Πέρα από το φανοστάτη

a statue of a person next to a chair and a chair

Σχόλια με την ευκαιρία της κινηματογραφικής μεταφοράς του έργου του C.S.Lewis «Το Λιοντάρι, η Μάγισσα και η Ντουλάπα» (The Lion, the Witch and the Wardrobe)

«Kαι τότε είδε μπροστά της το φωτάκι – όχι όμως λίγους πόντους πιο κει, όπου θα ‘ πρεπε να βρίσκεται η πλάτη της ντουλάπας, αλλά πέρα μακριά… και τότε μόνο κατάλαβε πως στεκόταν στη μέση ενός δάσους, νύχτα, με χιόνι κάτω από τα πόδια της και τον αέρα γεμάτο χιονονιφάδες. Η Λούσυ τρόμαξε λιγάκι, για να λέμε την αλήθεια, μα ένιωθε να την κεντρίζει μεγάλη περιέργεια. Κοίταξε πίσω, και κει, ανάμεσα στους σκοτεινούς κορμούς των δέντρων, ξεχώρισε την ανοιχτή πόρτα της ντουλάπας, φαινόταν ως και το αδειανό δωμάτιο απ’ όπου είχε ξεκινήσει… Στo δωμάτιο φαινόταν να ‘χει ακόμα μέρα. “Έτσι κι αλλιώς, αν κάτι δεν πάει καλά, μπορώ να γυρίσω όποτε θέλω”, σκέφτηκε η Λούσυ. Άρχισε λοιπόν να προχωράει.. μέσα στο χιονισμένο δάσος, ζυγώνοντας το φωτάκι. Το έφτασε σε καμιά δεκαριά λεπτά, κι ανακάλυψε πως ήταν ένας φανοστάτης». (C. S. Lewis, Το Λιοντάρι, η Μάγισσα και η Ντουλάπα. Μετάφρ. Τζ. Μαστοράκη, Αθήνα  1989, σ.16).

Έτσι μπήκε η Λούσυ Πέβενσυ στον κόσμο της Νάρνια, έτσι ξεκίνησαν οι περιπέτειες που έζησε εκεί μαζί με τ’ αδέλφια της, έτσι ο C.S.Lewis άρχισε το 1948 να καταγράφει τα Χρονικά της Νάρνια, έργο που έμελλε να κατακτήσει μια αγαπημένη θέση στον χώρο της κλασσικής παιδικής λογοτεχνίας.

Ο συγγραφέας – το πλαίσιο του έργου

Ο συγγραφέας, (1898 – 1963), λόγιος και ακαδημαϊκός δάσκαλος στο Πανεπιστήμιο αρχικά της Οξφόρδης και αργότερα του Καίμπριτζ, δεν έκρυψε ποτέ τη μεταστροφή του από την αθεϊα στη συνειδητή Χριστιανική πίστη, έγινε δε γνωστός και αγαπητός σ’ ένα ευρύτατο αναγνωστικό κοινό με τις απολογητικές μελέτες του. Οι ιδιαίτερες πνευματικές του δεξιότητες –  η μοναδική του ικανότητα να συνδυάζει στα γραπτά του κρυστάλλινη λογική, σαφήνεια και ποιητική ευαισθησία, το πρωτότυπο ύφος γραψίματος, οι βαθύτατα πνευματικές και ουσιαστικές αναλύσεις του στα επιμέρους θέματα της Χριστιανικής διδασκαλίας και πρακτικής ζωής δίνουν στα κείμενά του έναν μοναδικό, απόλυτα αναγνωρίσιμο χαρακτήρα.

Το 1950, όταν εκδόθηκε το πρώτο βιβλίο της σειράς Τα Χρονικά της Νάρνια (The Chronicles of Narnia) : «Το Λιοντάρι, η Μάγισσα και η Ντουλάπα », είχαν ήδη κυκλοφορήσει, ή ήταν γνωστά, σημαντικά απολογητικά έργα του : Το Πρόβλημα του Πόνου (The Problem of Pain), 1940 , Χριστιανισμός απλώς (Mere Christianity) – κυκλοφόρησε το 1952, αλλά το περιεχόμενο ήταν ήδη γνωστό από τις ραδιοφωνικές ομιλίες του Lewis της εποχής του πολέμου. Μεγάλη επιτυχία επίσης είχαν Οι Επιστολές του Σκριούτειπ (The Screwtape Letters), 1942, λογοτεχνικό και απολογητικό κείμενο που αναδεικνύει χαρακτηριστικά όλες τις αρετές του συγγραφέα υπηρετώντας συγχρόνως με ειλικρίνεια το Χριστιανικό μήνυμα. 

 Το γεγονός ότι στην ωριμότητά του, χωρίς ο ίδιος ποτέ να έχει ζήσει με παιδιά, στράφηκε στο συγκεκριμένο είδος αφήγησης δεν είναι τόσο παράξενο όσο φαίνεται. Ο κόσμος του παραμυθιού δεν είχε πάψει ποτέ να τον γοητεύει, από τότε ακόμα που  μικρό παιδί, μαζί με τον αδελφό του, έπλαθαν και εικονογραφούσαν ιστορίες για μια φανταστική χώρα, όπου τα ζώα μπορούσαν να μιλούν. Ενήλικας πια, με βαθιά γνώση της Λογοτεχνίας αλλά και τη Χριστιανική προοπτική, εξακολουθούσε να βρίσκει συναρπαστικό τον κόσμο του παραμυθιού. Έβλεπε εκεί μέσα την αναζήτηση μιας Ομορφιάς, που τα πράγματα γύρω μας μόνον υπαινίσσονται. Και στους κοινούς τόπους, τα σύμβολα, τα μοτίβα των παραμυθιών αναγνώριζε  νύξεις για κάποιες  κοινές, αρχέγονες  μνήμες από τη Χαραυγή του Χρόνου και της Ανθρώπινης ιστορίας. Η δύναμη της αγάπης που είναι ικανή να μεταμορφώσει και να δώσει ζωή, η θυσία, η προβολή της εσωτερικής ασχήμιας στην εξωτερική μορφή και το αντίθετο (θυμηθείτε την Πεντάμορφη και το Τέρας), η καταστροφή, όταν ο νόμιμος κάτοχος μιας «περιουσίας» την αρπάζει βίαια, πριν τη σωστή ώρα – αυτά είναι κάποια από τα μοτίβα που θα μπορούσε κανείς ν’ απαριθμήσει.

