Η παραδοσιακή ευαγγελική μουσική & υμνολογία

photo of music score

Στην προσπάθειά μας να διερευνήσουμε τις ιστορικές πηγές των ύμνων της Ευαγγελικής Εκκλησίας στην Ελλάδα από την ίδρυσή της, αντιμετωπίσαμε δύο δυσκολίες. Δεν βρήκαμε1 καμία συστηματική καταγραφή των παλαιών ύμνων, εκτός από κάποια υμνολόγια και αυτά ελλιπή – χωρίς πολλά στοιχεία για την προέλευση των ύμνων, ενώ διαπιστώσαμε και την έλλειψη κάποιας μέριμνας για τη διατήρηση των παλαιών ύμνων, σε όποια μορφή αυτοί έχουν διασωθεί. 

Έτσι ο δρόμος που ακολουθήσαμε για την παρουσίαση των απαραίτητων πληροφοριών του παρόντος άρθρου είναι η επιτόπια έρευνα με την ταυτόχρονη καταγραφή μέσω μαρτυριών και συνεντεύξεων. Σίγουρα όμως δεν είναι αρκετές να περιγράψουν όλες τις πληροφορίες γι’ αυτό αφήνουμε την πληρέστερη καταγραφή σε επόμενη έρευνά μας. 

Η Ευαγγελική Εκκλησία στην Ελλάδα γιόρτασε τα 150 χρόνια της.  Απαιτείται λοιπόν να συστηματοποιήσουμε τις περιόδους που αντιστοιχούν στα διάφορα “υμνολογικά κινήματα”.  Ο διαχωρισμός γίνεται για να μπορέσουμε να καταλάβουμε τις διαφορές τους και να παρακολουθήσουμε την εξέλιξή τους, πράγμα σημαντικό καθώς στην Ευαγγελική Εκκλησία, δυστυχώς ή ευτυχώς, τα πράγματα συνεχώς αλλάζουν, δεν γνωρίζω να συμβαίνει κάτι αντίστοιχο στη θεολογία μας.

Εάν λίγο διερευνήσουμε τον τρόπο που οι “άλλοι” μας περιγράφουν, διαπιστώνουμε με έκπληξη πως πράγματι δεν έχουμε κάνει καμία προσπάθεια να πείσουμε τι και πώς ακριβώς ψάλλουμε2.  Το ίδιο ισχύει και σε πολλά πράγματα στις εκκλησίες μας.  Ένα τόσο σημαντικό θέμα, όπως αυτό της υμνολογίας, δεν έχουμε καταφέρει να αποτυπωθεί στη συνείδηση τη δική μας με την περιγραφή που αρμόζει στη μεγάλη υμνολογική μας παράδοση.  Έχω ακούσει αντιφατικές απόψεις από πολλούς πιστούς. Άλλος περιγράφει την Ευαγγελική Εκκλησία ως κέντρο λατρείας και εννοεί πως πρέπει να ψάλλουμε ό,τι μας αρέσει “τώρα”.  Άλλος χρησιμοποιεί και στοιχεία της παράδοσής μας από την εποχή της μεταρρύθμισης και επιμένει στα κοράλ (χορικά) και τέλος η άποψη ότι δεν πειράζει, μπορούμε να έχουμε ό,τι μουσική θέλουμε, αποτελεί το πιο ανησυχητικό γεγονός στην πορεία της υμνολογίας μας.  Μήπως όμως αυτό τελικά μας οδηγεί σε μια ανεξέλεγκτη χρήση των πάντων στη μουσική Τέχνη και δίνει την εντύπωση, αφού η μουσική στην εκκλησία μας έχει σημαντικό ρόλο, ότι μπορούμε να κάνουμε το ίδιο παντού; Το πρόβλημα δεν είναι ότι αποτυπώνονται πολλές και ποικίλες απόψεις, αυτό είναι θεμιτό και, αν θέλετε, “παραδοσιακό” στην Ευαγγελική Εκκλησία, αλλά αυτές οι απόψεις ενσωματώνονται αβίαστα στην εκκλησιαστική ζωή, τις περισσότερες φορές χωρίς να γίνονται κατανοητές ή να τις τις επεξεργαζόμαστε  θεολογικά αλλά και κοινωνικά. 

