Προς μια θεολογία της πόλης

a group of people walking in front of a building

Στην προσέγγιση μας προς μια “θεολογία της πόλης” υπάρχει ένα διπλός κίνδυνος, από τη μια, να μιλούμε για την πόλη αφηρημένα, θεωρώντας πως όλοι κατανοούμε με τον ίδιο τρόπο την πόλη και πως έχουμε κοινές εμπειρίες και, από την άλλη, η πόλη και η κουλτούρα της πόλης να διαμορφώνουν τη θεολογία μας, αντί αυτή να πηγάζει από τις βιβλικές αρχές. Στόχος αυτής της μελέτης δεν είναι να προσφέρει μια παρουσίαση και ανάλυση της “θεολογίας της πόλης”, αλλά να αναδείξει αυτούς τους δύο παραπάνω – θεωρώ υπαρκτούς – κινδύνους στην προσέγγισή μας.

Ο βασικότερος λόγος πίσω από την αυξημένη ενασχόληση με τη “θεολογία της πόλης”, βρίσκεται στην αναντίρρητη αναγνώριση της πόλης ως του βασικού οχήματος επιρροής της ανθρώπινης κοινωνίας. 

Φυσικά δεν χρειαζόταν να φθάσουμε στη βιομηχανική επανάσταση για να καταλήξουμε σε αυτό το συμπέρασμα. Ήδη στις σελίδες της ΚΔ συναντούμε τον κεντρικό ρόλο που είχαν οι πόλεις ως κέντρα επιρροής. Ο Απ. Παύλος στοχευμένα κήρυξε το μήνυμα του Χριστιανισμού στις σημαντικότερες πόλεις, αφήνοντας στις εκκλησίες που ίδρυε την αποστολή και τη μέριμνα για τις μικρότερες γειτονικές πόλεις (βλ. A’ Θεσ. 1:7-8).

Ωστόσο, η βιομηχανική επανάσταση ενίσχυσε αυτή την κατάσταση, καθώς μετέφερε αποφασιστικά την οικονομική δύναμη από τα κυρίαρχα μονοπάτια των γαιοκτημόνων, στα εργοστάσια και τα γραφεία, αυξάνοντας την παραγωγή, η οποία πλέον δεν εξαρτιόταν από τους περιορισμούς των εποχών και της ευφορίας του εδάφους. Η πόλη είχε πλέον πάρει την απόλυτη θέση καθοδηγητή της κοινωνίας, σε βαθμό που πλέον μιλούμε ακόμη και για την αστικοποίηση της υπαίθρου. Όλο αυτό δημιούργησε μια νέα κατάσταση καθώς οι πόλεις ξεκίνησαν να “φιλοξενούν” ανθρώπους από διάφορα ταξικά και κοινωνικά στρώματα, μία τρίτη ενδιάμεση τάξη, η αστική τάξη, κάνει την εμφάνιση της, ενώ παρατηρείται ακόμη και μετακίνηση ανθρώπων μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Και είναι τόσο χαρακτηριστικό αυτό το σύνθετο ταξικό μωσαϊκό της πόλης, όπου στη μετα-βιομηχανική εποχή οι τόσο διαφορετικές και «παράταιρες μεταξύ τους ομάδες» καλούνται να βρουν τρόπο να συνεργαστούν, δημιουργώντας ένα νέο πλαίσιο επιρροής και επαναστατικότητας, αυτό της Πόλης. Είναι η πόλη πλέον με τα διάφορα κοινωνικά στρώματα το βασικό όχημα επιρροής και όχι μία συγκεκριμένη κοινωνικό-πολιτική ομάδα.

