Ο Γκέοργκ Φίλιπ Τέλεμαν και τα “Κατά Μάρκον Πάθη” του

Πρόλογος

Στο δέκατο ένατο κεφάλαιο του πρώτου Βιβλίου των Βασιλέων διαβάζουμε μια από τις πιο όμορφες και πιο ποιητικές περιγραφές της Παλιάς Διαθήκης. Είναι εκεί όπου ο προφήτης Ηλίας, διωγμένος από τους ανθρώπους του βασιλιά Αχαάβ, ανεβαίνει στο βουνό να συναντήσει τον Κύριο, με όλα τα ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως θα λέγαμε σήμερα, και όλα τα στοιχεία της φύσης ν’ απειλούν μανιασμένα να καταστρέψουν τα πάντα: με τον άνεμο που σκίζει τα όρη και κατακομματιάζει τους βράχους, με τον σεισμό, με τη φωτιά, και ο Κύριος να μην είναι μέσα σε όλα αυτά, παρά μόνο όταν τα φοβερά καταλαγιάσουν κι ένας «ήχος λεπτού αέρος» αγκαλιάζει τα πάντα, σα μια γλυκιά ήρεμη μουσική από έγχορδα ή από εκκλησιαστικό όργανο (ας μου συγχωρεθεί ν’ αφήσω τη φαντασία μου να πετάξει ελεύθερη) ναι, εκεί βρίσκεται ο Κύριος, και πόσο πολύ αυτό μας θυμίζει τον γλυκό, τον «πρᾶον και ταπεινόν τήν καρδίαν» Υιόν του Ανθρώπου της Καινής Διαθήκης… Κι είναι η θαυμαστή αυτή εικόνα που κυριαρχούσε στη φαντασία μου για χρόνια, κάθε φορά που η χορωδία μας έψαλλε τα πρωινά της Κυριακής τις γλυκές νότες του Τέλεμαν από τα «Κατά Μάρκον Πάθη» του, σε μια θερμή προσευχή ευχαριστίας κι ευγνωμοσύνης, μέχρι που ήρθαν άλλες εποχές, άλλα ήθη κι άλλα γούστα, και πήραν όλα ένα τέλος… «Δοξολογία, αίνος και λατρεία Σου ανήκουν, Λυτρωτή μας, για τη μεγάλη του σταυρού θυσία. Άκουσε την προσευχή μας. Κύριε, ελέησον».

Ένας αρκετά γνωστός – και αρκετά άγνωστος – μεγάλος μουσικός δημιουργός

Είναι περίεργος πολλές φορές ο τρόπος που γράφεται η ιστορία: αν ο Χαίντελ και ο Σούμπερτ ακούγανε τον πατέρα τους και δεν κάνανε του κεφαλιού τους, η ανθρωπότητα θα ’χανε ανεκτίμητους μουσικούς θησαυρούς, κι αντίστοιχα ο δικηγορικός σύλλογος της πόλης Halle της Σαξονίας κι η συνομοσπονδία των δασκάλων των δημοτικών σχολείων της Βιέννης θα κέρδιζαν από ένα όχι και τόσο επίλεκτο μέλος.

Κάπως έτσι και ο Τέλεμαν: αν άκουγε τη μητέρα του που νόμιζε, όπως και αρκετοί πριν από λίγα χρόνια στον τόπο μας, πως η ιδιότητα του επαγγελματία μουσικού είναι παρόμοια με του ακροβάτη ή του θαυματοποιού, δε θα ’μασταν ασφαλώς εδώ απόψε συγκεντρωμένοι, διακόσια χρόνια μετά τον θάνατό του, για ν’ ακούσουμε την αθάνατη μουσική του…1

