Η χρήση της μουσικής στη λατρεία της εκκλησίας – μια πρόταση

people jamming while man singing on stage

Ι. Πρόλογος

Ο Λόγος του Θεού καλεί εκείνους που αγαπούν τον Θεό να του εκφράζουν τη λατρεία τους με ψαλμούς και ύμνους. Το βιβλίο των Ψαλμών – υμνολόγιο της Αγίας Γραφής – ξανά και ξανά καλεί τους λατρευτές του Θεού να ψάλλουν ύμνους λατρείας και δοξολογίας προς το πρόσωπό Του. Ακόμη και ο άνθρωπος που κάνει τα πρώτα βήματα στην πίστη του Χριστού και που ίσως δεν έχει εμβαθύνει στον Λόγο του Θεού, ξεσπά σε δοξολογία χωρίς να είναι απαραίτητο αυτό να συμβαίνει ως συμμόρφωση σε κάποια εντολή. 

Η εκκλησιαστική ιστορία αλλά και η εμπειρία των πιστών κάθε εποχής βεβαιώνει πως η μουσική και η χρήση της στην εν σώματι λατρεία της εκκλησίας, αποτελεί βασικότατο στοιχείο της. Την ίδια στιγμή εδώ και αρκετά χρόνια στην εκκλησία παγκοσμίως αυτή η χρήση της μουσικής αντί να αποτελεί ευλογία στη λατρευτική ζωή των πιστών, δείχνει ως σημείο αμφιλεγόμενο όντας συχνά αιτία διαφωνιών, ακόμη και συγκρούσεων. Χωρίς αμφιβολία φαίνεται πως έχει χαθεί η ισορροπία στον συγκεκριμένο τομέα της λατρευτικής ζωής των πνευματικών μας κοινοτήτων. 

Στο αυτό άρθρο θα προσπαθήσουμε να ορίσουμε το Βιβλικό στίγμα της χρήσης της μουσικής στη λατρεία ρίχνοντας μια  σύντομη διερευνητική ματιά στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε  να βρούμε μια πιθανή λύση που ίσως βρίσκεται σε αυτό που προτείνεται ως «Βιβλική Αντίστιξη».

ΙΙ. Η Χριστιανική Λατρεία και ο ρόλος της μουσικής

1. Η χρήση της μουσικής στα πρώτα βήματα του Λαού του Θεού

Η πρώτη αναφορά σε μουσικό όργανο γίνεται στην Γένεση 4:21 όπου αναφέρεται ο Ιουβάλ ως γενάρχης εκείνων που έπαιζαν κιθάρα και αυλό. Άλλη αναφορά σε μουσική βρίσκουμε στο Γένεση 31:24 όπου ο Λάβαν ήθελε να ξεπροβοδίσει τον Ιακώβ: “…με τραγούδια, με τύμπανα και με κιθάρες”. Από αυτό συμπεραίνουμε πως η μουσική και το τραγούδι ήταν μέρος της κοινωνικής – οικογενειακής ζωής των ανθρώπων της εποχής. Ο Μωυσής με το λαό του Θεού έψαλαν ύμνο στον Κύριο και η Μαριάμ η αδελφή του Ααρών κάνει το ίδιο με το τύμπανο. Από εκεί και πέρα βρίσκουμε στα βιβλία των Αριθμών και του Δευτερονομίου αναφορές για τον λαό που ψάλλει.

Βέβαια είναι ενδιαφέρον το γεγονός πως ο Θεός δεν καθορίζει στο Νόμο του Μωυσή τη χρήση των μουσικών οργάνων στη λατρεία . Το μόνο μουσικό όργανο που επίσημα χρησιμοποιούνταν για να συγκεντρώνει το λαό στη λατρεία ήταν η κεράτινη σάλπιγγα (Σοφάρ). Η μουσική και η υμνωδία ήταν αυθόρμητη δοξολογία προς τον Θεό από μέρους του λαού.