Συνεπώς, όταν μιλούμε για την πόλη χρειάζεται να έχουμε στο μυαλό μας πως δεν πρόκειται για μια μονοδιάστατη εμπειρία. Δεν υπάρχει μία εξιστόρηση. Δυστυχώς, συχνά ο τρόπος με τον οποίο πλησιάζουμε τη “θεολογία της πόλης” έρχεται μέσα από τα στενά όρια της εμπειρίας μας και της κοινωνικής τάξης του “αστικού ευαγγελικαλισμού” μας. Αλλά η πόλη δεν αποτελείται κυρίως από ανθρώπους της μεσαίας τάξης, που ασχολούνται διαρκώς με νέες επιχειρηματικές ιδέες ή που επιλέγουν σε ποια πολιτιστικά δρώμενα της πόλης θα συμμετέχουν ή που αναζητούν τα εστιατόρια με νέες gourmet συνταγές. Η πόλη αποτελείται και από την οικογένεια που οριακά καταφέρνει να επιβιώσει, από τον άστεγο που περιπλανιέται στους δρόμους, αποτελείται από ανθρώπους που στέκονται αδιάφοροι στις τέχνες, από τον έφηβο του οποίου η οικογένεια αδυνατεί να καλύψει τα έξοδα των φροντιστηρίων ξένων γλωσσών, από τους πρόσφυγες. Δυστυχώς στον σύγχρονο “ευαγγελικαλισμό”, εντός και εκτός της χώρας μας, κάθε φορά που η συζήτηση φθάνει στο θέμα της “θεολογίας της πόλης” και στην κουλτούρα της πόλης, αυτή παρουσιάζεται με όρους και πλαίσια που δε συνυπολογίζουν την εμπειρία άλλων συμπολιτών μας, καθώς και τους αποκλείουν με το να αγνοούν τη μη δυνατότητα συμμετοχής τους. Ο τρόπος με τον οποίο περιγράφεται η ζωή ενός Χριστιανού, επηρεασμένου από τη “θεολογία της πόλης”, μέσω της οποίας καλείται να συμμετέχει στην πόλη και στα δρώμενά της, στην ουσία είναι ένας κατάλογος πραγμάτων όπου απαιτείται μια συγκεκριμένη οικονομική ευρωστία για να μπορείς να συμμετέχεις. Εάν η εφαρμογή της θεολογίας μας για την πόλη, είναι ένα διπλό εσπρέσσο από έναν πιστοποιημένο και βραβευμένο barista, μία βραδιά στο Ηρώδειο και η επίσκεψη στην μπυραρία με μπύρες από όλο τον κόσμο, τότε η θεολογία μας έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση τον καταναλωτισμό. Η πόλη βιώνεται μέσα από τον καταναλωτισμό.

Ο Αμερικανός ιστορικός θεολόγος Carl Trueman, σημειώνει σε ένα άρθρο του με τίτλο: “Γιατί δεν υπάρχουν αρκετές θέσεις πάρκιγνκ στην κλινική για προστάτη”, θέλοντας να καυτηριάσει, ήδη από τον τίτλο, τον μονομερή τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε τη ζωή:

“Μου κάνει μεγάλη εντύπωση, η σύμπτωση των ασχολιών, Χριστιανών που ασχολούνται με την κουλτούρα και των [ασχολιών] ανθρώπων της μεσαίας τάξης: αμέτρητες συζητήσεις σχετικά με τη Χριστιανική προσέγγιση στην τέχνη, τη μουσική, τη λογοτεχνία, το σεξ, ακόμη και για τη διεθνή πολιτική. Και είμαι βέβαιος, είναι όλα πολύ σημαντικά ζητήματα και θέματα συζητήσεων με αφρώδη ποτά μετά από ένα θερμό βραδινό πάρτι. Αλλά τι γίνεται με τα θέματα που δεν είναι και τόσο ενδιαφέροντα; Σκεφτείτε για παράδειγμα τους οδοκαθαριστές· ή τις καθαρίστριες τουαλετών σε ξενοδοχεία· ή εργάτες σε μία βιοτεχνία ομπρελών. Γιατί δεν υπάρχει συνέδριο στην Χριστιανική φιλοσοφία που να απευθύνεται  σε αυτά τα ζωτικά επαγγέλματα και κλήσεις; Άλλωστε, σκεφτείτε πόσο φρικτό θα ήταν ένα Χριστιανικό συνέδριο επάνω στο θέμα της φτώχειας εάν λάμβανε χώρα σε ένα ακριβό ξενοδοχείο, σε μία μεγάλη πόλη, μία μέρα νεροποντής, αλλά δεν υπήρχαν οδοκαθαριστές, καθαρίστριες τουαλετών και κατασκευαστές ομπρελών. Βρεγμένα, βρώμικα και ανθυγιεινά, φαντάζομαι”.

