Στα χρόνια που υπηρέτησα στο αρχηγείο του Εφηβικού Συνεδρίου της κατασκήνωσης του Καλάμου, προσπάθησα να διαμορφώσω έναν οδηγό για τα στελέχη, δίχως να καταφέρω, τελικά, να καταλήξω σε κάποιο κείμενο, πέραν από μερικές βασικές αρχές, αποτυπωμένες σε μικρές προτάσεις. Τις μικρές αυτές προτάσεις τις συμμεριζόμουν – κάθε χρονιά – στο ξεκίνημα της κατασκηνωτικής περιόδου, στην πρώτη συνάντηση των στελεχών. Προσπαθώντας να ανταποκριθώ στο αίτημα αυτού του άρθρου σχετικά με τα βιώματά μου και τη σημαντικότητα της κατασκηνωτικής εμπειρίας, όπως εγώ την κατανοώ, δεν κατάφερα να φύγω πολύ μακριά από τις ίδιες αυτές αρχές. Το γεγονός πως οδηγούσαν, κάθε φορά, τη βασική συνάντηση των στελεχών, πιθανολογώ πως συνοψίζουν και τις βασικές μου απόψεις για την κατασκήνωση. Δεν κατάφερα να φύγω πολύ μακριά από αυτές τις βασικές αρχές.
Στο παρόν κείμενο δεν υπάρχει η δυνατότητα να παρουσιάσω όλες αυτές τις αρχές, έτσι επέλεξα, ίσως, τις πιο σημαντικές και σχετικές με το αίτημα του παρόντος άρθρου. Συνεπώς, θα παραθέσω τρεις βασικές αρχές για μια κατασκηνωτική περίοδο και τέλος τη σημαντικότητα της κατασκήνωσης για το σύνολο της εκκλησίας. Τέλος, σημαντική σημείωση για τον αναγνώστη του παρόντος κείμενου, είναι πως υπηρέτησα στο αρχηγείο εφηβικών και όχι παιδικών περιόδων. Αποτελεί ένα ιδιαίτερο πρίσμα αυτό.
Μια κατασκήνωση χάρης
Το πρώτο που ζητούσα από τα στελέχη της κατασκηνωτικής περιόδου ήταν ο στόχος του να διαμορφώσουμε μια κατασκήνωση, όπου τα παιδιά θα μπορούσαν να «οσφριστούν» τη χάρη του Θεού από το πρώτο τους βήμα στην κατασκήνωση ως την ημέρα που θα επέστρεφαν στο σπίτι τους. Χαρακτηριστικά, ζητούσα μια κατασκήνωση που «μυρίζει» χάρη σε κάθε γωνιά. Η χάρη του Θεού, ως κάτι που δεν μπορείς να χάσεις μπαίνοντας σε αυτή την κατασκήνωση. Εάν υπήρχε κάτι που δε θα έπρεπε κανένα παιδί να χάσει, αυτό είναι το μήνυμα της χάρης. Συχνά, στις εκκλησίες μας και τα προγράμματά μας, θεωρούμε πως κάποιος θα αντιληφθεί το ευαγγέλιο της χάρης του Χριστού, αποκλειστικά μέσα από τη διακήρυξη, τη διδασκαλία και τα μαθήματα. Όμως, στην κατασκήνωση – το ίδιο σαφώς ισχύει και για τις λειτουργίες της εκκλησίας – έχουμε την ευκαιρία να εφαρμόσουμε τη χάρη, σε τόσες πτυχές του καθημερινού προγράμματος, και έτσι να γίνει ακόμη πιο αντιληπτή από τα παιδιά. Από τον τρόπο που υποδέχομαι τα παιδιά στην είσοδό τους ως τον τρόπο που προσεύχομαι, από τον τρόπο που διαχειρίζομαι δύσκολες καταστάσεις ως τον τρόπο που είναι στημένη η υμνωδία, από τον τρόπο που κοιτάζω και μιλώ στα παιδιά ως τον τρόπο που συμμερίζομαι εμπειρίες της χριστιανικής μου πορείας, έχω την ευκαιρία να κάνω φανερή τη χάρη του Κυρίου μας.
