Πώς χάσαμε το τραίνο (Μέρος Γ΄)

Στη μουσική

Το κεφάλαιο της θρησκευτικής μουσικής – και όχι μόνο της θρησκευτικής – στην ευαγγελική εκκλησία ή, πιο σωστά, στον προτεσταντικό κόσμο που προήλθε από τη θρησκευτική μεταρρύθμιση, είναι κυριολεκτικά χαώδες. Κι αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε κάποιες λέξεις για να “εικονογραφήσουμε” το πώς αυτή έχει αντιμετωπισθεί και διαμορφωθεί στη διαδρομή των πέντε αιώνων της ιστορίας της από τους “ηγέτες”, από τον “λαό” και από τους “ειδικούς”, θα πρέπει ν’ ανεβούμε –ή μάλλον να κατέβουμε – όλα τα λεξιλογικά σκαλοπάτια, από την αγάπη, τον ενθουσιασμό και τη βαθιά συγκίνηση μέχρι την αδιαφορία, την καχυποψία και ίσως και την εχθρότητα. Κι όλα αυτά σε συνάρτηση με την απίστευτη ποικιλομορφία που παρουσιάζει ο προτεσταντικός κόσμος σε ιδεολογικές εμμονές και σε επίμονες αγκυλώσεις. Κάποιες ίσως απ’ αυτές θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν μέχρι σ’ ένα βαθμό. Δεν μπορούν όλοι να δέχονται κάθε καινοτομία και να προσαρμόζονται σ’ αυτήν με την ίδια άνεση. Ο μέγιστος ιεροκήρυκας, χριστιανός μεταρρυθμιστής και πνευματικός άνθρωπος Τζων Γουέσλεϋ, για παράδειγμα (έχουμε μιλήσει γι’ αυτόν σε προηγούμενα τεύχη) όταν πρωτοπαρουσιάστηκε ο “Μεσσίας” του Χαίντελ στο ευρύ κοινό, αναρωτήθηκε αν ο κόσμος θα έδειχνε το ίδιο ενδιαφέρον για ένα κήρυγμα, όπως έδειξε «γι’ αυτό το μουσικό έργο»… Δεν ήταν, βλέπετε, ακόμη καθιερωμένη η συνήθεια να παρουσιάζονται θρησκευτικά μουσικά έργα δημόσια μ’ έναν, ας τον πούμε, “συναυλιακό” τρόπο. Γι’ αυτό και κάποια λονδρέζικη εφημερίδα, ο “Παγκόσμιος Παρατηρητής” (“Universal Spectator”)  έγραψε τη μέρα της πρώτης εκτέλεσης του έργου στο Λονδίνο στις 23 Μαρτίου 1743: «Τι θα λένε άραγε οι επόμενες γενιές όταν θα διαβάζουν στα βιβλία τους της ιστορίας ότι στον καιρό μας οι άνθρωποι στην Αγγλία είχαν φτάσει σε τέτοιο αποκορύφωμα αθεΐας και κοσμικότητας, ώστε ν’ ανέχονται την κακομεταχείριση των πιο ιερών πραγμάτων για να διασκεδάζει το πλατύ κοινό»… Βέβαια από τότε – σχεδόν τρεις αιώνες πριν – “έχει κυλήσει πολύ νερό στ’ αυλάκι”, όπως συνηθίζουμε να λέμε. Κάποια μυαλά όμως και κάποιες ομάδες εξακολουθούν και εμφανίζουν ακόμη και σήμερα αξιοθαύμαστη υστέρηση σε ιδέες και αντιλήψεις τέτοιου είδους, και μάλιστα σε βαθμό που εγγίζει τα όρια του κωμικού – ή ακόμη και τα ξεπερνάει (Να ξαναθυμηθούμε τη θεωρία για τη δαιμονική προέλευση της μουσικής από τον Ιουβάλ, μακρινό απόγονο του Κάιν;) Δύο μονάχα παραδείγματα θα ήθελα ν’ αναφέρω από τα αναρίθμητα που έχω στη διάθεσή μου και που παρόμοια έχω βιώσει κι εγώ ο ίδιος στα εξήντα τόσα χρόνια που βρίσκομαι στο “πόντιουμ” του μαέστρου. Το πρώτο “εγχώριο”, και το δεύτερο “εισαγόμενο”. Και τα δύο αναφέρονται στη μουσική γενικότερα, όχι μόνο στη θρησκευτική.