Τα Χρονικά της Νάρνια πήραν δικαιωματικά θέση ανάμεσα στα κλασσικά έργα της Παιδικής Λογοτεχνίας με σταθερά πετυχημένη κυκλοφορία, γεγονός όχι συνηθισμένο για ένα Χριστιανό συγγραφέα. Μολονότι απευθύνονται κυρίως σε παιδιά, είναι ικανά να αγγίξουν και τον ενήλικα, όπως άλλωστε κάθε καλό παιδικό βιβλίο. Κείμενο πραγματικά γοητευτικό, πυκνό, με  σωστές δόσεις χιούμορ και συγκίνησης ανταποκρίνεται απόλυτα στις προϋποθέσεις που ένας μεγάλος συγγραφέας θεωρούσε απαραίτητες για την καλή παιδική λογοτεχνία : «Γράφεις όπως και για τους μεγάλους, μόνο φυσικά πολύ καλύτερα». 

Αλλά βέβαια υπάρχει και η άλλη, η κρίσιμη διάσταση. Ο Lewis δημιούργησε πλοκή, χαρακτήρες, έναν ολόκληρο κόσμο, που ουσιαστικά αντανακλούν την  αναζήτηση της ανθρώπινης ψυχής για την Αλήθεια και την καθοριστική συνάντηση με τον Ιησού Χριστό, το Πρόσωπο το μόνο ικανό να πληρώσει τους μύχιους πόθους της. Ο Ασλάν, το ευγενικό Λιοντάρι, που δίνει τη ζωή του για να σωθεί η Νάρνια και σφραγίζει αποφασιστικά με την παρουσία του όλη την εξέλιξη της ιστορίας αναγνωρίζεται με σαφήνεια σαν εικόνα του Χριστού. Ο συγγραφέας δεν έκρυψε την πρόθεσή του να δημιουργήσει ένα πλαίσιο που θα εξοικείωνε τα παιδιά με τις βαθύτερες πνευματικές αλήθειες. – «Γι’ αυτό σας έφερα στη Νάρνια», λέει σ’ ένα σημείο ο Ασλάν στη μικρή Λούσυ, «γνωρίζοντάς με εδώ λιγάκι θα με αναγνωρίσετε καλύτερα εκεί, στο δικό σας κόσμο». Ο Lewis θέλησε να υποβάλει, ιδίως στα παιδιά, γνήσια συγκίνηση και δέος μπροστά σ’ αυτές τις αλήθειες, αποφεύγοντας τον κίνδυνο της ανίας και της αμηχανίας που συνήθως συμβαδίζει με την τυπική, δασκαλίστικη πρακτική. 

Το Λιοντάρι, η Μάγισσα και η Ντουλάπα

Αξίζει τώρα να ρίξουμε από πιο κοντά μια ματιά στην αρχή της ιστορίας, όταν  για πρώτη φορά άνοιξε η πόρτα στον συναρπαστικό κόσμο της Νάρνια. 

Τέσσερα αδέλφια, ο Πήτερ, η Σούζαν, ο Έντμουντ και η Λούσυ απομακρύνονται τον καιρό του πολέμου από τους βομβαρδισμούς του Λονδίνου και φιλοξενούνται στο αρχοντικό ενός γέρου καθηγητή, χαμένο μέσα στην αγγλική εξοχή. Εξερευνώντας  μια βροχερή μέρα το τεράστιο σπίτι η Λούσυ ανοίγει τυχαία την πόρτα μιας ντουλάπας που της έκανε εντύπωση και ξαφνικά βρίσκεται σ’ έναν άλλο κόσμο, στη μυστηριώδη χώρα της Νάρνια, όπου ζουν περίεργα, γοητευτικά πλάσματα κι όπου τα ζώα μιλούν. Σκεπασμένη με χιόνια και πάγους η Νάρνια βρίσκεται κάτω από την τυραννία της Λευκής Μάγισσας που την έχει καταδικάσει σ’ έναν ατέλειωτο χειμώνα. Όταν κάποια στιγμή όλα τ’ αδέλφια μαζί βρίσκουν  ανοιχτή την πόρτα και μπαίνουν σ’ αυτόν τον παράξενο κόσμο (που λειτουργεί μάλιστα μ’ έναν δικό του χρόνο) μαθαίνουν πως  η μόνη σωτηρία για τη Νάρνια βρίσκεται στον Ερχομό του Ασλάν, του ευγενικού Λιονταριού, κι ακόμη, πως όλοι περιμένουν η ευτυχία και το δίκαιο να ξανάρθουν στη Νάρνια, όταν στεφθούν βασιλιάδες δυο αγόρια και δυο κορίτσια.

