Πώς χάσαμε το τραίνο (Μέρος Δ΄)

red and brown stage with lights

Στο θέαμα

Αν η εικόνα που εμφανίζει η μουσική, στις περισσότερες –μη λουθηρανικές- ευαγγελικές εκκλησίες σ’ ολόκληρο τον κόσμο μπορεί να χαρακτηριστεί με κάποιες εξαιρέσεις αξιοθρήνητη, τότε, χωρίς αμφιβολία, η ήττα που έχει υποστεί στο σύνολό του ο ευαγγελικός κόσμος (και όχι μόνο ο ευαγγελικός) στον αγώνα του ενάντια στο θέαμα σε οποιαδήποτε μορφή του παρουσιάζει ακόμη πιο τραυματικά χαρακτηριστικά: πρόκειται για καθαρή πανωλεθρία με αρκετά κωμικά στοιχεία και –δυστυχώς- με πολλά ολέθρια αποτελέσματα. Δεν πρόκειται εδώ ν’ ασχοληθούμε με ιστορικές λεπτομέρειες, καθώς ούτε ο προσφερόμενος χώρος το επιτρέπει, ούτε και σκοπός μας είναι να κάνουμε ιστορική αναδρομή. Για όσους ενδιαφέρονται για κάποιες σχετικές πληροφορίες, σαν μια μικρή μου συμβολή παραπέμπω στο άρθρο-ομιλία με τον τίτλο «Το Θέαμα» από το ανοιξιάτικο συνέδριο της Λεπτοκαρυάς του 1997 – πριν από ακριβώς είκοσι πέντε χρόνια- που δημοσιεύτηκε στο βιβλίο μου «Πάνω στο Τεντωμένο Σχοινί» (σελ. 221-235) μαζί με άλλες σκέψεις και προτροπές που όπως συνήθως απευθύνθηκαν σε «ώτα μη ακουόντων».

Είχα πει τότε ότι για ένα περίεργο και ανεξήγητο λόγο η Αγία Γραφή δεν κάνει καμιά αναφορά στο θέαμα. Κι ωστόσο αυτό στους αμέσως κατοπινούς χρόνους από την εποχή των αποστόλων είχε μεταβληθεί από τους χριστιανούς σε «ιδιώνυμο αδίκημα» όπως το λέμε στη νομική ορολογία. Ενώ δηλαδή το Άγιο Πνεύμα μέσα από τα γραπτά του αποστόλου Παύλου μας προτρέπει απλά να εξετάζουμε τα πάντα και να «διακρίνουμε τα διαφέροντα», αυτά δηλ. που είναι ωφέλιμα για μας, και να το πράττουμε με σωστή γνώμη και κρίση (Φιλιππησίους α’ 9,10,11), σε πολύ λίγα χρόνια θεωρήθηκε αμαρτία αυτό καθαυτό το θέαμα ανεξάρτητα από το περιεχόμενό του, κάτι που ούτε λογικό είναι, ούτε, όπως είπαμε, αναφέρεται πουθενά στην Αγία Γραφή. Ίσως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να δικαιολογηθεί κάπως  εκείνα τα χρόνια από το γεγονός ότι το αρχαίο ελληνικό θέατρο την εποχή εκείνη, παρ’ όλο το διδακτικό του περιεχόμενο, είχε συνδεθεί με τον θεό Διόνυσο και την οργιαστική του λατρεία, κι όσο για τα ρωμαϊκά θεάματα της εποχής, αυτά, όπως ξέρουμε, παρουσίαζαν συνήθως ό,τι πιο χονδροειδές και χυδαίο, κι αυτό δεν περιοριζόταν μονάχα στον τομέα του θεάματος. Ωστόσο η εξέλιξη του θεάτρου στους κατοπινούς αιώνες με την ποικιλία που παρουσίαζε το θεατρικό ρεπερτόριο και με τη γέννηση του λυρικού θεάτρου (της όπερας) πολύ αργότερα, κάνει ακόμη πιο φανερό τον παραλογισμό της απόλυτης αποχής από κάθε είδους θέαμα από μέρους των χριστιανών. Αναρωτιέμαι, για παράδειγμα, τι είδους βλάβη θα προξενούσε στους μονόχνωτους πουριτανούς (που από κάποιες πλευρές δεν ήταν και τόσο μονόχνωτοι όσο πιστεύεται) η επαφή τους με το θέατρο του καιρού τους, της εποχής δηλ. της βασίλισσας Ελισάβετ, όπου θριάμβευε ο μεγάλος Σαίξπηρ με τα έργα του που έχουν δώσει τόσο πολύτιμα διδάγματα σε τόσες γενιές από τότε, δεδομένου μάλιστα ότι ο ίδιος ο Σαίξπηρ κάθε άλλο παρά άσχετος ήταν με την πίστη του Χριστού και τις αρχές του ευαγγελίου. Κι όταν πολύ αργότερα, στις αρχές τους 20ου αιώνα, ο κινηματογράφος γίνεται θέαμα για ευρύτατη κατανάλωση, οι χριστιανοί, «όλως ανέτοιμοι», βρίσκονται σε πλήρη σύγχυση και αμηχανία, μη μπορώντας να εξηγήσουν στον έξω κόσμο σε τι θα έβλαπτε, ας πούμε, ν’ απολαμβάνει ένας μικρός μαθητής ζωντανά στον κινηματογράφο τα βιβλία του Ντίκενς και του Ιουλίου Βερν που με τόσο ενδιαφέρον βυθιζόταν στο διάβασμά τους  –ερώτημα που πολύ σωστά μου είχε τεθεί από τους συμμαθητές μου κι απ’ τον ίδιο τον καθηγητή μου στο γυμνάσιο, κι εγώ ο δυστυχής αμήχανος έψαχνα μάταια να βρω κάποια «ορθοφανή» δικαιολογία που να μην εκθέτει το κύρος της εκκλησίας και τον προσωπικό μου δείκτη νοημοσύνης…

