Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαχ: ο μεγάλος αδικημένος

a gold and red throne

Κάποιος  ποιμένας  εκκλησίας έχει εκφράσει τελευταία επανειλημμένα την  – πολύ σωστή, κατά τη γνώμη μου – άποψη ότι δύο είναι οι «στυλοβάτες» της ευαγγελικής εκκλησίας: ο Μαρτίνος Λούθηρος στον καθαρά «πνευματικό» –θεολογικό τομέα (κι εγώ θα πρόσθετα: μαζί με τον Ιωάννη Καλβίνο), και ο Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαχ στον τομέα της μουσικής. Κάτι είναι κι αυτό…

Κι ακόμη περισσότερο από «κάτι» είναι το γεγονός ότι κάποιος άλλος ποιμένας είχε συλλάβει πριν λίγα χρόνια την ιδέα της διοργάνωσης ενός «Φεστιβάλ Μπαχ» με τη συμμετοχή και μουσικών συνόλων εκτός εκκλησιών. Κρίμα που η αξιέπαινη αυτή προσπάθεια έσβησε μετά από δύο τρία χρόνια και για οικονομικούς λόγους, αλλά και λόγω της μικρής προσέλευσης και συμπαράστασης από μέρους των πιστών, που εξακολουθούν να θεωρούν «πνευματικές» μόνο τις καθιερωμένες εκκλησιαστικές εκδηλώσεις: τη λατρεία της  Κυριακής, τη βιβλική μελέτη καθώς και τη συμπροσευχή, όπου όμως δυστυχώς η συμμετοχή «παραδοσιακά» είναι πενιχρή σε απογοητευτικό βαθμό.

Στυλοβάτες λοιπόν της ευαγγελικής εκκλησίας και ο Λούθηρος και ο Μπαχ, παρά τα διακόσια χρόνια που τους χωρίζουν. Και για μεν τον Λούθηρο κανείς  δεν τον αμφισβήτησε ούτε τον αμφισβητεί, σε αντίθεση με τον Μπαχ που μπορεί μερικοί καλοπροαίρετοι ποιμένες να τον θυμούνται πότεπότε, αλλά στο σύνολό τους ο ευαγγελικός προτεσταντικός κόσμος ελάχιστα τον τιμά κι ελάχιστα τον «εκμεταλλεύεται» πνευματικά και καλλιτεχνικά, με εξαίρεση την πατρίδα του, τη Γερμανία,  κι ακόμη κι αυτήν με αρκετές εξαιρέσεις, ανάλογα με τη δογματική απόχρωση και με την «πνευματικότητα» της κάθε εκκλησίας.  Έχω αναφέρει και άλλοτε την περίπτωση κάποιου καθηγητή της μουσικής ακαδημίας του Düsseldorf, αν δεν κάνω λάθος, που συνάντησα σ’ ένα χριστιανικό μουσικό συνέδριο, κι όταν ενδιαφέρθηκα να μάθω αν στο μουσικό πρόγραμμα της εκκλησίας του περιλαμβάνονταν και έργα του Μπαχ, μου απάντησε αρνητικά, με τη δικαιολογία ότι η παράδοση της εκκλησίας στην οποία ανήκε δεν είχε καμία σχέση με τη μουσική του μεγάλου συνθέτη. Φαινόμενο συνηθισμένο, και εν μέρει δικαιολογημένο για μια «συνομοταξία» εκκλησιών όπως εκείνη του προτεσταντικού κόσμου, που δεν έχουν ενιαία μουσική παράδοση και που δεν ενδιαφέρονται οι περισσότερες για την ανάπτυξη και την καλλιέργεια κάποιας τέχνης ποιότητας, έχοντας στη διάθεσή τους χιλιάδες μουσικά προϊόντα κάθε είδους και κάθε επιπέδου, από μικρά αριστουργήματα μέχρι κατασκευάσματα μηδενικής αξίας και έμπνευσης. Πού να χωρέσει ο Μπαχ ανάμεσα σ’ όλα αυτά…

Στ’ αλήθεια, αναρωτιέμαι αν υπάρχει ανάμεσα στις μεγάλες μορφές της ιστορίας της χριστιανικής εκκλησίας κάποιος τόσο αδικημένος όσο αυτός, τη στιγμή μάλιστα που έξω στον κόσμο, σ’ όλες τις πολιτισμένες χώρες και των πέντε ηπείρων, βρίσκεται στο απόγειο της δόξας του…