Μετά τον Μωυσή, ο Ιησούς του Ναυή χρησιμοποιεί μουσικά όργανα (σάλπιγγες – πολύ πιθανό το Σοφάρ) στην πολιορκία της Ιεριχούς με θαυματουργικά αποτελέσματα εκ μέρους του Θεού. Αναφορές μουσικής και ύμνου βρίσκουμε επίσης στους Κριτές (Δεββώρα και Βαράκ, κόρη του Ιεφθάε, κτλ.).

2. Ανάπτυξη της χρήσης της μουσικής στη λατρεία του Θεού

Αυτός που κυριολεκτικά απογείωσε την χρήση της μουσικής στην λατρεία του Θεού ήταν ο βασιλιάς Δαβίδ. Ο ίδιος ήταν μουσικός καθώς έπαιζε την άρπα, όπως πληροφορούμαστε από το Α’ Σαμουήλ κεφ. 16. Μπορούμε να πούμε πως ο Δαβίδ εγκαινιάζει τη χρυσή εποχή της μουσικής στην λατρεία του Θεού. Όπως διαβάζουμε στο Βιβλίο του Β’ Χρονικών 29:25, ο Κύριος εγκαινιάζει την νέα εποχή λατρείας συμπεριλαμβάνοντας επίσημα την χρήση της μουσικής. Ο Δαβίδ καθιστά Λευίτες μουσικούς στον οίκο του Κυρίου (Β’ Χρονικών 29:25) έπειτα από εντολή του Κυρίου μέσω των προφητών Γαδ και Νάθαν. Στο Β’ Χρονικών 7:6 στα εγκαίνια του ναού του Σολομώντος βλέπουμε δυναμικά τη χρήση της μουσικής στη λατρεία:

Έτσι βασιλιάς και λαός εγκαινίασαν το ναό του Θεού. Οι ιερείς στέκονταν στις θέσεις της υπηρεσίας τους και οι λευίτες στέκονταν με τα μουσικά όργανα του Κυρίου, που είχαν κατασκευαστεί επί βασιλείας του Δαβίδ. Συνόδευαν μ’ αυτά τους ευχαριστήριους ύμνους που είχε γράψει ο Δαβίδ. Επίσης δοξολογούσαν συνεχώς τον Κύριο με τον ύμνο «Αιώνια διαρκεί η αγάπη του». Απέναντί τους οι ιερείς σάλπιζαν, ενώ όλος ο λαός στεκόταν όρθιος. 

Β’ Χρονικών 7:6

Ο Δαβίδ είχε ξεχωρίσει τέσσερις χιλιάδες λευίτες να είναι ψάλτες στον Κύριο με μουσικά όργανα που είχε κατασκευάσει γι’ αυτόν τον σκοπό. Μια πρόχειρη έρευνα δείχνει πως τα μουσικά όργανα αυτά ήταν πολυάριθμα και ποικίλα.

3. Η μουσική στην υπηρεσία των προφητών

Μια άλλη χρήση της μουσικής φαίνεται πως ήταν αυτή από τους προφήτες. Στο Α΄ Σαμουήλ 10:5 αναφέρεται ομάδα προφητών που κατεβαίνουν από τον ιερό τόπο παίζοντας άρπα, τύμπανο, φλογέρα και κιθάρα και προφήτευαν. Η μουσική χρησιμοποιούνταν είτε για την “εκστατική” προφητική διαδικασία ή τουλάχιστον λειτουργούσε ως έμπνευση για τον προφήτη, όπως περιγράφεται στο Β’ Βασιλέων 3:15, 16 για τον Ελισαίο:  “….Τώρα όμως, φέρτε μου έναν ψαλμωδό». Ενώ ο ψαλμωδός έψελνε, η δύναμη του Κυρίου ήρθε στον Ελισαίο, και είπε: «Ακούστε τι λέει ο Κύριος…”

