Όταν ξεκίνησε η κατασκήνωση της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας το 1939, ήταν μία καινούργια και πρωτοποριακή προσπάθεια προς την κατεύθυνση της προσφοράς προς το παιδί. Μέχρι τότε οι εκκλησιαστικές προσπάθειες αφορούσαν τη θρησκευτική εκπαίδευση με το Κυριακό Σχολείο και τις σχετικές παιδικές εκδόσεις βιβλίων, και μιας εφημερίδας τον 19ο αιώνα, της γνωστής «Εφημερίδος των Παίδων». Από την άλλη, προπολεμικά, οι εκκλησίες είχαν τη δυνατότητα να κάνουν οργανωμένα ημερήσιες εκδρομές στις γύρω εξοχές της Αθήνας, στις οποίες συμμετείχαν οι αδελφοί οικογενειακώς. Αυτό έδινε την ευκαιρία στα παιδιά να βρεθούν μαζί και να παίξουν στην εξοχή.
Η ιδέα της κατασκήνωσης δημιουργήθηκε στον ποιμένα της Α’ Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας, αείμνηστο Μιχαήλ Κυριακάκη, που την ξεκίνησε το 1939 και τη συνέχισε κατά τη διάρκεια του πολέμου και της Κατοχής. Ήταν κάτι το εντελώς νέο για τα παιδιά. Μέχρι τότε υπήρχαν παιδικές κατασκηνώσεις μόνο δύο ειδών: της Χ.Α.Ν. και των προσκόπων. Από τη Χ.Α.Ν. πήρε την ιδέα ο Κυριακάκης και από τους προσκόπους η αείμνηστη Ελένη Ρημάκη (Ράξα), που λίγο αργότερα , το 1943, μαζί με άλλους νέους και νέες από την Ελληνική και την Ελευθέρα Ευαγγελική Εκκλησία, ξεκίνησε τις κατασκηνώσεις του Ε.Χ.Ο. (Ευαγγελικού Χριστιανικού Ομίλου). Η μεν κατασκήνωση της Α’ Εκκλησίας μετεξελίχθηκε στην κατασκήνωση του Καλάμου, όπου τον κύριο ρόλο έπαιζε πλέον επί πολλά χρόνια ο Ποιμένας της Εκκλησίας Πειραιώς, αείμνηστος Σταύρος Δεληγιαννίδης, και η κατασκήνωση του Ε.Χ.Ο. μετεξελίχθηκε στην Κατασκήνωση της Ελευθέρας Ευαγγελικής Εκκλησίας στο Σούνιο, όπου εργάστηκε η Ελένη Ρημάκη μέχρι το 1980.
Ας δούμε πώς περιγράφει αυτές τις προσπάθειες ο πρωτοπόρος αυτού του έργου Μιχαήλ Κυριακάκης.
Οι πρώτες κατασκηνώσεις (του Μιχαήλ Κυριακάκη)
Ένα από τα πιο όμορφα έργα που έγιναν για το παιδί τα τελευταία πενήντα χρόνια είναι οι θερινές παιδικές κατασκηνώσεις. Και στον τομέα αυτό η Κατασκήνωση για τα παιδιά των Ευαγγελικών Εκκλησιών βρέθηκε στην πρωτοπορία.
Πρώτη η ΧΑΝ* άρχισε στο Πήλιο από το 1924 για παιδιά τόσο από τη Θεσσαλονίκη όσο και από την Αθήνα. Στα 1926 είχα την ευκαιρία να υπηρετήσω στην κατασκήνωση αυτή της ΧΑΝ σαν «ομαδάρχης». Έτσι είδα από κοντά τον θεσμό και τη σπουδαιότητα αυτού του έργου.
Στα 1939 οργανώσαμε την πρώτη «δοκιμαστική» κατασκήνωση στη Βάρκιζα. Η Βάρκιζα τότε ήταν ένα θαυμάσιο ερημικό μέρος με πεύκα που άγγιζαν την ακρογιαλιά. Ήταν λοιπόν ιδανικό μέρος για τα παιδιά. Στην πρώτη αυτή δοκιμαστική κατασκήνωση πήραμε μόνο 12 παιδιά. Στις 2-3 σκηνές για τα παιδιά και τρία άτομα προσωπικό, ζήσαμε σαν μια οικογένεια. Το μαγειρείο μας ήταν στο ύπαιθρο. Η τραπεζαρία μας στρωματσάδα. Τα παιδιά έφερναν τα στρώματα και τα σκεπάσματά τους, καθώς και το πιάτο και το κύπελλό τους. Το ίδιο έγινε το επόμενο έτος, το 1940. Τότε πήραμε περισσότερα από 40 παιδιά, αγόρια και κορίτσια, και έτσι οργανώσαμε 3-4 ομάδες. Το μπάνιο στην ολοκάθαρη τότε θάλασσα της Βάρκιζας ήταν η πιο μεγάλη απόλαυση των παιδιών. Φυσικά από την αρχή ο κύριος στόχος μας ήταν η χριστιανική διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Το παιχνίδι, η ψυχαγωγία, η γυμναστική, όλα ήταν στη θέση τους παράλληλα με τα Βιβλικά μαθήματα.
