Θρησκευτική μεταρρύθμιση και τέχνη

people in the street painting

Προλεγόμενα

Με την τέχνη η μεταρρύθμιση είχε πάντα –και έχει ακόμη- μια σχέση που ξεκινά από την αγάπη, περνά από  την εκτίμηση ή την απλή ανοχή, και καταλήγει στην αδιαφορία μέχρι και την αντιπάθεια και την εχθρότητα. Και το καθένα απ’ αυτά ανάλογα με τη θρησκευτική «απόχρωση» -«denomination»- όπου ανήκει η κάθε ομάδα, κι ανάλογα με την εποχή, με τη χώρα, και προπάντων με το είδος της τέχνης. Πρώτη απ’ όλες, καταδικασμένη στο «πυρ το εξώτερον» η τέχνη του χορού (παρόλο που δεν καταδικάζεται πουθενά μέσα στην Αγία Γραφή, όπως άλλωστε και όποιο άλλο είδος τέχνης). Και μιλάμε για γνήσια τέχνη, όχι για «χοροπηδητά» που συνηθίζονται ακόμη και σε κάποιες εκκλησίες χαρισματικής κατεύθυνσης. Βλέπετε, από τους πρώτους κιόλας μεταποστολικούς αιώνες, ο χορός κηρύχθηκε υπό διωγμόν γιατί συνδέεται με το ανθρώπινο σώμα, κι αυτό δεν το είδαν με καθόλου καλό μάτι οι «αναχωρητές» του χριστιανισμού που καθώς περνούν τα χρόνια όλο και πληθαίνουν κι όλο και έχουν περισσότερο το «πάνω χέρι». Την ίδια παράδοση ακολουθεί και η μεταρρύθμιση, με μερικές όμως εξαιρέσεις σε κάποιες εποχές και σε κάποιους τόπους, σε πολύ περιορισμένη όμως κλίμακα. Μόλις στα τελευταία χρόνια έχουν σχηματιστεί ομάδες νέων με σοβαρές προσπάθειες δημιουργίας  χριστιανικής χορογραφίας, μαζί με την  τέχνη της παντομίμας που ανθεί πολύ περισσότερο κυρίως για ευαγγελιστικούς σκοπούς.

Το θέαμα

Παρόμοια η στάση του μεταρρυθμιστικού κινήματος κι απέναντι στο θέατρο, και γενικότερα στο θέαμα. Κληρονομιά κι αυτό από τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού, όπου όμως οι χριστιανοί είχαν πιο σοβαρούς λόγους ν’ αποστρέφονται το θέατρο, μια και συνδεόταν τόσο στενά με τη λατρεία των ειδώλων και με τις οργιαστικές διονυσιακές τελετές. Ωστόσο στους κατοπινούς αιώνες, στην εποχή του μεσαίωνα, βλέπουμε στις καθολικές κυρίως εκκλησίες της δύσης να αναπτύσσεται ένα θεατρικό είδος, το «μυστήριο», με υπόθεση παρμένη από την Αγία Γραφή ή και από βίους διαφόρων αγίων. Τα έργα αυτά παίζονται είτε μέσα στην εκκλησία είτε στο προαύλιό της, με «ηθοποιούς» πολλές φορές και ιερείς ντυμένους με τα κατάλληλα κοστούμια! (Ας θυμηθούμε ότι ένα τέτοιο «μυστήριο» αποτελεί και την αφετηρία του περίφημου μυθιστορήματος «Η Παναγία των Παρισίων» του Βίκτορα Ουγκώ).

