Ο «Μεσσίας» του Χαίντελ

white book

«Την περασμένη Τρίτη, το μεγάλο ιερό ορατόριο του κ. Χαίντελ «ΜΕΣΣΙΑΣ», παρουσιάστηκε στην καινούργια αίθουσα συναυλιών της Fishamble Street. Οι καλύτεροι από τους κριτικούς παραδέχονται πως πρόκειται για το πιο τέλειο μουσικό έργο· οι λέξεις είναι φτωχές για να εκφράσουν τον απερίγραπτο ενθουσιασμό που προκάλεσε το άκουσμα του έργου στο καταμαγεμένο πολυάριθμο ακροατήριο. Η λαμπρότητα, η μεγαλοπρέπεια και η τρυφερότητα προσαρμοσμένα στα γεμάτα έμπνευση, μεγαλείο και συγκίνηση λόγια συνάρπασαν κυριολεκτικά και γέμισαν με έκσταση τις καρδίες μας» .

                                                ( Εφημερίδα «Dublin Journal», 17Απριλίου 1742).

Αγαπητοί μου φίλοι,

Πριν από τέσσερα χρόνια, στo 2009, είχαν συμπληρωθεί διακόσια πενήντα χρόνια από το θάνατο του Γκέοργκ Φρίντριχ Χαίντελ, του ανθρώπου που έχει συνδέσει τ’ όνομά του με το σπουδαιότερο ανάμεσα στα τόσα σημαντικά έργα του, το ορατόριό του «Μεσσίας». Στη Βρετανία ιδιαίτερα, τη χώρα που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, δε θάταν και τόσο μεγάλη υπερβολή αν λέγαμε, ότι ακόμη και στο τελευταίο χωριό συγκροτήθηκε τότε κάποια χορωδία και κάποια ορχήστρα για να παρουσιάσει το μεγάλο έργο. Βλέπετε, από χορωδούς υπάρχουν εκεί άφθονοι, ιδιαίτερα έξω από τις εκκλησίες, μια που τώρα πια άλλου είδους μουσική προσελκύει το ενδιαφέρον και συγκινεί τους πιο πολλούς πιστούς των εκκλησιών, ιδιαίτερα τους νεότερους. Το ερώτημα είναι πόσοι ενδιαφέρονται όχι για τη μουσική, αλλά για το περιεχόμενο του έργου, ή μάλλον για το Πρόσωπο που παρουσιάζει το έργο. Ακόμη και στις μέρες των Χριστουγέννων αποφεύγουν οι λονδρέζοι τα χριστουγεννιάτικα και τα χριστιανικά σύμβολα, μη τυχόν και κακοκαρδίσουν τους συμπατριώτες τους τους μουσουλμάνους, που εκμεταλλεύονται κατά τον πιο επωφελή τρόπο αυτή την κατάσταση, φυσικά με καθόλου αγνές προθέσεις και σκοπούς. Και σα να μην έφτανε αυτό, θυμάστε ίσως ότι πριν από μερικά χρόνια τα λεωφορεία του Λονδίνου είχαν γεμίσει με το σύνθημα που είχε επινόησε ο γνωστός αθεϊστής Ρίτσαρντ   Ντόκινς: «Είναι πιθανό πως δεν υπάρχει Θεός. Λοιπόν, απολαύστε τη ζωή σας»!

Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα αναρωτιέται κανείς πόσο μπορεί ν’ ακουστεί η φωνή του Γιου του Θεού, που αθόρυβα ήρθε στη γη μας και στάθηκε σ’ όλη την επίγεια παρουσία Του πράος και ταπεινός, και που εξίσου αθόρυβα εξακολουθεί και κτυπά την πόρτα της καρδιάς μας, αφήνοντάς μας απόλυτα ελεύθερους ν’ αποφασίσουμε. Κάπου σε μια γωνιά στο αβαείο του Ουέστμινστερ στο Λονδίνο, στη νότια πτέρυγα του ναού, ανάμεσα στους τάφους των βασιλιάδων και των μεγάλων ανθρώπων της Αγγλίας, βρίσκεται και το μνημείο του ανθρώπου που κυριάρχησε στη μουσική ζωή της χώρας. Ένα άγαλμα που τον δείχνει να βρίσκεται σε κατάσταση έκστασης κι έμπνευσης με την πένα-φτερό στο χέρι, με τα μάτια υψωμένα προς τον άγγελο που πλανιέται από πάνω του παίζοντας την άρπα, και μ’ ένα χαρτί μπροστά του με μουσικές νότες, όπου ξεχωρίζουν τα λόγια του Ιώβ: «Γνωρίζω ότι ο Λυτρωτής μου ζει». Τούτη η διακήρυξη που αποτελεί και το κείμενο σε μια από τις πιο όμορφες άριες του «Μεσσία», μαρτυρεί εδώ κι αιώνες την πίστη και τη σιγουριά ενός μεγάλου ανθρώπου, που συμμερίστηκαν και συμμερίζονται κι αρκετοί άλλοι μέσα στην ανθρώπινη ιστορία. Βγαίνοντας από το ναό, βρίσκεται κανείς και πάλι μέσα στην κίνηση της πολύβουης πόλης. Πόσοι άραγε και πόσο πολύ μπορούν ν ακούσουν και να προσέξουν τούτη τη διακήρυξη μέσα σε τόσο θόρυβο… 

