Πενθώντας την αδελφή μου

a man and a woman standing in front of a table

Τον Μάρτιο το 1978 οι γονείς μου ήταν πολύ χαρούμενοι γιατί απέκτησαν το τρίτο τους παιδί. Είχαν ήδη δύο κόρες την Αθηνούλα 9 και την Ιωάννα 8 ετών, αντίστοιχα, τις οποίες έστειλαν το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς σε μια κατασκήνωση. Πριν το τέλος της κατασκήνωσης όμως, η μεγαλύτερη κόρη τους μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο με οξεία μηνιγγίτιδα και τρεις μέρες αργότερα απεβίωσε. Ήμουν μόλις ενός έτους και σίγουρα δεν βίωσα άμεσα τον θάνατο της μεγάλης μου αδερφής, είδα ωστόσο στα πρόσωπα των γονιών μου, τα επόμενα χρόνια, τον πόνο που προκάλεσε η απώλειά της.

Πώς αλήθεια μπορείς να αντιμετωπίσεις την απουσία ενός αγαπημένου προσώπου; Πώς είναι δυνατόν να αντιμετωπίσεις την απώλεια χωρίς να απελπιστείς; 

Κάποιος είπε ότι η ποιότητα ενός πολιτισμού καθορίζεται από το “εργαλεία/ πηγές” που προσφέρει στους πολίτες προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη θλίψη. Το πρόβλημα του πόνου παραμένει άλυτο για μια κοινωνία όταν το πολιτιστικό πλαίσιο δεν σε διδάσκει πώς να διαχειρίζεσαι τη θλίψη, αλλά υπαινίσσεται ότι θα πρέπει να μάθεις πώς να την αποφεύγεις με όποιο κόστος. Στις σκέψεις που θα ακολουθήσουν θα εστιάσω στον τρόπο με τον οποίο κάποιος μπορεί να διαχειριστεί τη θλίψη καθώς ο ίδιος τη βιώνει προσωπικά και δεν θα επιχειρήσω να απαντήσω στα φιλοσοφικά και διανοητικά ερωτήματα που προκύπτουν από την ύπαρξη του πόνου (αυτό δεν σημαίνει ότι υποτιμώ τη διάσταση αυτή). 

Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά την απώλεια της αδερφής μου ήμουν μάρτυρας του τρόπου με τον οποίο οι γονείς μου διαχειρίστηκαν τη θλίψη τους. Τρία πράγματα έμειναν βαθιά χαραγμένα στη μνήμη μου και στην καρδιά μου.

Η ειλικρίνεια

Άκουσα πολλές φορές την αφήγηση του τραγικού περιστατικού από τον πατέρα μου και την μητέρα και είδα όλες τις φορές τα δάκρυα να συνοδεύουν τα λόγια τους και κάποια ερωτήματα να παραμένουν αναπάντητα. Η απόκρυψη της πραγματικότητας και η προσποίηση ότι όλα είναι καλά ποτέ δεν ήταν ένα είδος παυσίπονου για να αντιμετωπίσουν τον πόνο τους. Η ειλικρίνεια τη στιγμή του πένθους μας είναι η αντίδραση που εμπνέεται από τα λόγια της Αγίας Γραφής. Ιδιαίτερα στο βιβλίο των Ψαλμών βλέπουμε πολλές φορές τον ψαλμωδό να “ανοίγει” την καρδιά του στον Θεό και να είναι απόλυτα διάφανος με τα συναισθήματα ακόμη και όταν αυτά αμφισβητούν την καλοσύνη του Θεού. Υπάρχουν πολλοί ψαλμοί που τελειώνουν με αισιοδοξία και ελπίδα, επίσης όμως υπάρχουν οι ψαλμοί που τελειώνουν με απαισιοδοξία. Για παράδειγμα οι Ψαλμοί 39 και 88 αποτελούν ένα είδος πρόκλησης για τη ζωή μας αφού μας ενημερώνουν για ένα είδος προσευχής στην οποία καλούμαστε να είμαστε απόλυτα διάφανοι και ειλικρινείς απέναντι στον Θεό. Είναι εξαιτίας αυτής της πραγματικότητας που περιγράφεται στους συγκεκριμένους Ψαλμούς (αλλά και σε αλλά μέρη της Αγίας Γραφής), που με ασφάλεια μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι δεν είναι βιβλικό να αποθαρρύνουμε ένα πρόσωπο που θλίβεται από το να εκφράζει τα συναισθήματά του. Καλούμαστε να γίνουμε περισσότερο ευγενικοί και υπομονετικοί προς κάθε άνθρωπο καθώς και προς τους ίδιους μας τους εαυτούς. Είναι λάθος να εισηγούμαστε πως το να πιστεύεις στον Θεό σημαίνει ότι υιοθετείς ένα είδος στωικότητας που δεν σου επιτρέπει την έκφραση των συναισθημάτων σου. Ο Ψαλμός 88 αποδεικνύει το αντίθετο και τελειώνει με την εξής συγκλονιστική πρόταση: Ψαλμός 88:19 

“Μάκρυνες από μένα γείτονες και φίλους
και μόνη συντροφιά μου η σκοτεινιά“.