Με την εμφάνιση λοιπόν του μεταρρυθμιστικού κινήματος ξαναγυρίζουμε στην απόλυτη άρνηση, και πολύ συχνά και στην εχθρότητα απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή θεάματος, απαράλλαχτα όπως στην εποχή των πρώτων χριστιανών. Κι αυτό προπάντων από μέρους των πιο «ασκητικών» και αυστηρών από τους μεταρρυθμιστές, όπως ο Καλβίνος, ο Τσβίγγλιος και οι συνεργάτες τους καθώς κι οι επίγονοί τους, με πιο επιφανείς απ’ αυτούς τους πουριτανούς (ο Λούθηρος που όπως σε όλα σκέπτεται πιο ελεύθερα από τους υπόλοιπους, δεν είναι αντίθετος στο να παρουσιάζονται θεατρικά έργα με βιβλικό περιεχόμενο). Σήμερα, αρκετά από τα επιχειρήματα που προβάλλονται για να δικαιολογήσουν αυτή τη στάση μάς είναι εντελώς ακατανόητα, μια και ζούμε σε τελείως διαφορετική εποχή. Όπως, για παράδειγμα, το επιχείρημα ότι τα δρώμενα επάνω στη σκηνή δεν αποτελούν πραγματικότητα, είναι ψέμα και απάτη κι επομένως είναι αντίθετα στο νόμο του Θεού, ή ότι ένα θεατρικό έργο διαρκεί περισσότερη ώρα από την κυριακάτικη λατρεία στην εκκλησία, κι άλλα ακόμη πιο περίεργα. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του πουριτανού ιδρυτή της πολιτείας της Πενσυλβανίας, Γουίλιαμ Πεν (1644-1718), που προβάλλουν «επιχειρήματα» που πολύ θυμίζουν σε μερικούς από μας κάποια ανάλογα με εκείνα των πατεράδων και των παππούδων μας: «Με πόσα θεατρικά έργα ψυχαγωγήθηκαν ο Ιησούς Χριστός και οι μαθητές Του; κι ακόμη ποια ποιήματα, μυθιστορήματα, κωμωδίες και άλλα παρόμοια έγραψαν ή διάβασαν οι απόστολοι και οι άγιοι για να περάσουν την ώρα τους;»

Σημαντική ωστόσο είναι η απόκλιση από τέτοιου είδους αντιλήψεις των αγγλικανών προτεσταντών σε διάφορες εποχές, όπως η εποχή της βασίλισσας Ελισάβετ, που σφραγίζεται από την παρουσία του πιο μεγάλου από τους δραματουργούς στην ιστορία του δυτικού κόσμου, του Γουίλιαμ Σαίξπηρ. Είναι μια εποχή που αξίζει να μελετηθεί περισσότερο από κάποιους χριστιανούς ερευνητές, αν μάλιστα πάρουμε υπόψη μας ότι ο μεγάλος «βάρδος» του θεάτρου υπήρξε πιστός χριστιανός, τουλάχιστον στα τελευταία χρόνια της ζωής του -πληροφορία άγνωστη στους πιο πολλούς που σίγουρα θα εκπλήξει ευχάριστα όσους από μας συμμερίζονται μαζί του την ίδια πίστη, καθώς και την ίδια αγάπη για το θέατρο.

Για τη ζωή του δεν έχουμε αρκετές πληροφορίες, ωστόσο οι οκτακόσιες περίπου αναφορές σε εδάφια της Βίβλου που βρίσκουμε στα έργα του, καθώς και –κυρίως- η ξεκάθαρη ομολογία πίστης που διαβάζουμε στη διαθήκη του, μαρτυρεί «του λόγου το αληθές»: «Παραδίδω την ψυχή μου στα χέρια του Θεού του Δημιουργού μου, με την ελπίδα και την πεποίθηση που βασίζω στο μοναδικό έργο του Ιησού Χριστού του Σωτήρα μου, ότι είμαι μέτοχος της αιώνιας ζωής. Κι ακόμη παραδίδω το σώμα μου για να ταφεί στο χώμα, απ’ όπου και προέρχεται» («I commend my soul into the hands of God my Creator hoping and assuredly believing through the only merits of Jesus Christ my Saviour, to be made partaker of life everlasting; and my body to the earth, whereof it is made» – Herbert Lockyer, «The Man Who Changed the World» vol.1 – Grand Rapids: Zondervan, 1966 σελ. 355).

Ποίηση και λογοτεχνία

Σποραδική και μάλλον πενιχρή η συμβολή της μεταρρύθμισης και στο χώρο της ποίησης, της λογοτεχνίας, της μυθιστοριογραφίας. Και κυρίως περιορισμένη μόνο στις αγγλόφωνες χώρες. Ας μην ξεχνάμε ότι η υπερβολική αυστηρότητα στα ήθη –παραπάνω και από τις προδιαγραφές του Λόγου του Θεού- στεγνώνει τη φαντασία και προσγειώνει υπερβολικά την ανθρώπινη ψυχή, ανακόπτοντας έτσι την καλλιτεχνική δημιουργικότητα.