 Τα πράγματα όμως περιπλέκονται, καθώς ο Έντμουντ, ο οποίος έχει ήδη συναντήσει μόνος του τη Λευκή Μάγισσα κι έχει γοητευτεί από την υπόσχεσή της να τον κάνει βασιλιά, εγκαταλείπει τ’ αδέλφια του και φεύγει να τη συναντήσει. Φτάνοντας όμως στο παλάτι της, αντί ν’ ανταμειφθεί,  ρίχνεται δεμένος χειροπόδαρα σ’ ένα μπουντρούμι κι έτσι ανακαλύπτει το αληθινό πρόσωπο της Μάγισσας – στόχος της ήταν να παγιδεύσει κι αυτόν και τα αδέλφια του. Κι όχι μόνο –  η προδοτική, ύπουλη πράξη του, σύμφωνα με τους αρχαίους νόμους της Νάρνια, τον έχει κάνει δικαιωματικά λεία της Λευκής Μάγισσας, η ζωή του της ανήκει.

 Αυτό ακριβώς δηλώνει κι εκείνη, όταν συναντιέται με τα παιδιά και τον ίδιο τον Ασλάν, ο οποίος μάλιστα δεν αμφισβητεί το δίκαιο της απαίτησής της. Αναπάντεχα όμως, ύστερα από μια μυστική συνάντηση με τη Μάγισσα ο Ασλάν ανακοινώνει στα παιδιά πως ο αδελφός τους είναι ελεύθερος. Όμως η βαθιά και ανεξήγητη θλίψη του δεν περνά απαρατήρητη από τη Σούζαν και τη Λούσυ που αποφασίζουν να μείνουν κοντά του όλη εκείνη τη νύχτα. Έτσι τον ακολουθούν, καθώς μόνος, χωρίς να προβάλει καμμιά αντίσταση παραδίδεται στη Λευκή Μάγισσα και τα σκοτεινά πλάσματα που την υπηρετούν. Εκείνη, αφού τον ταπεινώσει, τον σκοτώνει φωνάζοντας θριαμβευτικά πως η Νάρνια είναι πια για πάντα δική της και πως το ανθρώπινο πλάσμα, που για χάρη του έγινε η θυσία,  βρίσκεται και πάλι στα χέρια της ανυπεράσπιστο.

Το πρόσωπο του Λιονταριού… ήταν γυρισμένο κατά τον ουρανό, ήρεμο, μήτε θυμωμένο, μήτε φοβισμένο, γεμάτο από βαθιά, γαλήνια θλίψη. Και τότε, πριν δώσει το χτύπημα, η Μάγισσα έσκυψε και του είπε με φωνή που έτρεμε: «- Λοιπόν, ποιος είναι ο νικητής; Νόμιζες πως μ’ όλα αυτά θα σώσεις τον προδότη άνθρωπο; Τώρα θα σκοτώσω εσένα αντί για κείνον, όπως συμφωνήσαμε… Μα όταν πια θα είσαι νεκρός, τι μ’εμποδίζει να τον σκοτώσω; Ποιος θα τον βγάλει τότε από τα χέρια μου; Καταλαβαίνεις τι έκανες; Μου χάρισες τη Νάρνια για πάντα. Έχασες τη ζωή σου – και μήτε τη δική του ζωή έσωσες. Και τώρα, με τη γνώση αυτή, απελπίσου και πέθανε!»).

Η επόμενη αυγή φέρνει την έκπληξη. Μέσα από τα δακρυσμένα τους μάτια τα δύο κορίτσια βλέπουν μπροστά τους και πάλι ζωντανό και δυνατό το ευγενικό Λιοντάρι. Τους εξηγεί πως η Μάγισσα δεν γνώριζε αυτά που είχαν αποφασιστεί πριν τη Χαραυγή του Χρόνου για τη Νάρνια – «αν ένας αθώος δώσει με τη θέλησή του τη ζωή του στη θέση του προδότη, τα δεσμά θα λυθούν, ο θάνατος θα νικηθεί».

Ακολουθεί η τελική μάχη με τη Λευκή Μάγισσα και τις δυνάμεις της, η επιστροφή της χαράς και της ζωής στη Νάρνια, η τρυφερή συνομιλία του Ασλάν με τον Έντμουντ, η στέψη των τεσσάρων βασιλιάδων, αυτό δηλαδή που η Λευκή Μάγισσα ήθελε να εμποδίσει με κάθε τρόπο. 

Όταν ύστερα από χρόνια συνετής και δίκαιης βασιλείας τα παιδιά ξαναβρίσκουν το φανοστάτη και επιστρέφουν μέσα απ’ τη ντουλάπα στον κόσμο τους, ανακαλύπτουν πως είχαν λείψει για λίγα μόνο λεπτά!

Κι όταν διηγούνται τις περιπέτειές τους στον γέρο καθηγητή (ο οποίος από την αρχή, για κάποιο περίεργο δικό του λόγο και σε αντίθεση με τ’ αδέλφια της, είχε πιστέψει την περίεργη ιστορία της Λούσυ) εκείνος τους διαβεβαιώνει πως είναι πολύ πιθανό κάποτε, από μια άλλη πόρτα, να ξαναμπούν στη Νάρνια.

Η ιστορία συνεχίζει

Κι έτσι γίνεται. Στα επόμενα βιβλία της σειράς τα τέσσερα αδέλφια, και, όταν αυτά μεγαλώνουν, άλλα παιδιά, γνωρίζουν τον συναρπαστικό κόσμο της Νάρνια και γίνονται για πάντα φίλοι της – από την πέννα του C.S.Lewis ξεπηδούν «Ο Πρίγκηπας Κασπιανός» (Prince Caspian) το 1951, «Ο Ταξιδιώτης της Αυγής» (The Voyage of the Dawn Treader) το 1952, «Ο Ασημένιος Θρόνος» (The Silver Chair) το 1953, «Το Άλογο και τ’ Αγόρι του» (The Horse and his Boy) το 1954, «Ο Ανηψιός του Μάγου» (The Magician’s Nephew) το 1955 (μια αναδρομή στη δημιουργία της Νάρνια και την είσοδο του Κακού με πρωταγωνιστή τον μικρό τότε Ντίγκορυ, τον κατοπινό ηλικιωμένο καθηγητή που γνώρισαν η Λούσυ και τ’ αδέλφια της), «Η Τελευταία Μάχη» (The Last Battle) το 1956. Κάθε βιβλίο και μια πτυχή απ’ το σχέδιο του Ασλάν για τη Νάρνια και  τα ίδια τα παιδιά, κάθε αφήγηση και μια αναμέτρηση με το Κακό που παραμονεύει σε διάφορες μορφές, αλλά και μια βαθύτερη γνώση για τα παιδιά του εαυτού τους, μια βαθύτερη γνώση, πάνω απ’ όλα, του Ασλάν, του ευγενικού Λιονταριού.