Με το «Μεσσία» του Χαίντελ έχω μακροχρόνια γνωριμία. Παιδί ακόμη, στα πρώτα γυμνασιακά μου χρόνια, ψάχναμε με τον αξέχαστο φίλο κι αδελφό, το Νίκο Νικολάου, ανάμεσα σε ασυρμάτους και άλλους θορύβους και παράσιτα στα βραχέα κύματα του ραδιοφώνου, να βρούμε το σταθμό του BBC που τόχε συνήθεια και παράδοση τότε, κι ίσως και σήμερα, κάθε χρόνο παραμονή Χριστουγέννων να μεταδίδει ολόκληρο το έργο. Εκείνη η λαχτάρα κι η αγαλλίαση δε συγκρίνεται με τίποτε. Σήμερα οι νέοι, κι όλοι εμείς οι μεγαλύτεροι, έχουμε την άνεση ν’ ακούμε όποια μουσική θέλουμε, όπου θέλουμε, στο σπίτι, στο αυτοκίνητο, στο χώρο της δουλειάς μας, κι όποτε θέλουμε, με μηχανήματα που η απόδοσή τους εγγίζει τα όρια της τελειότητας. Πόσο άραγε ξέρουμε να εκτιμήσουμε αυτό το θεϊκό δώρο που μας έχει χαριστεί…

Από τότε έχω ζήσει πολλές δεκαετίες. Παρέα πάντα με το μεγάλο έργο. Είτε ακούγοντάς το, είτε τραγουδώντας το σαν χορωδός ή σαν σολίστας, είτε διευθύνοντάς  το, είτε μιλώντας γι αυτό όπως απόψε. Ένας μεγάλος άγγλος μαέστρος του πρόσφατου παρελθόντος,  ο σερ Μάλκολμ Σάρτζεντ, πιστός χριστιανός, έχει γράψει κάτι σημαντικό, που θάθελα,  με βαθιά συναίσθηση της διαφοράς και της απόστασης που μας χωρίζει, να δηλώσω πως ισχύει το ίδιο και για μένα. Γράφει λοιπόν ο Μάλκολμ Σάρτζεντ τούτα τα λόγια: «Έχω γνωρίσει, έχω αγαπήσει, έχω διευθύνει το “Μεσσία” σαράντα περίπου χρόνια, κι ωστόσο έχω βαθιά ακόμα μέσα μου τη συναίσθηση, πως ακόμα και το καλύτερο κομμάτι του εαυτού μου δεν είναι άξιο γι αυτό το αριστούργημα…».

Ήτανε πια φτασμένος και πασίγνωστος συνθέτης ο Χαιντελ στα 56 του χρόνια στα 1741. Το Λονδίνο, όπου από χρόνια ζούσε ο μεγάλος γερμανός δάσκαλος, είχε αγκαλιάσει κι αγαπήσει πολλές απ’ τις όπερες και τα μεγάλα θρησκευτικά χορωδιακά του έργα, τα ορατόρια. Μα παράλληλα –όπως πολύ συχνά συμβαίνει σ’ όλες τις εποχές με τους μεγάλους ανθρώπους- τον είχε ποτίσει και με πολλές πίκρες, που τον τελευταίο καιρό τον είχαν ρίξει στην έσχατη απελπισία και στη φτώχια. Και σα να μην έφταναν οι φιλονικίες, οι αδικίες, η αδικαιολόγητη ψυχρότητα του κοινού πού μετά τον πρώτο ενθουσιασμό άρχισε να προτιμά συνθέτες πιο πολύ της μόδας απ’ αυτόν, σα να μην έφταναν οι δανειστές που καθημερινά τον ενοχλούσαν κι ο πόλεμος με την Ισπανία που κυριολεκτικά είχε ερημώσει τα θέατρα και τις αίθουσες συναυλιών, ήρθε να προστεθεί κάτι ακόμη πιο φοβερό: η αρρώστια. Μια σοβαρή εγκεφαλική προσβολή, που τον έριξε στο κρεβάτι με κίνδυνο να μη ξανασηκωθεί ποτέ πια, ή, στην καλύτερη περίπτωση, να ζήσει πνευματικά αχρηστεμένος. «Το μουσικό τον χάσαμε οριστικά. Η αρρώστια τού πρόσβαλε τον εγκέφαλο. Εκτός κι αν γίνει κανένα θαύμα, τέτοιο, που εγώ τουλάχιστον ποτέ μου δεν έχω δει», είχε πει απελπισμένος ο γιατρός. 

Πόσο πολύ άραγε είμαστε όλοι σε θέση να διακρίνουμε τη φωνή του Θεού που μας μιλά ή μας έχει μιλήσει σε διάφορες περιστάσεις της ζωής μας, ή να νιώσουμε το χέρι Του που έρχεται αποφασιστικά ν’ αλλάξει την πορεία μας; Θυμάστε τι είχε γίνει με το Σαύλο  – τον κατοπινό απόστολο Παύλο- όταν βάδιζε προς τη Δαμασκό. Σε πολύ λίγες περιπτώσεις η επέμβαση του Θεού μέσα στην ανθρώπινη ιστορία στάθηκε τόσο δυναμική και τόσο χειροπιαστή. Μια τέτοια ευκαιρία φύλαγε και ο Θεός και για το Χαίντελ. Κι έκανε το θαύμα, όπως το είχε κάνει και με τον Παύλο.