Αυτό βέβαια συμβαίνει τώρα. Δεν ήταν πάντοτε έτσι η κατάσταση και οριοθετούμε πως από τη δεκαετία του ’80 και μετέπειτα πράγματι συντελείται μεγάλη αλλαγή που δυστυχώς δεν είναι στα όρια του δικού μας άρθρου να την περιγράψουμε. Θα επανέλθουμε όμως στο θέμα αυτό στο τέλος αφού περιγράψουμε λίγο την ιστορία.

Τα πρώτα βήματα

Από την αρχή της ύπαρξής της η ευαγγελική εκκλησία διαφοροποιήθηκε από τα υπόλοιπα δόγματα όταν ο Μαρτίνος Λούθηρος3 διετύπωσε πολύ απλά το ερώτημα, “γιατί ο διάβολος να έχει όλη την καλή μουσική”.  Να διευκρινίσουμε όμως, δεν εννοούσε τη μουσική αυτή καθαυτή αλλά τους στίχους που εξέφραζαν τα κοσμικά μηνύματα της εποχής του.  Η μουσική από μόνη της δεν υπήρχε ως οντότητα μέχρι τις αρχές του διαφωτισμού4.  Μέχρι τότε η μουσική συνδεόταν απαραίτητα με το λόγο ή τον χορό ή το θέατρο, δεν εξέφραζε από μόνη της μηνύματα.  Έτσι ο ίδιος ο Λούθηρος, που έπαιζε και λαούτο, συνέθετε μελωδίες αλλά και κατά τη συνήθη πρακτική πάντων, της εποχής εκείνης, άκουγε και ενσωμάτωνε μελωδίες της αγοράς και του δρόμου σε ύμνους του, προσδίδοντας έτσι στη νέα υμνολογία της εκκλησίας έναν πιο λαϊκό ήχο.  Όχι όμως με σκοπό να εκλαϊκεύσει την ήδη υπάρχουσα υμνολογία αλλά να την εμπλουτίσει και να τη φέρει δίπλα στα μουσικά αριστουργήματα της εκκλησιαστικής μουσικής, για να μεταφέρει το ευαγγέλιο στον απλό λαό.  Το ίδιο δηλαδή που έκανε με τη μετάφραση της βίβλου.  Από τότε άρχισε να αναπτύσσεται ένα νέο είδος πιο κατανοητής υμνολογίας στην Ευαγγελική Εκκλησία5.  Η μεγάλη διαφορά βέβαια με σήμερα είναι ότι τότε η μορφή αυτή ύμνων, δηλαδή το κοράλ, ώθησε την υμνωδία σε νέους δρόμους και στη συνέχεια τελειοποιήθηκε από τον J.S.Bach. Αντίθετα, η Ορθοδοξία διατήρησε την ίδια παραδοσιακή υμνολογία, με ελάχιστες μεταβολές και προσθήκες, που αφενός έγιναν πάλι σε συγκεκριμένο μουσικό και λογοτεχνικό πλαίσιο και αφετέρου δεν επέτρεψαν εισχωρήσεις “κοσμικών μουσικών”.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα κάλαντα της πρωτοχρονιάς που αποτελούν μίξη κοσμικού και θρησκευτικού άσματος6.  Αν και βρίσκεται στις παρυφές της βυζαντινής υμνολογίας εντούτοις αποτελεί σημάδι μουσικής επιμιξίας. 

Η πορεία της υμνολογίας είναι γνωστή αλλά αυτό που ενδιαφέρει εμάς, ως Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία, είναι το γεγονός ότι στην αρχή της ιδρύσεώς της, η υμνολογία που ενσωματώθηκε στη λατρεία ήταν αυτό που κυριαρχούσε τότε στην Ευρώπη και κυρίως στην Αγγλία.