Αυτός είναι η μορφή που κυριαρχεί στα Χρονικά, αυτός είναι η χαρά και η απόλαυση των παιδιών, αυτόν λαχταρούν να συναντήσουν, κάθε φορά που ανακαλύπτουν μια καινούρια πόρτα προς τη Νάρνια, ο αποχωρισμός από τον Ασλάν, από την αυστηρή αλλά και απέραντα τρυφερή ματιά του, είναι αυτό που τους πονά περισσότερο, όταν πρέπει να επιστρέψουν στον δικό τους κόσμο («Δεν είναι για τη Νάρνια, ξέρεις» ψελλίζει κλαίγοντας η Λούσυ, όταν στο τέλος του Ταξιδιώτη της Αυγής ο Ασλάν της λέει πως αυτή και ο Έντμουντ δεν θα ξαναγυρίσουν στη Νάρνια, «είναι για σένα. Γιατί εσύ δε θα ‘σαι εκεί! Πώς να ζήσουμε χωρίς να σε ξαναδούμε ποτέ;»).

 Σε κάθε αφήγηση η «συνάντηση» μαζί του είναι καθοριστική για τα παιδιά – φέρνει τη συνειδητοποίηση πως απ’αυτόν ξεπηδά η αγάπη, η ομορφιά, η σοφία, η αξιόπιστη καθοδήγηση, η Χαρά. Έτσι π.χ. συγκλονιστική διαγράφεται η εικόνα στον «Ανεψιό του Μάγου», όταν βλέπουν και ακούν τον Ασλάν με τον ήχο και τη μουσική της φωνής του να δίνει ζωή στη Νάρνια, συγκλονιστική η σκηνή, όταν τον συναντά για πρώτη φορά ο Σάστα στο «Άλογο και τ’ Αγόρι του»ό,τι πιο όμορφο και τρομερό μπορεί κανείς ποτέ ν’αντικρύσει») κι εκείνος του αποκαλύπτει πως τον παρακολουθούσε και τον προστάτευε απ’ τη στιγμή που γεννήθηκε, πως ήταν αυτός που επενέβαινε και οδηγούσε τις εξελίξεις σ’ όλες τις κρίσιμες στιγμές της ζωής του, ιδιαίτερα μάλιστα στις στιγμές που ο ίδιος ο Σάστα θεωρούσε τον εαυτό του «το πιο άτυχο αγόρι του κόσμου» – μοναδική και η εικόνα στον Ασημένιο Θρόνο, όταν η Τζιλ συναντά τον Ασλάν. Το μεγαλόπρεπο Λιοντάρι κάθεται δίπλα σ’ ένα ρυάκι – «Δε διψάς;», είπε το Λιοντάρι. «Πεθαίνω απ’ τη δίψα», είπε η Τζιλ. «Τότε πιες», είπε το Λιοντάρι… «Δεν τολμώ να’ ρθω να πιω», είπε η Τζιλ. «Τότε, θα πεθάνεις απ’ τη δίψα», είπε το Λιοντάρι… «Μάλλον  θα πρέπει να ψάξω για άλλο ρυάκι», είπε η Τζιλ. «Δεν υπάρχει άλλο ρυάκι», είπε το Λιοντάρι.

Η αρχή της αληθινής ιστορίας

Η Τελευταία Μάχη θα συγκεντρώσει στη Νάρνια όλους τους φίλους της, από τον Ντίγκορυ (δηλ. τον γνωστό μας γέρο καθηγητή) και την Πόλυ, τα παιδιά που είδαν τη Νάρνια να έρχεται στη ζωή με το Λόγο και τη Μουσική του Ασλάν, ως την Τζιλ και τον Γιούστους, τα παιδιά που την υπερασπίζονται πιστά στην πιο δύσκολή της ώρα. Κι όταν το Κακό συντρίβεται οριστικά, όταν ο Ασλάν βάζει τέρμα στο Χρόνο και τους οδηγεί στην Καινούρια, αληθινή Νάρνια, όλοι νιώθουν πως επιτέλους βρήκαν αυτό που ικανοποιεί τον βαθύτερο πόθο τους… Κι όχι μόνον… μαθαίνουν πως δεν πρόκειται ποτέ πια να χωριστούν από τον Ασλάν, την Αγάπη της καρδιάς τους – κι ακόμα πως «αυτό ήταν μόνον η αρχή της αληθινής ιστορίας. Όλη η ζωή τους… και όλες οι περιπέτειές τους στη Νάρνια ήταν μόνον το εξώφυλλο και η πρώτη σελίδα: τώρα επιτέλους άρχιζαν το Πρώτο Κεφάλαιο της Μεγάλης Ιστορίας, που κανένας πάνω στη γη δεν έχει διαβάσει – που δεν τελειώνει ποτέ – που κάθε της κεφάλαιο είναι καλύτερο από το προηγούμενο».