Δύο μονάχα είναι οι μεγάλοι πουριτανοί που κατόρθωσαν να ξεφύγουν από την αυστηρή αυτή γραμμή και μας έδωσαν σπουδαία έργα. Ο πρώτος είναι ο μεγάλος άγγλος πουριτανός ποιητής Τζον Μίλτον ( John Milton, 1608-1674) με την περίφημη ποιητική του δημιουργία «Ο Απολεσθείς Παράδεισος» («Paradise Lost») που πάνω της βασίστηκε και το κείμενο του ορατορίου «Η Δημιουργία» του Γιοζεφ Χάυντν, και ο δεύτερος είναι ο πεζογράφος Ιωάννης Βουνιάνος (John Bunyan, 1628-1688) που με το πασίγνωστο μυθιστόρημά του «Η Πορεία του Χριστιανού Αποδημητή» («The Pilgrim’s Progress») έμεινε στην ιστορία σαν ένας από τους σημαντικότερους άγγλους λογοτέχνες. Κι ακόμη ας θυμηθούμε τον Δανιήλ Ντεφόε (Daniel Defoe 1660-1731), χριστιανό προτεστάντη «έξω από το αγγλικό θρησκευτικό κατεστημένο» με το μυθιστόρημά του «Ροβινσών Κρούσος» που συντρόφεψε την παιδική ηλικία όλων μας και που το πλήρες περιεχόμενό του (όχι το «κουτσουρεμένο» της παιδικής έκδοσης) δίνει πλούσια πνευματικά μηνύματα. Και τέλος σημαντικό σταθμό στο 19ο αιώνα αποτέλεσε και το μυθιστόρημα «Η Καλύβα του μπάρμπα- Θωμά» (1851) της Χάριετ Μπήτσερ Στόου (Harriet Beecher Stowe, 1811-1896) που συνέβαλε καθοριστικά στην κατάργηση της δουλείας στις ΗΠΑ.

Φυσικά στους νεότερους χρόνους εμφανίζονται κι άλλοι χριστιανοί προτεστάντες πεζογράφοι και ποιητές, με κυριότερο το γνωστό σ’ όλους μας C.S. Lewis(1898-1963), σπουδαίο πνευματικό άνθρωπο, ποιητή και συγγραφέα, που ο πολυδιαβασμένος κύκλος  μυθιστορημάτων του «Το Χρονικό της Νάρνια» με πλούσιο πνευματικό περιεχόμενο, που κάποια μέρη του μεταφέρθηκαν και στη κινηματογραφική οθόνη, αποτέλεσε σημαντικό σταθμό στη χριστιανική λογοτεχνία.

Αξίζει ακόμη ν’ αναφέρουμε ότι η δική μας μικρή σε αριθμό ευαγγελική κοινότητα, εδώ στον τόπο μας, έχει να παρουσιάσει αξιόλογους ποιητικούς δημιουργούς που θ’ άξιζε να γίνουν ευρύτερα γνωστοί, και που οι περισσότεροι απ’ αυτούς -όχι όλοι- προήλθαν από το πνευματικό κίνημα του Κωνσταντίνου Μεταλληνού της ελεύθερης ευαγγελικής  εκκλησίας.

Τέλος ας μην ξεχνάμε και το στιχουργικό πλούτο που περιέχουν οι ύμνοι πέντε αιώνων, όπως και τα κείμενα των μεγάλων θρησκευτικών έργων που μας χάρισαν οι μεγάλοι μουσικοί δημιουργοί της θρησκευτικής μεταρρύθμισης. Ένα σημαντικό μέρος απ’ αυτή την καλλιτεχνική στιχουργική παραγωγή συνιστά προσφορά που δεν πρέπει ν’ αγνοηθεί. Χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι μπορεί να συγκριθεί σε εκφραστικό πλούτο και σε ποιητική αξία με την υμνολογία της ορθόδοξης εκκλησίας, για νάμαστε δίκαιοι και για να αποδώσουμε «τα του καίσαρος τω καίσαρι».