Η ιστορία ξεκινά από πολύ παλιά. Πρώτοι και «καλύτεροι» τον αδικούν οι σύγχρονοί του, που δεν παίρνουν είδηση πως ανάμεσά τους ζει και δημιουργεί η μεγαλύτερη μουσική μεγαλοφυΐα όλων των εποχών. Οι πάντες τον θαυμάζουν σαν σπουδαίο οργανίστα, ελάχιστοι σαν σημαντικό συνθέτη. Κι όπως γράφει ο Εμίλ Βύλερμοζ  (1878 1960) στο βιβλίο του «Ιστορία της Μουσικής» (εκδόσεις «Υποδομή») «έβαζε τη γυναίκα του και τα παιδιά ν’αντιγράφουν τις πάρτες κι επεξεργαζόταν τις συνθέσεις αυτές, που προορίζονταν για ένα ακροατήριο αφηρημένων ή αμαθών»…  Κι είναι γνωστό ακόμη  πως όταν διεκδικεί τη θέση του μουσικού διευθυντή – «κάντορα» – για την εκκλησία του Αγίου Θωμά της Λειψίας όπου τελικά περνά και ένα μεγάλο μέρος –και το πιο δημιουργικό- της ζωής του μέχρι το θάνατό του, προσλαμβάνεται για ένα και  μοναδικό λόγο: ο συνυποψήφιός του Γκέοργκ Φίλιπ Τέλεμαν, γνωστός κι αξιόλογος συνθέτης, κατώτερος όμως από τον Μπαχ σε αξία κατά γενική –παγκόσμια- ομολογία σήμερα, αποσύρει για κάποιο λόγο την υποψηφιότητά του. Κι έτσι δεν απομένει περιθώριο άλλης επιλογής για το δημοτικό συμβούλιο της πόλης. Κι έμεινε στην ιστορία η «σοφία» που ξεστόμισε κάποιος δημοτικός σύμβουλος, από εκείνους που δε χάνουν ευκαιρία να διαφημίζουν τις ευαισθησίες και τις γνώσεις τους «επί παντός»:  «Τι να κάνουμε… καμιά φορά δυστυχώς από ανάγκη πρέπει να αρκούμαστε και σε δεύτερη ποιότητα»!..

Και το κακό συνεχίζεται. Για εβδομήντα εννέα χρόνια μετά το θάνατό του πέφτουν στη λήθη κι αυτός και το έργο του, και μονάχα κάποιοι μεγάλοι όπως ο Μότσαρτ και ο Μπετόβεν εξακολουθούν και τον θαυμάζουν. Μέχρι που στα 1829 τον «ανακαλύπτει» ο εικοσάχρονος Φέλιξ Μέντελσον και παρουσιάζει στο Βερολίνο το σπουδαιότερο αριστούργημά του, τα «κατά Ματθαίον Πάθη» του. Για πολλά χρόνια μετά θα εξακολουθήσουν να «νεκρανασταίνονται» πολλά σπουδαία έργα του, με κυριότερο το «Χριστουγεννιάτικο Ορατόριο» που μόλις από το 1950 και μετά δύο αιώνες  ύστερα από το θάνατό του! παίρνει τη θέση που κατέχει σήμερα στην προτίμηση του φιλόμουσου κοινού όλου του κόσμου.

Σήμερα βέβαια ο Μπαχ μεσουρανεί στο παγκόσμιο καλλιτεχνικό στερέωμα. Ο αδικημένος του παρελθόντος έχει βρει πανηγυρικά τη δικαίωσή του. Μαέστροι, σολίστες και ορχήστρες τοποθετούν τα έργα του στις πρώτες θέσεις στα προγράμματά τους. Κι όσο για τη θρησκευτική του μουσική, χορωδίες κάθε είδους και «πάσης φυλής» ψάλλουν με ενθουσιασμό τις καντάτες του, τα χορικά του και τα μεγάλα θρησκευτικά του έργα.

Ωστόσο, η μεγάλη αδικία που εξακολουθεί ακόμη και σήμερα, γίνεται από μέρους των πνευματικών αδελφών του. Τον Ιούνιο του 1999, με την επικείμενη τότε επέτειο των 250 χρόνων από το θάνατο του συνθέτη τον επόμενο χρόνο –που γιορτάστηκε πανηγυρικά σ’ ολόκληρο τον κόσμο- δημοσίευσε ο «Αστήρ της Ανατολής» τρία σχετικά άρθρα μεταφρασμένα από αμερικανικά χριστιανικά περιοδικά. Τα δύο απ’ αυτά ήταν γραμμένα από θεολόγους – ο ένας από τους δύο έπαιζε απλώς ερασιτεχνικά σε κάποια ορχήστρα πνευστών – και μόνο το τρίτο είχε γραφτεί από κάποιον μουσικό.