Δεν μας έλλειψαν τα «απρόοπτα» στις πρώτες εκείνες προσπάθειες. Ένα ήταν η περιπέτεια δυο κοριτσιών που θέλησαν να πάνε «στα βαθιά», χωρίς να ξέρουν καλό κολύμπι. Η μία, η μεγαλύτερη, ήξερε λίγο και πήρε τη μικρότερη να της μάθει πώς να κολυμπά. Κάτι δεν πήγε όμως καλά και άρχισαν τα άλλα παιδιά να φωνάζουν. Πολύ εύκολα ξεφύγαμε τον κίνδυνο, αλλά δεν ξεχνώ το περιστατικό, όταν μάλιστα χρειάσθηκε να κρατήσουμε το μικρότερο κορίτσι ανάποδα για να βγάλει το νερό που είχε πιει! Το δεύτερο επεισόδιο ήταν πως ένα μεγάλο αγόρι που μας βοηθούσε στο προσωπικό, ενώ ήταν στη Βάρκιζα, προσκλήθηκε προσωπικά να παρουσιασθεί στο στρατό. Επιστράτευση δεν είχε γίνει ακόμη το 1940, αλλά τα σύννεφα στον ορίζοντα ήταν πυκνά και μετά τον τορπιλλισμό της «Έλλης» στην Τήνο, όλοι οι Ηπειρώτες πήραν πρόσκληση να παρουσιαστούν. Και ο νέος μας ήταν Ηπειρώτης. Όταν τελικά οι Ιταλοί μάς επιτέθηκαν, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή και ήταν από τους πρώτους ηρωικούς τραυματίες.
Ο πόλεμος σταμάτησε στα επόμενα δύο χρόνια τις κατασκηνώσεις μας. Όμως το 1943 αρχίσαμε να σκεπτόμαστε να το επιχειρήσουμε ξανά. Αυτήν τη φορά το σπουδαίο ήταν να προσφέρουμε στα παιδιά στοιχειώδη τροφή, αφού όλη η Ελλάδα, μάλιστα η Αθήνα, κινδύνευε από την πείνα. Πήγαμε λοιπόν στην Πεντέλη, στη Νέα Πεντέλη. Εκεί μερικοί γνωστοί μας είχαν ξύλινες παράγκες και πρόθυμα μας τις παραχώρησαν, μια που οι ίδιοι δεν μπορούσαν να τις χρησιμοποιήσουν. Συγκοινωνία όμως δεν υπήρχε. Μερικά λεωφορεία μονάχα που εκινούντο με «γκαζοζέν», όπως τα έλεγαν. Τα γκαζοζέν ήταν μια εφεύρεση που εκινούσε τα λεωφορεία με ξυλοκάρβουνα! Ένα μεγάλο καζάνι ήταν προσαρμοσμένο στο πίσω μέρος του λεωφορείου και μετέβαλλε το ξυλοκάρβουνο σε αέρια κινητήριο δύναμη! Αγκομαχούσε η μηχανή στον ανήφορο και έκανε κάποτε δυο ώρες να καλύψει τα 14 χιλιόμετρα.
Από την Πεντέλη τα μεγαλύτερα παιδιά κατέβαιναν με τα πόδια στο Μαρούσι και στο Χαλάνδρι με ένα χειροκίνητο καροτσάκι, για να προμηθευτούμε ψωμί και ό,τι άλλα τρόφιμα μπορούσαμε να βρούμε. Αξέχαστες συγκινήσεις άφησε η κατασκήνωση της Πεντέλης το 1943, αλλά ακόμα πιο συγκινητικό ήταν το 1944 στο Πολύδροσο. Από εκείνη τη χρονιά, αν και κάπως αργά, ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός άρχισε να μας δίνει λίγα τρόφιμα. Σε μια μικρή έπαυλη που μας παραχωρήθηκε, όλο το καλοκαίρι πήραμε ομάδες παιδιών 40 έως 50 κάθε φορά εκ περιτροπής. Ο πόλεμος είχε αγριέψει. Στη ρεματιά του Πολύδροσου, όπου υπήρχαν πολεμοφόδια των Γερμανών, έγινε κάποια κλοπή. Οι Γερμανοί έκαναν «μπλόκο» και μάζεψαν όλους τους νέους της περιοχής από 16 ετών και άνω. Πλησίαζαν πολύ κοντά μας. Είχαμε αγόρια αυτής της ηλικίας.