4. Η μουσική και το τραγούδι ως μέσο εκπαίδευσης

Η μουσική και το τραγούδι (ψαλμοί) είχαν και εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Λειτουργούσαν ως μέσο απομνημόνευσης της διδασκαλίας των Γραφών και του Νόμου του Θεού. Στο Δευτερονόμιο 31:30 βλέπουμε τον Μωυσή να απαγγέλει (τραγουδάει) διδασκαλία για να ακούσει και να μάθει ο λαός:

Στη συνέχεια ο Μωυσής απάγγειλε τα λόγια αυτού του τραγουδιού απ’ την αρχή ως το τέλος, δυνατά για να τ’ ακούσει όλη η ισραηλιτική κοινότητα

Δευτερονόμιο 31:30

ΙΙΙ. Η μουσική στην λατρεία της Καινής Διαθήκης

1. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός και οι μαθητές

Ο Κύριος και οι μαθητές Του έψαλλαν. Βλέπουμε πως αμέσως μετά το τελευταίο πασχαλινό δείπνο έψαλλαν σύμφωνα με την Ιουδαϊκή συνήθεια:

Αφού έψαλαν τους καθιερωμένους ψαλμούς, βγήκαν για να πάνε στο όρος των Ελαιών.

Ματθαίος 20:30

2. Η πρώτη εκκλησία

Η πρώτη εκκλησία έψαλλε καθώς βλέπουμε σχετικές εντολές και προτροπές μέσα στις επιστολές της Καινής Διαθήκης. Ο Απόστολος Παύλος δίνει οδηγίες σχετικά με την χρήση της μουσικής κατά τη διάρκεια των Χριστιανικών συνάξεων στην Εφεσίους 5:19 και Κολοσσαείς 3:16. Μάλιστα η ψαλμωδία παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα της πλήρωσης με το Άγιο Πνεύμα. Στον Ιάκωβο 5:13 λαμβάνουμε την εντολή: “…Είναι κάποιος χαρούμενος; Να υμνεί το Θεό.”. Θεμελιώδης λοιπόν για την πρώτη εκκλησία ήταν η έκφραση της λατρείας των πιστών προς το πρόσωπο του Τριαδικού Θεού μέσα στην σύναξη των αγίων.

3. Οι ομολογιακοί ύμνοι της Καινής Διαθήκης

Όπως αναφέρθηκε νωρίτερα η χρήση της υμνωδίας και της μουσικής είχε και εξακολουθεί να έχει ακόμη εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Στη διαδικασία του καταρτισμού των Αγίων μέσα στο σώμα του Χριστού, βασικές δογματικές αλήθειες αποτυπώθηκαν σε μορφή “Πιστεύω” που πιθανόν να μπορούσε να ψαλεί. Αυτός ο τρόπος βοηθούσε τους πιστούς να απομνημονεύσουν, να αποστηθίσουν τα δόγματα αυτά ως ζωτικής σημασίας γνώση για την ζωή λατρείας προς τον Κύριο. Μερικά παραδείγματα τέτοιων ομολογιακών ύμνων είναι το Ιωάννης 1:1-5, Φιλιππησίους 2:6-11, Α΄ Κορινθίους 15:3-7.