Στον ευρύτερο ελληνικό χώρο, παλαιοί ύμνοι

Χρησιμοποιούμε την παραπάνω έκφραση διότι στα τέλη του 19ου αιώνα υπήρχε ακόμη ελληνισμός στη Μικρά Ασία και Πόντο. Η Ευαγγελική Εκκλησία οργανώνεται στη χώρα μας το 1858, με τη νεότερη ιστορία του ελληνικού έθνους να πλησιάζει τώρα τα 200 χρόνια και αργότερα από την Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία το 1833 απέκτησε την ανεξαρτησία της και μόλις το 1850 απέκτησε την αναγνώρισή της από το οικουμενικό Πατριαρχείο.  Αναφέρουμε όλα τα στοιχεία για να αναδείξουμε την οργάνωση μια μεγάλης κοινότητας πιστών χριστιανών που όφειλαν να λειτουργήσουν μόνοι τους και να ακολουθήσουν κανόνες θρησκευτικής αλλά και κοινωνικής ζωής, μετά από μακρά περίοδο οθωμανικής κατοχής.  Έτσι, η μεν Ορθόδοξη Εκκλησία έχει το ιστορικό παρελθόν της βυζαντινής υμνολογίας, η δε Ευαγγελική Εκκλησία δεν έχει καθόλου παρελθόν στον ελλαδικό χώρο.  Μέσα λοιπόν σε όλες τις δραστηριότητές της έπρεπε να έχει και Ελληνική Ευαγγελική υμνολογία.  Η δυνατότητα όμως αυτή ήταν μάλλον πολυτέλεια για την εποχή εκείνη.  Έτσι χρησιμοποιήθηκε η μουσική ξένων ύμνων, κυρίως Αγγλικών και Αμερικανικών, μιας και οι πρωτεργάτες της τότε εκκλησίας ήταν αμερικανοί φιλέλληνες, σημαντικότερος ο Jonas King, που εργάστηκαν στην τότε ελεύθερη Ελλάδα αλλά και τη Μικρά Ασία και τον Πόντο.  Μαζί και Άγγλοι φιλέλληνες ιεραπόστολοι, οι οποίοι έφεραν μελωδίες από τις χώρες τους.  Η ενσωμάτωση αυτών των ύμνων απαιτούσε τη μετάφρασή τους και αυτήν την αναλαμβάνουν οι έλληνες ποιμένες όπως οι Μ. & Δ. Καλαποθάκης και πολύ αργότερα ο Μεταλληνός.  Αρκετοί ύμνοι έχουν μεταφραστεί πιστά, άλλοι όμως κατά προσέγγισιν στο αρχικό μήνυμά τους.  Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε ήταν κοντά στο ιδίωμα που ο Βάμβας ακολούθησε για τη μετάφραση της Αγίας Γραφής. Σημαντική η μεταφραστική δραστηριότητα του ελληνοαμερικανού Ηλία Ρήγα ή Elias Riggs7.  Έλληνες συνθέτες δεν καταγράφονται, μία εξαίρεση ο Πολύκαρπος Λογγινίδης.  Όμως προς τα τέλη του 19ου αιώνα και μετέπειτα, ο Ιωάννης Θεόφραστος Σακελαρίδης (1853-1938, πατέρας του γνωστού συνθέτη οπερέτας) εισέρευσε στην εκκλησία συνθέσεις του, επηρεασμένες από την παράδοση των Επτανήσων.  Οι ψαλμοί του είχαν μεγάλη απήχηση στους πιστούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που όμως τους απέβαλε σε μετέπειτα χρόνο λόγω υποχρεωτικής επικράτησης της βυζαντινής υμνολογίας, αλλά αυτοί επηρέασαν και την Ευαγγελική Εκκλησία.  Ύμνοι του περιελήφθησαν στο “υμνολόγιο Καλαποθάκη” ενώ ίχνη μελωδιών του μπορούμε να διακρίνουμε στον ύμνο “Ω, συνέντευξις αγία” που ο Μεταλληνός αργότερα έφερε στην εκκλησία, ως γνήσιος επτανήσιος.

Η νεότερη εποχή των “νέων μέσων”

Μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, συγκεκριμένα μετά τη δεκαετία ΄50, η διάδοση των νέων μέσων επικοινωνίας, κυρίως των ηλεκτρονικών αλλά και έντυπων, αλλάζει το τοπίο διάδοσης των ύμνων.  Η ίδρυση της Ευαγγελικής Δισκοθήκης το 1958, η έκδοση υμνολογίου του Ζαζάνη, η ανάληψη πρωτοβουλιών από επαγγελματίες μουσικούς όπως ο Ανδρέας Καρμπόνε, η έκδοση του υμνολογίου “Ωδές πιστών” του Δαμασκηνίδη, η είσοδος στην εκκλησία καταξιωμένων συνθετών της εποχής όπως του Ιωσήφ Ριτσιάρδη αλλά και πολλών στιχουργών προσδίδει ένα νέο κύμα αλλαγών στην υμνολογία της εκκλησίας.  Η δραστηριοποίηση των νέων στις κατασκηνώσεις δημιουργεί την ανάγκη για υμνολογία και εκτός εκκλησίας, σε συναναστροφές, σε συνευρέσεις και εκδρομές.  Η νεολαία έχει ανάγκη να ψάλλει και εκτός εκκλησίας ύμνους που δεν είναι αυστηροί και δυσνόητοι στιχουργικά και έτσι εμφανίζονται ύμνοι στη δημοτική γλώσσα, με πιο “χαλαρή” μουσική φόρμα, όπως ο ρυθμός του βάλς κ.ά.  Ύμνοι που εμπεριέχουν ρυθμική νεανικότητα όπως ένα κατασκηνωτικό μάρς ή ένα anthem (ανθέμιο) που εμπνέει περισσότερο το νεανικό συναίσθημα.  Για να συνειδητοποιήσουμε την αλλαγή σας μεταφέρω τη μαρτυρία : “…ήταν πολύ όμορφα να ξυπνάς το πρωί της Κυριακής και να ακούς στο γραμμόφωνο το σαρανταπεντάρι, με τη μουσική του ύμνου Πόσον μέγα εν Σοι φίλον, τραγουδισμένη από ανδρικό κουαρτέτο φωνών” κ.ά.  Η δημιουργία αρκετών χορωδιακών ομάδων ακόμη και μαντολινάτων, όπως αυτή στη Νίκαια, δημιουργεί την ανάγκη επεξεργασμένων μουσικών ύμνων που προσέδωσαν μια αναγέννηση στην υμνολογία και ακολούθησαν τις ανάγκες της εποχής.  Αυτό κορυφώνεται στη δεκαετία του ΄80 που αρχίζει να παρατηρείται η επίσημη και οργανωμένη επισκεψιμότητα ξένων χορωδιακών συγκροτημάτων όπως οι Louminers, οι Continentals που μαζί με τα δικά μας, όπως το LP “Αφιέρωμα ΄78” της χορωδίας της Ελεύθερης Ε.Ε. Θεσσαλονίκης και οι Λυτρωμένοι της Αθήνας αλλά και ποπ συγκροτημάτων όπως οι Anno Domini κ.ά. δίνοντας τη σκυτάλη σε εμάς του νεότερους όπως οι Πάροικοι κ.ά., άλλαξαν τις ανάγκες της εκκλησίας στο υμνητικό πεδίο.  Εδώ κλείνει και η δική μας ιστορική καταγραφή, σε αυτή τη δεύτερη υμνολογική περίοδο, από το 1950 περίπου, μέχρι τη δεκαετία του 1980. 

Οι δύο εποχές υμνολογίας και η επενέργειά τους στην Εκκλησία

Η πρώτη, από ιδρύσεως της εκκλησίας μέχρι τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, οριοθετείται από την πρώτη έκδοση υμνολογίου8 της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας το 1937 και η δεύτερη, περίοδος των αλλαγών μέχρι τη δεκαετία ΄80, τότε που άρχισαν να εκδίδονται LP΄s από ελληνικά μουσικά συγκροτήματα, αποτελούν τις δύο υμνολογικές περιόδους.  Χαρακτηριστικό είναι ότι η Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία δεν εκδίδει άλλο υμνολόγιο μέχρι το 1995. Το επίσης αξιομνημόνευτο είναι ότι σε αυτό ενσωματώνεται μόνο από ένας ύμνος ελλήνων δημιουργών, του Π. Λογγινίδη, του Λ. Αγαπητού και του Κώστα Νικολάου.  Ένας μόνο από κάθε υμνολογική περίοδο.  Καταδεικνύεται η αμηχανία της εκκλησίας να αποδεχθεί τις αλλαγές.  Πράγματι, από τους παλαιότερους ύμνους μέχρι τους νεότερους η υμνολογία πέρασε πολλές δοκιμασίες.  Όμως οι ύμνοι οι παλαιοί μέσα στην ανεξέλεγκτη δίνη της αχαλίνωτης επέλασης της μαζικής κουλτούρας υπέστησαν πολλές άδικες απώλειες.

