Η μουσική ως μέσο λατρείας του Θεού στη χριστιανική πίστη

brown wooden door with brass door lever

Η ιστορία της μουσικής χρονολογείται και εξελίσσεται παράλληλα με εκείνη της Γλώσσας, στην ουσία παράλληλα με την ανθρώπινη εξέλιξη. Καθώς ο έναρθρος λόγος ως ηχητικό μέσο μπορεί να αποδώσει το φάσμα των αποχρώσεων των υποκειμενικών, προσωπικών ανθρώπινων σκέψεων και συναισθημάτων ένα νέο ηχητικό μέσο έκφρασης επινοείται από τον άνθρωπο: ο Μουσικός Λόγος. Η Μουσική, όπως η Γλώσσα χρησιμοποιείται στην έκφραση παραστάσεων και εννοιών, στην ονομασία των πραγμάτων, αποδεικνύεται ως απαραίτητη ανάγκη της ζωής στη διερμηνεία της ανθρώπινης ύπαρξης στο σύνολο των εκφάνσεών της.

Ο όρος ψαλμωδία προσδιορίζει τον ιδιαίτερο τρόπο, σύμφωνα με τον οποίο ψάλλει κάποιος στην εκκλησία κατά τις λατρευτικές συνάξεις ή μόνος του θρησκευτικούς ύμνους. Ως θεσμός απαντάται στη Βίβλο, υπονοείται μάλιστα και από άλλα συνώνυμα ουσιαστικὰ και ρήματα (ψαλμός, ύμνος, αίνεσις, ωδή, άδειν, υμνείν, ψάλλειν, κράζειν, φωνείν κ.α.). Η πρώτη περί ψαλμωδίας μαρτυρία προέρχεται από το βιβλίο της Εξόδου και συνδέεται με την θαυμαστή διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας: «Τότε ο Μωυσής και οι Ισραηλίτες έψαλαν τον ύμνο αυτό στον Κύριο: Στον Κύριο θα ψάλω: Κέρδισε νίκη λαμπρή και ένδοξη· άλογα και καβαλάρηδες στη θάλασσα τους έριξε.» [ Έξ. 15:1]

Η Μουσική είχε τόσο σημαντική θέση στη θρησκευτική και πνευματική ζωή των ανθρώπων, ώστε σημαντικές προσωπικότητες, ακόμα και βασιλείς, ασχολήθηκαν προσωπικά με την οργάνωση της. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ο Δαβίδ, ο Σολομώντας, ο Μωυσής κ.α.

Η οργάνωση της μουσικής στον ναό ήταν μοναδική και πρωτοποριακή για την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Δαβίδ, γνωρίζοντας τη σπουδαιότητά της και θέλοντας να δοξάσει όσο το δυνατόν καλύτερα τον Θεό, δημιούργησε μια ομάδα λατρείας από ιερείς που είχαν ιδιαίτερες μουσικές γνώσεις. Το μεγαλείο αυτής της ομάδας λατρείας, φανερώνεται από το μέγεθός της, την ποικιλία των μουσικών οργάνων, την ποιότητα κατασκευής τους αλλά και τη συγγραφή χιλιάδων ψαλμών και ασμάτων. Ο Δαβίδ οργάνωσε την λατρεία στον ναό με τον καλύτερο τρόπο (Νεεμίας 12:24,36, Α’ Χρονικών 15,16), δημιουργώντας μια ορχήστρα που αποτελείτο από 4000 μουσικά όργανα (Α’ Χρονικών 23:5). Για τη διεύθυνση της λατρείας είχε ορίσει τρεις αρχιμουσικούς, οι οποίοι ήταν και οι πρωτοψάλτες. Μάλιστα για τις ανάγκες της λατρείας υπήρχε οργανωμένη ομάδα επί εικοσιτετραώρου βάσεως (Α’ Χρονικών 16:37). Στη λατρεία του ναού σημαντικό ρόλο μετέπειτα έπαιξε και ο Σολομώντας.

