Η διακονία του ποιμένα στη παρουσία του θανάτου

a bunch of flowers that are in a basket

 Εισαγωγικά σχόλια στην τέλεση Κηδείας

Στην ερώτηση, «Τι απαιτείται από έναν ποιμένα σε μια κηδεία;» κάποιος έδωσε την εξής απάντηση: «Να είναι φίλος, να είναι άνθρωπος πίστης, χωρίς δισταγμούς ή έλλειψη σύνεσης». Τι ιδεώδες για κάθε ποιμένα!

Όπως ο οικογενειακός γιατρός, ο ποιμένας που είναι πιστός στο κάλεσμά του μαθαίνει πώς να θεραπεύει τους συντριμμένους στην καρδιά οδηγώντας τους θλιμμένους φίλους κοντά στην καρδιά του Θεού.

Δεν υπάρχει ένας στερεότυπος τρόπος να διακονήσει κανείς φίλους ή ξένους στη θλίψη τους. Δεν υπάρχουν πατενταρισμένες μέθοδοι. Κάθε κηδεία είναι μάλλον μοναδική.

Σε μια τελετή κηδείας το ερώτημα είναι, «Πώς μπορεί ο ποιμένας να ελπίζει, σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, να κάνει αιώνιες αλήθειες σαφείς και φωτεινές στα μάτια ανδρών και γυναικών που το μυαλό τους μπορεί να είναι γεμάτο με πράγματα του χρόνου και του χώρου;».

Σκοπός του στην τέλεση κάθε κηδείας είναι να δοξάζει τον Θεό με το να παρηγορήσει τους θλιμμένους φίλους. 

Οι άνθρωποι σε μια κηδεία θέλουν να ξέρουν ότι ο ποιμένας που έχει την ευθύνη (το γενικό πρόσταγμα) είναι κύριος της κατάστασης και του εαυτού του. Η τελετή της κηδείας είναι ένα γεγονός στην κοινότητα. Το καλό όνομα του Ιησού Χριστού, το κύρος της τοπικής εκκλησίας και η επιρροή του ποιμένα, όλα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα του ποιμένα να τελέσει μια κηδεία αξιοπρεπώς.

Η Καρδιά και η Ζωή του Ποιμένα – Παρηγορητή.

Ο κάθε άνθρωπος που έχει την καρδιά ποιμένα γνωρίζει τι να κάνει μπροστά σε έναν ετοιμοθάνατο ή σε μια κηδεία. Ο ποιμένας που δεν είναι χρήσιμος σε μια τέτοια ώρα πιθανόν δεν είναι ένας άνθρωπος με καρδιά ποιμένα.

Σε μια πόλη ένας πολύ δραστήριος διάκονος μιας εκκλησίας ήταν αφοσιωμένος στον ποιμένα του, έναν λαμπρό κήρυκα. Αλλά, όταν η γυναίκα του ήταν στα τελευταία της, ήθελε να καλέσει τον ποιμένα μιας εκκλησίας γειτονικής πόλης ο οποίος διακρινόταν για την ποιμαντορική του ευσπλαχνία. Μετά την τελετή της κηδείας, που ήταν παγερά διανοουμενίστικη, ο διάκονος πήγε με μυστικότητα περισσότερες από μια φορές στο σπίτι του ανθρώπου με την καρδιά ποιμένα.

Ένας πραγματικός ποιμένας προσεγγίζει έναν ετοιμοθάνατο ή μια τελετή κηδείας ως φίλος, όχι ως ένας πληρεξούσιος. Ο άνθρωπος που διακονεί την ψυχή οφείλει να εισέρχεται στο σπίτι των θλιμμένων ως προσωπικός φίλος. Στην παρουσία του θανάτου δεν υπάρχει χώρος για έναν ξερό επαγγελματισμό. 

Τα λυπημένα πρόσωπα χρειάζονται κάποιον ο οποίος θα δραστηριοποιηθεί πέρα από το έργο ενός ειδικού (εργολάβου κηδειών). Χρειάζονται τη διακονία του Λόγου του Θεού. Τίποτα λιγότερο από έναν λόγο από τον Θεό δεν θα μπορέσει επαρκώς να ικανοποιήσει τις ανάγκες ενός πονεμένου άνδρα ή μιας θλιμμένης γυναίκας. 