Ζωγραφική

 «Αμφίθυμη» ακόμη η στάση της μεταρρύθμισης απέναντι στις εικαστικές τέχνες. Δυστυχώς η εικονοκλαστική μανία των πρώτων χρόνων που είχε σα στόχο –και θύμα- ένα μεγάλο μέρος από σπουδαία έργα τέχνης, δεν αποτελεί βέβαια τίτλο τιμής για τη μεταρρύθμιση. Και πάλι θα διαχωρίσουμε τη στάση του Λούθηρου που προσπάθησε να τα προστατεύσει  από τους βανδαλισμούς των φανατικών, και που στάθηκε αντίθετος αποκλειστικά και μόνο απέναντι στην εικονολατρία κι όχι απέναντι στα ίδια τα έργα της τέχνης. Είχε μάλιστα κάποτε εκφράσει την άποψη ότι δεν έβλεπε για ποιο λόγο δεν θα μπορούσε να έχει απέναντί του την εικόνα του Χριστού, τη στιγμή που είχε τον ίδιο το Χριστό μέσα στην καρδιά του. Άλλωστε και τα φυλλάδιά του που μοιράστηκαν κατά χιλιάδες στις γερμανικές χώρες, περιείχαν κυρίως εικόνες με σκοπό να διδάξουν τους απλούς ανθρώπους που οι περισσότεροι απ’ αυτούς δε γνώριζαν ανάγνωση. Κι ακόμη σημαντικό είναι το γεγονός ότι δύο από τους μεγαλύτερους γερμανούς ζωγράφους, ο Άλμπρεχ Ντύρερ (Albrecht Dürer, 1471-1528), «ο πρώτος μεγάλος προτεστάντης ζωγράφος», και ο Λουκάς Κράναχ ο πρεσβύτερος (Lucas Cranach, 1472-1553), οικογενειακός φίλος του Λούθηρου στον οποίο οφείλουμε μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές προσωπογραφίες του μεγάλου μεταρρυθμιστή, υπήρξαν και οι δύο ένθερμοι οπαδοί της θρησκευτικής μεταρρύθμισης. Πρέπει ακόμη να προσθέσουμε ότι και ο αγγλικανικός κλάδος της μεταρρύθμισης δεν υπήρξε ποτέ ιδιαίτερα εχθρικός απέναντι στις εικαστικές τέχνες.

Ειδικά τώρα για τον Άλμπρεχτ Ντύρερ, ενδιαφέρον παρουσιάζουν κάποιες παρατηρήσεις σχετικά με το μήνυμα που εκφράζει σε μερικούς από τους πίνακές του.  Ενδεικτικά αναφέρουμε δύο απ’ αυτούς. Ο πρώτος είναι ή πιο γνωστή από τις νεανικές αυτοπροσωπογραφίες του που φιλοτέχνησε στα 29 του χρόνια, στα 1500, όπου φανερή είναι η ομοιότητά του με την «τυπική δυτικοευρωπαϊκή απεικόνιση του Ιησού Χριστού». Κι όπως τονίζει ο John Barber στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του «Ο Δρόμος από την Εδέμ» («The Road from Eden» – Academica Press, 2008), «στη σύνθεση αυτή βλέπουμε κάτι παραπάνω από μια εσωτερική επιθυμία για μίμηση. Βλέπουμε ν’ αναπτύσσεται μια βαθιά συναίσθηση ευγνωμοσύνης για ό, τι ο Χριστός έχει κάνει γι αυτόν».