Οι παλαιοί ύμνοι εμπεριέχουν περισσότερη και δόκιμη θεολογία που είναι ικανή μέσα στη ροή μιας συνεύρεσης των πιστών, να συμπληρώσουν τον λόγο με νοήματα που θα τους βοηθήσουν να συγκεντρώσουν τη σκέψη τους, την καρδιά και την ψυχή τους στην ευαγγελική διδασκαλία της Αγίας Γραφής, πιο αποτελεσματικά και εύστοχα.  Η χρήση του πληθυντικού “Προσδοκώμεν την πρωίαν” συντονίζει το εκκλησίασμα σε συγκεκριμένες πνευματικές ενέργειες που δίνει στους πιστούς την αίσθηση ότι ανήκουν σε μια πνευματική ομάδα και όλοι έχουν την ευθύνη να είναι ενωμένοι.  Ο τρόπος της μουσικής επιτέλεσης, με τη συνοδεία μόνο του αρμονίου, ως υποβοηθητικού της εκφοράς του μουσικού λόγου, ή και χωρίς αυτό, συγκεντρώνει την ανθρώπινη φωνή που ενώνεται με τους ομόψυχούς της στο νόημα του κάθε ύμνου.  Έρχεσαι μόνος ή με την οικογένειά σου στην εκκλησία και εκεί όχι μόνο ακούς τον λόγο του Κυρίου “από άμβωνος” αλλά συμμετέχεις και γίνεσαι ένα, στην υμνωδία, με όλους τους αδελφούς.  Εκφέρεις τη διακήρυξη της πίστης σου συλλογικά σε “αρχές και εξουσίες του κόσμου τούτου” και νιώθεις ασφαλής στο σώμα του Χριστού ψάλλοντας “Εν Χριστώ Ιησού διαρκής Ησυχία και χαρά”.  Δεν μεσολαβεί κανείς μεταξύ εμού, της ομάδας μου και του Θεού, αναπτύσσω τη σχέση μου με τον Κύριό μου απευθείας, μόνο μέσω της εκκλησίας. 

Στην εξέλιξη της υμνολογίας, στη δεύτερη περίοδο προστίθεται και ο “ρομαντισμός”, με την έννοια της ισχυρής έκφρασης των συναισθημάτων, γι΄ αυτό και αγκαλιάστηκε περισσότερο από τη νεολαία της εποχής.  Εδώ, στην εκκλησία και στις συναναστροφές τις ποικίλες και παράπλευρες, αλλά και έξω από αυτήν, στις “ευαγγελιστικές” και “εποικοδομητικές” αποστολές,  εμπνέεσαι από τους αδελφούς σου και ψάλλεις μαζί τους : “Είμαστε μεις οι οδοιπόροι…πάμε για  άλλη χώρα … είναι η πανένδοξη Σιών, των νέων ουρανών, η χώρα των πιστών”.  Μιλάς με λόγια απλά “τη γλώσσα της Σιών” και ο ένας εμπνέει τον άλλον δημιουργώντας ομαδική συνείδηση άμυνας και ενδυνάμωσης απέναντι στον κοινό εχθρό.  Αυτό δίνει ελπίδα, χαρά και εσύ ως μέρος της δυνατής πνευματικής ομάδας, προσελκύεις και άλλους να έρθουν μαζί σου, διακηρύττοντας την πίστη σου πιο άμεσα, πιο πρακτικά, πιο συλλογικά.  Το χορωδιακό συνταίριασμα με την ποικιλία της επεξεργασίας των φωνών και την προσθήκη μουσικών οργάνων όπως η κιθάρα, το ακορντεόν, το μαντολίνο κ.ά. δεν αποτελούν σημείο διαφορετικότητας στην ομάδα αλλά προσθήκης περισσότερων εκφραστικών μέσων στην ομάδα για να καταδείξει τα πολλά ταλέντα που ενώνονται για να υπηρετήσουν μαζί τον αμπελώνα του Κυρίου, με διαφορετικά μέσα και με τάσεις εξωστρέφειας προς την κοινωνία.  Γι΄ αυτό χρησιμοποιούνται και τα νέα μέσα επικοινωνίας. Δεν φτάνει δηλαδή να ψάλλεις μόνο στην εκκλησία σου, αλλά πρέπει να επικοινωνείς και την πίστη σου με όσο γίνεται περισσότερους ανθρώπους. “Πες μου για τα αιώνια … για να το καταλάβω … που όσο περνούν τα χρόνια … η Αγάπη του Χριστού μας φαίνεται πιο γλυκιά”, ο πληθυντικός της πρώτης περιόδου υμνολογίας δίνει τη θέση του στον ενικό και βοηθάει τον ύμνο να γίνει πιο οικείος και να διαδοθεί στον καθένα μας και σε ακόμη περισσότερους.  Μουσικοί, χορωδοί και μαέστρος γίνονται ένα με το σώμα της εκκλησίας και επιτελούν την υμνωδία με συλλογικό πνεύμα. 