Τον άλλο χρόνο, το 1945, ο πόλεμος είχε τελειώσει, όχι όμως και οι συνέπειές του. Η πείνα εξακολουθούσε να μαστίζει την Ελλάδα. Πού θα πάμε τώρα να κατασκηνώσουμε; Πήγαμε στο Διόνυσο με τα πανύψηλα και σκιερά πεύκα. Εκεί στήσαμε τις σκηνές μας, το υπαίθριο μαγειρείο μας και την «τραπεζαρία» μας, σκάβοντας το χώμα για να δημιουργήσουμε «τραπέζια» και «πάγκους». Ο αέρας όμως της ελευθερίας, οι καλύτερες συνθήκες συγκοινωνιακές και τροφίμων, έκαναν την προσπάθεια πιο εύκολη. Τα επόμενα χρόνια η κατασκήνωση κινήθηκε προς το Ζούμπερι, τα Βίλλια, ξανά στην Πεντέλη, για να αράξει το 1950 στο υπέροχο τοπίο του Καλάμου. Εδώ άρχισε να «νοικοκυρεύεται». Ούτε μπορούν να φανταστούν οι σημερινοί κατασκηνωτές του Καλάμου τις συνθήκες, τις ελλείψεις, τη δυσκολία που είχε η Κατασκήνωση στα πρώτα της βήματα. Όμως, η ατμόσφαιρα και ο στόχος του ωραίου αυτού έργου είναι ό,τι ήταν από την αρχή. Με λίγα ή πολλά, με προβλήματα και δυσκολίες, δίνουμε στο παιδί την ευκαιρία να ζήσει ομαδικά τη χριστιανική ζωή.
Ακολουθεί μία περιγραφή της εξέλιξης των εγκαταστάσεων στη μόνιμη πλέον έδρα της Κατασκήνωσης στον Κάλαμο Αττικής. Οι θρησκευτικές και κατασκηνωτικές δραστηριότητες δεν περιλαμβάνονται εδώ.
H Κατασκήνωση στον Κάλαμο (του Κίμωνα Καμπουρόπουλου)
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μαζί με την Κατοχή, έφερε τη φτώχεια, την πείνα, τον υποσιτισμό ιδίως των παιδιών, την αδενοπάθεια. Προκειμένου να βοηθηθεί ο παιδικός πληθυσμός των τοπικών εκκλησιών μας, οργανώθηκαν επανειλημμένως μέσα στον πόλεμο παιδικές καλοκαιρινές κατασκηνώσεις, για να ανασάνουν τα παιδιά καθαρό αέρα, να τραφούν με πλουσιότερη υγιεινή τροφή, να ζήσουν σε ένα ελεύθερο χριστιανικό περιβάλλον, να διαπαιδαγωγηθούν με τις αρχές και την αλήθεια του Ευαγγελίου. Εκτιμώντας το καλό που προέκυπτε για το σώμα, τον νου και το πνεύμα των παιδιών, ο θεσμός διατηρήθηκε και μεταπολεμικά, π.χ. στα Βίλια το 1951, στην Πεντέλη το 1954.
Πολλοί τώρα πια ονειρεύονταν μια μόνιμη κατασκήνωση που θα φιλοξενούσε τα καλοκαίρια τα παιδιά, με σκοπό να αναπνεύσουν καθαρό αέρα, να φάνε καλά, να κοινωνικοποιηθούν ζώντας μαζί περίπου έναν ολόκληρο μήνα και να αγγιχτούν με το φως του Ευαγγελίου και τη ζωή του Χριστού. Όλοι όμως αυτοί έβλεπαν τις τεράστιες δυσκολίες, που κύρια πηγή τους είχαν τα ισχνά οικονομικά των αδελφών και των εκκλησιών.
Ένας, πέρα απ’ τις δυσκολίες, είδε τις τεράστιες ευλογίες που ένα τέτοιο εγχείρημα θα είχε για τις επόμενες γενιές. Το πρόβλημα το είδε σαν πρόκληση για ενέργεια και δράση. Κι έγινε ο άνθρωπος που με τη βοήθεια του Θεού μετέτρεψε το άπιαστο όνειρο σε χειροπιαστή πραγματικότητα. Ήταν ο αιδέσιμος Σταύρος Δεληγιαννίδης, ποιμένας της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας Πειραιώς.