Γεννημένος το 1681 στο Μαγδεμβούργο της Κεντρικής Γερμανίας, ο Georg Philipp Telemann, ο τρίτος μεγάλος του γερμανικού μπαρόκ μαζί με τους κατά τέσσερα χρόνια νεότερούς του, τον Bach και τον Händel, χάνει σε ηλικία τεσσάρων μόλις χρονών τον πατέρα του, έναν ευσεβή πάστορα που, σύμφωνα με έναν βιογράφο του, κληροδοτεί στην οικογένειά του εκτός από μια μικρή περιουσία τη βαθιά του πίστη προς τον Θεό και τον σεβασμό και την αγάπη για τη μόρφωση. Δώδεκα  χρονών ο μικρός Georg Philipp που παρακολουθεί από νωρίς παράλληλα με το σχολείο και μαθήματα μουσικής, γράφει την πρώτη όπερά του «Σιγισμούνδος» που παρουσιάζεται μ’ επιτυχία στο θέατρο, προς μεγάλη απελπισία και τρόμο της μητέρας κι άλλων συγγενών, που φοβούνται μήπως το παιδί αφιερωθεί ολοκληρωτικά στη μουσική. Αυτός είναι κι ο λόγος που η μητέρα τον στέλνει γρήγορα σε μια μικρή απομακρυσμένη πόλη, όπου ελπίζει να συνεχίσει τις σπουδές του ανενόχλητα και να γιατρευτεί απ’ την «αρρώστια» του. Το εγχείρημα αυτό φέρνει τ’ αντίθετα ακριβώς αποτελέσματα: ο νεαρός συνθέτης αναλαμβάνει την υποχρέωση να γράφει κάθε Κυριακή από ένα μοτέτο για τη χορωδία της εκκλησίας κι από ένα μουσικό κομμάτι για τις κυριακάτικες εμφανίσεις της ορχήστρας της μικρής πόλης. Ανάμεσα στα 16 και 20 χρόνια του βρίσκεται σε μια άλλη μικρή πόλη, το Hildheim, όπου περατώνει τις γυμνασιακές του σπουδές και έρχεται σε επαφή για πρώτη φορά με τη μοντέρνα γαλλική μουσική της εποχής, γεγονός που θα τον επηρεάσει σ’ όλο το κατοπινό έργο του. Έχοντας περατώσει τις γυμνασιακές του σπουδές, επιστρέφει για λίγο στην πατρίδα του, υπόσχεται στη μητέρα του να εγκαταλείψει οριστικά τη μουσική, και φεύγει στη Λειψία για να γραφεί στη νομική σχολή του πανεπιστημίου, αφήνοντας πίσω στο σπίτι όλες τις συνθέσεις και τα μουσικά του όργανα. Αλλά, όπως σημειώνει ο ίδιος σε μια αυτοβιογραφία του, homo proponit – Deus disponit, ο άνθρωπος σχεδιάζει – ο Θεός διατάζει: στον δρόμο προς τη Λειψία σταματά στη Halle, όπου γνωρίζεται με τον δεκαεπτάχρονο και ήδη διάσημο Χαίντελ. Από την πρώτη αυτή γνωριμία γεννιέται μια βαθιά φιλία που εξακολουθεί μέχρι τον θάνατο του τελευταίου. Η συνάντηση αυτή, που είναι αρκετή για να κλονίσει τον Τέλεμαν στην οριστική του απόφαση να εγκαταλείψει τη μουσική, ακολουθείται από τη χαριστική βολή: φτάνοντας ο νεαρός υποψήφιος φοιτητής στη Λειψία, βρίσκει το δωμάτιο που μοιράζεται μ’ έναν άλλο συνάδελφό του γεμάτο από μουσικά όργανα. Βέβαια, η εγγραφή στη νομική σχολή πραγματοποιείται, κι είναι πιθανό πως στα αρχεία του πανεπιστημίου της Λειψίας ο G. P. Telemann εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να εμφανίζεται σαν πρωτοετής φοιτητής της νομικής…