Τα μιούζικαλ εμφανίζονται στην υμνολογία όπου πολλοί μαζί και αρκετοί σολίστες ψάλλουν και συλλογικά λέμε κάτι.  Δεν υπάρχει διαχωρισμός.  Αυτό αρχίζει και χάνεται στην υμνολογία της τρίτης υμνολογικής περιόδου.  Εκεί ο τραγουδιστής ξεχωρίζει, αν είναι ταλαντούχος ακόμη περισσότερο και, εφόσον πρόκειται για έναν απλό άνθρωπο σαν και εμάς, επιτρέπει στους υπολοίπους να ταυτιστούν μαζί του και ό,τι δεν καταφέρνουν όλοι, το πρεσβεύει ο ένας.  Αυτός που κρατάει το μικρόφωνο. Εκεί η στιχουργία καταργεί και την ομάδα και δίνει τη δυνατότητα στον καθένα μας, μέσω του τραγουδιστή, να απευθύνεται στον Θεό. Ο Θεός γίνεται πιο φιλικός : “Ω! Θεέ αναρωτιέμαι πώς μπορούσα εγώ να ζήσω, δίχως την αγάπη σου και τη φροντίδα σου” ή ακόμη “δεν μετράει η αξία μου… δεν μετρούν οι πράξεις μου… μόνο η Χάρη σου”.  Η θεολογία των στίχων επικεντρώνεται στη μονάδα και στη σχέση του με τον Θεό.  Έχει ως μεσάζοντα τη “μουσική ομάδα” που με κατάλληλες ενορχηστρωτικές επιτεύξεις, εφόσον πρόκειται για ταλαντούχους μουσικούς, αλλά και έκταση φωνής το πολύ 6-7 φθόγγων, διατείνεται πως οδηγεί τον καθένα στον Θεό αλλά μόνο όταν ο καθένας αποκτήσει πνευματική οντότητα, τότε όλοι μαζί αποτελούμε εκκλησιαστική ομάδα.  Διαδικασία πιο σύνθετη και πιο “αισθαντική” όπως είναι και η σύγχρονη κοινωνία.  Η μουσική φαίνεται πιο καινούργια, αλλά χωρίς τα ηλεκτρονικά μέσα στην ουσία είναι πιο “πρωτόγονη”.  Μην μπερδεύεστε, αυτό συμβαίνει και στη σύγχρονη κοσμική μουσική.