Συχνά έφερνα ένα παράδειγμα, για να γίνει κατανοητό το αίτημα του αρχηγείου για μια κατασκήνωση χάρης από άκρη σε άκρη. Τα παιδιά και οι έφηβοι, κατά τη διάρκεια της κατασκήνωσης, δεν καταφέρνουν να ακολουθήσουν, πάντοτε, τους κανόνες του αρχηγείου. Αυτό είναι αναμενόμενο και υπό μία έννοια ευπρόσδεκτο. Κάποια παιδιά χρησιμοποιούσαν το κινητό τους σε χώρους και ώρες που δεν επιτρεπόταν, άλλα παιδιά ντύνονταν με έναν τρόπο προκλητικό για το σύνολο μιας δυναμικής κοινότητας, όπως η κατασκήνωση, άλλα βρίσκονταν σε ώρες και μέρη που δεν έπρεπε να βρίσκονται. Πολύ συχνά στις βραδινές συναντήσεις του αρχηγείου, για την αποτίμηση της μέρας, έρχονταν στελέχη κρατώντας το κινητό τηλέφωνο που είχαν μαζέψει ως «λάφυρο» ή αναφέροντας το άσεμνο ντύσιμο κάποιας κοπέλας ή εξιστορώντας κάποια ιστορία όπου τα παιδιά είχαν ξεπεράσει κάποια όρια. Το ενδιαφέρον ήταν πως τις περισσότερες φορές, όταν ρωτούσα το όνομα του παιδιού από το οποίο «άρπαξαν» το κινητό τηλέφωνο, ή εάν ξόδεψαν καθόλου χρόνο συζητώντας με το παιδί που ντυνόταν προκλητικά, η απάντηση ήταν σχεδόν πάντοτε αρνητική. Ένιωθα, σαν να ήμασταν πιο παθιασμένοι με τον κανόνα παρά με το πρόσωπο. Η χάρη του μηνύματος του ευαγγελίου του Χριστού θα πρέπει να με οδηγεί στο να βλέπω το πρόσωπο του παιδιού, να γνωρίζω το όνομά του, να πλησιάσω και να θέλω να μάθω γιατί υπήρξε η εκάστοτε συμπεριφορά. Στην κατασκήνωση μάς δίνονται μοναδικές συνθήκες και ευκαιρίες πρακτικής διακήρυξης της χάρης του ευαγγελίου.
Η αμαρτία ως ευκαιρία
Στη βάση της πρώτης αρχής ακολουθεί και η δεύτερη αρχή και αυτή είναι: το να βλέπω την αμαρτία των παιδιών ως μία ευκαιρία. Ίσως έχουμε την εντύπωση πως το έργο του αρχηγείου και των στελεχών, μιας κατασκηνωτικής περιόδου, είναι να στήσουν ένα πρόγραμμα «εποπτείας» στο οποίο θα περιορίσουν, όσο το δυνατόν, τις αμαρτίες των παιδιών. Ίσως νιώθουμε πως τα παιδιά βρίσκονται, εντός της κατασκήνωσης, στις ιδανικές και αποστειρωμένες από τον «κόσμο» συνθήκες, για να ζήσουν πιο άγια το χριστιανικό τους περπάτημα. Και πως για αυτό φροντίζουν οι ομαδάρχες και το αρχηγείο. Έτσι, όταν η αμαρτία των παιδιών προκύπτει, άμεσα πρέπει να καταδεικνύεται, να αντιμετωπίζεται και να γίνονται οι απαραίτητες ενέργειες επαναφοράς της τάξης.
Όμως, η θεολογία του Χριστιανισμού για την αμαρτία θα πρέπει να μας βεβαιώνει πως το πρόβλημα και οι πειρασμοί δεν ξεκινούν από «εκεί έξω» – τον κόσμο – με κατεύθυνση «προς τα μέσα» – την καρδιά μας – αλλά κυρίως «από μέσα μας», από την καρδιά μας και προς τα «έξω». Έτσι, η αμαρτία βρίσκει πάντοτε τρόπους να κάνει την εμφάνισή της, ακόμη και στις πιο ιδανικές συνθήκες και με ποικίλους τρόπους. Στόχος του αρχηγείου και των στελεχών είναι να εντοπίσουν την αμαρτία των παιδιών – η οποία εύκολα έρχεται στην επιφάνεια στα πλαίσια μιας κοινότητας όπως αυτή της κατασκήνωσης – ως μία ευκαιρία σποράς του ευαγγελίου στις καρδιές των παιδιών.