Τα εξής δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα, που μπορούν να καλλιεργηθούν, ξεχωρίζουν τον χρήσιμο ποιμένα καθώς διακονεί στην παρουσία του θανάτου:

Το πρώτο: η πνευματική ωριμότητα

Ένας άνθρωπος για να είναι αποτελεσματικός ποιμένας στην παρουσία του θανάτου πρέπει να είναι πλήρης Πνεύματος Αγίου. Πρέπει να έχει μια προσωπική εμπειρία της λυτρωτικής χάρης του Θεού και να ανανεώνει αυτή την εμπειρία από μέρα σε μέρα. Ο ποιμένας, σώμα και ψυχή, πρέπει να ανήκει στον Κύριο και στον λαό Του στην τοπική εκκλησία. Οποτεδήποτε υπάρχει η πρόσκληση εκεί που ο θάνατος είναι κοντά ή εκεί που ήδη έχει έλθει, θα πρέπει να είναι έτοιμος να υπηρετήσει ως ο άνθρωπος του Θεού. Ένας τέτοιος ποιμένας είναι μια ζωντανή επιστολή. Καθένας στην κοινότητα τον γνωρίζει και τον διαβάζει. Μέρα με τη μέρα ο ποιμένας δείχνει τη σημασία και τη δόξα της χριστιανικής ωριμότητας. Επειδή ζει σε συνεχή κοινωνία με τον Χριστό, η ζωή του είναι αστραφτερή. Με την καθημερινή του διακονία δείχνει τι σημαίνει για το παιδί του Θεού ότι η αιώνια ζωή έχει ήδη αρχίσει. Στην παρουσία του δεν πρέπει να δυσκολεύονται οι άλλοι να πιστέψουν στην πραγματικότητα και στην εγγύτητα του πνευματικού κόσμου. Μπροστά στο κρεβάτι του θανάτου, στην τελετή της κηδείας ή οπουδήποτε αλλού, ένας τέτοιος ποιμένας είναι μια ζωντανή ευλογία.

Το δεύτερο: η ευσπλαχνία

Το δεύτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα του ποιμένα στην παρουσία του θανάτου είναι η ευσπλαχνία.

Ο άνθρωπος που είναι πλήρης Πνεύματος Αγίου είναι γεμάτος αγάπη. Γίνεται όλο και πιο όμοιος με τον Θεό, και ο Θεός είναι αγάπη. Ο άνθρωπος με καρδιά ποιμένα γνωρίζει τα πρόβατά του ένα ένα. Λαχταράει να συμμερισθεί τις θλίψεις τους όπως και τις χαρές τους. Ιδιαίτερα η καρδιά του πηγαίνει στον φίλο που είναι ετοιμοθάνατος και στους αγαπημένους (οικείους) όταν το τέλος έχει έρθει. Στο σπίτι του πόνου εισέρχεται ως ένας προσωπικός φίλος, όχι ως ένας επαγγελματίας ξένος.

Ένας τέτοιος άνθρωπος κερδίζει τη θέση του στις καρδιές των ανθρώπων ενώ αυτοί είναι υγιείς και δραστήριοι. Όταν πρωτοεισέρχεται στη διακονία, παίρνει την απόφαση με τη χάρη του Θεού ποτέ να μην κληθεί σε κάποιο σπίτι όπου είναι ξένος. Εάν γνωρίζει και αγαπάει τους ανθρώπους, έναν έναν, θα μπορέσει να βοηθήσει σε κάθε ώρα μηδέν. Εάν προσεύχεται μαζί τους στις συνήθεις καταστάσεις της ζωής, θα ξέρει πώς να προσευχηθεί όταν είναι ετοιμοθάνατοι ή στην τελετή της κηδείας τους. Εάν έχει μιλήσει για τον Χριστό σε κάθε μη σωσμένο πρόσωπο στην κοινότητα, θα ξέρει τι να πει στην παρουσία του θανάτου τους. Σ’ αυτή την περίπτωση είναι η καρδιά του ποιμένα που μετράει. 