Οι μουσικές γνώσεις όσων ασχολούνταν στη λατρεία μαζί με το καλλιτεχνικό τους “χάρισμα” και σε άλλους τομείς, όπως στην ποίηση, τη σύνθεση, την ενορχήστρωση, αλλά και την κατασκευή μουσικών οργάνων, βοήθησαν σημαντικά. Διαβάζουμε για μουσικούς που με τις κιθάρες τους ενίσχυαν τον τόνο και έδιναν τις χαμηλές νότες στην ορχήστρα (Α’ Χρονικών 15:21), για πολυφωνική μουσική, για ψάλτες που έψαλαν αντιφωνικά (Έσδρας 3:11), για εναλλαγές ορχήστρας και χορωδίας, κ.α.

Επειδή η λατρεία ήταν η έκφραση της καρδιάς προς τον Κύριο, οι λατρευτές του Θεού είχαν απόλυτη ελευθερία να εκδηλώσουν την αγάπη τους στον Πατέρα Θεό. Και είναι εντυπωσιακό πως, ενώ η θρησκευτική ζωή των Ιουδαίων καθοριζόταν από εκατοντάδες νόμους και κανόνες, η λατρεία του Θεού γινόταν ελεύθερα, χωρίς θρησκευτικές προκαταλήψεις, και με πρωτοποριακούς τρόπους, πάντα όμως με τάξη.

Η αρχή της ιστορίας της εκκλησιαστικής μουσικής τοποθετείται στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Οι ερευνητές επισημαίνουν ενδείξεις προσάρτησης στοιχείων χαρακτηριστικών της μουσικής της εβραϊκής λατρείας, της ελληνιστικής μουσικής θεωρίας, αλλά και πολιτισμικές επιδράσεις των περιοχών της Εγγύς Ανατολής από τα χρόνια του Μεγ. Αλεξάνδρου (334 π.Χ.) και αφομοίωση των ποικίλων μουσικών στοιχείων των τοπικών παραδόσεων. Ο χριστιανισμός γεννήθηκε στην Ιουδαία, αναπτύχθηκε και επικράτησε σε μία πάλη που κράτησε τρεις περίπου αιώνες, μέσα στον ευρύτερο ελληνορωμαϊκό κόσμο, προσέλαβε στοιχεία που του ταίριαζαν, ενώ απέρριψε με σοφία και θάρρος πολλά άλλα.

Η μουσική στους χρόνους της Καινής Διαθήκης

Η θεσπισμένη από τον Δαβίδ ψαλμωδία δεν υπηρέτησε μόνο τον ισραηλιτικό λαό κατά τους χρόνους εκείνους, αλλά και αυτόν τον χριστιανισμό απ’ αρχής μέχρι σήμερα. Η εισαγωγή της μουσικής στους τόπους συνάξεως των χριστιανών είναι αρκετά παλαιά. Με τη σύσταση του θεσμού της Εκκλησίας καθιερώθηκε για τον αίνο και τη δοξολόγηση του Θεού η μουσική. Το παράδειγμα δόθηκε από τον ίδιο τον Χριστό, στον Μυστικό Δείπνο, ο οποίος σφραγίσθηκε με την ψαλμωδία ύμνων (Ματθ. 26,30… καὶ ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν).

Την ίδια πράξη ακολουθούν και οι Απόστολοι, που αναδείχθηκαν οι πρώτοι υμνολόγοι στο ευαγγέλιο σύμφωνα με τον Λουκά κεφ.24 εδ.53 “κι έμεναν συνεχώς στο ναό υμνολογώντας και δοξολογώντας το Θεό”, αλλά και εκείνοι που προέτρεπαν τους χριστιανούς να συμβουλεύει ο ένας τον άλλο «Ο λόγος του Χριστού, με όλο τον πλούτο του, ας μένει μόνιμα ανάμεσά σας. Κι έτσι, να διδάσκετε και να συμβουλεύετε ο ένας τον άλλο με σοφία. Να ψάλλετε μ’ ευγνωμοσύνη στον Κύριο απ’ την καρδιά σας ψαλμούς, ύμνους και άσματα που εμπνέει το Άγιο Πνεύμα.» (Κολ. 3:16).  