Δεν περνάει πολύς καιρός, που, «παρασυρμένος»,  από τις «κακές παρέες» φίλων του, αναλαμβάνει μουσικός διευθυντής και οργανίστας στη μεγάλη εκκλησία της πόλης Neue Kirche και ιδρύει τον περίφημο μουσικό σύλλογο «Collegium Musicum», που σύντομα αποτελεί έναν ισχυρότατο πόλο έλξης για τους φιλόμουσους φοιτητές που περιστοιχίζουν με ενθουσιασμό τον πρόθυμο για κάθε καινοτομία μεγάλο δάσκαλο. Οι περιπλανήσεις του όμως δε σταματούν εδώ. Στα τριάντα του χρόνια φεύγει από τη Λειψία, περνάει για λίγο από δύο μικρές πόλεις και εγκαθίσταται για χρόνια στη Φρανκφούρτη. Η φήμη του πια ως συνθέτης, έχει απλωθεί σ’ όλο τον κόσμο. Τέλος, στα 1721, σε ηλικία 39 χρονών, εγκαθίσταται οριστικά πια στο Αμβούργο, όπου αναλαμβάνει αρχικά μουσικός διευθυντής στις πέντε κυριότερες εκκλησίες της πόλης και αργότερα διορίζεται και διευθυντής της όπερας. Οι κάτοικοι του Αμβούργου τον περιβάλλουν με σεβασμό και εκτίμηση κι οι αρχές της πόλης τον επιχορηγούν γενναία, για να συνεχίσει απερίσπαστος το έργο του. Είναι εκπληκτικό το πώς κατορθώνει ν’ ανταποκριθεί σ’ όλες τις υποχρεώσεις του. Η δραστηριότητά του παραμένει φαινόμενο μοναδικό στην ιστορία της μουσικής. Εκτός από τα πολλαπλά καθήκοντά του μέσα στο Αμβούργο, στέλνει τακτικά μουσικές συνθέσεις σε τρεις ακόμη πόλεις κι εκδίδει ένα μουσικό περιοδικό. Η απαράμιλλη ζωτικότητά του δεν τον εγκαταλείπει ούτε στα βαθιά του γεράματα. Σε ηλικία 80 χρονών προσβάλλεται από μια ασθένεια των ματιών, πράγμα που δεν τον εμποδίζει να συνεχίσει και πάλι με τον ίδιο ρυθμό τη δουλειά του. Έχει μάλιστα καιρό ν’ ασχοληθεί και με το αγαπημένο του χόμπι, την ανθοκομία. Έχει πια φτάσει στα 86 του χρόνια, στα 1767, όταν ο θάνατος τον βρίσκει γεμάτο και πάλι από ενεργητικότητα και ζωτικότητα. Όλος ο κόσμος πενθεί τον μεγάλο δάσκαλο, τον διάσημο συνθέτη, τον καλό άνθρωπο, που, όπως σημειώνει ένας βιογράφος του, δε δημιούργησε σ’ ολόκληρη τη ζωή του ούτε έναν εχθρό, παρ’ όλο που πολλοί είχαν πολλούς λόγους να τον φθονούν και να θέλουν το κακό τoυ.