Ο χρήσιμος ποιμένας είναι σαν τον Σωτήρα του, είναι φίλος πιστότερος και από αδελφό. Το κύριο χαρακτηριστικό ενός τέτοιου ποιμένα είναι η ευσπλαχνία. Και ευσπλαχνία σημαίνει να βάλεις τον εαυτό σου στη θέση του άλλου προσώπου, να δεις τον κόσμο του μέσα από τα δικά του μάτια, να αισθανθείς όπως αυτός αισθάνεται  και να κάνεις ό,τι είναι δυνατόν για να τον φέρεις στο φως της αγάπης του Θεού. Όταν η καρδιά του ποιμένα ξεχειλίζει από ευσπλαχνία που  αναζωογονείται καθημερινά κάτω από τον Σταυρό του Χριστού, αυτός μπορεί να εισέλθει σε όλες τις καταστάσεις της ζωής. Και ακόμη καλύτερα, μπορεί να φέρει στη συντριμμένη καρδιά το θεραπευτικό βάλσαμο του Θεού και να οδηγήσει τους ανθρώπους πλησιέστερα στην καρδιά του Θεού.

Την ώρα της θλίψης οι άνθρωποι λαχταρούν  την καθοδήγηση ενός φίλου ο οποίος έχει ταξιδέψει βαθιά στο εσωτερικό της χώρας του Βασιλιά. Γνωρίζουν ότι αυτός μπορεί να τους οδηγήσει κοντά στην καρδιά του Θεού. Όταν πρέπει να περπατήσουν στην κοιλάδα της σκιάς του θανάτου, όπου θα αποχαιρετήσουν κάποιον αγαπημένο, επιθυμούν να λάβουν παρηγοριά από έναν έμπιστο φίλο. «Ξένον δεν θέλουσιν ακολουθήσει, αλλά θέλουσι φύγει απ’ αυτού· διότι δεν γνωρίζουσι την φωνήν των ξένων» ( Ιωάν. 10:5). Ο ποιμένας στον οποίο οι καρδιές τους στρέφονται με λαχτάρα είναι εκείνος ο οποίος τις άλλες μέρες τους οδήγησε ασφαλώς διαμέσου της σκοτεινής κοιλάδας.  

Η συμβουλευτική του Ποιμένα σε ασθένεια τελικού σταδίου.

Ένα θέμα που απασχολεί πολλούς ενόψει του θανάτου είναι  τι συμβουλή θα δώσει ένας ποιμένας στους οικείους ενός ασθενή, για παράδειγμα, με καρκίνο τελικού σταδίου: να του το πούνε ή να μην του το πούνε;

Στο παρελθόν, η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα ήταν σχεδόν πάντοτε «όχι». Πολύ συχνά ακόμη και οι αγαπημένοι τού ετοιμοθάνατου προσώπου δεν ήθελαν να γνωρίζουν. Φαινόταν ότι εάν αποδεχόμασταν το γεγονός, αυτό θα σήμαινε ότι αποδεχόμασταν την ήττα. Και έτσι προσποιούμασταν στον εαυτό μας και στους  άλλους ότι ο θάνατος δεν ήταν μια πραγματικότητα σ’ αυτή την περίπτωση. Φυσικά, όλοι γνώριζαν ότι ο ασθενής ήταν ετοιμοθάνατος, και τελικά ο ίδιος ο ασθενής το καταλάβαινε. Το διαισθανόταν από την αλλαγμένη φροντίδα που του πρόσφεραν, από τη νέα και διαφορετική στάση που οι άνθρωποι υιοθετούσαν απέναντί του, από το χαμήλωμα της φωνής ή την αποφυγή θορύβων, από το δακρυσμένο πρόσωπο ενός συγγενή ή ενός ανήσυχου, αγέλαστου μέλους της οικογένειας που δεν μπορούσε να κρύψει τα πραγματικά του συναισθήματα. 

Και έτσι ο χορός του παραλόγου αρχίζει. Εμείς γνωρίζουμε ότι αυτός πεθαίνει, αυτός γνωρίζει ότι πεθαίνει, αυτός γνωρίζει ότι εμείς γνωρίζουμε ότι πεθαίνει, εμείς γνωρίζουμε ότι αυτός γνωρίζει ότι εμείς γνωρίζουμε, και όλοι προσποιούμαστε ότι κανείς δεν γνωρίζει. Με το να μην του πούμε αυτό που υποψιάζεται ή ήδη γνωρίζει του προσφέρουμε κακή υπηρεσία και στερούμε στον εαυτό μας και στον ίδιο την ευκαιρία για διακονία.