V. Η μουσική στη λατρεία της σημερινής Εκκλησίας και η διαμόρφωσή της

1. Η Ιστορία της χρήσης της σε Παλαιά και Καινή Διαθήκη δείχνει το δρόμο

Αν αναλογιστούμε τις χρήσεις της μουσικής, όπως εν συντομία αναφέρθηκαν θα διαπιστώσουμε πως πρόκειται για δύο βασικές και παράλληλες κατευθύνσεις: Η πρώτη είναι η έκφραση της δοξολογίας που αβίαστα και φυσιολογικά προκαλείται στον άνθρωπο που πλησιάζει τον Θεό και αρχίζει να κατανοεί την μεγαλοσύνη, το έλεος, τη χάρη και την αγάπη Του. Η μόνη αντίδραση απέναντι σε αυτόν τον Θεό είναι η δοξολογία και η έκφραση λατρείας και ευγνωμοσύνης. Εδώ προφανώς αναφέρεται ο απόστολος Ιάκωβος όταν προτρέπει πως αν κάποιος είναι χαρούμενος ας ψάλλει. Η υπέρτατη πηγή χαράς και ικανοποίησης βρίσκεται αναμφίβολα στον Αληθινό και Αιώνιο Θεό και καθένας που Τον πλησιάζει δεν μπορεί παρά να πάρει μέρος σε αυτή τη χαρά ξεσπώντας σε δοξολογία με ύμνο και ψαλμό.

Η δεύτερη κατεύθυνση είναι η ενίσχυση της δογματικής διδασκαλίας και κατανόησης υπό το φως του θείου Λόγου δι’ Αγίου Πνεύματος. Καθώς μου αποκαλύπτεται ο Θεός μέσα από τον Λόγο Του έχω ανάγκη να κάνω κτήμα μου την θεολογική γνώση των ιδιοτήτων, του χαρακτήρα, των έργων Του. Η ομολογιακή υμνολογία δεν έχει παύσει. Στην πραγματικότητα στην ώρα της λατρείας του Θεού επαναλαμβάνω ψάλλοντας αυτά που ήδη ξέρω για τον Θεό και τη Χριστιανική ζωή. Με τον τρόπο αυτό οικοδομούμαι και αυξάνομαι στην Χριστιανική πίστη. Φυσικά υπάρχουν και άλλοι λόγοι χρήσης της μουσικής όπως στις τελετές, στην χριστιανική συντροφιά, κτλ. Ακόμα όμως κι αυτοί ακολουθούν στην βάση τους τις δύο βασικές κατευθύνσεις.

2. Προβλήματα στην χρήση της μουσικής στη Λατρεία

Αυτό που κανείς εύκολα διαπιστώνει συμμετέχοντας στην εκκλησία του Χριστού είναι πως η μουσική ως μέρος της λατρευτικής ζωής των πιστών συγκεντρώνει πολλές διαφορετικές απόψεις οι οποίες συχνά έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους. Η μουσική είναι μια τέχνη και φυσικά οποιαδήποτε έκφρασή της ως τέτοια, υπόκειται στην κρίση της υποκειμενικής αντίληψης και αρέσκειας του καθενός. Το ίδιο και η χρήση της στην λατρευτική ζωή της εκκλησίας. Εδώ και αρκετά χρόνια, με την άνθιση της μοντέρνας μουσικής και την σχετική μετάβαση ειδικά της νεότερης γενιάς από τους ύμνους (hymns) στα τραγούδια (choruses) έχει ξεκινήσει μια μεγάλη συζήτηση και μαζί με αυτήν πολλές διαφωνίες ανάμεσα στους πιστούς. Υπάρχουν εκκλησίες, ειδικά στο εξωτερικό που έχουν δύο ξεχωριστές ώρες λατρείας την Κυριακή το πρωί. Μία με κλασσική – παραδοσιακή μουσική και υμνολογία για τους πιο συντηρητικούς αδελφούς και μία με μοντέρνα μουσική για τους πιο προοδευτικούς!

Συχνά αναπτύσσεται μια “πολεμική” ανάμεσα στους υποστηρικτές των δύο διαφορετικών στυλ μουσικής με δυσάρεστα αποτελέσματα που σε καμμιά περίπτωση δεν προσφέρουν δόξα στο όνομα του Θεού.