Αμέτρητα τα έργα του Τέλεμαν. Λένε πως έγραψε περισσότερα απ’ όσα ο Μπαχ και ο Χαίντελ μαζί. Ανάμεσα σ’ αυτά περιλαμβάνονται δώδεκα κύκλοι από καντάτες για ολόκληρο τον χρόνο, σαράντα τέσσερα Πάθη, τριάντα πέντε ορατόρια, εξακόσια έργα για ορχήστρα, σαράντα όπερες. Μια τέτοια υπερπαραγωγή καθώς και μια κάποια έλλειψη βάθους για έναν επιπόλαιο μελετητή, φυσικό είναι να γεννήσει σύντομα αμφισβητήσεις και αμφιβολίες ως προς την αξία των έργων του, ή τουλάχιστον ορισμένων από αυτά. Ωστόσο πιστεύω πως το μεγαλύτερο σφάλμα σε αυτή τη λαθεμένη εκτίμηση είναι η σύγκριση που συνήθως άστοχα επιχειρείται ανάμεσα στον Τέλεμαν και στον Μπαχ. Ο δεύτερος συγκλονίζει, προκαλεί το δέος, σε κάνει να νιώθεις τη μικρότητά σου μπροστά στο θεϊκό μεγαλείο, η μεγαλοφυία του ξεφεύγει σχεδόν από τα ανθρώπινα μέτρα. Ο πρώτος είναι κοντά μας, πιο ανθρώπινος, πιο καλοδιάθετος, πιο δικός μας, πολύ πιο απλός στις φόρμες και στην τεχνοτροπία του. Δεν συμπαθεί το σοφό, πολυφωνικό στυλ. Έτοιμος πάντα για κάθε καινοτομία, ανοικτός σε κάθε καλή επίδραση, είτε αυτή προέρχεται από τη γαλλική ή την ιταλική σχολή, ακόμη κι απ’ τον λαϊκό μελωδικό πλούτο των σλαβικών λαών. Γρήγορα υιοθετεί το στυλ gallant που χαρακτηρίζεται απ’ τη δροσιά, την καθαρότητα και τη χάρη, στοιχεία που φτάνουν σ’ ένα ύψος αξεπέραστο, αργότερα στη μουσική του Χάυντν και προπάντων του Μότσαρτ. Τα ίδια χαρακτηριστικά σφραγίζουν και την προσωπικότητα του χριστιανού Τέλεμαν. Ποτισμένος με βαθιά ευσέβεια απ’ τα μικρά του χρόνια, νιώθει την πίστη του αλλιώτικη από εκείνη του υποδειγματικά «ορθόδοξου» Μπαχ, δεν μπαίνει ιδιαίτερα σε δογματικά καλούπια, παρ’ όλο που αποτελεί πιστό τέκνο της ευαγγελικής λουθηρανικής εκκλησίας, είναι πιο μοντέρνος, πιο κοντά στον καιρό μας στην πίστη του. Να ’ναι άραγε αυτό μειονέκτημα απ’ τη χριστιανική πλευρά; Προσωπικά πιστεύω πως όχι, αν μάλιστα έχουμε υπόψη μας και το κείμενο απ’ τα «Κατά Μάρκον Πάθη», γραμμένο πιθανότατα απ’ τον ίδιο τον συνθέτη, που προδίδει μια καρδιά ξέχειλη από πίστη και βαθιά εσωτερική ευσέβεια. Γιατί ο Κύριος μιλάει στον κάθε άνθρωπο διαφορετικά, με τη γλώσσα που ταιριάζει στον καθένα, και φθάνει στα κατάβαθα της ψυχής με τρόπο ανάλογο με την ευαισθησία και τον χαρακτήρα του καθενός. Σ’ άλλον με τη βροντή, τον άνεμο και τη φλόγα. Και σ’ άλλον, με το απαλό, λεπτό αεράκι. Κι είναι αυτός ο τρόπος που ταιριάζει σ’ Εκείνον που πρόθυμα κατέβηκε απ’ τα ουράνια κι ήρθε στη γη να ζητήσει το χαμένο πρόβατο.

«Τα Κατά Μάρκον Πάθη» – Μια σύντομη ματιά

Το έργο αρχίζει. Η αυλαία του θείου δράματος ανοίγει. Οι φωνές της χορωδίας υψώνονται απλές, απαλλαγμένες απ’ το περίτεχνο – κι ωστόσο θαυμάσιο από πολλές πλευρές – πολυφωνικό στυλ, για να δοξάσουν τον Κύριο για το μεγάλο Του δώρο:
«Δόξα και ευλογία στον Θεό
που μας έθρεψε με τη σάρκα και το αίμα του.
Δίνε μας πάντα από αυτό το Δώρο, Κύριε Θεέ.
Κύριε, ελέησον».

Τον καιρό που γράφονταν τα «Κατά Μάρκον Πάθη», στα 1759, ο συνθέτης βρίσκεται πια σε πολύ προχωρημένη ηλικία, στα 78 του χρόνια. Ο Μπαχ και ο Χαίντελ έχουν πεθάνει, και η εποχή του μπαρόκ βρίσκεται στη δύση της. Το μουσικό είδος των εκκλησιαστικών «Παθών» σβήνει κι αυτό σιγά – σιγά μαζί και η υπόλοιπη θρησκευτική μουσική της ευαγγελικής λουθηρανικής εκκλησίας, που είχε φτάσει στο κατακόρυφο της δόξας της με τον Μπαχ, γνωρίζει την αρχή της παρακμής της, μέχρι που, αρκετές δεκαετίες αργότερα, ο μεγάλος Φέλιξ Μέντελσον θα της προσφέρει γερές δόσεις από «καρδιακές μαλάξεις». Κι ωστόσο ο δάσκαλος καταφέρνει και δίνει σ’ ένα εξαντλημένο σχεδόν είδος μια καινούργια ζωντάνια και φρεσκάδα, και ίσως αυτό είναι ένα από τα κυριότερα προτερήματα που χαρακτηρίζουν τα «Κατά Μάρκον Πάθη». Βέβαια η δομή είναι και πάλι η ίδια: διηγήσεις από τον ευαγγελιστή (εδώ τον ρόλο αυτόν τον αναλαμβάνει ο σολίστας βαρύτονος αντί για τον τενόρο που συνηθιζόταν μέχρι τότε), άριες που σχολιάζουν την ευαγγελική διήγηση και χορικά στο απλό ομοφωνικό στυλ που συνήθως ακολουθούν κάθε άρια. Η ορχήστρα απλή, χωρίς τις τρομπέτες και τ’ άλλα χάλκινα, τα τόσο προσφιλή στον Μπαχ και προπάντων στον Χαίντελ, με δύο φλάουτα, δύο όμποε, ένα μεγάλο όμποε κι’ ένα φαγκότο, εκτός φυσικά από την πλήρη κλίμακα των εγχόρδων. Κοντά σ’ αυτά το εκκλησιαστικό όργανο και το τσέμπαλο με τη χαρακτηριστική χροιά του, πάντα ευπρόσδεκτη στο αυτί οποιασδήποτε εποχής.