Οι περισσότεροι από μας αισθανόμαστε ανεπαρκείς όταν η ασθένεια ή η τραγωδία χτυπάει κάποιον που ξέρουμε. Πολλοί που επέζησαν μετά από μια δυσοίωνη πρόγνωση βρίσκονται σε αμηχανία και αισθάνονται πληγωμένοι επειδή οι φίλοι τους δεν τους μίλησαν για την κατάστασή τους. Τις περισσότερες φορές αυτό είναι το αποτέλεσμα αισθημάτων αδυναμίας και φόβου μήπως πούνε τα λάθος πράγματα. Αλλά οι επιζήσαντες όπως και οι ετοιμοθάνατοι χρειάζονται μια στοργική κοινότητα γύρω τους. Μπορούμε να βοηθήσουμε κάποιον που είναι ετοιμοθάνατος:

1. Με το να τον διαβεβαιώσουμε ότι δεν είναι μόνος του. Είμαστε εκεί, και είμαστε εκεί γι’ αυτόν. Δυστυχώς, η τάση σήμερα είναι να απομονώνουμε τον ετοιμοθάνατο ασθενή στα νοσοκομεία, πίσω από τραβηγμένες κουρτίνες, με απειλητικές πινακίδες: «Απαγορεύονται οι επισκέπτες». Αλλά κανένας δεν πρέπει να πεθάνει μόνος του. Εάν ένα πρόσωπο είναι ετοιμοθάνατο, η παρουσία μας δεν θα τον κάνει χειρότερα. Δεν χρειάζεται να πούμε τίποτα· απλώς το κράτημα του χεριού λέει, «Δεν είσαι μόνος σου. Δεν είσαι ξεχασμένος.».

2. Μπορούμε να βοηθήσουμε με το να τον ενθαρρύνουμε να εκφράσει τα συναισθήματά του και τους φόβους του. Πρέπει να καταλάβουμε ότι ένας πιστός μπορεί να έχει μια σταθερή ελπίδα στον Θεό και εν τούτοις να βιώσει μια μεγάλη αναστάτωση μπρος στον θάνατο. Το να βοηθήσουμε έναν ετοιμοθάνατο φίλο να ανοιχτεί και να μιλήσει για την ασθένειά του είναι ένα από τα μεγαλύτερα δώρα που μπορούμε να του προσφέρουμε. Δεν είναι έλλειψη πίστης για τον ασθενή να εκφράσει τους φόβους του μπροστά στον θάνατο και στο το τι θα συμβεί σ’ αυτούς που θ’ αφήσει πίσω. Μπορεί να έχει μεγάλη ανάγκη να μοιρασθεί αυτά τα συναισθήματα, αλλά φοβάται μήπως αυτό κάνει τους άλλους να αμφιβάλουν για την εμπιστοσύνη του στον Κύριο. Είναι καθήκον μας να του επιτρέψουμε να εκφράσει τέτοια πράγματα χωρίς τον φόβο της επίκρισης. 

3. Μπορούμε να βοηθήσουμε με το να τον ακούσουμε. Οι άνθρωποι συνήθως λένε, «Δεν ξέρω τι να πω». Το να πούμε κάτι δεν είναι το σημαντικό πράγμα. Το να είμαστε εκεί με ένα ανοικτό αυτί, αυτό είναι το σημαντικό. Εάν θέλουν να μιλήσουν για τον θάνατο τους, καλό θα είναι να μην τους σταματήσουμε με δηλώσεις όπως, «Ω, ούτε να το αναφέρεις. Δε θα πεθάνεις.»  Ας αφήσουμε τον άρρωστο να θέσει το θέμα της συζήτησης. Μπορεί να μιλάει ασυνάρτητα ή να απεραντολογεί, αλλά εμείς ας προσηλώσουμε τα μάτια μας στα δικά του και ας συγκεντρωθούμε σ’ αυτό που λέει. Το να τον ακούσουμε είναι ένα από τα πρώτα και από τα καλύτερα βήματα για να βοηθήσουμε τον φίλο μας να κερδίσει τις συναισθηματικές, διανοητικές και πνευματικές μάχες που συνοδεύουν την αρρώστια.

4. Μπορούμε να βοηθήσουμε με το να ξαναζωντανέψουμε τις χαρούμενες στιγμές της ζωής του. Η φράση, «θυμάσαι όταν εσύ και εγώ πήγαμε…» μπορεί να είναι απλώς τα λόγια που θα βοηθήσουν τον άρρωστο να εκτιμήσει τη ζωή που έζησε.