Το 1954 μεταξύ άλλων χώρων, έγινε υπόδειξη ενός κομματιού γης στον Κάλαμο – ένα μικρό τμήμα της αγροτικό καλλιεργήσιμο, το υπόλοιπο πευκόφυτο δασικό. Ο αδελφός Δεληγιαννίδης με άλλους αδελφούς που συμμερίζονταν τον οραματισμό του, έκριναν το κομμάτι αυτό της γης κατάλληλο, και έτσι, αυτή η γη ήταν, που από τότε και κάθε καλοκαίρι μέχρι σήμερα θα φιλοξενούσε πολλές δεκάδες παιδιά και νέους των εκκλησιών μας, και όχι μόνο, στην αγκαλιά της. Το κτήμα αυτό στην πευκόφυτη πλαγιά περίπου 30 στρεμμάτων αγοράστηκε σε τρεις δόσεις.
Ήταν με την πρωτοβουλία των μελών της πρώτης επιτροπής Κατασκηνώσεως, που σχεδιάστηκαν και εκτελέστηκαν τα έργα της πρώτης πενταετίας. Μέλη της πρώτης Επιτροπής αυτής ήταν οι: Δεληγιαννίδης Σταύρος, πρόεδρος, Σεμερτζίδης Ιωάννης, γραμματέας, Νουσίου Ιωάννης, Χαριτωνίδης Ιωάννης, Θεοδοσίου Ιωάννης, Κιουπούρογλου Στέλιος και Λαδόπουλος Δημήτριος.
Το έργο τους ήταν θεόρατο. Κι όμως, μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 1955 κατόρθωσαν και έχτισαν το κτήριο των μαγειρείων στο κάτω αγροτικό τμήμα του κτήματος, με μικρό μπαλκόνι για τραπεζαρία. Το φαγητό, παρά τις αντίξοες συνθήκες συντήρησης και παρασκευής, ήταν εξαιρετικά νόστιμο και θρεπτικό τότε, όπως τέτοιο συνεχίζει να είναι μέχρι σήμερα στον Κάλαμο.
Επίσης, άνοιξαν πηγάδι μέσα στο μαγειρείο, που αρχικά λειτούργησε όχι μόνο για την παροχή πόσιμου νερού, αλλά και ως «ψυγείο» για τη συντήρηση ευαίσθητων στη ζέστη τροφίμων. Ετοίμασαν εφτά πλατώματα στο δασικό τμήμα όπου στήθηκαν ισάριθμες πάνινες πράσινες στρατιωτικές σκηνές, και τέλος, έχτισαν έξι πρόχειρες τουαλέτες.
Η πρώτη άδεια λειτουργίας ελήφθη στις 9 Ιουλίου του 1955. Το 1956 η Επιτροπή ανταποκρινόμενη στις απαιτήσεις του Υπουργείου, προκειμένου να ξαναχορηγηθεί άδεια λειτουργίας, προέβη στην κατασκευή τεσσάρων έργων: Ανοίχθηκε στο πρανές μπροστά στις σκηνές μια πλατεία για να παίζουν τα παιδιά, οικοδομήθηκε το κτήριο των τουαλετών, τοποθετήθηκε παιδική χαρά και στρώθηκαν τα δάπεδα των σκηνών με γκρο μπετόν.
Στο υπόλοιπο της πενταετίας κατασκευάστηκε ακόμα το δάπεδο και το στέγαστρο της τραπεζαρίας, κι εξαιτίας της κλίσεως του εδάφους, δίπλα στην κουζίνα προστέθηκε μια σειρά ημιυπογείων χώρων: στη μία άκρη ένας μεγάλος αποθηκευτικός χώρος, στην άλλη χώρος τουαλετών και λουτρών, και στη μέση ένα δωμάτιο, στο οποίο εγκαταστάθηκε πετρελαιοκίνητη γεννήτρια για την προμήθεια ηλεκτρικού ρεύματος. Το ηλεκτρολογικό δίκτυο έγινε με καλώδια του συμμαχικού στρατού (δεν υπήρχαν τότε καλώδια στο εμπόριο). Τώρα υπήρχε φως σε όλους τους χώρους από τη δύση του ηλίου μέχρι τις 11 το βράδυ περίπου. Για 20 περίπου χρόνια, ο χαρακτηριστικότερος νυχτερινός ήχος ήταν ο μονότονος βόμβος της πετρελαιομηχανής. Ήχος που με νοσταλγία θυμούνται όσοι ευτύχησαν να ζήσουν τότε στην κατασκήνωση.