με την τελευταία αυτή πρόταση ο ψαλμωδός υπαινίσσεται έντονα ότι το σκοτάδι είναι  η μόνη συντροφιά και όχι ο Θεός! Αισθάνεται απογοητευμένος και θυμωμένος, από και με τον Θεό.

Επίσης, παρόμοια, ο Ψαλμός 39 τελειώνει με μια απαισιόδοξη θεώρηση!

Άσε με απ’ το βλέμμα σου κι ευχάριστα θα νιώσω·
πριν φύγω και δεν υπάρχω πια”. (14)

Συμπερασματικά, λοιπόν, καλούμαστε να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας και με τον Θεό, γιατί μόνο έτσι μπορούμε να γνωρίσουμε το περιεχόμενο της καρδιάς μας και μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε την ανάγκη μας για το έργο του Θεού στην καρδιά μας!  Μπορούμε να παρηγορήσουμε όταν θυμηθούμε ποιος είναι ο Θεός, όταν γνωρίσουμε ποιοι είμαστε εμείς, και όταν καταλάβουμε ποιο είναι το έργο Του στη ζωή μας. 

Η ειλικρίνεια βέβαια γίνεται εποικοδομητική όταν μας κάνει πρόθυμους να αναγνωρίσουμε τα όρια μας, όπως και όταν μας κάνει πρόθυμους να εμπιστευτούμε τον Θεό αντί για τους εαυτούς μας!

Η εμπιστοσύνη

Η απώλεια της αδερφής μου ήταν η δεύτερη σημαντική απώλεια για τον πατέρα μου. Σε νεαρή ηλικία ο ίδιος είχε χάσει τη δική του αδερφή. Ο πατέρας του πένθησε κι αυτός την απώλεια της δικής του κόρης. Από μικρή ηλικία, λοιπόν, ο πατέρας μου είχε έρθει σε επαφή με τα όριά του κι είχε αναγνωρίσει ότι τις απαντήσεις στις αγωνιώδεις ερωτήσεις τις γνωρίζει μόνο ο Θεός. 

Κάποιος θα μπορούσε να κάνει την εξής ερώτηση: πώς μπορείς να εμπιστευτείς τον Θεό ξανά όταν επιτρέπει τόσο άσχημα πράγματα να συμβούν; Η απάντηση έρχεται μέσα από τους Ψαλμούς 88 και 39 οι οποίοι αποδεικνύουν ότι ο Θεός πάντοτε ακούει την προσευχή μας (συνεπώς γνωρίζει τις θλίψεις μας) και πολύ περισσότερο οι συγκεκριμένοι ψαλμοί, αναδεικνύουν ότι ο Θεός πάντοτε, μέσα σε κάθε κατάσταση, αξίζει την εμπιστοσύνη μας. Αυτό γίνεται προφανές μόνο όταν αντιληφθούμε τη θέση των ψαλμών στο μεγαλύτερό πλαίσιο της Αγίας Γραφής. Οι Ψαλμοί 88 και 39 γίνονται ελπιδοφόροι μόνο όταν συνδεθούν με το πρόσωπο και το έργο του Ιησού Χριστού. Με την ίδια λογική και η ζωή μας καταλήγει σε απαισιοδοξία όταν παραμείνει ασύνδετη με την ύπαρξη του Θεού και αποκτά ελπίδα μόνο όταν συνδεθεί με τον Θεό και την ιστορία Του!

Ο Χριστός είναι ο Θεός ο οποίος στην Καινή Διαθήκη βιώνει την απόλυτη θλίψη. Οι Ψαλμοί 88 και 39 εκπληρώνονται όταν ο Χριστός ζει την απόλυτη “σκοτεινιά” της αποξένωσης από τον Θεό στον κήπο της Γεθσημανή και όταν πάνω στον σταυρό του Γολγοθά βιώνει την τέλεια εγκατάλειψη και αισθάνεται τον Θεό να παίρνει το βλέμμα από πάνω Του (Ψαλμός 39:14)!

Από το μεσημέρι ως τις τρεις το απόγευμα έπεσε σκοτάδι σ’ όλη τη γη. Γύρω στις τρεις κραύγασε ο Ιησούς με δυνατή φωνή: «Ηλί ηλί λιμά σαβαχθανί;» δηλαδή, «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;» (Ματθαίος 27:45-46).