Μ’ όλες τις απαισιόδοξες προβλέψεις των γιατρών ξαναβρίσκει μετά από μια έντονη θεραπεία την υγεία του σαν πρώτα, χωρίς ίχνος απ’ τη φοβερή αρρώστια. Ωστόσο, καινούργιες απογοητεύσεις κι αποτυχίες τον περιμένουν. Και βυθίζεται στην έσχατη απελπισία: «Γιατί να μ’ αφήσει ο Θεός να ξαναγεννηθώ», αναφωνεί απελπισμένος, «αφού οι άνθρωποι με ξαναθάβουν;» Κι είναι ακριβώς τούτη η ύστατη στιγμή της απόγνωσης, όπου βρίσκεται η ώρα του Θεού. Το βράδυ της 21ης Αυγούστου του 1741, καθώς  ο Χαίντελ φτάνει αποκαμωμένος κι απογοητευμένος στο σπίτι του, βρίσκει το γράμμα κάποιου φίλου του ποιητή Τσάρλς Τζένενς, που τον παρακαλεί να καταδεχτεί να κοιτάξει κάτι φτωχούς στίχους που έχει γράψει, και να τους ανεβάσει με τη μουσική του μεγαλοφυΐα στα ουράνια. Αηδιασμένος κι οργισμένος είναι έτοιμος να πετάξει στον κάλαθο των αχρήστων τα χαρτιά του ποιητή, όταν το μάτι του πέφτει στον τίτλο του έργου: «Μεσσίας». Ποτέ του δεν ήταν ιδιαίτερα θρήσκος ο Χαίντελ. Όλη του την προηγούμενη ζωή την είχε περάσει με τους ηθοποιούς, με τους ιμπρεσάριους, με τις όπερες… Κι ακόμα και τα θρησκευτικά ορατόρια που μέχρι τότε είχε συνθέσει, ήτανε γι αυτόν μια επαγγελματική υπόθεση, ή το πολύ-πολύ προϊόντα πλούσιας καλλιτεχνικής έμπνευσης. Μα τούτη η βραδιά δεν είναι σαν τις άλλες. Τούτη τη βραδιά ο Θεός τού μιλάει. Κι ο Χαίντελ ακούει και δε φαίνεται «απειθής στην ουράνια οπτασία»…Οι στίχοι του Τζένενς δεν είναι παρά εδάφια της Γραφής αυτούσια, παρμένα απ’ την αγγλική μετάφραση της εποχής, χωρίς σχεδόν καμιά προσθήκη. Είναι η γεμάτη θεϊκό μεγαλείο ιστορία του ερχομού του Σωτήρα στη γη. Οι προφητείες, η Γέννηση, η Σταύρωση, η Ανάσταση, η ουράνια δόξα που περιγράφεται στην Αποκάλυψη, όλα ξετυλίγονται σε μια συνέχεια από βιβλικά αποσπάσματα που συνεπαίρνει το Χαίντελ, τον ανεβάζει ψηλά στα ουράνια, του δίνει πρωτογνώρη θεϊκή έμπνευση. Για τρεις εβδομάδες  βρίσκεται έξω απ’ τον εαυτό του. Σχεδόν δεν τρώει, σχεδόν δεν κοιμάται , και γράφει, γράφει ακατάπαυστα. Κι είναι σίγουρα αξεπέραστο ρεκόρ ταχύτητας, νάναι έτοιμο μέσα σε 24 μόνο μέρες ένα αριστούργημα που η εκτέλεσή του κρατά πάνω από δυόμισι ώρες! Ένα ρεκόρ, που μπορούμε να το εξηγήσουμε μόνο με την ομολογία του ίδιου του Χαίντελ στο διάλογό του με το γιατρό του, όπως  μας τον δίνει ο μεγάλος αυστροεβραίος συγγραφέας Στέφαν Τσβάιχ, που τοποθετεί το γράψιμο του «Μεσσία» ανάμεσα στις μεγάλες ώρες της ανθρωπότητας: «Όταν ο Χαίντελ σηκώθηκε απ’ το πιάνο, αφού είχε παίξει και ψάλει λίγο απ’ το “Μεσσία” του, ο γιατρός Τζένκινς στεκότανε ακόμα σα χαμένος. Δεν έβρισκε λέξεις για να εκφράσει το θαυμασμό του. “Φίλε μου”, ψιθύρισε, έτσι για να πει κάτι. “Δεν ξανάκουσα ποτέ μου τέτοια μουσική. Εσείς έχετε το διάβολο μέσα σας!”. Το πρόσωπο του δασκάλου σκοτείνιασε. Είχε κι αυτός ο ίδιος τρομάξει με το έργο του. Γύρισε και είπε με φωνή τόσο σιγανή, που μόλις ακουγότανε: “Πιστεύω πως μάλλον ο Θεός βρισκότανε δίπλα μου…”».  

Έχουν αποκαλέσει «πέμπτο ευαγγέλιο» το βιβλίο το προφητικό του Ησαΐα. Και δεν είναι άδικος ο χαρακτηρισμός. Ο Ησαΐας, αρκετούς αιώνες πριν από το Χριστό περιγράφει με εκπληκτική ακρίβεια και με άφθονη ποιητική έμπνευση τον ερχομό, την πορεία, το θάνατο και την ανάσταση του Σωτήρα και τη λυτρωτική σημασία του έργου Του. Φυσικό είναι ένα μεγάλο μέρος από το κείμενο του «Μεσσία» να ανήκει στον Ησαΐα. Κι είναι αυτό που ανοίγει και την αυλαία του δράματος, μετά από τη σύντομη εισαγωγή: «Παρηγορείτε, παρηγορείτε τον λαόν μου, λέγει ο Θεός σας. Λαλήσατε παρηγορητικά προς την Ιερουσαλήμ…Φωνή βοώντος εν τη ερήμω, ετοιμάσατε την οδόν του Κυρίου…». Κανόνας χωρίς σχεδόν καμιά εξαίρεση, τα μεγάλα μουσικά θρησκευτικά έργα ν’ αρχίζουν μ’ ένα μεγαλόπρεπο χορωδιακό, μ’ επιστρατευμένες όλες τις εφεδρείες της ορχήστρας και της χορωδίας. Μα εδώ τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Δεν ξέρω αν κάποιος μουσικολόγος ή κάποιος μουσικός αναλυτής προσπάθησε να δώσει ερμηνεία γι αυτό. Σχεδόν όλοι τους περί άλλα ασχολούνται. Ποιος θα καθίσει ν’ ασχοληθεί με το πνευματικό περιεχόμενο του «Μεσσία»… Αυτοί κοιτάζουν μόνο τις μουσικολογικές τους αναλύσεις. Μονάχα εκείνοι που πιστεύουν θα μπορούσαν να δουν περισσότερα. Αλλά κι απ’ αυτούς οι περισσότεροι ασχολούνται με άλλα, πιο θεολογικά και πιο «πνευματικά». Κι έτσι χωρίς πολλές αξιώσεις θ’ αποτολμήσω μια δική μου ερμηνεία. 