Αναγνώστες και θεατές

Από την πρώτη τους εμφάνιση τα Χρονικά της Νάρνια γνωρίζουν σταθερή επιτυχία και συνεχείς ανατυπώσεις. Αυτή τη στιγμή κυκλοφορούν περί τα ογδόντα εκατομμύρια αντίτυπα σε περίπου τριάντα γλώσσες. Όσο ζούσε, ο Lewis αφιέρωνε καθημερινά αρκετό χρόνο για να απαντά ευσυνείδητα στα εκατοντάδες γράμματα των μικρών (κι όχι μόνον) φίλων του. (Χαρακτηριστικό της αγάπης που ένωνε τους μικρούς αναγνώστες με τον άνθρωπο που τους γνώρισε αυτόν τον θαυμαστό κόσμο είναι το γράμμα που έφτασε στο σπίτι του συγγραφέα μετά τον θάνατό του (!): «Κύριε Lewis, λυπήθηκα πολύ, όταν έμαθα για τον θάνατό σας»).

Η ανάπτυξη του Διαδικτύου στα τέλη του 20ου αι. δημιούργησε καινούριους τόπους συνάντησης για τους φανατικούς αναγνώστες της Νάρνια : ανταλλαγή απόψεων πάνω στα θέματα – κλειδιά, πληροφορίες για το έργο του Lewis και τις  μελέτες που βοηθούν στην προσέγγισή του – διάφορες ιστοσελίδες ταξιδεύουν τη Νάρνια στον επίσης θαυμαστό κόσμο του κυβερνοχώρου.

Δεν μπορούσαν να λείψουν και οι απόπειρες μεταφοράς σε άλλες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης – ανάμεσά τους θεατρικές προσαρμογές, μια εξαιρετικά ποιοτική και πιστή στο κείμενο και τα μηνύματά του τηλεοπτική σειρά (παραγωγή του BBC 1988 – 90) που απέδωσε συγκεκριμένες ενότητες της αφήγησης. 

Ώσπου ανακοινώθηκε επίσημα από τον οργανισμό Disney και την Walden Media το ξεκίνημα μιας φιλόδοξης παραγωγής – αφορούσε την κινηματογραφική μεταφορά του πρώτου μέρους της σειράς: Το Λιοντάρι, η Μάγισσα και η Ντουλάπα. Συμπαραγωγός ο γιος της συζύγου του Lewis, της Joy Gresham, ο Douglas Gresham. Από μικρός είχε συνδεθεί με τον συγγραφέα σε μια σχέση ιδιαίτερα τρυφερή που στάθηκε στήριγμα και βοήθεια και για τους δύο στις σκοτεινές ώρες του θανάτου της Joy. Ώριμος άντρας τώρα, συνειδητός Χριστιανός, ασχολείται συστηματικά με τη διαχείριση της πνευματικής κληρονομιάς του Lewis. Καθώς ο ίδιος ουσιαστικά μεγάλωσε με τα Χρονικά της Νάρνια (το Άλογο και τ’ Αγόρι του ο συγγραφέας το αφιερώνει στον Douglas και τον αδελφό του David), μια σοβαρή προσπάθεια κινηματογραφικής μεταφοράς τους ήταν γι’ αυτόν ένα παλιό όνειρο και η παρουσία του στην ομάδα της παραγωγής δήλωνε την πρόθεσή του να γίνει σεβαστό το κείμενο και η ατμόσφαιρα του έργου. Καινούριες ιστοσελίδες προστέθηκαν στο Διαδίκτυο με πληροφορίες για την πορεία των γυρισμάτων της ταινίας, τα πρόσωπα, τη μορφή που σιγά –  σιγά έπαιρνε το όλο εγχείρημα. Ένα ρολόγι έδινε συνεχώς την αντίστροφη μέτρηση ως τη μέρα της επίσημης παγκόσμιας πρεμιέρας.

Βιβλίο και φιλμ : μια δύσκολη σχέση

Είναι βέβαια γεγονός, πως ο φανατικός αναγνώστης περιμένει πάντα την κινηματογραφική μεταφορά ενός αγαπημένου βιβλίου με ανάμικτα συναισθήματα, προσδοκία αλλά και μεγάλη δόση δυσπιστίας. Κι αυτό, γιατί ο ίδιος έχει έτοιμο μέσα του το τέλειο σενάριο, έχει ήδη κάνει το απόλυτο μοντάζ. «Ξέρει» ποιες αγαπημένες εικόνες πρέπει οπωσδήποτε να αποδοθούν και πως, ποιοι διάλογοι είναι απαραίτητοι. Έχω την αίσθηση ότι  ο σκηνοθέτης πρέπει να «νιώθει» πολλές φορές την πίεση των χιλιάδων, συχνά εκατομμυρίων αναγνωστών ενός κλασσικού λογοτεχνικού έργου που περιμένουν αμείλικτοι, ο καθένας με τη δική του εκδοχή έτοιμη στο μυαλό του, να εντοπίσουν την αδυναμία, την παράλειψη, την παρανόηση, για να καταλήξουν, τις περισσότερες φορές, στην ψυχρή διαπίστωση: «το βιβλίο είναι καλύτερο».

Και τις περισσότερες φορές έχουν δίκιο. Είναι αλήθεια πως τίποτα δεν μπορεί να  αναμετρηθεί με τη δύναμη, την επίδραση ενός καλού λογοτεχνικού κειμένου. Από την άλλη, όπως είναι γνωστό, λογοτεχνία και κινηματογράφος, σαν δύο διαφορετικές μορφές καλλιτεχνικής δημιουργίας,  μιλούν με μια  διαφορετική γλώσσα, έχουν τους δικούς τους διακριτούς κώδικες και τεχνικές, Μοιραία η κινηματογραφική προσαρμογή ενός έργου δουλεύει κυρίως με τις οπτικές παραστάσεις, στοχεύει να κερδίσει άμεσα και γρήγορα τον θεατή με τη σοφή εναλλαγή των εικόνων. Αυτές κυρίως είναι που «διηγούνται» την ιστορία.