Διαμορφώνοντας με αυτό τον τρόπο μια “θεολογία της πόλης” κινδυνεύουμε να θεωρούμε πως η εμπειρία μας είναι η μόνη εξιστόρηση της πόλης, να θεωρούμε πως όλοι κάπως έτσι θα σκέφτονται. Αλλά ακόμη πιο σημαντικό, κινδυνεύουμε να μην μπορέσουμε να κατανοήσουμε το μεγαλύτερο πλέον τμήμα της πόλης και να φαινόμαστε εντελώς άσχετοι με τα ζητήματα, τα θέματα και την καθημερινότητα των ανθρώπων. Σε τέτοιο βαθμό ώστε να ξαφνιαζόμαστε και να νευριάζουμε με όσους δεν συγχρονίζονται με τον “παλμό” της δικής μας πόλης και την αδιαφορία τους για τα δικά μας ζητήματα. Με την ανικανότητα μας να καταλάβουμε τη σημασία των κοινωνικών διαφορών στη διαμόρφωση των στάσεων απέναντι στη ζωή, δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε γιατί τα προγράμματά μας και οι αυστηρές δίαιτες δεν προκαλούν γενικό ενθουσιασμό. Καταλήγουμε έτσι σε μια θεολογία άσχετη με την πόλη και συναντούμε μια πόλη που δεν κατανοεί ή αδιαφορεί για τη θεολογία της πόλης.

Αφήνοντας πίσω τον πρώτο κίνδυνο, προς αποφυγή παρεξήγησης, είναι σημαντικό να σημειώσω πως ο ίδιος κίνδυνος εγκυμονεί και στην περίπτωση που θεωρήσουμε πως η απόλυτη πραγματικότητα της πόλης έρχεται από τη ματιά λ.χ. των αστέγων. Αν και ελάχιστες οι περιπτώσεις, συναντούμε εκκλησίες, κινήματα και θεολογίες, όπου η πόλη στη σκέψη τους, φαντάζει μόνο ως ένας τόπος όπου η εκκλησία έχει ως μόνο ρόλο της, τη φροντίδα των καταπιεσμένων, και έξω από αυτό το πλαίσιο όλα τα υπόλοιπα χαρακτηρίζονται ως δευτερεύοντα ή και παντελώς αδιάφορα μπροστά στις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες.

Ο δεύτερος κίνδυνος βρίσκεται στο να διαμορφώνω μια “θεολογία της πόλης” μέσα από την επαφή με την κουλτούρα και τις εμπειρίες μου στην πόλη, αντί η “θεολογία της πόλης” να προκύπτει από τις “βιβλικές αρχές”. Λέγοντας αυτό, είναι σημαντικό να σημειώσω πως το σχήμα δεν έχει στόχο τη “δαιμονοποίηση” της κουλτούρας σε σύγκριση με τις βιβλικές αρχές και τη θεολογία που προκύπτει από αυτές. Η αντιπαραβολή της κουλτούρας με τις βιβλικές αρχές πως στην πρώτη περίπτωση οι αρχές που πηγάζουν από την κουλτούρα και την εμπειρία της πόλης είναι τυχαίες – αύριο ή σε κάποιο άλλο σημείο της Γης οι αρχές αυτές πιθανότατα να μην ισχύουν – ενώ οι βιβλικές αρχές υποστηρίζουν πως προσφέρουν μία οικουμενική και διαχρονική βλέψη στα πράγματα.

Αυτό που υποστηρίζω, δηλαδή, είναι πως για να καταλήξουμε σε μία σωστή “θεολογία της πόλης”, χρειάζεται να δούμε την κουλτούρα της πόλης ως ένα “τυχαίο” γεγονός, το οποίο χρειάζεται να το ερμηνεύσουμε υπό το φως των βιβλικών αρχών, προτού το δεχτούμε και το αγκαλιάσουμε ως ένα δεδομένο προς τη “θεολογία της πόλης”.