Λέγοντας ευκαιρία, εννοώ μία ευκαιρία αποδοχής και πλησιάσματος από μεριάς μας, τη στιγμή που το παιδί νιώθει πως η αρμόζουσα αντίδραση μετά από μία πτώση θα πρέπει να είναι η απομάκρυνση, καθώς σκέφτεται πως και ο Θεός το ίδιο κάνει, απομακρύνεται εξαιτίας της αμαρτίας μας. Λέγοντας ευκαιρία, εννοώ μία ευκαιρία να μοιραστούμε τις δικές μας εξομολογήσεις, τις δικές μας στιγμές πτώσης με τα παιδιά και το πώς βρήκαμε πάλι την αποδοχή και τη χαρά στην αλήθεια του ευαγγελίου του Χριστού. Λέγοντας ευκαιρία, εννοώ μία ευκαιρία να μιλήσουμε για το πώς παλέψαμε στη χριστιανική μας πορεία με τα ίδια αμαρτήματα και το πώς ο Θεός μας ελευθέρωσε. Στην κατασκήνωση μάς δίνονται μοναδικές ευκαιρίες, για όσα όλοι και όλες κρύβουμε καλά, να έρθουν στην επιφάνεια και να βρουν θεραπεία από το ευαγγέλιο.
Ανοικειότητα με τον χώρο
Η τρίτη αρχή έχει να κάνει με τον ίδιο τον χώρο. Η προτροπή του αρχηγείου προς τα στελέχη ήταν: να επιτρέψουν στον εαυτό τους μια ανοικειότητα με τον κατασκηνωτικό χώρο και την κατασκηνωτική περίοδο. Με μια πιο προβοκατόρικη φράση, ζητούσαμε «κανένας και καμία να μη θεωρεί την κατασκήνωση ως το “τσιφλίκι” τους». Τα περισσότερα στελέχη έχουν φοιτήσει στην κατασκήνωση, στην οποία υπηρετούν σήμερα. Νιώθουν νοσταλγικά και άνετα με την κατασκήνωση. Νιώθουν πως πρόκειται για το σπίτι τους και την οικογένειά τους. Ασφαλώς, από τη μια, αυτό είναι όμορφο και πολύ σημαντικό, όμως από την άλλη εγκυμονεί και κινδύνους. Η προσωπική μου εμπειρία είναι πως δεν έχω κάνει ούτε μία μέρα ως κατασκηνωτής παιδί ή έφηβος – σε οποιαδήποτε κατασκήνωση των εκκλησιών μας – και το νιώθω ως μια έλλειψη, βλέποντας τις φιλίες και τις ευεργετικές εμπειρίες της κατήχησης, που κάποιος-α είχε μεγαλώνοντας στις κατασκηνώσεις μας. Όμως, η ανοικειότητα μας βοηθά, γενικότερα στη ζωή, να μην κάνουμε τα πράγματα μηχανικά. Κάτι από το οποίο κινδυνεύουμε πολύ συχνά και στο θέμα της προσωπικής μας πίστης – ιδιαίτερα όσοι και όσες μεγαλώσαμε εντός κάποιας κοινότητας πίστης. Κινδυνεύουμε να έχουμε μια πίστη που μας έχει παραδοθεί και δεν έχει γίνει ποτέ προσωπικό βίωμα. Συνεχίζουμε τη ζωής της πίστης, επειδή μας είναι οικεία σε αντίθεση με τη μη πίστη.