Δυστυχώς, όλα αυτά ήταν «αρχή ωδίνων». Η εισβολή της τηλεόρασης μέσα στο κάθε σπίτι στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 βρήκε τους πιο πολλούς χριστιανούς χωρίς κανένα απολύτως πνευματικό εφόδιο. Οι ανούσιες ομιλίες και οι άγονες συζητήσεις που επακολούθησαν στα συνέδρια το μόνο που κατάφερναν ήταν ν’ αναδείξουν ακόμη περισσότερο τη φτώχια μας και την αμηχανία μας και την αδυναμία μας ν’ αρθρώσουμε έναν στοιχειωδώς εποικοδομητικό λόγο μπροστά στην πλημμυρίδα των οπτικών παραστάσεων που κατέβαιναν στο κάθε πνευματικό «στομάχι» εντελώς ανεπεξέργαστα και «αμάσητα», προπάντων μετά τη διάδοση της ιδιωτικής τηλεόρασης με την αβάσταχτη ελαφρότητά της. Και πάλι όμως όλα αυτά ήταν ένα τίποτε μπροστά σε όσα ζούμε μετά τη διάδοση του διαδικτύου με τα φέισμπουκ, τα ίνσταγκραμ, τα τουίτερ και τα παρόμοια. Προσωπικά, δεν είμαι καθόλου αντίθετος σε οποιαδήποτε τεχνολογική επινόηση. Ο Θεός Δημιουργός που έπλασε τον ανθρώπινο εγκέφαλο με τις τεράστιες δυνατότητές του δίνει και την έμπνευση για κάθε τεχνολογική πρόοδο, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ή με απίστευτο όφελος ή με ολέθρια αποτελέσματα, ανάλογα με την επιλογή που θα κάνει ο καθένας μας σαν καταναλωτής των προϊόντων της. Το έχει ζήσει η ανθρωπότητα σε κάθε σημαντική επινόηση. Από την εποχή ακόμη του Γουτεμβέργιου με την εφεύρεση της τυπογραφίας πριν από έξι αιώνες, τότε που ο σεισμός που προκλήθηκε με τη διάδοση της γνώσης, με την ωφέλεια που μπορούσε να προσφέρει αυτή ή με την πνευματική καταστροφή που μπορούσε να προκαλέσει ανάλογα με τη χρήση της. Ας το ξαναπούμε: είναι σπουδαίες όλες αυτές οι επινοήσεις και δώρο του Θεού στον άνθρωπο, προϋποθέτουν όμως μια επαρκή πνευματική θωράκιση για τη σωστή χρήση τους. Που χρέος υπέρτατο της εκκλησίας θα ήταν να την είχε προσφέρει στους πιστούς της. Κάτι που έγινε ελάχιστα ή και καθόλου, ιδιαίτερα για το ισχυρότερο μέσον: εκείνο των οπτικών ερεθισμάτων –της εικόνας, που λατρεύεται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στην εποχή μας.