«Και αφού ύμνησαν εξήλθον εις το Όρος των Ελαιών». Η φράση αυτή του ευαγγελιστή σχολιάζεται από τη σοπράνο με μια όμορφη άρια – δεν ξέρω άλλωστε καμιά από τις πολλές άριες του έργου που δε θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί σαν όμορφη και ευχάριστη. Εδώ η άρια αυτή κερδίζει ακόμη περισσότερο σε αξία και βάρος, τοποθετημένη στις αρχές του θείου δράματος με την πανανθρώπινη σημασία της και το πάντα σύγχρονο κείμενό της: «Ο Θεός ζητά τη δίκαια τιμωρία του αμαρτωλού και της αμαρτίας. Ανθρωπότητα, αμαρτωλή ανθρωπότητα, ξύπνα! Ωστόσο ο Ιησούς Χριστός πορεύεται τώρα στο όρος για να χύσει το αίμα του για μας, για μας πορεύεται ο Ιησούς εκεί».

Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι οι στίχοι του Τέλεμαν υστερούν κάπως σε σχέση με τους στίχους των άλλων μεγάλων έργων της εποχής. Ίσως να’ ναι κι έτσι. Με τους στίχους του ο συνθέτης δουλεύει σε ξένα χωράφια και δεν μπορεί ν’ ανταγωνιστεί τους επαγγελματίες στιχουργούς. Άλλωστε εκείνο που δίνει πολύ περισσότερη αξία στο έργο του, εκτός από την ωραία μουσική του, είναι πως μέσα απ’ αυτό διακρίνουμε έναν σπουδαίο μουσικό δημιουργό που δε διστάζει να ομολογήσει την πίστη του, ν’ αφήσει την καρδιά του να ξεχειλίσει από ευγνωμοσύνη, να φανερώσει την αφοσίωσή του στον Σωτήρα του, κι αληθινά δεν ξέρω πόσοι από τους μουσικολόγους και τους μουσικοκριτικούς είναι σε θέση να τα εκτιμήσουν όλα αυτά ή να «καταδεχτούν» ν’ ασχοληθούν μαζί τους.

Δεν πρόκειται να σας κουράσω με πολλές λεπτομέρειες. Δύο – τρία παραδείγματα είναι αρκετά. Στον τιτάνιο αγώνα και στην ασύλληπτη αγωνία της Γεσθημανή, ο Γιος του Θεού εγκαταλείπεται ακόμη κι από τους λίγους πιστούς Του μαθητές. Ωστόσο, μας λέει ο Τέλεμαν, κανείς μας δεν είναι καλύτερος απ’ αυτούς τους αδύναμους ανθρώπους που κοιμούνται βαθιά την ώρα που ο Κύριός τους αγωνίζεται στην προσευχή:

«Τι κατηγορούμε τους μαθητές για την αδυναμία τους;
Κι εμείς οι ίδιοι κάνουμε αυτά που κι αυτοί κάνουν.
Μας συγκινεί του αδελφού μας ο πόνος;
Κοιμόμαστε!
Είμαστε έτοιμοι να τον παρασταθούμε στη θλίψη του;
Κοιμόμαστε!
Είμαστε τόσο γενναίοι ν’ αρνηθούμε τις χαρές μας για ν’ αγωνιστούμε μαζί του; Κοιμόμαστε»!
(Άρια αρ. 8)