Το βιβλίο, χωρίς να δεσμεύεται απ’ το χρόνο, στηρίζεται στη δύναμη του λόγου, στις παραστάσεις και τους συνειρμούς που προκαλεί η λέξη, σαν τους κύκλους που ξανοίγονται, μόλις πέσει το βότσαλο στην επιφάνεια του νερού. Κάθε αναγνώστης και μια μικρή λίμνη, κάθε λέξη κι ένα βότσαλο, οι κύκλοι άπειροι, ξανοίγονται αδιάκοπα με κάθε ανάγνωση, ταξιδεύουν στο χρόνο θριαμβικά. Οι χαρακτήρες ενός αγαπημένου βιβλίου γίνονται αγαπημένοι φίλοι, φράσεις χαρακτηριστικές, αστεία, γίνονται μέρος του κώδικα επικοινωνίας ανάμεσα στους μυημένους αναγνώστες.

Το τελικό αποτέλεσμα

Έτσι, οι φίλοι της σειράς περίμεναν το φιλμ με τα ανάμικτα συναισθήματα που προσπάθησα να περιγράψω. Η συγκεκριμένη μάλιστα πνευματική διάσταση του έργου έκανε πιο πολύπλοκο το κλίμα τόσο  της αναμονής όσο και των ημερών της προβολής,  ανεξάρτητα από το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.

 Πάρα πολλές εκκλησίες, κυρίως στις ΗΠΑ αλλά και στην Αγγλία, αντιμετώπισαν το γεγονός σαν μέσο ευαγγελισμού και κινητοποιήθηκαν ανάλογα με εκδόσεις, θορυβώδη, συχνά, διαφήμιση και σχετικές καταχωρήσεις στο Διαδίκτυο. Υπερ – συντηρητικοί Χριστιανοί, απ’ την άλλη μεριά, δυσφόρησαν με την όλη διαδικασία προώθησης που πάντα συνοδεύει την εμφάνιση ενός φιλμ, όταν μάλιστα απευθύνεται κυρίως σε παιδιά και «βγαίνει» στις αίθουσες την περίοδο των Χριστουγέννων (π.χ. παράλληλη κυκλοφορία σχετικών προϊόντων : φιγούρες των ηρώων, αφίσες, μπλουζάκια  κλπ). Και η άλλη, η «προοδευτική» πλευρά, κυρίως μέσα από τον χώρο της κινηματογραφικής κριτικής σε έγκυρες εφημερίδες του εξωτερικού, εξέφρασε την (αναμενόμενη) αντίδρασή της στην απόφαση να μεταφερθεί στον κινηματογράφο η σειρά της Νάρνια, διατύπωσε τις ενστάσεις της : «το κείμενο υποβάλλει στο παιδί Χριστιανικές  αξίες (!) – είναι γεμάτο Χριστιανικές έννοιες και σύμβολα : η αμαρτία, η ενοχή, η θυσία, το αίμα – απ’ το έργο λείπει η αγάπη (!), υπάρχει κλίμα μισογυνισμού» κ. ά. Το επιχείρημα για την τελευταία ένσταση είναι βέβαια η μορφή της Λευκής Μάγισσας. Αν μη τι άλλο, οι άνθρωποι αυτοί ξέχασαν προφανώς την απολαυστική  ανατριχίλα των παιδικών τους χρόνων, όταν διάβαζαν τα παραδοσιακά παραμύθια με τους ήρωες να αντιμετωπίζουν θαρραλέα τις τόσες κακές μάγισσες.

Στην Ελλάδα, καθώς το απολογητικό έργο του C.S.Lewis είναι πολύ λιγότερο γνωστό (ακόμη και στους κύκλους των πιστών), ώστε να αναγνωριστεί σαν ιδεολογικό πλαίσιο των παιδικών του βιβλίων, η ταινία λειτούργησε, νομίζω,  πολύ πιο γνήσια. Διάβαζε κανείς κάποιες νύξεις για τη Χριστιανική ιδιότητα του συγγραφέα και τον συμβολισμό των θεμάτων, αλλά γενικά το έργο παρουσιάστηκε χωρίς την πολεμική των εχθρών  και τις υπερβολές των φίλων.

Η άποψη που διατυπώνεται από  παράγοντες της εκκλησίας της Αυστραλίας στη σχετική ιστοσελίδα δίνει νομίζω το μέτρο: «Αφήστε την ταινία να μιλήσει μόνη της χωρίς θόρυβο και κραυγές, που συνήθως φέρνουν το αντίθετο αποτέλεσμα». Κι αν το κάνουμε αυτό, θα βρεθούμε πράγματι μπροστά σε μια  καλλιτεχνική δημιουργία, της οποίας η ποιότητα, η  αρτιότητα, η αγάπη και ο  σεβασμός στην ευαισθησία και το μήνυμα του κειμένου δεν αμφισβητήθηκαν από καμμιά σοβαρή κριτική. «Τίποτα φυσικά δεν μπορεί να αγγίξει τη γοητεία, την ένταση του λόγου του C.S.Lewis», έγραψε ο κριτικός του έγκριτου περιοδικού Time, «όμως γνωρίσαμε πράγματι ένα ευγενικό Λιοντάρι». 

Θα μπορούσε βέβαια να σημειώσει κανείς κάποιες επιμέρους αδυναμίες: η αρκετά υποτονική παρουσία του γέρου καθηγητή, ο οποίος αντίθετα στο κείμενο παίζει σημαντικό ρόλο με τις καίριες παρατηρήσεις του, η υπερβολική κάποιες φορές έμφαση στα εντυπωσιακά εφφέ σε βάρος κάποιων ουσιαστικών διαλόγων μπορούν να αναφερθούν σαν κάποιες απ’ αυτές τις αδυναμίες. Μας αποζημιώνουν όμως και με το παραπάνω οι πολλές δυνατές στιγμές του φιλμ, όπως το αξέχαστο, ονειρικό πέρασμα της Λούσυ μέσα απ’ την ντουλάπα στον χιονισμένο κόσμο της Νάρνια, η συγκλονιστική σκηνή της θυσίας του Λιονταριού με τη θριαμβική κραυγή της Λευκής Μάγισσας.