Τούτο λοιπόν το, ας το πούμε, «ανορθόδοξο» ξεκίνημα, ταιριάζει απόλυτα με τον ασυνήθιστο, το μοναδικό τρόπο του ερχομού του Γιου του Θεού στη γη. Εδώ δεν πρόκειται για τη μεγαλοσύνη του Θεού, δεν Τον αντικρίζουμε καθισμένο στο θρόνο Του, δεν έχουν θέση ούτε η μεγαλοπρέπεια, ούτε τα δυνατά σαλπίσματα, τα τύμπανα και οι φανφάρες. Εδώ αναγγέλλεται με ήρεμο και ειρηνικό τρόπο η προσμονή για τον ερχομό στη γη του Ιησού, του «πράου και ταπεινού στην καρδιά». Κι αυτό γίνεται με την απαλή υπόκρουση των εγχόρδων και τη γλυκιά φωνή του τενόρου που τραγουδά τα προφητικά λόγια. Ειδική εύνοια του Θεού, πιστεύω, για όλους εμάς που ζούμε τους τελευταίους δυόμισι αιώνες στο χριστιανικό χώρο, κι έχουμε το προνόμιο να κάνουμε κτήμα μας τις προφητείες τούτες ζωντανεμένες και καταυγασμένες απ’ το υπέρλαμπρο ουράνιο φως που έλαμψε μέσ’ στην καρδιά του χριστιανού συνθέτη, έτσι που οι γραμμές αυτές ν’ αποκτήσουν για μας ακόμα μεγαλύτερο νόημα και ζωντάνια. Περιττή ίσως και μάλλον επικίνδυνη θα χαρακτήριζαν τούτη τη σκέψη οι οπαδοί της αυστηρής, «καλβινιστικής» γραμμής, που θυσιάζει την ποίηση, τη φαντασία, την ευαισθησία και την τέχνη στην αυστηρότητα, τη βλοσυρότητα και την ασκητική νοοτροπία. Και στο αντίθετο πάλι άκρο όλοι οι οπαδοί του ξέχειλου συναισθηματισμού: «Διώξτε τα μεγάλα έργα της χριστιανικής τέχνης, δεν τα χρειαζόμαστε, εμείς έχουμε ανάγκη από δυνατές ομαδικές συγκινήσεις και εμπειρίες, δυο-τρεις μονάχα τραγουδιστές κουβέντες, ομαδικές χειρονομίες, ομαδικές κραυγές και ομαδικά χοροπηδητά…» Παρακολουθήστε τα στη δορυφορική τηλεόραση και καμιά φορά και ζωντανά, πολύ κοντά μας… Έχουμε χάσει το μεγαλύτερο απ’ τα επίγεια αγαθά της χριστιανικής ζωής: την προαπόλαυση του ουρανού πούναι γεμάτος από ποίηση, από μουσική, από αρμονία, από λεπτότητα κι ευγένεια. Πώς να νιώσεις την άπειρη εκείνη αγαλλίαση στο «πάντρεμα» του λόγου του Ησαΐα «Διότι παιδίον εγεννήθη εις ημάς…»με τη μουσική την ουράνια του Χαίντελ, όταν σου λείπουν οι απαραίτητοι δέκτες ή αρνιέσαι τη χρησιμότητά τους στην πνευματική σου ζωή… Προσωπικά ευγνωμονώ το Χαίντελ, ή μάλλον Εκείνον που του έδωσε την έμπνευση, κι έκανε να ζωντανέψουν μέσα μου όλα εκείνα τα θεϊκά λόγια με τη μουσική του «Μεσσία». Με τις γλυκές νότες της κοντράλτο και τη δυναμική «εισβολή» της χορωδίας στο «Συ, ο φέρων εις την Σιών καλάς αγγελίας», με τη γεμάτη υπόσχεση κι ελπίδα άρια του μπάσου στο «Ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα», με το μελωδικό χείμαρρο το συναρπαστικό κι ενθουσιαστικό της χορωδίας στο ανεπανάληπτο «Διότι παιδίον εγεννήθη εις ημάς» – με όλα αυτά, που με βοήθησαν και με βοηθούν  τόσο πολύ στην πνευματική μου ζωή. 

Κι ύστερα, η σκηνή της Γέννησης… Με το θαυμάσιο «Ποιμενικό», που μόνο με τ’ αντίστοιχο απ’ το «Χριστουγεννιάτικο Ορατόριο» του Μπαχ μπορεί να συγκριθεί, με τη διήγηση της σοπράνο πάνω απ’ την απαλή συνοδεία των εγχόρδων: «και ποιμένες ήσαν», με το φορτίσιμο της χορωδίας στο «Δόξα Θεώ εν υψίστοις» και το πιανίσιμο στο «επί γης ειρήνη», με το αριστοτεχνικό φουγκάτο στο «εν ανθρώποις ευδοκία», που κλείνει με τα θριαμβευτικά σαλπίσματα απ’ τα χάλκινα.  