Ο δεύτερος πίνακας είναι μια από τις πιο έξοχες συνθέσεις του καλλιτέχνη, «Η Προσκύνηση των Μάγων» (1504), όπου ό ένας από  τους μάγους που  φανερή είναι η ομοιότητά του  με το πορτραίτο του ίδιου του Ντύρερ που αναφέραμε πιο πριν, έχει στρέψει  το βλέμμα του  προς το σύντροφό του, έναν μαύρο αφρικανό με χτυπητά τα χαρακτηριστικά της φυλής του. Την εποχή αυτή βρίσκεται ήδη σε πλήρη ανάπτυξη το δουλεμπόριο από την Αφρική προς την Ευρώπη. Σύμφωνα λοιπόν και πάλι με τον John Barber, «απεικονίζοντας τον εαυτό του στο  πρότυπο του Χριστού και στη συνέχεια επικεντρώνοντας το βλέμμα του Χριστού στον αφρικανό μάγο , σκοπεύει ο Ντύρερ να διακηρύξει πως ο αφρικανός σκλάβος είναι ένα πρόσωπο άξιο σεβασμού και έχει όλα τα εχέγγυα για τη σωτηρία του», κάτι που αμφισβητούνταν την εποχή εκείνη όπου είχε φουντώσει η συζήτηση αν οι μαύροι είναι εκατό τοις εκατό άνθρωποι… 

Οι δύο αυτοί πίνακες φιλοτεχνήθηκαν μερικά χρόνια πριν από  τη διακήρυξη των 95 θέσεων από το Λούθηρο, που σημάδεψε και την αφετηρία της θρησκευτικής μεταρρύθμισης. Κι αυτό δείχνει πως η θρησκευτική μεταρρύθμιση δε γεννήθηκε από το πουθενά, και πως το κλίμα στην εποχή και στη χώρα του Λούθηρου δεν χαρακτηριζόταν μονάχα από τον Τέτσελ και τα  συγχωροχάρτια του…

Η σχέση ακόμη του Καλβίνου και γενικά του καλβινιστικού κινήματος με την τέχνη παρουσιάζει επίσης σημαντικό ενδιαφέρον. Για περισσότερες λεπτομέρειες θα παραπέμψουμε τους αναγνώστες μας στο βιβλίο «Διαλέξεις για τον Καλβινισμό» του Αβραάμ Κόιπερ (A. Kuyper: «Lectures on Calvinism» WM Eerdmans  Publishing Company – Grand Rapids Michigan 1994). Εδώ θα περιοριστούμε στην πληροφορία, ότι ενώ ο Καλβίνος υπήρξε ιδιαίτερα «απαγορευτικός» για τις εικαστικές τέχνες μέσα στην εκκλησία και άκρως «περιοριστικός» για τη μουσική στο έργο του Θεού, ωστόσο εκτιμούσε γενικότερα την τέχνη και ειδικά τις εικαστικές τέχνες, τόνιζε την προέλευση  της τέχνης από το Θεό και τη θεωρούσε σαν μεγάλο δώρο του Θεού στον άνθρωπο. Σαν αποτέλεσμα, τα περισσότερα χριστιανικά ιδρύματα που ασχολούνται με την τέχνη ακόμη και σήμερα έχουν καλβινιστική προέλευση, ανάμεσά τους και οι «Χριστιανοί Καλλιτέχνες της Ευρώπης» με κέντρο το Ντε Μπρον της Ολλανδίας, όπου ανήκει και το δικό μας «Σωματείο Χριστιανών Καλλιτεχνών». Στον ίδιο χώρο αναπτύχθηκε ένα από τα πιο αξιόλογα εικαστικά ρεύματα καλβινιστικής προέλευσης, με κύριους εκπροσώπους στο 16ο αιώνα τον Πέτερ Μπρέγκελ τον πρεσβύτερο (P. Bruegel, 1525-1569) και στον 17ο τον Βέρμεερ (Jan Vermeer, 1632-1675) καθώς και τον Ρέμπραντ (Rembrandt van  Rijh, 1606-1669), έναν από τους πιο σπουδαίους ζωγράφους στην ιστορία της τέχνης.