Ο Θεός έρχεται να συνδεθεί με τη θλίψη μας και αυτό ως γεγονός σίγουρα μπορεί να μην απαντά στις αγωνιώδες ερωτήσεις μας ως προς την αιτία της ύπαρξης θλίψης στη ζωή μας. Ωστόσο μας διαβεβαιώνει για το ποια δεν μπορεί να είναι η αιτία της ύπαρξης θλίψης στη ζωή μας. Η αιτία δεν μπορεί να είναι ότι ο Θεός έπαψε να μας αγαπάει!  Αφού στο φως του προσώπου του Ιησού Χριστού βλέπουμε τον Θεό Πατέρα να προσφέρει ό,τι σημαντικότερο έχει (τον ίδιο του τον Υιό). Ο Θεός συνεπώς αξίζει την εμπιστοσύνη μας! 

Πώς όμως μας αλλάζει  η εμπιστοσύνη προς τον Θεό; 

Η επιστολή προς Ρωμαίους 5 έρχεται να μας δώσει την απάντηση:

Μα δε σταματά εκεί η καύχησή μας· καυχιόμαστε ακόμα και στις δοκιμασίες, γιατί ξέρουμε καλά πως οι δοκιμασίες οδηγούν στην υπομονή, η υπομονή στο δοκιμασμένο χαρακτήρα, κι ο δοκιμασμένος χαρακτήρας στην ελπίδα. Κι η ελπίδα τελικά δεν απογοητεύει. (Ρωμαίους 3-5)

Η εμπιστοσύνη οδηγεί στην ελπίδα και η ελπίδα είναι απαραίτητη αφού χωρίς αυτήν κάθε είδους θλίψη είναι καταστροφική και οδηγεί στην απελπισία! Είναι η ελπίδα του Ευαγγελίου που έχει τη δύναμη να μεταμορφώνει αδύναμους και απελπισμένους ανθρώπους (όπως οι γονείς μου)!

Η ελπίδα

Θυμάμαι την αφήγηση μιας ακόμη ιστορίας πένθους από τους γονείς μου. Αυτή την φορά αφορούσε μια άλλη οικογένεια και κάποιους άλλους γονείς, οι οποίοι είχαν χάσει το 17 χρονών παιδί τους. Η ελπίδα που ο Θεός είχε τοποθετήσει μέσα στην καρδιά τους, τους οδήγησε να συμπαρασταθούν σε εκείνη την οικογένεια που πενθούσε και να μοιραστούν μαζί τους, την πεποίθησή τους ότι ο Θεός παρηγορεί στο παρόν και αποκαθιστά κάθε απώλεια στο μέλλον!  Η Αγία Γραφή έρχεται να φωτογραφίσει το μέλλον μας και με αυτό τον τρόπο να μας επηρεάσει στο παρόν!

«Άκουσα και μια δυνατή φωνή απ’ τον ουρανό να λέει: Τώρα πια η κατοικία του Θεού είναι μαζί με τους ανθρώπους. Θα κατοικήσει μαζί τους, κι αυτοί θ’ αποτελούν το λαό του. Ο ίδιος ο Θεός θα είναι μαζί τους. Θα διώξει κάθε δάκρυ από τα μάτια τους, κι ο θάνατος δε θα υπάρχει πια· ούτε πένθος ούτε κλάμα ούτε πόνος θα υπάρχει πια, γιατί τα παλιά πέρασαν». (Απκ 21:4).

Όλοι οι άνθρωποι είναι πλασμένοι για να ελπίζουν σε κάτι που δεν θα τους διαψεύσει και ο τρόπος που ζούμε στο παρόν πάντοτε καθορίζεται από το περιεχόμενο της ελπίδας μας. Το πένθος της απώλειας μπορεί να μας κάνει είτε πιο υπερήφανους είτε πιο ταπεινούς. Είτε πιο σκληρούς είτε πιο ευαίσθητους. Η θλίψη είτε θα σε λυγίσει είτε θα σε βοηθήσει, είτε θα σε κάνει να λυπάσαι μόνο τον εαυτό σου (και να μειώνεις τους άλλους γιατί δεν έχουν περάσει ό,τι πέρασες) είτε πιο συμπονετικό ως προς άλλους ανθρώπους που περνάνε από θλίψεις. Το ερώτημα είναι πώς διαχειρίζεσαι τη θλίψη; Το ερώτημα είναι αν αφήνουμε την ελπίδα του Ευαγγελίου να επηρεάζει τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τη θλίψη;

  1.  Derek Kinder: Comments on the Book of Psalms

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top