Και τελευταία, οι άριες και το χορωδιακό που σχολιάζουν τον ερχομό του Μεσσία στη γη και κλείνουν το πρώτο μέρος του έργου. Η άρια της σοπράνο που σκιρτά από αγαλλίαση: «Ευφρανθήτι, ω θύγατερ Σιών». Τα γεμάτα υπόσχεση λόγια του Ησαΐα απ’ την κοντράλτο: «Τότε οι οφθαλμοί των τυφλών θέλουσιν ανοιχθή», η ελπιδοφόρα διακήρυξη της χορωδίας: «ο ζυγός του είναι καλός, το φορτίο του ελαφρό». Πόσοι άραγε απ’ αυτούς που παίζουν και ψάλλουν σήμερα το «Μεσσία» είναι σε θέση να νιώσουν εκείνο που ένιωσε ο Χαίντελ κι όλοι που νιώθουν την ίδια μ’ αυτόν ευλογημένη πείρα; για πόσους απ’ αυτούς η εκτέλεση του έργου είναι κάτι παραπάνω από μια απλή καλλιτεχνική προσπάθεια; Τ’ αναρωτήθηκα τις πάμπολλες φορές που έτυχε να τ’ απολαύσω –και μελαγχόλησα…

«Ιδού ο Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου»…Το σκηνικό αλλάζει. Η χαρούμενη διάθεση του πρώτου μέρους θα δώσει τη θέση της στον πόνο και στην οδύνη, καθώς η χορωδία θ’ ανοίξει το δεύτερο μέρος στην υποβλητική σολ ελάσσονα κλίμακα  με τα παραπάνω λόγια. «Καταπεφρονημένος και απερριμμένος   υπό των ανθρώπων», θα τραγουδήσει στη συνέχεια η κοντράλτο, κι είναι το τραγούδι της με τις μικρές κοφτές φράσεις που επαναλαμβάνονται σαν απάντηση  από τα έγχορδα, θρήνος συγκλονιστικός. Διηγούνται πως στην πρώτη εκτέλεση του έργου που έγινε στο Δουβλίνο ήταν τόσο εντυπωσιακή η ερμηνεία της κοντράλτο, ώστε στο τέλος κάποιος εφημέριος της εκκλησίας του Αγίου Πατρικίου σηκώθηκε απ’ τη θέση του και φώναξε ενθουσιασμένος: «Γυναίκα, συγχωρημένες νάναι οι αμαρτίες σου!»  

«Αυτός τωόντι τας ασθενείας ημών εβάστασε», θα ακουστεί η χορωδία, και μαζί με τα «παρεστιγμένα» της ορχήστρας θα συνταράξει την καρδιά για το ανήκουστο θεϊκό μυστήριο. «Και με τις πληγές του γιατρευτήκαμε», θα τραγουδήσει και πάλι η χορωδία, κι είναι η φούγκα τούτη γεμάτη μ’ εμπιστοσύνη για το μεγάλο θεϊκό έργο.

Και το σταυρικό δράμα θα ξετυλιχθεί παρά πέρα. Ώσπου η φωνή του τενόρου θα ξαναφέρει το χαρούμενο μείζονα τρόπο με την αναστάσιμη διακήρυξη: «Δεν θέλεις αφήσει τον Όσιόν σου να ίδη διαφθοράν»… Τα σκοτάδια διαλύθηκαν. Από δω και πέρα, μέχρι το θριαμβευτικό τέλος του δεύτερου μέρους, η έμπνευση κι ο ενθουσιασμός του Χαίντελ θ’ ακολουθήσουν μια ανοδική πορεία που θα κορυφωθεί στο μεγάλο «Αλληλούια».  

Ο «άνθρωπος Ιησούς», ο καταφρονημένος και πληγωμένος για την ανθρώπινη ανομία, θα δώσει τη θέση του στον αναστημένο Κύριο, το βασιλιά της δόξας, το θριαμβευτή των ουρανών: «Σηκώσατε πύλαι τας κεφαλάς σας, και υψώθητε θύραι αιώνιοι, και θέλει εισέλθει ο βασιλεύς της δόξης», θα τραγουδήσει η χορωδία μ’ ένα διπλό θριαμβευτικό χορωδιακό. Είναι ωστόσο λίγο πριν από το τέλος του δεύτερου μέρους, που η χαρά και ο θρίαμβος θα δώσουν τη θέση τους στην ταραχή και στην ανησυχία. Η ταραγμένη άρια του μπάσου με τη φουρτουνιασμένη εισαγωγή των εγχόρδων θα έρθει σε τέλεια αντίθεση με τις γαλήνιες άριες και τα γιορταστικά χορωδιακά που προηγήθηκαν. Η ανθρώπινη «ύβρις» θα έρθει  ν’ ανατρέψει για λίγο τη θεϊκή τάξη κι αρμονία: «Γιατί στα έθνη ταραχή κι οι λαοί ματαιότητες σιγανοψυθιρίζουν; Της γης οι βασιλιάδες συσπειρώθηκαν, κι οι άρχοντες μαζεύτηκαν ενάντια στον Κύριο, στον εκλεκτό Του ενάντια, λέγοντας: “Ας  σπάσουμε τα δεσμά τους, τις αλυσίδες τους ας τις αποτινάξουμε”»… Ο όχλος –η χορωδία- θα  ολοκληρώσει την αποστασία. Ανθρώπινη μωρία, που νομίζει πως σηκώνοντας τ’ ασήμαντο ανάστημά της και πολεμώντας μ’ ανύπαρκτη δύναμη θα νικήσει τη θεϊκή παντοδυναμία… «Θ’  αναγελάσει Εκείνος που  ’χει στους ουρανούς το θρόνο του· θα τους χλευάσει ο Κύριος! Με σιδερένιο χέρι θα τους κυβερνήσει, θα τους συντρίψει σα νάταν καμωμένοι από πηλό», θ’ απαντήσει ο τενόρος με τα λόγια πάντα του δεύτερου ψαλμού. 