Στις Πράξεις των Αποστόλων κεφάλαιο 16 περιγράφεται το πρώτο βράδυ του Παύλου και του Σίλα μέσα στη φυλακή της πόλης των Φιλίππων:
“Γύρω στα μεσάνυχτα, ο Παύλος και ο Σίλας προσεύχονταν και έψελναν ύμνους στο Θεό· και τους άκουγαν οι φυλακισμένοι. Ξαφνικά έγινε ένας σεισμός τόσο δυνατός, που σαλεύτηκαν τα θεμέλια της φυλακής. Αμέσως άνοιξαν όλες οι πόρτες και τα δεσμά των φυλακισμένων λύθηκαν” (16.25,26).

Στην Αποκάλυψη του Ιωάννη κυριαρχούν εικόνες αίνου και ψαλμωδίας προς τον Θεό, μάλιστα στο κεφάλαιο 19 ο ουρανός ξεσπάει σε δοξολογία, με τέτοιο ενθουσιασμό όσο σε κανένα άλλο σημείο του βιβλίου της Αποκάλυψης,

“Kαι οι 24 πρεσβύτεροι, και τα τέσσερα ζώα, έπεσαν, και προσκύνησαν τον Θεό, που κάθεται επάνω στον θρόνο, λέγοντας: Aμήν· Aλληλούια. Kαι από τον θρόνο βγήκε μία φωνή, που έλεγε: Aινείτε τον Θεό μας, όλοι οι δούλοι του, και αυτοί που τον φοβούνται, και οι μικροί και οι μεγάλοι. Kαι άκουσα σαν φωνή από ένα μεγάλο πλήθος, και σαν φωνή από πολλά νερά, και σαν φωνή από ισχυρές βροντές, που έλεγαν: Aλληλούια, επειδή βασίλευσε ο Kύριος, ο Θεός ο Παντοκράτορας” (19.5,6).

Κατά τους πρώτους τρεις αιώνες του χριστιανισμού στις δημόσιες κοινές προσευχές, ο καθένας μπορούσε να ψάλλει ελεύθερα, τηρώντας όμως την τάξη και πειθόμενος στην πρόσκληση του προεστώτος. Για την τάξη των ψαλτών στην εκκλησία υπάρχουν μαρτυρίες στις αρχαιότερες θ. Λειτουργίες Ιακώβου και Μάρκου. Την ψαλτική παράδοση της εκκλησίας διαμορφωμένη τη βλέπουμε στις Αποστολικές Διαταγές (τέλη δ΄ αἰ.), στους κανόνες της Συνόδου της Λαοδικείας (περί το 363) και στη  Διαθήκη του Κυρίου (τέλη δ΄ αι.).

Ακμή της βυζαντινής περιόδου

Κατά τον δ΄ καὶ ε΄ αι. είχε αποκρυσταλλωθεί, ουσιαστικά, η λατρεία και έπαυσε ο αυτοσχεδιασμός και η σχετική ελευθερία στα τελούμενα κατά τη θεία Λειτουργία και τις νυχθήμερες προσευχές.

Ως πρώτη φάση στη διαμόρφωση της βυζαντινής Λειτουργίας θα πρέπει να θεωρηθεί η περίοδος μεταξύ των Οικουμενικών Συνόδων της Κωνσταντινούπολης (381) και της  Εφέσου (431). Εσωτερικά κριτήρια στη Λειτουργία του Χρυσοστόμου μαρτυρούν την ύπαρξη ενός λειτουργικού προτύπου, προερχομένου από την Αντιόχεια, το οποίο χρησιμοποίησε ο  Ιωάννης ο Χρυσόστομος όταν έφτασε στην Κωνσταντινούπολη προς το τέλος του δ΄ αι.  

Κατά τους ιουστινιάνειους χρόνους (α΄ μισό στ΄ αι.) έχουμε τη συστηματοποίηση της νυχθήμερης λατρείας, που έγινε με σεβασμό στην εκκλησιαστική παράδοση, όπως αυτή είχε κατασταλάξει μετά το πέρασμα των πρώτων αιώνων.