Και πρώτα το “εγχώριο”: Κάπου στη δεκαετία του ’90, αν δεν κάνω λάθος, λειτουργούσε ένας χριστιανικός ευαγγελικός ραδιοσταθμός με πρωτοβουλία μιας ομάδας που προερχόταν από τις “ελεύθερες” εκκλησίες, με ενδιαφέροντα μουσικά προγράμματα και πνευματικά μηνύματα. Κάποιος λοιπόν γνωστός πνευματικός εργάτης είχε αγανακτήσει με τον σταθμό γιατί, όπως έγραφε σε επιστολή του α) χρησιμοποιούσε… γυναίκες εκφωνήτριες, και β) μετέδιδε… κλασική μουσική! Η αντίληψη αυτή δεν ήταν μονάχα προσωπική του επιστολογράφου. Είχε ξεκινήσει από τα παλιά χρόνια, όταν κάποιο ζευγάρι “νεοπροσύλητων” είχε οδηγηθεί να καταστρέψει τους δίσκους του της κλασικής μουσικής, έχοντας λανθασμένα διδαχτεί ότι η κλασική μουσική είναι “κοσμική” και δεν ταιριάζει σε χριστιανούς!… Φαντάζεστε ότι τέτοιου είδους αντιλήψεις έχουν σήμερα εκλείψει οριστικά; θα μου επιτρέψετε ν’ αμφιβάλλω…

Το δεύτερο τώρα παράδειγμα, το “εισαγόμενο”. Αναφέρεται στο βιβλίο “Επιστροφή στη Γνησιότητα” του αμερικανού συγγραφέα Bob George που εκδόθηκε στα 1997 μεταφρασμένο στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Ο Λόγος». Μεταφέρω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:

Κάποτε ασχολήθηκα με μια νέα γυναίκα που την έλεγαν Λίζα και είχε ένα ιδιότυπο πρόβλημα. Μου είπε πως δεν μπορούσε να πηγαίνει για ψώνια. Τη ρώτησα γιατί. ” Υπήρξα μέλος μια πολύ αυστηρής ομάδας όπου δεν μας επιτρεπόταν ποτέ να ακούμε κοσμική μουσική,” είπε.  “Στην πραγματικότητα, έλεγαν ότι ο διάβολος έχει εμπνεύσει κάθε μουσική που δε μιλά για τον Ιησού. Μας είπαν ότι θα πάμε στην  κόλαση αν ακούγαμε για πολλή ώρα μουσική στο ραδιόφωνο ή αν ακούγαμε δίσκους, έτσι δεν το έκανα ποτέ”.        

“Αλλά το πρόβλημα είναι”, συνέχισε, “ότι σχεδόν όλα τα καταστήματα παίζουν μουσική από τα μεγάφωνά τους. Πήγα σε ένα κατάστημα ρούχων τις προάλλες και έπαιζαν μουσική κάντρι από ένα ραδιοφωνικό σταθμό. Με έλουσε κρύος ιδρώτας και αισθάνθηκα τόσο ένοχη ώστε αναγκάστηκα να φύγω –παρότι γνωρίζω τώρα πως ο Θεός δεν είναι έτσι”.

Δεν θα επεκταθούμε περισσότερο με παραδείγματα και ιστορίες. Το ‘χουμε κάνει άλλωστε στο παρελθόν επανειλημμένα, και η πολλή επανάληψη όταν υπερβαίνει κάποια όρια, από “μήτηρ της μαθήσεως”, μεταμορφώνεται σε στριμμένη μέγαιρα. Θα ζητήσω ωστόσο… ειδική άδεια, για να δώσω μια εικόνα για το πώς κατάντησε η χώρα που μας έδωσε τόσους σπουδαίους χριστιανούς και τόσα αξιόλογα πνευματικά κινήματα. Το Πάσχα του 1984 η τηλεόραση του BBC μετέδωσε μια σκηνοθετημένη παράσταση του “Μεσσία”. Κάπου προς το τέλος του έργου ακούγεται η άρια με τα λόγια του εδαφίου Ρωμ. η’ 31: «εάν ο Θεός είναι μεθ’ ημών, τις θέλει είσθαι καθ’ ημών;» (“If God is for us, who can be against us?”). Η εικόνα λοιπόν που μας έδειξε ο σκηνοθέτης για να “σχολιάσει” το εδάφιο, ήταν πρώτα ένα άγαλμα του Βούδα που το προσκυνούσαν κάποιοι πιστοί του, στη συνέχεια ένα μουσουλμανικό τέμενος όπου προσεύχονταν με τη γνωστή τους στάση κάποιοι μουσουλμάνοι, και τέλος έδειξε και μια εικόνα του Χριστού που προσκυνούσαν μερικοί χριστιανοί. Προφανώς ο σκηνοθέτης του BBC και οι συνεργάτες του ήθελαν να μας δείξουν την “παγκοσμιότητα” της πίστης σε κάποιο θεό, όποιος και αν είναι αυτός… Αναρωτιέμαι τι θα ‘λεγε ο δημοσιογράφος της λονδρέζικης εφημερίδας που αναφέραμε πιο πάνω, και που οδυρόταν για το “αποκορύφωμα της αθεΐας και της κοσμικότητας” της εποχής του, να πρωτοπαρουσιάζεται ο “Μεσσίας” σε συναυλιακή μορφή…