Ήμουν παιδί ακόμη και θυμάμαι με τι λαχτάρα, ακούγοντας την άρια του τενόρου και ξέροντας πως ακολουθεί το περίφημο «Αλληλούια», προσδοκούσα τη μεγάλη στιγμή. Ποιος άραγε έβαλε σ’ αυτό το σημείο τη θριαμβική ιαχή της Αποκάλυψης; ο άσημος «ερανιστής» των βιβλικών εδαφίων ή ο ίδιος ο Χαίντελ; προσωπικά πιστεύω πως μάλλον ο δεύτερος. Άλλωστε είναι γνωστό ότι γνωρίζοντας άριστα την Αγία Γραφή  δούλεψε κι αυτός πάνω στο κείμενο του «Μεσσία». «Αλληλούια! Διότι εβασίλευσε Κύριος ο Θεός ο Παντοκράτωρ. Αι βασιλείαι του κόσμου έγιναν του Κυρίου ημών, και του Χριστού αυτού, και θέλει βασιλεύσει εις τους αιώνας των αιώνων· Βασιλεύς βασιλέων, και Κύριος κυρίων…» 

Έχουν γραφτεί κι έχουν λεχθεί πάρα πολλά για το περίφημο αυτό χορωδιακό που αποτελεί και το αποκορύφωμα του έργου. Ένας από τους συνεργάτες μου, τρομπετίστας της ορχήστρας που συνοδεύει τη χορωδία μας  στις χριστουγεννιάτικες συναυλίες της, μου έλεγε ενθουσιασμένος: «Όταν παίζουμε το “Αλληλούια”  αισθανόμαστε σαν άγγελοι»… Θυμάμαι κάποιο στενό συγγενικό μου πρόσωπο που χωρίς νάχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη μουσική, στο άκουσμα του «Αλληλούια» ξέσπασε σε δυνατούς λυγμούς. Κάπου διάβασα πως ο ίδιος ο συνθέτης τις μέρες που έγραφε το «Μεσσία», τριγύριζε κάθε τόσο σαν τρελός από δωμάτιο σε δωμάτιο κλαίγοντας και ψάλλοντας «Αλληλούια». Τι έχουν να πουν άραγε όλοι οι αγνωστικιστές κι οι αμφισβητίες μπροστά σ’ ένα τέτοιο θαύμα; Τούτος ο Χαίντελ, τσακισμένος, κουρασμένος, άρρωστος, απελπισμένος… Και την άλλη στιγμή γεμάτος χαρά κι ελπίδα, υγιής και χαρούμενος, με το «Αλληλούια» στα χείλη και τα δάκρυα ευγνωμοσύνης στα μάτια… Ποια άλλη δύναμη εκτός από την άπειρη δύναμη του Σταυρού και της Ανάστασης θα μπορούσε να πραγματοποιήσει μια τέτοια μεταβολή; 

Δεν ξεχνάω ακόμη την όμορφη και δυνατή περιγραφή του Τσβάιχ για την πρώτη εκτέλεση του έργου στο Δουβλίνο: «Όταν αντήχησε το “Αλληλούια”, όλοι συνεπάρθηκαν, όλοι τους τινάχτηκαν με τις πρώτες νότες. Καθένας ένιωθε πώς ήτανε αδύνατο να μένει καρφωμένος στο έδαφος, όταν τον άρπαζε μια τέτοια δύναμη, καθένας ανασήκωνε το κορμί του για να ενώσει τη φωνή του με τις φωνές της χορωδίας, για να πλησιάσει λίγο στο Θεό, για να Τον υπηρετήσει και να Τον υμνήσει…» Κι ο βασιλιάς Γεώργιος ο Β΄ της Αγγλίας, όταν πρωτοπαίχτηκε ο «Μεσσίας» στο Λονδίνο, σηκώθηκε στις πρώτες νότες του «Αλληλούια» εντελώς αυθόρμητα, κι άκουσε όρθιος ολόκληρο το χορωδιακό. Και φυσικά το ίδιο έκαναν κι όλοι οι παριστάμενοι, εγκαινιάζοντας έτσι μια παράδοση που διατηρείται ακόμη  και σήμερα. 

Στο πρώτο μέρος, οι προφητείες για τον ερχομό του Μεσσία και η γέννησή Του· στο δεύτερο η σταύρωση, η ανάσταση, ο θρίαμβος πάνω στο θάνατο και στις σκοτεινές δυνάμεις, που κορυφώνεται στο «Αλληλούια». Και στο τρίτο μέρος, το πιο προσωπικό, το πιο ανθρώπινο, προβάλλει δίπλα στη μορφή του Κυρίου που πάντα δεσπόζει, και κάποιο άλλο πρόσωπο: ο πιστός. Που «γνωρίζει ότι ο Λυτρωτής του ζει», όπως τραγουδάει η σοπράνο στην άρια που αναφέραμε στην αρχή, που πιστεύει πως «καθώς οι πάντες αποθνήσκουν εν τω Αδάμ, ούτω και πάντες θέλουσι ζωοποιηθή εν τω Χριστώ», όπως τραγουδάει η χορωδία. Και που ελπίζει στην ανάσταση των νεκρών , όπως αναγγέλλει θριαμβευτικά ο σολίστας μπάσος: «Διότι θέλει σαλπίσει, και οι νεκροί  θέλουσιν αναστηθή άφθαρτοι, και ημείς θέλομεν μεταμορφωθή». Και τέλος η μεγαλειώδης σκηνή της Αποκάλυψης, με τις μυριάδες των αγγέλων και των πιστών να ψάλλουν «Άξιον είναι το Αρνίον το εσφαγμένον να λάβη την δύναμιν και πλούτον και σοφίαν και ισχύν και τιμήν και δόξαν και ευλογίαν». 

Ένα γιγαντιαίο ηχητικό οικοδόμημα κλείνει το έργο. Με μια μονάχα λέξη: «Αμήν». Ποτέ άλλοτε, σ’ ολόκληρη την ιστορία της μουσικής, η λέξη αυτή που χρησιμοποιείται τόσο συχνά απ’ ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο δεν έφτασε σε τέτοια αξεπέραστα ύψη, όσο στο τελευταίο αυτό μέρος του ορατορίου «Μεσσίας» του Χαίντελ…

Ο Χαίντελ δε δέχτηκε ποτέ χρήματα από τις εισπράξεις του έργου όσο ζούσε. «Όχι, δε θέλω λεφτά απ’ αυτό το έργο από καμιά συναυλία», δήλωσε. «Δε θα πάρω ποτέ μου λεφτά για ένα έργο που δεν το χρωστάω στον εαυτό μου, αλλά σ’ έναν Άλλον. Οι εισπράξεις θα διαθέτονται πάντα για τους αρρώστους και τους φυλακισμένους. Γιατί κι εγώ ήμουν άρρωστος και το έργο αυτό με θεράπευσε. Κι εγώ ήμουνα φυλακισμένος και μ’ απελευθέρωσε»…