Νάναι άραγε κι αυτό δείγμα για το πόσο οι θεολόγοι κυριαρχούν μέσα στο χριστιανικό χώρο, εκφράζοντας απόψεις ακόμη και σε θέματα ξένα προς την αρμοδιότητά τους; ή μήπως υπάρχει τόση έλλειψη σοβαρών μελετητών της έντεχνης χριστιανικής μουσικής στις εκκλησίες, που αναγκάζονται να «αναλάβουν δράση» και σ’ αυτόν τον τομέα οι θεολόγοι, έστω ερασιτεχνικά; Ποιος ξέρει… 

Όπως και νάναι, αξιέπαινος, αλλά εκτός τόπου και χρόνου, δυστυχώς, ο οραματισμός του αρθρογράφου μουσικού: «Ας μας αξιώσει ο Θεός να έχουμε τέτοιους μουσικούς [σαν τον Μπαχ] πρεσβυτέρους στις εκκλησίες μας» … Μήπως είχε δίκιο τελικά ο Λούθηρος  που επέμενε οι ποιμένες της εκκλησίας να είναι και μουσικά εκπαιδευμένοι ή έστω να ξέρουν από μουσική, ή τουλάχιστον –θα μπορούσαμε να προσθέσουμε – να έχουν δίπλα τους – και να τους ακούνε – μερικούς καταρτισμένους μουσικούς συμβούλους;

Ενδεικτικό του κλίματος που επικρατεί στις αμερικανικές εκκλησίες απέναντι στη μουσική του Μπαχ είναι όσα γράφει ο Νταν Μακ Κάρτνεϋ, ο θεολόγος-μουσικός, που επαληθεύουν τα όσα υποστηρίζουμε για την παγκόσμια σχεδόν αδιαφορία για το μεγάλο χριστιανό συνθέτη από μεγάλη μερίδα του ευαγγελικού κόσμου. Αξίζει να παραθέσουμε μερικά αποσπάσματα από το άρθρο του.

«Η εκκλησία σήμερα αγνοεί σχεδόν εντελώς τη μεγάλη κληρονομιά της που περιέχεται στο έργο του Μπαχ […] Ο Μπαχ έγραψε συνθέσεις πάνω σε γνωστές μελωδίες ύμνων και χορικών για να χρησιμοποιηθούν στη λατρεία της εκκλησίας, ελάχιστες όμως απ’ αυτές ακούγονται σήμερα σε εκκλησίες που έχουν ανάλογα όργανα. […] Ο Μπαχ εναρμόνισε εκατοντάδες χορικά και μελωδίες ύμνων για να ψάλλονται από το εκκλησίασμα, ή από τετράφωνες χορωδίες. Δυστυχώς, όμως, μόνο ελάχιστες απ’ αυτές τις συνθέσεις, όπως είναι ο ύμνος «Ω Κεφαλή Αγία», βρίσκονται σε σύγχρονα υμνολόγια, αν και όλες έχουν μια καλλιτεχνική τελειότητα που ξεπερνά πολλούς από τους πιο δημοφιλείς ύμνους μας […] Παρά το γεγονός ότι λίγες εκκλησίες σήμερα ενδιαφέρονται για την αξιοποίηση της τέχνης στη λατρεία τους και ακόμη λιγότερες εκκλησίες διαθέτουν χρόνο, χρήμα και ανθρώπινο δυναμικό για να ενσωματώσουν αυτή την υπέροχη τέχνη στη λατρεία τους, ο Μπαχ εξακολουθεί να ανήκει στην Εκκλησία, αφού για λογαριασμό της γράφτηκαν τα περισσότερα έργα του. Οι χριστιανοί θα πρέπει να ευχαριστούν τον Θεό γιατί έδωσε στην Εκκλησία Του ένα τέτοιο ταλέντο που ό,τι και αν έκανε το έκανε για τη δόξα του Θεού, αφήνοντας τον κόσμο κατάπληκτο».