5. Πάνω απ’ όλα, μπορούμε να βοηθήσουμε με το να τον διαβεβαιώσουμε για τη διαρκή παρουσία του Θεού. Να του υπενθυμίσουμε τις υποσχέσεις του Θεού για εκείνους που υποφέρουν και δοκιμάζονται. Υποσχέσεις όπως Εβρ. ιγ΄ 5, όπου ο Κύριος υπόσχεται ότι ποτέ δε θα μας αφήσει ούτε θα μας εγκαταλείψει, και Ρωμ. η΄ 35-39, όπου ο Παύλος μας βεβαιώνει ότι ο θάνατος δεν μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Θεού, (τέτοιες υποσχέσεις) μπορούν να δώσουν σ’ αυτούς που είναι ετοιμοθάνατοι πολλή παρηγοριά. Το ότι είμαστε παιδιά του Θεού δε σημαίνει ότι δεν πεθαίνουμε, αλλά ο θάνατος μας είναι διαφορετικός – βλέπουμε τον θάνατο ως ένα νικημένο εχθρό. Το γεγονός ότι ο θάνατος δεν μπορεί να απειλήσει τη σχέση μας με τον Θεό είναι το κλειδί στη Χριστιανική προσέγγιση του θανάτου και στην προετοιμασία για τον θάνατο. 

6. Μπορούμε ακόμη να βοηθήσουμε με το να επικεντρώσουμε την προσοχή αυτού που είναι έτοιμος να φύγει στις δόξες που τον περιμένουν. Για τα παιδιά του Θεού που φεύγουν απ’ αυτή τη ζωή το ζήτημα δεν είναι μόνο να αποχαιρετήσουν αυτούς που αφήνουν πίσω, αλλά επίσης να συναντήσουν και να εναγκαλισθούν τον Κύριο τους και τους αγαπημένους τους που έφυγαν πριν απ’ αυτούς. Μπορούμε να τους διαβάσουμε την περιγραφή του Ιωάννη στην Αποκ. κα΄1-5  για το πώς  θα μοιάζει η επιστροφή του παιδιού του Θεού στο σπίτι  του Πατέρα.

Κάποιος το εξέφρασε με τον εξής τρόπο: «Πριν το καταλάβεις η προσδιορισμένη μέρα της άφιξής σου θα έρθει. Θα κατεβείς τις σκάλες και θα εισέλθεις στην Πόλη. Θα δεις πρόσωπα που σε περιμένουν. Θ’ ακούσεις το όνομά σου από τα χείλη εκείνων που σε αγαπούν. Και ίσως, απλώς ίσως, – στο πίσω μέρος, πίσω από τα πλήθη – Εκείνος που θα προτιμούσε να πεθάνει ξανά παρά να ζήσει χωρίς εσένα, θα βγάλει τα τρυπημένα χέρια του κάτω από τον ουράνιο μανδύα του και… θα σε χειροκροτήσει.»

Ύψιστη χρησιμότητα και τιμή.

Η διακονία του ποιμένα στην παρουσία του θανάτου, λοιπόν, είναι ίσως το βασικό κριτήριο της χρησιμότητας ενός ανθρώπου του Θεού ως ποιμένα. Μπορεί ως κήρυκας, οργανωτής ή και συγγραφέας να κερδίζει διακρίσεις. Αλλά στα μάτια εκείνων που τον γνωρίζουν καλύτερα, είναι η καρδιά και η διακονία του ποιμένα που έχουν τη μεγαλύτερη σημασία και για τα οποία θα τον θυμούνται. Θα έχει ξεχωρίσει ως ένας παρηγορητής και άγγελος ελέους μέσα στην ώρα της θλίψης.

Πολλοί απλοί ποιμένες έμαθαν πώς να είναι χρήσιμοι σε όλες τις περιστάσεις, αλλά ιδιαίτερα στην παρουσία του θανάτου. Τα ονόματά τους δεν εμφανίζονται σε βιβλία, περιοδικά ή έντυπα συνεδρίων, αλλά είναι γνωστά στον ουρανό. Η εμπειρία τους είναι ενθαρρυντική στους άλλους ποιμένες και δείχνει ότι κάποιος που είναι καλεσμένος από τον Θεό μπορεί να γίνει άξιος ποιμένας του ποιμνίου του Ιησού Χριστού. Η γη δεν έχει υψηλότερη τιμή.

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top