Στην κατασκηνωτική περίοδο η ανοικειότητα που ζητούσαμε, εξυπηρετούσε σε ένα πρώτο επίπεδο, κάνοντας χώρο για το καινούριο παιδί, το νέο στέλεχος και τη νέα ιδέα. Για παράδειγμα, στα ομαδικά παιχνίδια, τα παιδιά που είχαν μεγαλώσει στην κατασκήνωση ήθελαν να παίζουν, διαρκώς, τα γνωστά παραδοσιακά παιχνίδια της κατασκήνωσης. Τα νεόφερτα παιδιά, δυσκολεύονταν να μπουν στην κουλτούρα που είχε δημιουργηθεί γύρω από το εκάστοτε παιχνίδι και πρακτικά να καταφέρουν να ανταπεξέλθουν σε κάτι, στο οποίο τα «παλιότερα» παιδιά είχαν γίνει ειδήμονες. Το ίδιο ίσχυε και για τις ιδέες, προτάσεις νέων στελεχών. Η οικειότητα με τον χώρο απαντούσε σε καθετί νεόφερτο: «έτσι τα κάνουμε εδώ». Δεν υπήρχε χώρος για οποιαδήποτε αλλαγή ή πρόταση. Σε ένα δεύτερο και πιο σημαντικό επίπεδο, η ανοικειότητα είχε στόχο να μην ακολουθηθεί η ίδια αρχή – «έτσι τα κάνουμε εδώ» – στα θέματα της πίστης, τόσο για τα παιδιά που είχαν μεγαλώσει στον στενό ευαγγελικό κύκλο, όσο και για τα παιδιά που είχαν λιγότερη επαφή με την Ευαγγελική Εκκλησία. Τα πρώτα, προστατεύονταν από το να ακολουθήσουν μηχανικά την πίστη, ενώ τα δεύτερα προστατεύονταν από το να τους μεταδώσουμε την «κουλτούρα» μας ως το ευαγγέλιο. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η ανοικειότητα βοηθά, γενικότερα, την κοινότητα πίστης στο να μπορεί να διακρίνει τι, από όσα κάνει, αποτελεί την «κουλτούρα» της, άρα και θα πρέπει να είναι ανοιχτή στο να αλλάξει, και τι, από όσα κάνει, αποτελεί ευαγγέλιο. Στην κατασκήνωση υπάρχει ο κίνδυνος να διατηρούμε νοσταλγικά και μηχανικά παραδόσεις που δεν δίνουν χώρο για το ζωντανό ευαγγέλιο.
Η σημαντικότητα της κατασκήνωσης
Ίσως να θεωρούμε σημαντικό το έργο της κατασκήνωσης, επειδή αποτελεί, το κατεξοχήν πλαίσιο μαθητείας και κατήχησης των παιδιών των οικογενειών της εκκλησίας μας. Πουθενά αλλού και πουθενά τόσο εντατικά δεν μαθαίνουν τα παιδιά μας για την πίστη και την υγιαίνουσα διδασκαλία του δόγματός μας. Όμως, οφείλουμε να δούμε και αντίστροφα τη σημαντικότητα του έργου της κατασκήνωσης, δηλαδή πως πουθενά αλλού και πουθενά τόσο εντατικά δεν γίνονται τόσες ζυμώσεις ευεργετικής επίδρασης και αλλαγής για την εκκλησία μας. Η κατασκήνωση έχει τη μοναδική ευκαιρία να φιλοξενεί και να διακονεί παιδιά και εφήβους των εκκλησιών, που σημαίνει πως έχει την ευκαιρία να συναναστρέφεται με το δυναμικό της εκκλησίας μας προς επιρροή και αλλαγή της.