Εδώ πέφτουν τα γράμματα του τέλους. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τη συνέχεια. Ο καθένας όμως ας αναλογισθεί τις ευθύνες του.

Σαν επίμετρο

Ας ξαναθυμηθούμε με κάποια πρόσθετα σχόλια μερικά απ’ όσα έχουμε πει μέχρι τώρα, που αφορούν στον καθένα μας ατομικά σε δυο τομείς, που ουσιαστικά καλύπτουν ολόκληρη τη ζωή.

Η Αγία Γραφή μας διδάσκει σχετικά με την «εν τω κόσμω» παρουσία και δραστηριότητα του χριστιανού, ότι οποιαδήποτε απασχόλησή μας, οποιοδήποτε επάγγελμα, οποιαδήποτε αποστολή πρέπει να εκτελείται «εκ ψυχής, ως εις τον Κύριον». Δεν είμαστε χριστιανοί μονάχα μέσα στην εκκλησία στην ώρα της λατρείας ή μόνο όταν προσευχόμαστε ή μόνο στο κοινωνικό μας έργο και στα έργα αγάπης στους πάσχοντες. Όλα, ό,τι  κι αν κάνουμε, έχουν την ίδια αξία μπροστά στα μάτια του Θεού, είτε είναι κήρυγμα, είτε επαγγελματική απασχόληση είτε, νοικοκυριό, είτε επιστημονική έρευνα, είτε καλλιτεχνική δημιουργία, είτε… άρμεγμα της αγελάδας όπως μας το είπε ο Μαρτίνος Λούθηρος. Όλα πρέπει να αποβλέπουν «στην αύξηση της δόξας του Θεού» κατά την έκφραση του Ιωάννη Καλβίνου, κι όπως πολύ εύστοχα μας το διατυπώνει ο βρετανός χριστιανός ποιητής George Herbert (1593-1633) σε κάποιο ποίημά του:

Δίδαξέ με, Θεέ μου και Βασιλιά μου,
στο κάθε τι Εσένα ν’ αντικρίζω ˙
και ό,τι εκτελώ σε οτιδήποτε
να το εκτελώ σα να’ ναι για  Σένα.
Ένας υπηρέτης που ακολουθεί αυτόν τον  δρόμο
κάνει ακόμη και την αγγαρεία μια  θεία απασχόληση.
Εκείνος που σαρώνει ένα δωμάτιο
σα να εφαρμόζει τον νόμο Σου
μεταμορφώνει την πράξη αυτή  σε λεπτοδουλειά

Κι ο στιχουργός της Γερμανικής Λειτουργίας του Σούμπερτ, δάσκαλος στο ίδιο σχολείο όπου δίδαξε για ένα διάστημα κι ο μεγάλος συνθέτης, συνοψίζει στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση τη ζωή του χριστιανού στην τελευταία φράση του έργου:

Κάθε πράξη κι ενέργειά μας ας είναι μια ευσεβής δοξολογία
(“Alles unser Tun und Wirken sei ein frommer Lobgesang”).