«Ο Πέτρος άρχισε να ορκίζεται: ΄΄Ο Θεός να με τιμωρήσει αν ξέρω αυτόν τον άνθρωπο για τον οποίο μιλάτε». Και για δεύτερη φορά λάλησε ο πετεινός. Θυμήθηκε τότε ο Πέτρος που του είχε πει ο Ιησούς, ότι «πριν λαλήσει δύο φορές ο πετεινός, τρεις φορές θ’ αρνηθείς πως με ξέρεις΄΄. Και άρχισε να κλαίει».

Θυμόμαστε ίσως την πασίγνωστη, τόσο συγκινητική άρια της κοντράλτο στην αντίστοιχη διήγηση από τα «Κατά Ματθαίον Πάθη» του Μπαχ, που τόσο πετυχημένα τη χρησιμοποιεί και ο Αντρέι Ταρκόφσκυ στην ταινία του «Η Θυσία». Θέλω να πιστεύω πως ακριβώς απ’ αυτήν εμπνεύστηκε και ο Τέλεμαν προχωρώντας ακόμη περισσότερο από τον μεγάλο ομότεχνό του καθώς μας παρεμβάλλει μ’ ένα υπέροχο χορωδιακό τα λόγια της μετάνοιας του Δαβίδ από τον Ψαλμό 51, κάτι που φανερώνει και πόσο εξοικειωμένος είναι με το περιεχόμενο του θεϊκού λόγου:

«Ελέησόν με Θεέ, κατά το μέγα έλεός σου, κατά το πλήθος των οικτιρμών σου, εξάλειψον τα ανομήματα μου […] Εις σε, ει σε μόνο ήμαρτον και το πονηρόν ενώπιόν σου έπραξα».
(ρετσιτατίβο και χορωδιακό αρ. 23, ρετσιτατίβο και χορικό αρ. 24).

«Δραμών δε εις, και γεμίσας σπόγγον όξους, και περιθέσας αυτόν εις κάλαμον, επότιζεν αυτόν, λέγων: ΄΄Αφήσατε, ας ίδωμεν αν έρχηται ο Ηλίας να καταβάση αυτόν΄΄. Ο δε Ιησούς εκβαλών φωνήν μεγάλην εξέπνευσε».

Στο σημείο αυτό σταματά η διήγηση. Ο Μπαχ στα δικά του Πάθη συνεχίζει με τη σκηνή της αποκαθήλωσης και κλείνει με τον ευχαριστήριο ύμνο. Ο Τέλεμαν μας επιφυλάσσει κάτι ακόμη πιο υπέροχο, πιο ταιριαστό στο μεγάλο θεϊκό έργο: ο ουρανός ανοίγει, η φωνή του Θεού Πατέρα ακούγεται μεγαλόπρεπη. Το εκκλησιαστικό όργανο και το φόρτε της ορχήστρας συμπληρώνουν τη μεγαλοπρέπεια της σκηνής. Η θεϊκή διακήρυξη θεμελιώνει τη Νέα Διαθήκη ανάμεσα στον Θεό και στον πεσμένο κι αλλοτριωμένο άνθρωπο και δικαιώνει πανηγυρικά τον αγώνα του Λυτρωτή πάνω στον σταυρό:

«Ακούστε, ουρανοί, το αίμα του Γιού μου έφερε τη συμφιλίωση. Το κεφάλι του στεφανωμένο με δόξα και τιμή βυθίζεται τώρα στο σκοτάδι και αναπαύεται».

