Heinrich Schütz (1585-1672) «Weihnachtshistorie» – «Ιστορία των Χριστουγέννων»

demdaco willow tree figurine collection

Όπως θα διηγόταν την ιστορία της Γέννησης ένας παππούς στα εγγονάκια του… Ήταν ακριβώς αυτή η εντύπωση που μου έδωσε το σπουδαίο έργο, όταν το πρωτοάκουσα εδώ και μερικές δεκαετίες. Μα βέβαια, ο «παππούς» πλησίαζε τα ογδόντα όταν προωτοεκδόθηκε το «Χριστουγεννιάτικο Ορατόριό» του (ή αλλιώς «Ιστορία των Χριστουγέννων»). Μονάχα που η οικογενειακή του ζωή δεν ήταν και τόσο ρόδινη και τόσο κατάλληλη για τέτοιες ευτυχισμένες σκηνές. Έξι χρόνια χάρηκε την αγαπημένη του σύντροφο, και στη διάρκεια της πολύχρονης ζωής του είδε να πεθαίνουν όλα τα παιδιά του, το ένα μετά το άλλο, έχοντας ζήσει και το φοβερό τριακονταετή πόλεμο που ερήμωσε τη χώρα  σ’ όλη του τη φρίκη. Κι ο μόνος συγγενής που τον συνόδευσε στην τελευταία του κατοικία ήταν η μοναδική του εγγονή. Μια πολύχρονη ζωή, 87 χρόνια-ρεκόρ για την εποχή! – με μοναδική σχεδόν συντροφιά την τέχνη και την πίστη στο Θεό. Πώς ν’ αντέξει κανείς απογυμνωμένος από τέτοιου είδους εφόδια…

Ο Heinrich Schütz (1585 – 1672), ο «πατέρας της γερμανικής μουσικής» ή «πατέρας των γερμανών μουσικών» όπως τον ονόμαζαν ήδη οι σύγχρονοί του, ο «εξοχότερος μουσικός του αιώνα του» («seculi sui musicus excellentissimus»), όπως είναι χαραγμένο πάνω στον τάφο του, είναι ο κυριότερος συνθέτης της λουθηρανικής ευαγγελικής εκκλησίας πριν από τον Μπαχ. Γεννημένος 100 χρόνια ακριβώς πριν από το μεγάλο κάντορα, μαθητεύει κι αυτός για ένα διάστημα, όπως οι περισσότεροι γερμανοί συνθέτες της εποχής του, στη μεγάλη «μουσική μητέρα» της εποχής, την Ιταλία και συγκεκριμένα στη σχολή της Βενετίας, και μάλιστα δίπλα στο μεγάλο Giovanni Gabrieli, απ’ όπου δανείζεται και την «πολυχορεία» -δύο ή περισσότερες χορωδίες μέσα σ’ ένα μουσικό έργο- καθώς και άλλα στοιχεία, αναπτύσσοντας στη συνέχεια ένα δικό του προσωπικό, «γερμανικό» στυλ, και κυριαρχώντας ανάμεσα στους μουσικούς του «πρώιμου μπαρόκ» («Frühbarock»), όμοια με τον Μπαχ, που αποτελεί εκατό χρόνια αργότερα τον κύριο εκπρόσωπο του «ύστερου μπαρόκ» («Spätbarock»).

Δεν είναι δύσκολο ν’ αντιληφθεί ο ακρoατής τις διαφορές ανάμεσα στις δυο τεχνοτροπίες  ακούγοντας τα δύο έργα. Είναι εκπληκτικό το πόσο πολύ μέσα σε λίγες δεκαετίες αναπτύχθηκε η τεχνική της σύνθεσης. Πόσο απλό και λιτό το ύφος του Schütz στο ορατόριό του, πόσο περίτεχνο το ύφος του Μπαχ στο δικό του «Χριστουγεννιάτικο Ορατόριο», με την ανάπτυξη κυρίως της φούγκας, με τις άριες, με την αξιοποίηση του χορικού (Choral) στο μέγιστο βαθμό, με την ολοφάνερη διαφορά στο δραματικό στοιχείο, στη μουσική απαγγελία –«ρετσιτατίβο»- ανάμεσα στα δύο έργα.