Ας το αναλογιστούμε για λίγο: κάθε πράξη κι ενέργειά μας, ακόμη και η παραμικρότερη λεπτομέρεια της ζωής μας…

Αυτά για τον πρώτο τομέα της καθημερινής μας ζωής, για την εν τω κόσμω παρουσία και δραστηριότητά μας, όσα μας δίδαξαν γι αυτήν οι πρώτοι μεγάλοι μεταρρυθμιστές, τόσο αντίθετα προς το στενό και περιορισμένο πνεύμα του πιετισμού που επικράτησε αργότερα. Που μας έκανε να χάσουμε το «τραίνο» και στη μουσική και στο θέαμα όπως είδαμε, καθώς και σε αρκετά άλλα ακόμη που… δεν είδαμε, όπως το σπουδαίο κεφάλαιο του λόγου, της λογοτεχνίας, της ποίησης στο σύνολό της κι όχι μόνο της χριστιανικής. Κι όσο για την παρουσία των ευαγγελικών τουλάχιστον χριστιανών στον κόσμο της επιστήμης και της σοβαρής σκέψης στους τελευταίους αιώνες, είναι μια πονεμένη ιστορία που ξεφεύγει από τα δικά μας όρια.

Ο δεύτερος τομέας της καθημερινής μας ζωής αφορά στον ελεύθερο χρόνο μας, (όσο διαθέτουμε απ’ αυτόν), που διαμορφώνει και την κουλτούρα μας σαν πνευματικών –ή… μη πνευματικών– ανθρώπων και σαν χριστιανών, και φυσικά με τον όρο «κουλτούρα» δεν εννοούμε μόνο την «υψηλή διανόηση» αλλά πολλά άλλα ακόμη και πολύ πιο απλά: πώς και τι συζητάμε, τι βλέπουμε, τι ακούμε, κι όλα αυτά σε συνδυασμό με την τηλεοπτική και προπάντων (κυρίως για τους νεότερους) τη διαδικτυακή κοσμογονία που έφερε κυριολεκτικά τα πάνω κάτω. Χρειάζεται να παραπονεθούμε και πάλι για το πόσο ανεύθυνα και πόσο πρόχειρα έχουν αντιμετωπιστεί όλα αυτά στους κύκλους μας, κι όχι μονάχα στον δικό μας τόπο; Παρακολουθώ –και τη χαίρομαι- την εκδοτική δραστηριότητα των χριστιανικών ορθόδοξων ομάδων που διαφημίζεται από το περιοδικό «Ακτίνες» (σοβαρή επιστημονική έκδοση με ενδιαφέροντα επιστημονικά και κάθε άλλης μορφής πνευματικά άρθρα από τη χριστιανική σκοπιά): ένα περιοδικό καθαρά θρησκευτικό («Ζωή»), άλλο ειδικά για γυναίκες («Ο Κόσμος της Ελληνίδος»), ένα τρίτο για εκπαιδευτικούς και γονείς («Αγωγή»), ένα τέταρτο από τη Χριστιανική Φοιτητική Ένωση («Παρεμβολή») κι ένα πέμπτο για παιδιά –η γνωστή εβδομηντάχρονη «Ζωή του Παιδιού»  που διαβάζαμε κι εμείς οι παλιότεροι στο δημοτικό σχολείο. Απέναντι σ’ όλα αυτά εμείς έχουμε ν’ αντιπαρατάξουμε μόνο τη «Φωνή του Ευαγγελίου» – το μοναδικό περιοδικό αρκετά ευρείας κυκλοφορίας – και τον «Αστέρα της Ανατολής» με άρθρα κυρίως θεολογικά που κυκλοφορεί περισσότερο έξω από τις εκκλησίες μας. Ας είναι καλά ο Πρίαμος Ραμπότας που μας πρόσφερε μια γερή τονωτική δόση με την ποιητική του δραστηριότητα…

Ξαναγυρίζοντας στο κεφάλαιο της καθημερινής μας ζωής, κλείνουμε με τις συμβουλές που μας δίνει ο πολύπαθος μεγάλος αλεξανδρινός ποιητής μας, ο Κωνσταντίνος Καβάφης -«πολύπαθος» και για τα μεγάλα του πάθη και για  όσα τράβηξε εξαιτίας τους, με την ελπίδα να ταρακουνήσει ίσως μερικούς από μας, όποιας ηλικίας:

ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙΣ

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις, πιαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών’
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.

Πόσα αλήθεια έχουν να μας διδάξουν, εμάς του χριστιανούς, αρκετοί από τους «θύραθεν» (τους μη πιστούς χριστιανούς) εργάτες του πνεύματος και της τέχνης…

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top