Υποθέτω ότι αρκετοί από μας θυμόμαστε από τη φυσική του σχολείου μας την έννοια της “εντροπίας” του βαθμιαίου δηλαδή υποβιβασμού της παγκόσμιας ενέργειας στην κατώτερη μορφή της, εκείνη της θερμικής ενέργειας. Μια ανάλογη διαδικασία  πολύ φοβάμαι ότι κοντεύει να ολοκληρωθεί με τη μουσική στις περισσότερες ευαγγελικές εκκλησίες όλου του κόσμου, με εξαίρεση πάντα τον λουθηρανικό κλάδο και εν μέρει και εκείνον της “υψηλής” (“high”) αγγλικανικής εκκλησίας, που πάντα ακολουθεί δικούς της, διαφορετικούς δρόμους. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά αυτού του “νέου κύματος” είναι η στιχουργική και μελωδική απλότητα –ή, πιο συχνά, απλοϊκότητα-, “για να μην κουραζόμαστε και μαθαίνουμε δύσκολα πράγματα”, η επανάληψη των ίδιων στερεότυπων φράσεων και εκφράσεων χωρίς καμιά πρωτοτυπία, η κατάργηση οποιασδήποτε πολυφωνίας, και προπάντων ο “ξορκισμός” της χορωδιακής τέχνης σε οποιαδήποτε μορφή της. Και το χειρότερο: άξιοι ταλαντούχοι καλλιτέχνες που διακρίνονται στην καθημερινή εξωεκκλησιαστική τους ζωή αδρανοποιούνται μέσα στις εκκλησίες ή προσφέρουν ό,τι πρόχειρο και φτηνό, σίγουροι ότι “ο κόσμος τέτοια θέλει, και δε χρειάζεται να κουραζόμαστε παραπάνω με δύσκολα πράγματα”. Μ’ άλλα λόγια, λαϊκισμός στη χειρότερη μορφή του… Ακόμη και η εκκλησία του μεγάλου John Stott, η λονδρέζικη ιστορική “All Souls”, ζει τη χειρότερη παρακμή της από την εποχή της ίδρυσής της. Κι απ’ ότι πληροφορούμαι για μια μεγάλη εκκλησία του νότου στις Ηνωμένες Πολιτείες, το μεγάλο “σουξέ” της είναι ο χωρισμός του εκκλησιάσματος σε δύο ομάδες, την αριστερή και τη δεξιά, όπου η αριστερή επαναλαμβάνει: “God is good!” και η δεξιά απαντά: “Yes, He is good!” Επαναφορά δηλαδή της παλιάς αντιφωνίας στην πιο φθηνή της έκδοση…  Και φυσικά ένα από τα χειρότερα είναι ο καταποντισμός του πνευματικού (spiritual) επιπέδου της εκκλησίας.