Για παράδειγμα, η εμπειρία της ζωής στην πόλη φανερώνει μια συνεχώς αυξανόμενη αποξένωση μεταξύ των ανθρώπων. Αν και οι άνθρωποι στην πόλη ζουν σε ελάχιστα τετραγωνικά μέτρα απόσταση μεταξύ τους, καταφέρνουν να μη ζουν κοινοτικά. Τώρα ο κίνδυνος είναι να εκλάβουμε αυτή την κατάσταση ως μια αναγκαιότητα της ζωής στην πόλη. Η αυξημένη ενασχόληση με τη δουλειά, σε σύγκριση με το παρελθόν, η ταχύτητα με την οποία κινούνται και αλλάζουν τα πράγματα στην πόλη, ο πλουραλισμός ευκαιριών και δρώμενων στην πόλη, συστήνουν μια ζωή που δεν σου επιτρέπει την αλόγιστη σπατάλη χρόνου, ούτε σου επιτρέπει βαθιές δεσμεύσεις με χώρους και άτομα. Αυτή είναι η σημερινή κουλτούρα της πόλης. Ένας τρόπος, λοιπόν, προσέγγισης είναι να δημιουργήσουμε μια “θεολογία της πόλης” που στην εφαρμογή της θα αντανακλά και θα “σέβεται” αυτή την πραγματικότητα. Η απαίτηση στη συμμετοχή της ζωής της εκκλησίας θα πρέπει να αντανακλά το γεγονός πως αυτή η εκκλησία κινείται στο πλαίσιο μιας μεγάλης πόλης. Οι πιστοί θα μπορούν να ξοδεύουν ελάχιστο χρόνο στα δρώμενα της εκκλησίας, ο βασικός ή ο μοναδικός τρόπος συμμετοχής θα είναι ο πρωϊνός εκκλησιασμός της Κυριακής, η οποιαδήποτε συνεισφορά στη διακονία εντός της εκκλησίας ή στην πόλη θα πρέπει να γίνεται με συγκεκριμένα οργανωμένα δρώμενα.

Σε αυτή την προσέγγιση η κουλτούρα έχει ορίσει τη “θεολογία της πόλης”. Ως αποτέλεσμα, ένα βασικό και διαχρονικό στοιχείο του Χριστιανισμού: η κοινότητα – το να μοιράζομαι τη ζωή μου με άλλους ανθρώπους – να έχει εντελώς παραγκωνιστεί από τη θεολογία μας για την πόλη. Μάλιστα, στις σελίδες της ΚΔ είναι αυτό το στοιχείο της κοινότητας των πρώτων Χριστιανών που έλκυσε τις πόλεις προς τον Χριστιανισμό.

Και το ζήτημα δεν βρίσκεται στο γεγονός πως με αυτόν τον τρόπο δεν τιμούμε τη “θεολογία της πόλης”, όπως πηγάζει από τις βιβλικές αρχές, αλλά πως αποδυναμώνουμε την “προφητική” στάση που χρειάζεται να έχει η Εκκλησία μέσα στην πόλη. Μια “προφητική” στάση μέσω της οποίας μέσα σε μια πόλη αποξενωμένων ανθρώπων, της προσφέρεται η ευκαιρία να μιλήσει για τη σπουδαιότητα της κοινότητας.

  1.  Carl Trueman, The Bonzo Dog Doo Dah Band on Urban Theology, Postcards From Palookaville: http://www.mortificationofspin.org/ July 7, 2011.
  2.  Αυτό αποτελεί σημαντικό επιχείρημα στην αναγκαιότητα ύπαρξης μιας θεολογίας της πόλης,  και υπέρ της σημαντικότητας των πόλεων, καθώς ακόμη και η ύπαιθρος λειτουργεί με τρόπους και ρυθμούς της πόλης.
  3. Carl Trueman, The Bonzo Dog Doo Dah Band on Urban Theology.
  4. David Harvey, Εξεγερμένες Πόλεις: από το δικαίωμα στην πόλη στην επανάσταση της πόλης, Αθήνα 2012, Εκδόσεις ΚΨΜ, σελ. 29
  5.  Carl Trueman, Fools Rusn in Where Monkeys Fear to Tread: why are there never enough parking spaces at the prostate Clinic, Phillipsburg, New Jersey, P&R, pg. 95.
  6. Κρίστοφερ Λας, Η εξέγερση των Ελίτ και η προδοσία της δημοκρατίας, Αθήνα 1995, Εκδόσεις Νησίδες, σελ.26.
  7. βλ. Πρ. 2:42-47, 4:32-37, 11:19-26

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top