VI. Μια πρόταση ως φιλοσοφία της χρήσης της μουσικής στη λατρεία

Ο διαχωρισμός που περιγράψαμε στην προηγούμενη παράγραφο και που φαίνεται πως έχει την τάση να επικρατεί στις περισσότερες εκκλησίες, αδικεί την μουσική ως τέχνη αλλά και ως ένα θεόδοτο μέσο έκφρασης λατρείας και οικοδομής του σώματος του Χριστού. Η μουσική ως δώρο του Θεού στον άνθρωπο δεν μπορεί να περιοριστεί σε ένα συγκεκριμένο άκουσμα το οποίο θα μονοπωλεί κάθε στιγμή της ζωής μας. Το επιχείρημα λοιπόν πως πρέπει να μας αρέσει ένα μόνο είδος μουσικής καταρρίπτεται από μόνο του και σε ότι αφορά την εκκλησιαστική μουσική. Επίσης η εκκλησία είναι ένα σύνολο ανθρώπων με διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες, γούστο και αντίληψη της τέχνης. Ακόμη και διαφορετικό μορφωτικό επίπεδο και βαθμό έκθεσης σε ακούσματα (πχ κλασσική ή μοντέρνα μουσική).

Ο Calvin M. Johansson στο βιβλίο του “Music and Ministry – A Biblical Counterpoint” μιλά για δύο προβληματικές προσεγγίσεις στο θέμα της Εκκλησιαστικής Μουσικής και προτείνει μια Βιβλική οδό προσέγγισης που αποτελεί ίσως την λύση στην “Εκκλησιαστική μουσική διαμάχη” των ημερών μας. Ο Johansson  υποστηρίζει:

Δεν είναι θέμα φιλοσοφίας (όλοι έχουμε μία) ή επιλογής αυτού που ταιριάζει καλύτερα στις ανάγκες μας και τη σκοπιμότητα της στιγμής. Είναι θέμα πάλης με τις ουσιαστικές εναλλακτικές λύσεις μέχρι να αναγκαστούμε να υιοθετήσουμε μια θέση που όχι μόνο συμφωνεί με την αποκαλυπτόμενη αλήθεια αλλά και με ενθουσιασμό κάνει γνωστή αυτή την αλήθεια σε όλη της την πληρότητα.

1. Δύο προβληματικές οδοί προσέγγισης της Εκκλησιαστικής Μουσικής

Α. Αισθητικότητα/αισθητισμός.

Δίνοντας βαρύτητα πάνω στην αισθητική ως το θεμέλιο για την φιλοσοφία της εκκλησιαστικής μουσικής, κινδυνεύουμε να αναγάγουμε την τέχνη σε μια θέση όπου η αισθητική/ομορφιά γίνεται θεός ή ίση με τον Θεό, ή γίνεται αντιληπτή ως απαραίτητη για να γνωρίσει κάποιος τον Θεό. Παρότι υπάρχει αξία στο να εκτιμήσει κανείς την αισθητική εμπειρία ως επιχείρημα για την ύπαρξη του Θεού, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με τίποτε το να γίνει η τέχνη αυτή καθαυτή το αντικείμενο της λατρείας μας. Οι κίνδυνοι της αισθητικότητας είναι σαφείς. Το λιγότερο, η νεφελώδης αναλυτική παθητικότητα της δεν ενθαρρύνει απαραίτητα μια δημιουργική δυναμική. Κυριότατα είναι ειδωλολατρική. Η προβληματική αυτή οδός που περιγράφει εδώ, γίνεται φανερή μέσα στις εκκλησίες καθώς οι μουσικοί ορισμένες φορές τείνουν να αποδίδουν λατρεία περισσότερο στη μουσική αυτή καθαυτή παρά στον Κύριο μέσω της μουσικής.

Β. Πραγματισμός

Σύμφωνα με αυτή την οδό προσέγγισης για την εκκλησιαστική μουσική το πρότυπο πρέπει να είναι πρωταρχικά πρακτικό: η καλή εκκλησιαστική μουσική είναι εκείνη που κάνει πιο αποτελεσματικά αυτό που πρέπει να κάνει. Η λειτουργικότητα είναι το παν. Ο πραγματιστής δεν κρίνει την μουσική αυτή καθαυτή αν είναι καλή ή κακή. Το αν είναι καλή ή κακή έγκειται ολοκληρωτικά στην δυνατότητά της να επιτελέσει το καθήκον που της έχει ανατεθεί. Το σύνθημα του πραγματιστή μουσικού διευθυντή είναι: “Θα κάνω τα πάντα προκειμένου να επικοινωνήσω το μήνυμα”.