Κι ήταν οι εισπράξεις όχι ευκαταφρόνητες. Απ’ την πρώτη κιόλας εκτέλεση του «Μεσσία» στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας, στις 13 Απριλίου του 1742, το έργο καθιερώθηκε σαν ένα απ’ τα πιο σημαντικά στο είδος του στο παγκόσμιο ρεπερτόριο, και σαν το πιο αγαπημένο ορατόριο του μουσικόφιλου κοινού στα βρετανικά νησιά. Φυσικά, οι αριθμοί σε ακροατές κι εκτελεστές της εποχής εκείνης δεν μπορούν ούτε κατά διάνοια να συγκριθούν με τους αντίστοιχους σημερινούς ή και εκείνους του 19ου αιώνα. Πριν από μερικά χρόνια σ’ ένα από τα φεστιβάλ Χαίντελ της Αγγλίας, ο αριθμός των εκτελεστών –ορχήστρας και χορωδίας- ξεπέρασε τις τέσσερις χιλιάδες(!), κι ασφαλώς ο αριθμός των ακροατών θάτανε ανάλογα πολλαπλάσιος. Στην πρώτη εκτέλεση του Δουβλίνου οι ακροατές δεν ξεπερνούσαν τους εφτακόσιους σε μια αίθουσα με εξακόσιες θέσεις, αριθμός ίσως πρωτοφανής για την εποχή, αν κρίνουμε απ’ το γεγονός πως οι κυρίες παρακλήθηκαν να έρθουν στην αίθουσα χωρίς τα κρινολίνα τους κι οι κύριοι χωρίς τα ξίφη τους, για να μπορέσουν να χωρέσουν όλοι. Κι όταν ο Χαίντελ φτάνοντας στην πόλη μερικές μέρες πριν απ’ την εκτέλεση του έργου ζήτησε να του διαθέσουν μια μεγάλη χορωδία για ν’ αρχίσει τις πρόβες, ένωσαν τις χορωδίες δύο καθεδρικών ναών με συνολικά έξι αγόρια –που τραγουδούσαν την εποχή εκείνη  τη φωνή της σοπράνο –και δεκατέσσερις άντρες, μια χορωδία δηλ. από 20 άτομα όλα κι όλα. Κάποιες άλλες πληροφορίες αναφέρουν κάπως μεγαλύτερους αριθμούς. 