Σωστά τα περισσότερα απ’ όσα γράφει ο αρθρογράφος. Μόνο που η δικαιολογία ότι «πολύ λίγες εκκλησίες διαθέτουν χρόνο, χρήμα και ανθρώπινο δυναμικό για να ενσωματώσουν αυτή την υπέροχη τέχνη [του Μπαχ] στη λατρεία τους» δεν στέκει με τίποτε. Ο Μπαχ δεν έγραψε μόνο μεγάλα και δύσκολα έργα που να έχουν τόσο μεγάλες τεχνικές και οικονομικές απαιτήσεις. Άλλωστε, από μόνος του ο αρθρογράφος παραδέχεται ότι επιπλέον «εναρμόνισε εκατοντάδες χορικά και μελωδίες ύμνων για να ψάλλονται  από το εκκλησίασμα ή από τετράφωνες χορωδίες».  Πράγματι, κανένα σχεδόν από τα χορικά που χρησιμοποίησε ο Μπαχ στις καντάτες του και στα μεγάλα χορωδιακά του έργα δεν είναι δικό του. Προέρχονται από μελωδίες που έγραψαν άλλοι παλιότεροι απ’ αυτόν ευαγγελικοί συνθέτες μέσα στους δύο αιώνες που είχαν μεσολαβήσει ανάμεσα στη μεταρρύθμιση του Λούθηρου και στην εποχή του Μπαχ, ή και από κοσμικά τραγούδια παλιότερων εποχών, όπως το γνωστό χορικό «Ω Κεφαλή Αγία» του Χανς Λέο Χάσλερ (1564 έως 1612). Η σημαντική, σημαντικότατη συνεισφορά του σ’ αυτά αποτελείται κυρίως από τις αριστουργηματικές εναρμονίσεις του, καθώς και από κάποιες μετατροπές και στη μελωδία σε μερικά απ’ αυτά και κυρίως στο ρυθμό τους. Και δε χρειάζεται ούτε «πολύς χρόνος ούτε χρήμα ούτε (ασυνήθιστο) ανθρώπινο δυναμικό» για να ψαλούν από μια χορωδία εκπαιδευμένη σύμφωνα με τους στοιχειώδεις, γενικά παραδεκτούς χορωδιακούς κανόνες. Χρειάζεται μονάχα να «ξεκολλήσουν» από την παράδοσή τους οι διάφορες ευαγγελικές ομολογίες –πράγμα δυστυχώς αδύνατον για τις  περισσότερες- καθώς και ολόκληρες ομάδες εθνών με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τις αγγλόφωνες χώρες που δημιούργησαν δική τους μουσική παράδοση και δική τους υμνολογία, αγνοώντας τη γερμανική που είχε προηγηθεί. Και ακριβώς την αγγλοσαξονική αυτή παράδοση ακολούθησε και η ελληνική ευαγγελική εκκλησία -η αρχαιότερη στη χώρα μας- με αποτέλεσμα για πολλές δεκαετίες να είναι εντελώς άγνωστος ο Μπαχ και στις δικές μας εκκλησίες.

Κι εδώ ακριβώς είναι απαραίτητο ν’ αναφέρουμε για την ενημέρωση των αναγνωστών μας κάποια στοιχεία από τη δραστηριότητα δύο εκκλησιαστικών μας χορωδιών που είναι οι μοναδικές που άντεξαν στο χρόνο επί πολλές δεκαετίες, και που δείχνουν πόσο και με ποιο τρόπο έχουν ξεπληρώσει και οι δύο το οφειλόμενο χρέος τους στο μεγάλο συνθέτη.  Κι αυτό χωρίς τόσο πολύ χρόνο ή τόσο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό ή τόσο μεγάλες δαπάνες, αντίθετα με τους ισχυρισμούς του αμερικανού αρθρογράφου.

Η πρώτη είναι η χορωδία της ελληνικής ευαγγελικής εκκλησίας Κατερίνης που διευθύνει εδώ και πολλές δεκαετίες ο αγαπητός φίλος και αδελφός Γιάννης Αδαμίδης. Που σ’ αυτόν κυρίως οφείλεται και η καταχώριση κάποιων χορικών του Μπαχ στο υμνολόγιο της ελληνικής ευαγγελικής  εκκλησίας, καθώς και χορικών άλλων γερμανών ευαγγελικών συνθετών και άλλων ύμνων από τη γερμανική ευαγγελική μουσική παράδοση. Σταθερά η χορωδία της Κατερίνης περιλαμβάνει στο πρόγραμμα της  κυριακάτικης  λατρείας της χορικά του Μπαχ και έργα του για εκκλησιαστικό όργανο, και έχει παρουσιάσει επίσης σε συναυλίες της κάποιες  καντάτες του ανάλογα κυρίως με τις οικονομικές δυνατότητές της.