Όπως και αισθητισμός, ο πραγματισμός αποτελεί λάθος προσέγγιση. Πρώτα απ’ όλα δημιουργεί μια διχοτόμηση ανάμεσα στο μέσο και στο μήνυμα, στη μουσική και το ευαγγέλιο κατά την οποία το κάθε ένα από τα δύο μέρη ακολουθεί την πορεία του χωρίς να εκτιμά το άλλο. Αυτός ο δρόμος διαχωρισμού του μέσου από τον σκοπό, καταστρέφει την πιο χρήσιμη προϋπόθεση της ευαγγελικής μαρτυρίας: ο σκοπός οφείλει να καθορίζει τα μέσα. Το πως επικοινωνεί κάποιος πρέπει να καθορίζεται από το τι επικοινωνεί. Η μουσική και το μήνυμα πρέπει να βρίσκονται σε μια οργανική σχέση. Σε αυτήν την προβληματική οδό προσέγγισης κατευθύνονται όσοι χάριν της κατανόησης και της εύκολης αποδοχής από το σύγχρονο εκκλησίασμα, καταφεύγουν σε απλοϊκή, εύπεπτη αλλά συχνά και “ευτελή” μουσική προσέγγιση.

Και οι δύο αυτές οδοί προσέγγισης αποτυγχάνουν να πετύχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα: την έκφραση της λατρείας των πιστών και η οικοδομή τους στην Χριστιανική πίστη.  Ο Johansson προτείνει μια “τρίτη” οδό κάνοντας ένα λογοπαίγνιο με τον μουσικό όρο της αντίστιξης.Στη μουσική, αντίστιξη καλείται η ταυτόχρονη συνήχηση πολλών διαφορετικών μελωδιών, οι οποίες συνδυάζονται με βάση ένα αυστηρό συνήθως πρόγραμμα κανόνων διαφορετικό από εποχή σε εποχή. Στην πολυφωνική – αντιστικτική γραφή κάθε μία από τις συνηχούσες μελωδίες διατηρεί τη μελωδική αυτοτέλειά της χωρίς να κυριαρχεί αλλά ούτε και να υποβιβάζεται από τις υπόλοιπες. Άρχισε να αναπτύσσεται στο Μεσαίωνα στην εκκλησιαστική μουσική, γνώρισε μεγάλη άνθηση στα χρόνια της Αναγέννησης (με τον Τζιοβάνι Πιερλουίτζι ντα Παλεστρίνα) και κορυφώθηκε το 17ο αιώνα στην εποχή του μπαρόκ (με τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ).

Γ. “Βιβλική Αντίστιξη”

Ο Johansson προτείνει:

Αν η Θεολογία πρέπει να είναι το θεμέλιο του συστήματος αξιών μας, πρέπει να περιμένουμε πως η αντίληψη του μουσικού για την τέχνη εξ ορισμού δεν μπορεί να καταντάει ειδωλολατρική. Την ίδια στιγμή η μεθοδολογία δεν μπορεί να καταντάει αντικείμενο λατρείας. Τα μέσα που χρησιμοποιεί ο μουσικός θα καθορίζονται από τις θεολογικές του αντιλήψεις. Δεν θα προσκυνήσει το “βωμό της επιτυχίας”.  Δεν θα υπάρχει στην διακονία του καμιά σύγκρουση ανάμεσα στην, τέχνη την πνευματικότητα και την μεθοδολογία.