Με την επίδραση τώρα του καλβινισμού στη χώρα αυτή αλλάζουν αρκετά πράγματα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό νότο –  κυρίως την Ιταλία- και την τέχνη στην εποχή της αναγέννησης. Εκεί, στην Ιταλία, η άρχουσα τάξη των ευγενών είναι που υποστηρίζει οικονομικά τους καλλιτέχνες και βοηθά στην πρόοδο και την άνθηση της τέχνης. Εδώ, στην Ολλανδία, με την ανάπτυξη του καπιταλισμού (που πολύ λίγη σχέση έχει με το κακό όνομα που έχει αποκτήσει ειδικά στα τελευταία χρόνια στον τόπο μας) δημιουργείται μια τάξη εύπορων αστών που αρκετοί απ’ αυτούς αναδεικνύονται σε «μαικήνες» της τέχνης κατά το πρότυπο των ευγενών του νότου. Συγχρόνως αλλάζει και η θεματογραφία των εικόνων, καθώς η διδασκαλία της εν τω κόσμω παρουσίας του χριστιανού που ανέπτυξε ο Καλβίνος και που καθαγίασε οποιαδήποτε απασχόληση της καθημερινής ζωής, όχι μονάχα το καθαρά «πνευματικό» έργο του ποιμένα, του πρεσβυτέρου ή του ιεροκήρυκα,  όπως και η στροφή προς το φυσικό κόσμο με την ομορφιά του που μας περιβάλλει και που αναδεικνύει τη μεγαλοσύνη και προβάλλει τη δόξα του Δημιουργού, έδωσε αφορμή στους καλλιτέχνες να στραφούν προς τον απλό άνθρωπο με τις καθημερινές απασχολήσεις και την οικογενειακή του ζωή, κι ακόμη  ν’ ασχοληθούν με την απεικόνιση τοπίων και να προβάλλουν στα έργα τους τη φύση με την ασύγκριτη ομορφιά της και στις ποικίλες μορφές της.(Βλ. και άρθρο μου «Η εν τω Κόσμω Παρουσία του Χριστιανού κατά τον Ιωάννη Καλβίνο», «Αστήρ της Ανατολής», τεύχος…).  Κι όσο για θέματα εμπνευσμένα από τη Βίβλο, αφθονούν στα έργα τους δοσμένα με φυσικό τρόπο κι όχι με την «υπερκόσμια» απεικόνιση που βλέπουμε στη ζωγραφική της αναγέννησης. Σαν πρόχειρα παραδείγματα μπορούμε ν’ αναφέρουμε δύο πίνακες του Ρέμπραντ, την «Επιστροφή του Ασώτου» με το συγκλονιστικό ρεαλισμό του και τη συγκινησιακή του φόρτιση (έχω υπόψη μου κάποιο βιβλίο γραμμένο από έναν αμερικανό πάστορα, που εξιστορεί την πνευματική του περιπέτεια που συνδέεται μ’ αυτόν τον πίνακα), όπως και το «Στήσιμο του Σταυρού», όπου εικονίζεται ο ίδιος ο καλλιτέχνης ν’ ανεβάζει το Χριστό στο σταυρό, υποδηλώνοντας έτσι ότι αιτία της Σταύρωσης υπήρξε η αμαρτία του κάθε ανθρώπου, όλων μας…

Μουσική

Με τη μουσική η ευαγγελική εκκλησία –για να μιλήσουμε με αθλητική ορολογία- παίρνει κυριολεκτικά τη «ρεβάνς» από τα υπόλοιπα χριστιανικά δόγματα. Η μεγάλη επανάσταση ξεκινά από τον ίδιο το Μαρτίνο Λούθηρο, ταλαντούχο μουσικό με αξιόλογη επίδοση και στη σύνθεση ύμνων και στη στιχουργία. Είναι αυτός που ξαναφέρνει μέσα στην εκκλησία τη συμμετοχή όλων των πιστών στη λειτουργία, που είχε ξεχαστεί από τους πρώτους κιόλας μεταποστολικούς αιώνες. Κι αυτό γίνεται με το «κοράλ»» (choral) το χορικό, ένα θρησκευτικό τραγούδι με πολλές στροφές, καθαρά λαϊκό μουσικό είδος,  που ψάλλεται όχι μόνο μέσα στην εκκλησία μα και μέσα στα σπίτια, στις συντροφιές, στη δουλειά, στα πανεπιστήμια. Είναι αυτό το χορικό που χρησιμοποιούν σαν «πρώτη ύλη» σημαντικοί προτεστάντες συνθέτες του 16ου και του 17ου αιώνα όπως ο Συτς (Heinrich Schutz, 1585-1672), ο Πραιτόριους (Michael Prätorius, 1571-1621), ο Χάσλερ (Hans Leo Haßer,1564-1612) και πολλοί άλλοι για να μας δώσουν τα μεγάλα χορωδιακά τους έργα, με κορυφαίο έναν αιώνα αργότερα τον Ιωάννη Σεβαστιανό Μπαχ (1685-1750). Εξάλλου την ίδια εποχή με τον Μπαχ δημιουργεί τα μοναδικά στο είδος τους ορατόριά του και ο Χαίντελ (1685-1759), ο δεύτερος μεγάλος προτεστάντης συνθέτης της εποχής του μπαρόκ («Μεσσίας», «Σαμψών», «Σαούλ», «Ο Ισραήλ στην Αίγυπτο» κ.α.).  Και τέλος με αρκετή καθυστέρηση, στο ρομαντικό 19ο αιώνα, εμφανίζεται και ο τελευταίος μεγάλος της μεταρρύθμισης, ο Φέλιξ Μέντελσον(1809-1847),  που μ’ αυτόν θα μας δοθεί ευκαιρία ν’ ασχοληθούμε σε ειδικό άρθρο αργότερα.  Αυτή είναι η πρώτη μεγάλη «εποποιία» στην ιστορία της μουσικής της θρησκευτικής μεταρρύθμισης.