Κι ακόμη κάτι εξίσου σημαντικό: Εδώ το προσωπικό στοιχείο που καθιερώνεται στα έργα του ύστερου μπαρόκ απουσιάζει εντελώς. Κανένα σχόλιο, καμία «συμμετοχή» στα δρώμενα όπως γίνεται αργότερα με τις άριες, τα χορικά, τα χορωδιακά. Ολόκληρο το κείμενο, εκτός από μια σύντομη εισαγωγή –«επικεφαλίδα», και τον επίλογο (ευχαριστία και δοξολογία), αποτελείται αποκλειστικά από απλή εξιστόρηση της Γέννησης όπως την περιγράφουν οι ευαγγελιστές, με κάποιες φευγαλέες μονάχα συναισθηματικές εξάρσεις, με πιο χαρακτηριστική ίσως την αναφορά στη σφαγή των νηπίων από τον Ηρώδη. Μια απλή εξιστόρηση που ωστόσο σε καθηλώνει και σε μαγεύει, ιδιαίτερα με τα οκτώ «ιντερμέντια»: τα τρία από αυτά του αγγέλου (σοπράνο) με τα βιολιά, το διπλό χορωδιακό «Δόξα Θεώ εν υψίστοις», τους βοσκούς με τα φλάουτα και τους τρεις κόντρα τενόρους, τους μάγους με τα βιολιά και τους τρεις τενόρους, τους αρχιερείς με τα τρομπόνια και το υποβλητικό κουαρτέτο των μπάσων, το σαρκαστικό Ηρώδη με τις τρομπέτες…

Φαίνεται πως για τον Schütz η «Ιστορία της Γέννησης» ήταν κάτι σαν το «αγαπημένο παιδί» του. Δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός πως ο συνθέτης στην πρώτη έκδοση του έργου του περιέλαβε μόνο τη διήγηση του τενόρου ευαγγελιστή, θεωρώντας ότι θα έβλαπτε το έργο του η εκτέλεση των ενδιάμεσων μερών του από αδόκιμους  ίσως μουσικούς, και προτείνοντας να χρησιμοποιηθούν από τους εκτελεστές κατά την κρίση τους οποιαδήποτε άλλα κομμάτια στη θέση των δικών του. Με αποτέλεσμα το έργο ολοκληρωμένο να μην έχει εκδοθεί μέχρι το 1908, οπότε κάποιο χειρόγραφό του ανακαλύπτεται στη βιβλιοθήκη της Ουψάλα της Σουηδίας.

Ο Schütz είναι σχεδόν άγνωστος στη χώρα μας. Μόλις στα τελευταία 40-45 χρόνια έχουν παρουσιαστεί κάποια έργα του εντελώς σποραδικά. Θυμάμαι στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70 τον πάντα πρωτοπόρο Γιάννη Μάντακα με τη χορωδία του ΑΠΘ στο περίφημο «Magnificat» του συνθέτη και στη συνέχεια τη χορωδία της εκκλησίας μας κυρίως με μοτέτα, καθώς και με αποσπάσματα από τη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία», και με ολόκληρο το έργο στη δεκαετία του ΄80 σε συνεργασία με τη χορωδία της γερμανικής σχολής Θεσσαλονίκης  υπό τη διεύθυνση του Heinz Loher. Και ύστερα από μερικά χρόνια, στον άλλο «πόλο» της χορωδιακής μας μουσικής, στην εκκλησία Κατερίνης, το Γιάννη Αδαμίδη με τους «Επτά Λόγους του Σταυρού». Κι ακόμη σε πανελλήνια κλίμακα τον Αντώνη Κοντογεωργίου και τη χορωδία της  ΕΡΤ σε διάφορα έργα του συνθέτη όπως « Οι Επτά Λόγοι του Σταυρού», «Musikalische Exequien» («Μουσική Εκφοράς») κ.α. Χαρά μου και τιμή μου η συμμετοχή μου σ’ όλα τα παραπάνω έργα, με εξαίρεση τη «Μουσική Εκφοράς». Και τέλος πριν από μερικά χρόνια έχουμε την παρουσίαση και πάλι της «Χριστουγεννιάτικης  Ιστορίας» από τον Κωστή Παπάζογλου, «τέκνο» και συνεχιστή της ίδιας παράδοσης.

Λίγες λοιπόν μονάχα οι σταγόνες πάνω στο μουσικά «άνυδρο» έδαφος της ευαγγελικής εκκλησίας της πατρίδας μας έχει να δώσει ο απολογισμός μας για το μεγάλο συνθέτη. Ωστόσο ας παρηγοριόμαστε, αν είναι παρηγοριά το γεγονός ότι σε χώρες που επικράτησαν άλλοι κλάδοι της μεταρρύθμισης όπως οι αγγλόφωνες είναι εντελώς σχεδόν άγνωστος. Δυστυχώς ο κατακερματισμένος προτεσταντικός κόσμος στο σύνολό του ποτέ δεν έμαθε να τιμά και να εκτιμά όπως πρέπει τους μεγάλους του ανθρώπους.

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top