Βλέποντας την εξέλιξη της ευαγγελικής υμνολογίας διαπιστώνουμε ότι μέσα στους εκατοντάδες ύμνους που υπάρχουν στις υμνολογικές περιόδους υπάρχουν αρκετά προβλήματα που προκύπτουν από την ανεξέλεγκτη αδόκιμη χρήση των πάντων.  Κάποιος είπε ότι η εκκλησία, κάθε 10 χρόνια πρέπει να κάνει καινούργιο υμνολόγιο, σβήνοντας από τα προηγούμενα όλα τα λάθη.  Το βασικότερο όμως πρόβλημα, ότι δεν υπάρχει έλεγχος στην υμνολογία, εκθέτει το εκκλησίασμα σε επικίνδυνους συναισθηματικούς ατραπούς που τις περισσότερες φορές έρχονται και αντίθετοι στη θεολογία της.  Λύσεις υπάρχουν για να είναι όλοι ικανοποιημένοι.  Αν δε ληφθούν κατάλληλα μέτρα τότε οι ηγέτες της εκκλησίας μας θα βρεθούν στη δυσάρεστη θέση να έχουν ένα εκκλησίασμα που για να τους κατανοήσει θα πρέπει να χρησιμοποιούν κινησιολογία στη ρητορική τους παρόμοια με τα βίντεοκλιπ των τραγουδιών.  Θέλω να ευχηθώ και να παροτρύνω να επικεντρωθούμε στην ποικιλότητα όλων των μουσικών υμνωδιακών ιδιωμάτων που η ευαγγελική εκκλησία κατέκτησε, από την ίδρυσή της παγκοσμίως και να μη μας διακρίνει η μονομέρεια μόνο των τελευταίων χρόνων.  Αυτό άρχισαν να πράττουν και στο εξωτερικό.  Η μονομέρεια αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό της “μαζικής κουλτούρας”, της ελεγχόμενης δηλαδή καθοδήγησης του κόσμου.  Δεν διευρύνει τον ορίζοντά μας και δημιουργεί ανθρώπους που χειραγωγούνται εύκολα. Αυτό δηλαδή που κάνουν τα σημερινά ηλεκτρονικά ΜΜΕ πλέον με μεγάλη ευκολία.  Εάν θέλουμε οι πιστοί μας να έχουν ελεύθερη από τον κόσμο σκέψη και κρίση, πρέπει να αποφύγουμε τη μονομέρεια σε πολλά πράγματα δίνοντας πολλές διαφορετικές δυνατότητες έκφρασης σε όλους.  Και οι νέοι έχουν περισσότερη ανάγκη να γνωρίζουν την ιστορία τους άσχετα αν αυτό αρέσει.  Αυτό προσδίδει σε κάθε κοινωνία  τόνο δημιουργικότητας.

  1. Ευχαριστώ θερμά τους Έρση Αντωνιάδου, Στέφανο Κατσάρκα και Χάρη Νταγκουνάκη για τις συνεντεύξεις τους και μαζί με όλα τα στοιχεία – πηγές, που λόγω χώρου δεν μπόρεσα να αναφέρω υπάρχουν στο αρχείο μου, είναι στη διάθεση όλων.
  2. Διαβάζουμε σε ιστοσελίδα ορθόδοξης εκκλησίας στο Κιλκίς πως οι “αιρετικοί” ευαγγελικοί έχουν τις εξής ιδιομορφίες : “…την Αγία Γραφή μπορεί να την ερμηνεύσει ο καθένας, όπως αυτός θέλει … στη λατρεία χρησιμοποιείται η μουσική τζαζ…”  http://www.dekapentemartires.gr/
  3. Στις 31 Οκτωβρίου 1517 ο Μαρτίνος Λούθηρος τοιχοκόλλησε στις θύρες του Καθεδρικού Ναού της Βιττεμβέργης τις 95 θέσεις του.
  4. Ο Διαφωτισμός αποτελεί σημαντικό πνευματικό κίνημα, που τοποθετείται στα τέλη του 17ου αιώνα και αρχές του 18ου.
  5. Είναι σημαντικό ότι μέχρι και σήμερα πολλοί ετερόδοξοι εκφράζουν τον θαυμασμό τους ότι στην ευαγγελική εκκλησία καταλαβαίνουμε αυτό που ψάλλουν.
  6. Αρχιμηνιά και … ψηλή μου δενδρολιβανιά…αρχή που βγήκε ο Χριστός… (περιέχει αποσπάσματα από ερωτική καντάδα, δηλαδή είσαι ψηλή και όμορφη σαν δενδρολιβανιά) http://users.sch.gr/
  7. Καταγράφετε ως ο πρώτος στιχουργός (σε ποσότητα) στο υμνολόγιο της ΕΕΕ. Περαιτέρω πληροφορίες αντλήσαμε από μαρτυρίες.
  8. Η πρώτη στο Ελληνικό Κράτος. Στην ουσία η πρώτη έκδοση υμνολογίου της Ευαγγελικής Εκκλησίας έγινε στην Κωνσταντινούπολη το 1858, ενώ άλλες εκδόσεις καταγράφονται στην Αθήνα το 1877 και 1889. Η έκδοση του 1937 υπάρχει μέχρι και σήμερα, συνοψίζοντας το παρελθόν μέχρι τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο.

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top