Η δεύτερη μας έρχεται από το 19ο αιώνα, όχι πια από τις γερμανόφωνες χώρες και το λουθηρανικό κλάδο της ευαγγελικής –προτεσταντικής- εκκλησίας, αλλά από τις αγγλόφωνες (Μ. Βρετανία, ΗΠΑ) σε εποχές μεγάλων ευαγγελιστικών συγκεντρώσεων  και μεγάλων πνευματικών αναζωπυρώσεων.  Είναι οι γνωστοί παραδοσιακοί μας «ύμνοι» που αρκετά συχνά ακούγονται και σε κινηματογραφικές ταινίες και που χρησιμοποιούνται ευρύτατα ακόμη και σήμερα σε όλα τα μέρη του κόσμου –και στον τόπο μας- προπάντων από εκκλησίες όπως η βαπτιστική, η μεθοδιστική, η πρεσβυτερική, οι διάφορες «ελεύθερες» εκκλησίες. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους ύμνους δεν έχουν γίνει από διάσημους συνθέτες και στιχουργούς, αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν αποτελούν μικρά αριστουργήματα τέχνης, που θα ήταν κρίμα να ξεχαστούν και να παύσουν ν’ ακούγονται μέσα στον «ορυμαγδό» της δικής μας εποχής.

Αυτός ο «ορυμαγδός» είναι και η τρίτη μεγάλη περίοδος στη μουσική της μεταρρύθμισης, και αναπτύσσεται κυρίως από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα μέχρι σήμερα. Εδώ σημαντικό ρόλο παίζει και η μουσική των αφροαμερικανών με τα «σπιρίτσουαλ» και τα «γκόσπελ», καθώς και πιο γενικά η σύγχρονη μουσική με τα εκκωφαντικά της συγκροτήματα –εξ ου και ο χαρακτηρισμός «ορυμαγδός» που δώσαμε πιο πριν. Είναι ένα μουσικό ρεύμα που ακόμη εξελίσσεται και δεν ξέρουμε πού και πώς θα καταλήξει, που έχει προκαλέσει αρκετές διχογνωμίες και διαμάχες ανάμεσα σε παλιές και καινούργιες γενιές, και που ο χαρακτήρας του ταιριάζει περισσότερο και σαν μουσική και σαν στίχος  -που έχει φτωχύνει δραματικά κι έχει περιοριστεί σε στερεότυπες εκφράσεις- στο «χαρισματικό» κίνημα απ’ όπου και προέρχεται στο μεγαλύτερο ποσοστό του.

Ελπιδοφόρο σημάδι για τη μικρή ευαγγελική κοινότητά μας η παρουσία και η προσφορά αξιόλογων ελλήνων ευαγγελικών συνθετών και στιχουργών –φοβάμαι όμως ότι κοντεύουν να «στερέψουν» οι περισσότεροι απ’ αυτούς τα τελευταία χρόνια…- καθώς και η ίδρυση και η δράση του σημαντικού διεθνούς χριστιανικού καλλιτεχνικού συνδέσμου «Crescendo», που ξεκίνησε από μουσικούς κλασικής μουσικής κι έχει επεκταθεί τελευταία και σε άλλους τομείς της τέχνης.