Κι αυτό αποτελεί μέρος του γενικότερου ρεπερτορίου της, που περιλαμβάνει πολυάριθμα έργα και άλλων γνωστών συνθετών.

Η δεύτερη χορωδία είναι η δική μας, της ευαγγελικής εκκλησίας Θεσσαλονίκης.  Ενδεικτικά μόνο αναφέρω τις εκδηλώσεις που έγιναν στην εκκλησία μας το 1985 με αφορμή τα τριακόσια χρόνια από τη γέννηση του συνθέτη:

  1. Προβολή ταινίας με θέμα τη ζωή και το έργο του, σε συνεργασία με το  Ινστιτούτο Γκαίτε.
  2. Χριστουγεννιάτικη συναυλία με έργα των τριών μεγάλων «επετειακών» ευαγγελικών συνθετών: του Μπαχ (γεν. 1685), του Χαίντελ (γεν. 1685) και του Συτς (γεν. 1585).
  3. Έκδοση και κυκλοφορία κασέτας με τον τίτλο «Αφιέρωμα στον Μπαχ» με τη χορωδία της εκκλησίας σε έργα αποκλειστικά του τιμώμενου συνθέτη.
  4. Διάλεξη – μουσικό βραδινό, σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, για τη ζωή και το έργο του με ηχογραφημένα μουσικά αποσπάσματα και προβολή φωτεινών διαφανειών.

(Παρόμοιες ομιλίες έχουν γίνει σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα για το «Χριστουγεννιάτικο Ορατόριο» και τα «κατά Ματθαίον Πάθη», κι έχουν  δημοσιευθεί σε περιοδικά μας).

 Εξάλλου πολύ συχνά οι χριστουγεννιάτικες και οι πασχαλινές συναυλίες μας περιλαμβάνουν μικρά ή μεγαλύτερα έργα του συνθέτη, και ακόμη και στην κυριακάτικη λατρεία μας ακούγονται πολύ συχνά διάφορα χορικά του.

Σ’ όλες αυτές τις εκδηλώσεις η μόνη χρηματική δαπάνη είναι η χορηγία των χριστουγεννιάτικων συναυλιών μας από μέρους της κλινικής «Άγιος  Λουκάς» που αντιπροσωπεύει ένα πολύ μικρό ποσοστό από τα χρήματα που μπορεί να διαθέσει μια μέση εκκλησία στις ΗΠΑ.

Γενικά, το ρεπερτόριό μας περιλαμβάνει την καντάτα 142 («Για μας παιδί γεννήθη»), τις δύο πρώτες καντάτες από το «Χριστουγεννιάτικο Ορατόριο» και τα περισσότερα χορωδιακά από τις υπόλοιπες καντάτες του έργου, περίπου τριάντα χορικά, δέκα χορωδιακά αποσπάσματα από διάφορες άλλες καντάτες, καθώς και άριες, έργα για ορχήστρα και έργα για εκκλησιαστικό όργανο που έχουν παρουσιαστεί σε συναυλίες μας.

Αναφέρω τέλος και τις δύο συναυλίες που δόθηκαν πρόσφατα, τον περασμένο Μάιο και Ιούνιο στην εκκλησία μας, με έργα και πάλι αποκλειστικά του Μπαχ, η πρώτη από τη χορωδία «Εν Χορώ» που διευθύνει ο συνεργάτης μου μαέστρος και αδελφός Κωστής Παπάζογλου,  και η δεύτερη με ορχήστρα και χορωδίες από τις ΗΠΑ και τη Βουλγαρία, όπου ανάμεσα στ’ άλλα έργα («Magnificat» κλπ.) παίχτηκε και ένα κοντσέρτο του συνθέτη για δύο πιάνα με σολίστες τους σημαντικούς πιανίστες αδελφούς της εκκλησίας Βαγγέλη και Ανέλια Πορτοκάλη.

Ας είμαστε ειλικρινείς. Εμπόδια δεν είναι ούτε ο χρόνος, ούτε τα χρήματα, ούτε το ανθρώπινο δυναμικό. Ειδικά μάλιστα για χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες.  Εμπόδια είναι οι πολλοί άλλοι ανασταλτικοί παράγοντες που σχετίζονται και με το πνευματικό και με το πολιτιστικό μας επίπεδο. Κι αυτό, δυστυχώς, παγκόσμια….

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top