Στη σφαίρα της θεολογίας ο πεπερασμένος νους μπορεί να αντιληφθεί την αλήθεια μέσα από την ένταση των εμφανώς αντίθετων. Ο Θεός δεν μπορεί να χωρέσει στην πληρότητά Του σε μερικές προτασιακές δηλώσεις. Μόλις σκεφτούμε πως έχουμε ανακαλύψει όλη την αποκαλυφθείσα αλήθεια, μας αποκαλύπτεται κάτι ακόμη το οποίο δεν αναιρεί την πρότερη γνώση μας, αλλά τη διευρύνει, παρότι μπορεί να φαίνεται πως συγκρούεται με αυτήν. Ο Ιησούς, για παράδειγμα είναι πλήρως Θεός και πλήρως άνθρωπος. Ο Θεός είναι ενυπάρχων αλλά και υπερβατικός. Είναι κυρίαρχος αλλά επιτρέπει την ελευθερία. Συμπεραίνουμε λοιπόν πως η περιορισμένη κατανόησή μας μιλά για τον Θεό με δυναμικά παράδοξα ή – εκφράζοντάς τα με μουσικούς όρους – με αντίστιξη.

VII. Επίλογος

Αυτή η προσέγγιση διαμορφώνει και εκφράζει μια ισορροπημένη φιλοσοφία για την χρήση της μουσικής στην λατρεία. Όπως το αναφέρει και ο ορισμός της αντίστιξης: “ταυτόχρονη συνήχηση πολλών διαφορετικών μελωδιών, οι οποίες συνδυάζονται με βάση ένα πρόγραμμα κανόνων διαφορετικό από εποχή σε εποχή”. Κάθε μία από τις “συνηχούσες μελωδίες” μπορεί να διατηρεί τη μελωδική ή ρυθμική αυτοτέλειά της χωρίς να κυριαρχεί αλλά ούτε και να υποβιβάζεται από τις υπόλοιπες. Η λύση που πιθανόν θα βοηθήσει στον τερματισμό της διαμάχης των διαφορετικών μουσικών απόψεων και πρακτικών στις εκκλησίες μας ίσως είναι η “ταυτόχρονη συνήχηση διαφορετικών μελωδιών” στην λατρευτική ζωή. Όπως και ο Θεός οδηγεί στην αρμονική συνύπαρξη διαφορετικά μέλη μέσα στην εκκλησία Του, με κοινό θεμέλιο τον Ιησού Χριστό που ταυτόχρονα είναι και η κεφαλή της. Μπορεί λοιπόν η “αρμονική συνήχηση” της Βιβλικής αντίστιξης να είναι η απάντηση. Μια διέξοδος στα μουσικά μας “αδιέξοδα” που θα οδηγεί στην εκπλήρωση του σκοπού της μουσικής μέσα στην κοινότητα της πίστης: τη έκφραση της λατρείας μας προς τον Τριαδικό Θεό και την συν οικοδομή μας μέσα στο σώμα του Χριστού.

Ένας αδελφός μουσικός και ποιητής, δήλωσε πολύ εύστοχα: “δεν πρέπει να ψάλλουμε μελωδίες αλλά λόγια”. Θα συμφωνήσουμε μαζί του καθώς τα λόγια είναι αυτά που ανεβάζουν την ψυχή προς τον Θεό περιβεβλημένα όμως με τη μουσική, οδηγώντας στην έκφραση της λατρείας μας. Και όσον αφορά την μουσική και την χρήση της στη λατρεία η “Βιβλική αντίστιξη” ίσως είναι η λύση.

VIII. Βιβλιογραφία

Cullmann, Oscar “Early Christian Worship”, Studies in Biblical Theology,  Alec R. Allenson,  Inc. Naperville, IL 1956

Johansson, Calvin M. “Music and Ministry – A Biblical Counterpoint” 1984 Hendrickson Publishers. Inc. Peabody, MA

Kendrick, Graham “Worship” Kingsway Publications, Eastbourne GB 1988

Faull, George L.   “Music In The Old Testament” Internet article at summit1.org

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top