση. Άντρες και γυναίκες καθένας με τον δικό του ρόλο και τον δικό του προορισμό.
Είναι κι αυτό μια έννοια, με την οποία ο Θεός διάλεξε τα “ασθενή του κόσμου”, για να ντροπιάσει τους ισχυρούς της γης. Κι όπως η γυναίκα πρώτη, σαν ασθενές φύλο, όπως συνηθίζουν να τη λένε, “απατήθηκε κι έπεσε στην παράβαση” (Α΄ Τιμ 2,13-14), έτσι τώρα πρώτη η γυναίκα πιστεύει στην ανάσταση δια της οποίας ήρθε η λύτρωση απ’ αυτή την παράβαση, και μάλιστα γίνεται κήρυκάς της. Λες και μ’ αυτό τον τρόπο ήθελε ο Θεός να απαλείψει την ντροπή της πρωτινής αμαρτίας της και να την τιμήσει κάνοντάς την απόστολο της αλήθειας του.
4. Οι γενιές
Αλλά ο τάφος του Χριστού έγινε τόπος συνάντησης και για δύο άλλους. Ο Ιωάννης πολύ παραστατικά μας διασώζει τη σκηνή που ο Πέτρος, ο Ιωάννης και – όπως φαίνεται από τη ροή του κειμένου – η Μαρία έφτασαν πολύ πρωί στον τάφο. Ο Ιωάννης, όμως, μας αφηγείται τον τρόπο με τον οποίο οι δύο μαθητές έφτασαν. Μας λέει δηλαδή ότι ο ίδιος έτρεχε πιο γρήγορα από τον Πέτρο, αφού ο Πέτρος ήταν μεγαλύτερος στην ηλικία.
Τρέχει πρώτος ο Ιωάννης, φτάνει στο μνήμα και στέκεται απ’ έξω. Μετά από λίγο έρχεται ο Πέτρος, ιδρωμένος και λαχανιασμένος από το τρέξιμο και μπαίνει κατ’ ευθείαν μέσα στο μνήμα. Α, ο άδειος τάφος του Χριστού ήταν κι ένας τόπος συνάντησης για όλες τις γενιές. Τους νέους και τους μεγαλύτερους. Καθένας βέβαια με τα χαρακτηριστικά του:
Πρώτα απ’ όλα δεν καταργείται η ευγενής άμιλλα μέσα στην εκκλησία του Χριστού. Ο Ιωάννης μπορεί να έτρεξε πρώτος, αλλά δεν τόλμησε να μπει μέσα. Δεν είχε το θάρρος. Πήγε μέχρι εκεί που λίγο πριν είχε πάει και η Μαρία. Βλέπετε, οι θερμές εκδηλώσεις αγάπης δεν συνοδεύονται πάντοτε και από δύσκολες αποφάσεις. Οι νέοι είναι συνήθως οι πιο εύκολοι στις εκδηλώσεις. Όμως οι γεροντότεροι μπορούν καλύτερα να πάρουν οι ίδιοι ή να βοηθήσουν τους νεότερους να πάρουν θαρραλέες αποφάσεις. Ο Πέτρος έφτασε λίγο μετά, έσκυψε, κοίταξε και δεν δίστασε να μπει μέσα στο μνήμα.
Ο Ιωάννης μπορούσε να ξεπεράσει τον Πέτρο στο τρέξιμο, αλλά ο Πέτρος ξεπέρασε τον Ιωάννη σε θάρρος. Μέσα στην εκκλησία του Χριστού μερικοί είναι πιο γρήγοροι στις αποφάσεις, στις ενέργειες, στις διάφορες διακονίες, στη σκέψη. Αυτοί μπορούν να ενεργοποιούν και τους άλλους, που ίσως είναι πιο αργοί. Ποικιλία στα χαρίσματα αλλά ένα το Πνεύμα που τα χορηγεί. Αλλά και του Πέτρου η τόλμη μπορεί να μας διδάξει την πνευματική προθυμία και τόλμη στα πράγματα του Θεού. Η δειλία και η δήθεν περίσκεψη πολλές φορές, μάς στερεί πολύτιμες αποκαλύψεις του Θεού. Ο Πέτρος όμως μας διδάσκει και το θάρρος μπροστά σε έναν νικημένο εχθρό, που είναι ο θάνατος. Είναι απογοητευτικό να βλέπεις χριστιανούς, που λένε πως έχουν την ελπίδα της αιώνιας ζωής, να τρομοκρατούνται μπροστά ακόμα και στη σκέψη του θανάτου. Τέλος ο Πέτρος μάς δείχνει τον δρόμο της προσέγγισης του Χριστού μέσα από τον τάφο. Το δρόμο της δόξας μέσα από την ταπείνωση της ταφής του “εγώ”.
Θέλεις να δεις αδερφέ μου το μεγαλείο της δύναμης και της δόξας του αναστημένου Χριστού στη ζωή σου; Σκύψε και μπες μέσα στον άδειο τάφο του. Ο τάφος αυτός “άδειασε” για να κάμει χώρο για το δικό μας εγώ. Ας το αφήσουμε για πάντα εκεί, αν θέλουμε ο Κύριος να μας χρησιμοποιήσει σαν τον Πέτρο και τον Ιωάννη για τους ανοιχτούς ορίζοντες της ζωής του και του έργου του. Σε μια εκκλησία που δεν θα κάνει διακρίσεις στο φύλο ή στην ηλικία αλλά που όλοι μαζί θα ζουν και θα εργάζονται σαν ένα σώμα Χριστού, με κεφαλή τον ίδιο.
Έχουμε άραγε έτσι πλησιάσει στον άδειο τάφο του Χριστού; Μήπως ήρθαμε με την τυπολατρία μας, τους εγωισμούς μας, την ολιγοπιστία μας ή την περιφρονητική μας διάθεση προς τους άλλους αδελφούς μας; Ο άδειος τάφος είναι ένας τόπος συνάντησης και συμφιλίωσης όλων αυτών των ανθρώπινων αδυναμιών, που όλες τις νίκησε ο θρίαμβος του Χριστού.