Πέρ’ απ’ το φανοστάτη

Και τώρα ακούω να’ ρχεται η ερώτηση: «Ποιο το αποτέλεσμα; Γιατί να προβληθεί ένας Χριστιανός συγγραφέας σ’ ένα μέσο όπως ο κινηματογράφος, όπου τόσο συχνά προβάλλονται αξίες κάθε άλλο παρά Χριστιανικές, κλπ, κλπ; Άξιζε τον κόπο;»

Ε, λοιπόν ναι. Νομίζω πως άξιζε.

Κατ’ αρχήν, πίσω από την λογοτεχνική επιτυχία των Χρονικών της Νάρνια βρίσκεται ένας συγγραφέας με ξεκάθαρο χριστιανικό στίγμα και ταυτότητα, με συγκεκριμένο έργο στον χώρο της Απολογητικής. Ήταν μια  συνειδητή και σταθερή επιλογή του, για την οποία  πλήρωσε ακριβό τίμημα στην ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία. Σαν κάθε γνήσιο λογοτεχνικό έργο τα Χρονικά ξεπήδησαν βέβαια από την ανάγκη του συγγραφέα να εκφραστεί μέσω της τέχνης, συγχρόνως όμως αντανακλούν μια βασική θέση του C.S.Lewis: ο Χριστιανός δεν δικαιούται να «κακοποιεί» την Τέχνη για να «κάνει κήρυγμα», θα πρέπει όμως πάντα η Χριστιανική ταυτότητα, το πνευματικό υπόβαθρο ενός Χριστιανού δημιουργού να είναι διακριτά μέσα στο έργο του.

Ένα τέτοιο λοιπόν καλλιτεχνικό έργο με αναγνωρίσιμο Χριστιανικό υπόβαθρο μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη, απευθυνόμενο τώρα, εκτός από τους ήδη πιστούς αναγνώστες, σ’ ένα κοινό που πιο εύκολα οδηγείται από την εικόνα στο βιβλίο. Το αποτέλεσμα σίγουρα δεν μπορεί και δεν πρέπει να μετρηθεί μ’ έναν επιφανειακό ενθουσιασμό, μοιάζει πιο πολύ με σπόρο που σιγά – σιγά ωριμάζει. Ήταν ενδεικτικές όμως οι αντιδράσεις των προοδευτικών λεγομένων κριτικών και διανοουμένων – οι αντίθετοι διακρίνουν, συχνά πολύ πιο καθαρά, τον «κίνδυνο». Κι εδώ ο «κίνδυνος» βρίσκεται σ’ αυτό ακριβώς το Χριστιανικό υπόβαθρο, όπως και στο γεγονός πως το όνομα και το γενικώτερο έργο ενός Χριστιανού συγγραφέα ήρθαν στο προσκήνιο, συζητήθηκαν έντονα με αφορμή δύο ποιοτικές δημιουργίες: το βιβλίο και το φιλμ.

Κι έτσι μέσα στην πνευματική χειμωνιά της εποχής μας το κοινό «είδε» το φως ενός φανοστάτη,  πέρα απ’ αυτόν, την εικόνα ενός άλλου κόσμου, έξω από τις διαστάσεις του δικού μας, και, ναι, τις Χριστιανικές έννοιες που τόσο ενόχλησαν κάποιους –  ενοχή αλλά και συγνώμη, αιματηρή Θυσία, η Θυσία της Αγάπης, και μέσα απ’ αυτήν η νίκη του Θανάτου, η πνοή της Ζωής που ανασταίνει και μεταμορφώνει, (όπως η πνοή του Ασλάν ζωντάνεψε τα μαρμαρωμένα πλάσματα στην αυλή της Λευκής Μάγισσας).

Και για τους πιστούς που ίσως πρώτη φορά άκουσαν για τα  Χρονικά της Νάρνια με την ευκαιρία της προβολής του φιλμ, η γνωριμία με τα βιβλία της σειράς θα ήταν, πιστεύω, πολύτιμη.  Προσωπικά, με επηρέασαν και με βοήθησαν όσο και αμιγώς πνευματικές μελέτες. Ανήκουν στα βιβλία που, όταν τα ανοίγω, νιώθω πως συναντώ παλιούς φίλους. Κι ακριβώς  επειδή πρόκειται για παλιούς, αγαπημένους φίλους, σκέφτομαι πως ίσως δεν μπορώ να είμαι απόλυτα αντικειμενική μιλώντας για τη Νάρνια, μια που η απήχηση ενός βιβλίου εξαρτάται και από την ιδιοσυγκρασία του αναγνώστη. Απ’ την άλλη μεριά, γνωρίζοντας πολλούς πιστούς αδελφούς, πολύ  διαφορετικούς ο ένας απ’ τον άλλο, που μοιράζονται την ίδια αγάπη, νιώθω πως δεν μπορεί – αν κάποιοι από τους αναγνώστες αυτών των γραμμών θελήσουν να γνωρίσουν από κοντά τον κόσμο της Νάρνια, θα’ναι αρκετοί εκείνοι που θ’ ανακαλύψουν εκεί μέσα εικόνες απ’ τη δική τους πνευματική πορεία και αναζήτηση, πάνω απ’ όλα, εικόνες απ’ το Μοναδικό Αντικείμενο αυτής της αναζήτησης.