Το κεφάλαιο όμως της μουσικής στην ευαγγελική εκκλησία είναι τεράστιο, και φυσικά δεν μπορούμε να το εξαντλήσουμε εδώ. Εξάλλου έχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες πάνω στο θέμα αυτό, καθώς και εκατοντάδες απ’ αυτόν που γράφει κι αυτές τις γραμμές, ώστε μάλλον περιττεύει να προσθέσει κι άλλα.

Επίμετρο

Συγκεφαλαιώνοντας τα παραπάνω, θα ρωτήσουμε: Στάθηκε η ευαγγελική εκκλησία και γενικότερα το μεταρρυθμιστικό κίνημα φιλικό απέναντι στην τέχνη; Πρόσφερε ό,τι θα μπορούσε να προσφέρει σ’ αυτήν; Πήρε απ’ αυτήν ό,τι θα μπορούσε να πάρει; Η απάντηση και στα τρία αυτά ερωτήματα, όπως εγώ τουλάχιστον νομίζω, είναι κατηγορηματική: Όχι, κάθε άλλο! Πολλές άδικες προκαταλήψεις κληρονομημένες οι περισσότερες από το παρελθόν, πολλές λαθεμένες ή στενόμυαλες ή κακόπιστες ερμηνείες της Αγίας Γραφής, αρκετές παρανοήσεις σε μεγάλο βαθμό ή και διαστρεβλώσεις της έννοιας του «πνευματικού» -όλα αυτά και άλλα ακόμη, μαζί και με την έλλειψη σχετικής παιδείας έδιωξαν την τέχνη και τους καλλιτέχνες μέσα από την εκκλησία ή τους έκαναν να παραμένουν αδρανείς μέσα σ’ αυτήν και να προσφέρουν το ταλέντο τους μονάχα έξω στον κόσμο, κι ίσως και κάποια «ψιχία» μόνο και μέσα στις εκκλησίες τους.

Και δεν είναι μόνο αυτό. Η  τέχνη είναι ένα ανεκτίμητο δώρο του Θεού στον άνθρωπο και η απουσία της, η απουσία δηλ. ή και η καταπίεση της φαντασίας και της ευαισθησίας στερούν από την ανθρώπινη προσωπικότητα πολύτιμες ιδιότητες που της έχει χαρίσει ο Θεός, ακυρώνοντας ουσιαστικά ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ύπαρξης: τη δημιουργικότητα του ανθρώπου, «του πλασθέντος κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» του ΘεούΚα

Κι ίσως η μεγαλύτερη –έμμεση- συνεισφορά της μεταρρύθμισης στην τέχνη και στο γραπτό λόγο, είναι το ότι με τη διάδοση της Αγίας Γραφής έδωσε πλούσια έμπνευση σε  καλλιτέχνες και συγγραφείς που ένα μεγάλο μέρος απ’ αυτούς δεν ανήκουν στη χορεία των πιστών του Χριστού, για να δημιουργήσουν σπουδαία έργα που πολλά έχουν να διδάξουν κι εμάς τους χριστιανούς. Ας θυμηθούμε σαν πρόχειρο παράδειγμα –από τα πιο χαρακτηριστικά- τα μυθιστορήματα του Κάρολου Ντίκενς, γραμμένα με τόση αγάπη για τους φτωχούς και κατατρεγμένους στην Αγγλία της βιομηχανικής επανάστασης του 19ου αιώνα, καθώς και την ανεπανάληπτη «Ιστορία Δύο Πόλεων» που περιγράφει την αντίθεση ανάμεσα στη γεμάτη από μίσος επαναστατημένη Γαλλία και την προτεσταντική δημοκρατική Αγγλία του 1790. Βλέπετε, ο Θεός εργάζεται πολλές φορές και χωρίς τη δική μας άμεση συμμετοχή, και καμιά φορά και παρά τη θέλησή μας…   

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top