Δύο άγγελοι που εκπροσωπούν την αόρατη στρατιά των ουράνιων πνευμάτων σχολιάζουν τη θεϊκή διακήρυξη:

«Αλληλούια, ευγνωμοσύνη και αγάπη,
γιατί οι άνθρωποι απελευθερώθηκαν
και τώρα οι αδελφοί μας βρήκαν τη σωτηρία.
Αλληλούια, ευχαριστία και ύμνοι
στον Θεό μας στους αιώνες των αιώνων».
Η χορωδία των θνητών ψάλλει τον ύμνο της ευχαριστίας:
«Ψάλλουμε στον Μεσσία που δονεί τις ψυχές μας.
Ψάλλουμε την αιώνια αγάπη, το μαρτύριο του αίματος,
που μας ενώνει με τον Θεό με τη μεσολάβησή σου.
Άκουσε τον αλαλαγμό του λαού σου,
Θεέ, συμφιλιωτή και αδελφέ και φίλε»
Κι αμέσως το χορικό που κλείνει το έργο:
«Ναι, Σε ευχαριστούμε απ’ την καρδιά,
για τις πληγές, για τους πόνους
για τον πικρό, μαρτυρικό θάνατό σου,
για την αγωνία σου, για τους φόβους σου,
για τα αμέτρητα μαρτύριά σου,
για τον σταυρό σου, για την οδύνη σου.
Αιώνια θα σου είμαστε ευγνώμονες».

Επίλογος

Κάποιες σκέψεις για να τελειώνουμε, που – δυστυχώς – μονάχα αισιόδοξες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν. Σ’ ολόκληρη την ιστορία της μουσικής υπήρξαν σπουδαίοι μουσικοί δημιουργοί, που αρκετοί απ’ αυτούς δεν ήταν καθόλου ξένοι προς την πίστη του Χριστού κι ένα μεγάλο μέρος του έργου τους το έχουν εμπνευστεί από το περιεχόμενο της Αγίας Γραφής και, ειδικά, από το πρόσωπο του Γιου του Θεού και από το λυτρωτικό Του έργο. Πόσοι απ’ αυτούς υπήρξαν αληθινά παιδιά του Θεού δεν μπορούμε να το ξέρουμε, κι αυτό βέβαια ισχύει και για πολλά άλλα ιστορικά πρόσωπα, όχι μονάχα για τους μουσικούς.

Για κάποιους όμως απ’ αυτούς η ιστορία και το έργο τους «φωνάζει» και μάλιστα με αρκετά αρμονικούς τόνους. Ποιος μπορεί ν’ αμφιβάλλει για έναν Μπαχ, που αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του στον Κύριο, για έναν Χαίντελ, που δονεί ολόκληρη τη χριστιανοσύνη με τον «Μεσσία» του, ή ακόμη, όπως είδαμε, και για τον τρίτο μεγάλο του γερμανικού μπαρόκ, τον Γκέοργκ Φίλιπ Τέλεμαν.

Ωστόσο, το – μελαγχολικό – ερώτημα είναι: άραγε πόσοι από τους χριστιανούς μουσικούς, μουσικολόγους, μουσικοκριτικούς, αρθρογράφους και συγγραφείς ενδιαφέρθηκαν να ερευνήσουν και να γράψουν κάτι για όλα αυτά που χρόνια και χρόνια έχουν ασχοληθεί με την ερμηνεία και την ανάλυση των έργων τους;  Κι αυτό ισχύει για τους χριστιανούς σ’ ολόκληρο τον κόσμο κι όχι μονάχα στη χώρα μας. Κι ακόμη: πώς περιμένουμε να ενδιαφερθεί ο κόσμος μέσα στις εκκλησίες για μουσική υψηλού επιπέδου που μπορεί να διαμορφώσει – κι έχει διαμορφώσει με μοναδικό τρόπο πιστούς με ιδιαίτερες ευαισθησίες και ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση; Και φυσικά τα ερωτήματα αυτά ισχύουν και για οποιονδήποτε άλλο κλάδο της τέχνης εκτός από τη μουσική, και ακόμη και για οποιαδήποτε άλλου είδους εκδήλωση του ανθρώπινου πνεύματος, από εκείνα τα εκλεκτά είδη που έχει χαρίσει ο Θεός στο ανθρώπινο πνεύμα. Αφήνω τα ερωτήματα αυτά χωρίς απάντηση. Εγώ τουλάχιστον δεν έχω βρει καμία μέχρι τώρα.

Αναφορές

  1. Το σημερινό άρθρο δόθηκε σαν διάλεξη-μουσικό βραδινό στη δεκαετία του εβδομήντα. Σήμερα δημοσιεύεται ελαφρώς παραλλαγμένο.

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top