Ενδεικτική βιβλιογραφία για το έργο του C.S.Lewis και ιδιαίτερα τα Χρονικά της Νάρνια :

  • W. Hooper, C.S.Lewis : A Companion and Guide  (Harper San Francisco, 1996).
  • W. Hooper, C.S.Lewis : Past Watchful Dragons : The Narnian Chronicles of C.S.Lewis (Collier Books, 1979).
  • R.L.Green & W. Hooper, C.S.Lewis : A Biography (Harcourt Brace Jovanovich, 1974).
  • P. Ford,      A Companion to Narnia  (Harper & Row, 1980).
  • P. Kreeft,   C.S.Lewis : A Critical Essay (Eerdmans, 1969).
  • C. Manlove, The Chronicles of Narnia : The Patterning of a Fantastic World  (Twayne Publishers, 1993)
  • S.M.Smith, “ Awakening from the Enchantment of Worldliness : The Chronicles of Narnia as Pre-Apologetics “ στο The Pilgrim’s Guide. C.S.Lewis and the Art of Witness, επιμ. D.Mills (Eerdmans, 1998).
  • E.J.Kirk, Narnia – Beyond the Wardrobe. The Official Guide to Narnia (HarperCollins Publishers 2005). Κυκλοφορεί και στα Ελληνικά με την ευκαιρία της προβολής του φιλμ.
  1.  Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης εκατό χρόνων από τη γέννηση και αργότερα σαράντα από τον θάνατο του C.S.Lewis είχαν δημοσιευθεί στον Αστέρα άρθρα της υπογράφουσας με εκτενή παρουσίαση του έργου του και παράθεση ενδεικτικής βιβλιογραφίας.
  2. Κυκλοφορεί στα Ελληνικά σε μετάφραση  Γ.Τασίογλου (Εκδόσεις  Αλέκτωρ, Αθήνα 2004).
  3. Κυκλοφορεί στα Ελληνικά σε μετάφραση Β. Αδραχτά, (Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα Αθήνα 1999).
  4.  Οι πασίγνωστες πια επιστολές που περιέχουν οδηγίες του Ανώτερου Αξιωματούχου στην ιεραρχία των πονηρών πνευμάτων Σκριούτειπ σ’ έναν μαθητευόμενο, «υπεύθυνο» για την ψυχή ενός Χριστιανού, -κείμενο αληθινά σπινθηροβόλο-, κυκλοφόρησαν στα Ελληνικά με τον τίτλο Η Τακτική του Διαβόλου από τις εκδόσεις Πουρνάρα. Θεσσαλονίκη 1974, 1993).
  5. «…past the watchful dragons of boredom and embarrassment», C.S.Lewis, “ Sometimes Fairy Stories May Say Best What’s to Be Said”, στο Of Other Worlds,επιμ. W.Hooper (Harcourt, Brace & World, 1066), 37.
  6. Πάντα, όταν διαβάζω αυτές τις γραμμές, θυμάμαι έναν αγαπημένο πνευματικό μου δάσκαλο και βαθύ μελετητή του Λόγου του Θεού – μ’ αυτό τον τρόπο σκιαγραφούσε τη σκοτεινή ώρα του Γολγοθά. Η στιγμή που ο Διάβολος νομίζει πως θριάμβευσε, έχοντας οδηγήσει τον Κύριο στον Σταυρό, είναι στην πραγματικότητα η στιγμή της συντριβής του από το Αρνίο, «το εσφαγμένον προ καταβολής κόσμου». Και το περίεργο είναι πως ο Κ. Χονδρογιάννης (σ’ αυτόν τον πιστό εργάτη του Θεού αναφέρομαι ) δεν είχε ακούσει καν το όνομα του C.S.Lewis. Ή μήπως τελικά δεν είναι και τόσο περίεργο;
  7. Τα Χρονικά της Νάρνια ως ολοκληρωμένη σειρά κυκλοφόρησαν σε ελληνική μετάφραση από τις έγκριτες εκδόσεις Κέδρος.(1989 κ.εξ.)
  8. Ευτυχώς ακούγεται το περίφημο τρίλημμα, όταν ο καθηγητής  επικαλείται τη Λογική για να πείσει τα μεγάλα αδέλφια ότι ο κόσμος που ανακάλυψε η Λούσυ είναι πολύ πιθανόν να υπάρχει: «Γιατί να μη διδάσκουν Λογική σ’αυτά τα ευλογημένα σχολεία; οι δυνατότητες είναι μόνο τρεις: ή λέει αλήθεια, ή τρελάθηκε, ή λέει ψέματα. Ξέρετε καλά πως δεν είναι ψεύτρα, και είναι ολοφάνερο πως δεν τρελάθηκε. Για την ώρα λοιπόν, κι ώσπου να βρούμε αποδείξεις, πρέπει να υποθέσουμε ότι λέει αλήθεια». Δυστυχώς λείπει η επισήμανσή του για τον διαφορετικό Χρόνο της Νάρνια, όταν, στην ίδια συζήτηση, τα παιδιά διαμαρτύρονται πως είναι αδύνατον η Λούσυ  να έζησε τόσες περιπέτειες στα λίγα δευτερόλεπτα της απουσίας της: «Αν μπήκε σ’ έναν άλλο κόσμο, δε θα μου φαινόταν διόλου απίθανο εκείνος ο άλλος κόσμος να έχει δικό του ξεχωριστό χρόνο- έτσι που όσο κι αν μείνεις εκεί, για το δικό μας χρόνο να μη σημαίνει τίποτα. Δε νομίζω ότι κορίτσι της ηλικίας της θα μπορούσε να φανταστεί μια τέτοια ιστορία. Αν έλεγε ψέματα, θα φρόντιζε να κρυφτεί κάμποση ώρα πριν ξαναβγεί και σας ξεφουρνίσει την ιστορία».

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top