Και τώρα ορθώνεται το ερώτημα: Έχουμε χάσει άραγε οριστικά το “τραίνο” στον τόσο χρήσιμο και ευλογημένο τομέα της μουσικής στις ευαγγελικές εκκλησίες; δεν μπορούμε να πούμε τίποτε με απόλυτη βεβαιότητα. Απ’ όσα όμως βλέπουμε να γίνονται εδώ στον τόπο μας, στη μικρή μας κοινότητα, αλλά και σε πολλούς άλλους τόπους όπου κυριαρχεί ο προτεσταντικός χριστιανισμός, φοβάμαι πως είναι πολύ δύσκολη η αναστροφή του κλίματος. Ας μην ξεχνάμε πως όταν ο Θεός μάς έχει δώσει ένα πολύτιμο δώρο κι εμείς το κυλάμε στη λάσπη ή –ας μου επιτραπεί η έκφραση- το κάνουμε… γαργάρα, ασφαλώς θα μας το πάρει πίσω, όπως έκανε πριν μερικά χρόνια με τον τηλεοπτικό χριστιανικό σταθμό “HELLAS 62” και με άλλα παρόμοια. Ανοίξτε όσοι έχετε δορυφορική τηλεόραση – και σίγουρα το διαδίκτυο προσφέρει ακόμη περισσότερη ποικιλία- και παρακολουθήστε κυρίως στις μεγάλες γιορτές του γερμανικούς καθολικούς σταθμούς, και θαυμάστε τα γιορτινά τηλεοπτικά προγράμματά τους, παιδικά κυρίως, με τα χορωδιακά τραγούδια τους, με τα χριστιανικά μιούζικαλ, με τις κάθε είδους παραστάσεις και με τη χορογραφία τους (κάποτε μίλησα για χορογραφία σε κάποιο συνέδριο και κόντεψα να γίνω αποσυνάγωγος…) και προπάντων με τη “χριστοκεντρικότητά” τους;  και θυμηθείτε και τις εγχώριες χορωδιακές προσπάθειες με τις παιδικές χορωδίες (ένα απ’ όλα) του Τάκη και της Μαρίζας Βενιζελέα, κι ας μη μιλήσουμε και για τα δικά μας και θεωρηθεί ότι “κάνουμε φιγούρα”, όπως τ’ ακούγαμε κάθε τόσο στο παρελθόν.

Και κάτι τελευταίο, και καθόλου ασήμαντο – το ‘χουμε γράψει κι αυτό αρκετές φορές μέχρι σήμερα: Μήπως θα έπρεπε να δοθεί περισσότερη προσοχή στον τομέα της μουσικής και γενικότερα της “κουλτούρας” στην ύλη που διδάσκεται στη βιβλική μας σχολή; Καλή και απαραίτητη η θεολογία, αλλά έχει αποδειχτεί επανειλημμένα ότι η υπερβολική διόγκωσή της σε βάρος των υπόλοιπων πνευματικών τομέων δημιουργεί επικίνδυνα “καρκινώματα” – και το γράφω μ’ όλο τον σεβασμό και την εκτίμησή μου για το έργο που έχει επιτελεστεί μέχρι τώρα.

Κι ακόμη: μήπως θα έπρεπε, τουλάχιστον στις λίγες μεγάλες εκκλησίες που διαθέτουμε, οι ποιμένες, οι πρεσβύτεροι και όποιοι άλλοι υπεύθυνοι (οποιασδήποτε απόχρωσης και οποιασδήποτε ομολογίας, και… “ο νοών νοείτω”) να σκεφθούν λίγο παραπάνω και ν’ αναθεωρήσουν κάποιες απόψεις τους στον τομέα της μουσικής χωρίς προκαταλήψεις και ιδεολογικές αγκυλώσεις, και προπάντων με τη βοήθεια σοβαρών μουσικών με ειδική μόρφωση και κατάρτιση που καθεμιά από αυτές τις εκκλησίες έχει στο ποίμνιό της και τους κρατάει εντελώς περιθωριοποιημένους; Θυμάμαι πριν αρκετές δεκαετίες που είχαμε επισκεφτεί κάποια Κυριακή πρωί με τη χορωδία μας μια μεγάλη εκκλησία της Αθήνας – δεν θ’ αναφέρω περισσότερες λεπτομέρειες. Ανάμεσα στο πρόγραμμα που παρουσιάσαμε περιλαμβανόταν και το περίφημο μοτέτο “Ave verum” του Μότσαρτ που εμείς το αποδώσαμε με τα λόγια “Ευλογία στον Σωτήρα” ή όπως ήταν γνωστό πιο παλιά, “Η αγκαλιά του Ιησού”. Στο τέλος λοιπόν της λατρείας με πλησίασε η σύζυγος του ποιμένα, αμερικανίδα από όσο θυμάμαι, φανερά συγκινημένη: «Αχ, γιατί κι εμείς να μην έχουμε τόσο ωραίους ύμνους;» Τι να της έλεγα; Πως η παράδοση της εκκλησιαστικής της απόχρωσης αποκλείει τέτοιου είδους μουσική; Αναλογίζομαι εκείνο το περιστατικό κι αληθινά μελαγχολώ, καθώς βλέπω πού έχουμε φτάσει σήμερα.

Συνεχίζεται.

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top