Στα τελευταία δέκα χρόνια διακονίας μου στις εφηβικές κατασκηνώσεις, ρωτήθηκα καλοπροαίρετα, πολλές φορές, γιατί μου αρέσει το έργο ανάμεσα στους εφήβους. Πέραν της προσωπικής αγάπης για υπηρεσία προς τα παιδιά της εφηβικής ηλικίας, υπήρχε και κάτι που τα παιδιά πρόσφεραν πίσω σε εμένα και στα υπόλοιπα στελέχη. Οι έφηβοι και οι έφηβες, λόγω της ηλικίας τους και των ραγδαίων αλλαγών που βιώνουν βιολογικά, έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν κάτι που άλλες ηλικίες αδυνατούν. Οι έφηβοι και οι έφηβες αμφισβητούν τους τρόπους με τους οποίους έχουμε και «τρέχουμε» τα πράγματα στην εκκλησία. Ελέγχουν και αμφισβητούν τους απωθητικούς μηχανισμούς, βάσει των οποίων διαμορφώνεται η «κουλτούρα» των εκκλησιών μας, δίχως αυτοί οι απωθητικοί μηχανισμοί κουλτούρας να πηγάζουν από τις αλήθειες του Λόγου Του Θεού. Οι έφηβοι και οι έφηβες, φέρνουν πρώτοι και πρώτες στην επιφάνεια τα προβλήματα και τις ελλείψεις των διακονιών μας, εκφράζοντας, όσο καμία άλλη ηλικιακή ομάδα των εκκλησιών μας, τις ερωτήσεις και ενστάσεις, τις οποίες καλούμαστε να απαντήσουμε στο παρόν και στο μέλλον. Δίπλα στα παιδιά, παράλληλα με τον πλούτο της Γραφής και την ομορφιά του Χριστού που προσπαθούσαμε να τους μεταδώσουμε, ένιωθα πως έπαιρνα πίσω έναν θησαυρό γνώσης για την πίστη και την εκκλησία μας. Με βοηθούσαν να διακρίνω τι από όσα έχουμε και κάνουμε στην εκκλησία αποτελούν μέρος μιας ανθρώπινης κουλτούρας και ανθρωπίνων επιταγών και τι αποτελούσε μέρος της αναλλοίωτης αλήθειας του ευαγγελίου.
Τα παιδιά δίπλα μας ένιωθα να μας κρατούν το χέρι θέλοντας να μάθουν για τον Χριστό και τη ζωή. Την ίδια στιγμή ένιωθα να μας κρατούν το χέρι και να μας βγάζουν από αδιέξοδα και σημεία που είχαμε ανούσια κολλήσει. Τη χρονιά που μας πέρασε, διάβασα, για μια εργασία που μου ζητήθηκε, το έργο του Κάρλο Κολόντι, «Οι Περιπέτειες του Πινόκιο». Πάντοτε στον νου μου είχα την εικόνα ενός ξύλινου αγοριού που δεν υπακούει στον πατέρα του και δυστυχώς μπαίνει διαρκώς σε περιπέτειες, αναβάλλοντας επ’ αόριστο την πιθανότητα να γίνει αληθινό παιδί. Διαβάζοντας ολόκληρο το έργο, έχει ενδιαφέρον πως, στο τέλος του παραμυθιού, συναντούμε τον Πινόκιο να βρίσκει τον πατέρα του, τον Τζεπέτο, βυθισμένο για δύο ολόκληρα χρόνια μέσα στην κοιλιά του μεγάλου ψαριού. Υπό μία έννοια, δεν ήταν μόνο ο Πινόκιο σε περιπέτειες, αλλά και ο ίδιος ο πατέρας του. Και οι δύο βρίσκονται στην ίδια άσχημη κατάσταση. Και ενώ τόση ώρα διαβάζουμε για την ανάγκη του Πινόκιο να ακούει τον πατέρα του και να τον ακολουθήσει στη ζωή, για πρώτη φορά οι ρόλοι αλλάζουν και ο Πινόκιο σώζει τον πατέρα του, βγάζοντας τον εκτός της κοιλιάς του ψαριού. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά τη στιχομυθία κατά τη διάρκεια της δεύτερης απόδρασής τους:
«Τώρα, παιδί μου, όλα τελείωσαν».«Γιατί τελείωσαν; Δώσε μου το χέρι σου, μπαμπάκα, και πρόσεξε να μη γλιστρήσεις!»«Πού με πας;»«Πρέπει να προσπαθήσουμε πάλι να φύγουμε. Έλα μαζί μου και μη φοβάσαι»…»ανέβα στην πλάτη μου και αγκάλιασε με σφιχτά. Τα υπόλοιπα άφησέ τα σε μένα».
Κάπως έτσι θα πρέπει να βλέπουμε τη σημαντικότητα του έργου της κατασκήνωσης. Δίνουμε το χέρι μας στα παιδιά, όχι μόνο για να τα οδηγήσουμε αλλά και να μας οδηγήσουν στην αλήθεια του ευαγγελίου.