Την ίδια περίοδο κτίστηκε ο «πάγκαλος» (bungalow) για να στεγάσει τα μικρά παιδιά και ανοίχθηκε δεύτερο πηγάδι. Κτίστηκε επίσης ο υδατόπυργος για να εξασφαλίσει νερό για τις τουαλέτες, και στήθηκε το υπόστεγο μπροστά στις παλιές τουαλέτες, αφού το κτηριάκι αυτό μετασχηματίστηκε για να φιλοξενήσει προσωρινά το αρχηγείο, μέχρι να κτιστεί το κτήριο του Αρχηγείου/ Νοσοκομείου που γνωρίζουμε σήμερα.
Η πρόσβαση στην κατασκήνωση δεν ήταν και η ευκολότερη. Το λεωφορείο έφτανε τότε μέχρι το χωριό, τον Κάλαμο. Ο χωματόδρομος απο κει και πέρα ήταν κακοτράχαλος και γεμάτος λακκούβες, πράγμα που σήμαινε πως όσοι χρησιμοποιούσαν για τη μετακίνησή τους το λεωφορείο της γραμμής, έπρεπε να περπατήσουν τέσσερα χιλιόμετρα φορτωμένοι τη βαλίτσα τους για να φτάσουν στην κατασκήνωση. Έτσι, τα παιδιά τα έφερνε από την Αθήνα φορτηγό! Αξέχαστες διαδρομές αυτές.
Η κατάσταση άλλαξε το 1958, όταν εξαιτίας του ferry-boat που ένωσε το Αλιβέρι με τους Αγίους Αποστόλους, διαπλατύνθηκε και ασφαλτοστρώθηκε ο δημόσιος δρόμος.
Το νερό για χρήση στις τουαλέτες και στις σκηνές, μεταφερόταν σε τενεκέδες με το γαϊδουράκι του μπαρμπα-Χρήστου, ο οποίος αναλάμβανε και τις όποιες άλλες αναγκαίες μεταφορές, όπως οι προμήθειες από τον Κάλαμο. Ο πιστός αυτός αδελφός για χάρη της κατασκήνωσης άφηνε τη δουλειά του (μικροπωλητής) και με το γαϊδουράκι του περπατούσε τα 60 χιλιόμετρα που χωρίζουν τον Πειραιά από την κατασκήνωση, για να υπηρετήσει τις ανάγκες των παιδιών εθελοντικά. Το ίδιο δρομολόγιο έκανε στην επιστροφή μετά από δυόμισι μήνες.
Στη θάλασσα για μπάνιο τα παιδιά κατέβαιναν με τα πόδια. Οι Άγιοι Απόστολοι ήταν ακόμα ένα έρημο ψαροχώρι. Καμιά σχέση με τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα που έχει σήμερα. Τα βράδια χωρίς φεγγάρι η κατασκήνωση ήταν βυθισμένη σε μαύρο σκοτάδι κι όσο πιο μαύρο ήταν το σκοτάδι, τόσο πιο λαμπερά έβλεπαν τα παιδιά να σπινθηροβολούν τα άστρα στον ουρανό. Συνηθισμένα τα απόμακρα ουρλιαχτά των τσακαλιών. Κι όμως, όλοι κοιμόνταν ήσυχοι και όλοι ένιωθαν πως και χωρίς περίφραξη, η κατασκήνωση ήταν το ασφαλέστερο μέρος του κόσμου. Ο Θεός ήταν εκεί.
Έτσι πέρασαν εξήντα τόσα ευλογημένα χρόνια. Οι ευλογίες της κατασκήνωσης ήταν πολλές και ποικίλες. Όλες αυτές τις δεκαετίες έγιναν βελτιωτικά έργα, ενώ εκατοντάδες πρόσωπα εργάστηκαν εθελοντικά στο αρχηγείο και στα μαγειρεία.
*ΣΣ: Χριστιανική Αδελφότης Νέων. Ιδρύθηκε το 1921 στη Θεσσαλονίκη και το 1923 στην Αθήνα. Είναι κλάδος της παγκόσμιας χριστιανικής (Διαμαρτυρόμενης) οργανώσεως YMCA, που ίδρυσε το 1844 ο Τζωρτζ Ουίλλιαμς στο Λονδίνο. Δίνει έμφαση στη χριστιανική διδασκαλία και στις φιλανθρωπικές, αθλητικές και πολιτισμικές εκδηλώσεις για τους νέους. Η θρησκευτική παράμετρος έχει πλέον υποχωρήσει σε διάφορες χώρες, όχι όμως σε όλες.