Δεν πρέπει ωστόσο να νομίζουμε πως δεν υπήρξαν και αντιδράσεις και γκρίνιες, από την αρχή κιόλας που πρωτοπαρουσιάστηκε το έργο. Πρώτος και καλύτερος ο ίδιος ο ποιητής Τσάρλς Τζένενς, που έγραψε σε κάποιο φίλο του: «Θα σου δείξω μια συλλογή κειμένων που έστειλα στο Χαίντελ με τον τίτλο “Μεσσίας”, την οποία θεωρώ ιδιαίτερα υψηλής αξίας , κι αυτός έκανε απ’ αυτήν ένα ευχάριστο ψυχαγωγικό έργο [στο πρωτότυπο: “a fine entertainment”], όχι όμως τόσο καλό όσο μπορούσε κι όφειλε να το έχει κάνει»…  Στενοχώριες ακόμη στην  πρώτη παγκόσμια εκτέλεση του έργου στο Δουβλίνο προκάλεσε κι ο Ιωνάθαν Σουίφτ, ο περίφημος συγγραφέας του πασίγνωστου μυθιστορήματος «Τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ», προβάλλοντας αντιρρήσεις για τη συμμετοχή των μουσικών του καθεδρικού ναού του Αγίου Πατρικίου, όπου υπηρετούσε σαν πρωθιερέας. Βλέπετε, εκείνη την εποχή βρισκόταν σε αρκετά πια προχωρημένη ηλικία, και, όπως συμβαίνει συχνά σε παρόμοιες περιπτώσεις, φαίνεται πως είχε χάσει και την καλή του διάθεση, και το χιούμορ του και την ευρύτητα του πνεύματός του…Φυσικά, από τους πρώτους σε αντιδράσεις και μεμψιμοιρίες και οι ίδιοι οι πιστοί και οι κάθε είδους θρησκευόμενοι, όπως συνήθως συμβαίνει ακόμη και σήμερα. Κάποια εφημερίδα του Λονδίνου, ο «Παγκόσμιος Παρατηρητής» («Universal Spectator») έγραψε τη μέρα της πρώτης λονδρέζικής εκτέλεσης του έργου στις 23 Μαρτίου 1743: «Τι θα λένε άραγε οι επόμενες γενιές όταν θα διαβάζουν στα βιβλία τους της ιστορίας, ότι στον καιρό μας οι άνθρωποι στην Αγγλία είχαν φτάσει σε τέτοιο αποκορύφωμα αθεΐας και κοσμικότητας, ώστε να ανέχονται την κακομεταχείριση των πιο ιερών πραγμάτων για να διασκεδάζει το πλατύ κοινό;» Κι ακόμη ο μεγάλος Τζων Γουέσλεϋ αναρωτιόταν αν ο κόσμος θα έδειχνε το ίδιο ενδιαφέρον για ένα κήρυγμα, όπως έδειξε «γι αυτό το μουσικό έργο»…Και θυμάμαι ακόμη πόση ψυχρότητα κι επιφυλακτικότητα αντιμετώπισα από μέρους κάποιων εκκλησιών κι εγώ ο ίδιος, όταν αρκετές δεκαετίες πριν πρότεινα και οργάνωνα τέτοια μουσικά βραδινά σαν το αποψινό, ή συναυλίες έργων κλασικής θρησκευτικής μουσικής. Δυστυχώς πολλοί χριστιανοί εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να μην αποδέχονται ιδιαίτερα ευχάριστα ό,τι δεν είναι εκκλησιαστικά καθιερωμένο, αντίθετα μ’ αυτά που χαρακτηρίζουν καθαρά «πνευματικά». Με αποτέλεσμα τα μεγάλα έργα θρησκευτικής μουσικής μεγάλων χριστιανών συνθετών, κι άλλου είδους έργα χριστιανικής τέχνης, να πέφτουν στα χέρια ανθρώπων άσχετων με την πίστη του Χριστού, που βέβαια μπορεί να είναι άριστοι μουσικοί, σκηνοθέτες, ηθοποιοί, αναλυτές, ξένοι όμως προς το πνεύμα και την ουσία της χριστιανικής πίστης. Πριν από τριάντα περίπου χρόνια, το Πάσχα του 1984, η τηλεόραση του BBC είχε μεταδώσει ολόκληρο το «Μεσσία» σε μια ειδική εκπομπή που αναμεταδόθηκε και από την ελληνική τηλεόραση. Εκείνο που έκανε εντύπωση ήταν ο σχολιασμός των κειμένων του ορατορίου με διάφορες σκηνές από τον άγγλο σκηνοθέτη. Η άρια «Γνωρίζω ότι ο Λυτρωτής μου Ζει» σχολιάστηκε με τη σκηνή κάποιας λιτανείας σε μια μάλλον λατινοαμερικανική χώρα, με το άγαλμα της  Παναγίας στη μέση. Στην άρια που σχολίαζε το εδάφιο «Εάν ο Θεός μεθ’ ημών τις θέλει είσθαι καθ’ ημών;», είδαμε πλήθη προσκυνητών μπροστά στο άγαλμα του Βούδα, άλλους μέσα σε μουσουλμανικό τέμενος κι άλλους μπροστά σε μια εικόνα του Χριστού. Είναι φανερό πως με τον τρόπο αυτόν θέλησε ο σκηνοθέτης να δείξει την αξία ενός κάποιου θρησκευτικού συναισθήματος, ανεξάρτητα απ’ την αλήθεια του πραγματικού Θεού και της πίστης του Χριστού, που μ’ αυτήν είναι διαποτισμένο ολόκληρο το έργο που παρουσιαζόταν. Βλέπετε, από τότε κιόλας προετοιμαζόταν το κλίμα που επέτρεψε ν’ αναρτηθούν σήμερα οι γνωστές επιγραφές στα λεωφορεία του Λονδίνου. Ωστόσο η αγανάκτηση  δε στρέφεται ενάντια στο σκηνοθέτη του BBC. Δικαίωμά του ν’ αντιλαμβάνεται με τον τρόπο αυτόν το μεγάλο έργο, υπερτιμώντας τη δική του νοημοσύνη κι υποτιμώντας τη δική μας. Η αγανάκτηση κι η οργή στρέφεται ενάντια σ’ όλους τους χριστιανούς μουσικούς, σκηνοθέτες, καλλιτέχνες και πνευματικούς ανθρώπους στη Βρετανία και σ’ όποια άλλη χώρα σαν τη Βρετανία, που άφησαν τους θησαυρούς της χριστιανικής τέχνης και το μήνυμα που εκφράζουν να κακοποιούνται μ’ αυτό το βάναυσο τρόπο, έχοντας οχυρωθεί εδώ κι αιώνες πίσω από τους τοίχους της εκκλησίας τους… Δόξα τω Θεώ που Εκείνος εργάζεται και χωρίς τους περισσότερους χριστιανούς, και καμιά φορά κι ενάντια στη θέλησή τους. Αμέτρητες είναι οι μαρτυρίες ανθρώπων μέσα στους αιώνες και στη σημερινή εποχή, που γνώρισαν το Μεσσία μέσα από το έργο του Χαίντελ, όπως έγινε σχετικά πρόσφατα σ’ ένα διεθνές συνέδριο νεαρών μουσικών. Κι αυτό μπορώ να το βεβαιώσω και προσωπικά από τη διήγηση μιας κοπέλας που οδηγήθηκε στην πίστη σ’ ένα από τα μουσικά μου βραδινά για το «Μεσσία», σε μια από τις εντελώς απρόθυμες εκκλησίες που ανέφερα παραπάνω. 

«Με τις πληγές Του γιατρευτήκαμε», έψαλε η χορωδία στο δεύτερο μέρος του έργου. Κι είναι η ευχή μας για όσα ακούστηκαν απόψε, να βοηθήσουν πνευματικά όσους νιώθουν άρρωστοι και κουρασμένοι. Για νάρθουν κοντά σ’ Εκείνον που «ο ζυγός Του είναι καλός, και το φορτίο Του ελαφρό». Και να βρουν ανάπαυση και γιατριά…

                                                                             Σας ευχαριστώ.

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top
Πολιτική Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων
Αστήρ της Ανατολής

Δείτε περισσότερες πληροφορίες στην Πολιτική Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.

Cookies λειτουργικότητας

Τα cookies λειτουργικότητας πρέπει να είναι πάντα ενεργοποιημένα για να μπορούμε να αποθηκεύσουμε τις επιλογές σας σχετικά με τα cookies.

Cookies τρίτων

Η ιστοσελίδα χρησιμοποιεί υπηρεσίες κοινωνικών δικτύων (Facebook, Twitter, LinkedIn κλπ.) για την κοινοποίηση του περιεχομένου.

Για να μπορείτε να κοινοποιήσετε και να μοιραστείτε με άλλους τα άρθρα αυτής της ιστοσελίδας παρακαλούμε ενεργοποιήστε αυτά τα cookies.

Cookies Στατιστικών

Η ιστοσελίδα μας χρησιμοποιεί Google Analytics για την παροχή στατιστικών στοιχείων στους διαχειριστές.