Η ανάπτυξη υμνογραφικών μορφών μεγάλης κλίμακας αρχίζει τον πέμπτο αιώνα με την άνοδο του Κοντακίου, ενός εκτενούς και περίτεχνου μετρικού κηρύγματος, το οποίο βρίσκει το αποκορύφωμά του στο έργο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού, τον έκτο αιώνα. Στο δεύτερο μισό του έβδομου αιώνα, το κοντάκιο αντικαταστάθηκε από έναν νέο τύπο ύμνου, τον Κανόνα, που εγκαινιάστηκε από τον Άγιο Ανδρέα Κρήτης και αναπτύχθηκε από τους Αγίους Ιωάννη Δαμασκηνό και Κοσμά Ιεροσολυμίτη, τον όγδοο αιώνα.

Με το τέλος της δημιουργικής ποιητικής σύνθεσης, το βυζαντινό άσμα εισήλθε στην τελική περίοδό του, που αφιερώθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος στην παραγωγή των πιο επιμελημένων μουσικών διασκευών των παραδοσιακών κειμένων: είτε καλλωπισμοί των προηγούμενων απλούστερων μελωδιών είτε διατήρηση της αρχικής μουσικής με αλλαγή του ύφους σε πιο εκλεπτυσμένο και διακοσμημένο. Αυτή ήταν η εργασία των αποκαλούμενων Μαϊστόρων, εκ των οποίων ο πλέον διάσημος υπήρξε ο Άγιος Ιωάννης ο Κουκουζέλης.

Η βυζαντινή μουσική είναι φωνητική μουσική, με βασικό στοιχείο έκφρασης τον διαστηματικό της πλούτο, που προσδίδει μεγάλη πλαστικότητα στην έκφραση και ερμηνεύει τελειότερα «τὴν διάνοιαν τῶν λεγομένων» (P.G. 44, 444). Αυτός είναι ένας λόγος που η παράδοση απέκλεισε τη χρήση οργάνων στη λατρεία, μιας και η ανθρώπινη φωνή είναι το τελειότερο όργανο για την ύμνηση του Θεού.

Ο αποκλεισμός των οργάνων έχει τεκμηριωθεί από τον πατερικό λόγο.

Γρηγόριος Νύσσης: «ἐκ τῶν μουσικῶν ὀργάνων μόνος ὁ ἦχος τῆς μελῳδίας προσπίπτει ταῖς ἀκοαῖς, αὐτὰ δὲ τὰ μελῳδούμενα ρήματα οὐ διαρθροῦται τοῖς φθόγγοις˙ ἐν δὲ τῇ ὠδῇ τὸ συναμφότερον γίνεται, καὶ ὁ τοῦ μέλους ρυθμὸς καὶ τῶν ρημάτων ἡ δύναμις, ἡ συνδιεξαγομένη μετὰ τοῦ μέλους, ἣν ἀγνοεῖσθαι πᾶσα ἀνάγκη, ὅταν διὰ μόνων τῶν μουσικῶν ὀργάνων ἡ μελῳδία γίνεται» (P.G. 44, 493).

Ιωάννης Χρυσόστομος: «τότε μέν, ὄργανα ἦν, δι’ ὧν τὰς ᾠδὰς ἀνέφερον˙ νυνὶ δὲ ἀντὶ ὀργάνων κεχρῇσθαί ἐστι τῷ σώματι» (P.G. 55, 462).

Αυγουστίνος: «διὰ τῆς φωνῆς ψάλλουμε, διὰ νὰ διεγερθοῦμε˙ διὰ τῆς καρδίας ψάλλουμε διὰ νὰ καταστήσουμε τὸν Θεὸ ἵλεω» (P.L. 37, 1917).

Ευσέβιος Καισαρείας: «εἰ γ’ οὖν τις ἐν παραθέσει σύγκρισιν ποιήσοιτο τῶν πάλαι παρὰ Ἰουδαίους σωματικῶν ὀργάνων ἐξ ἀψύχων χορδῶν κατεσκευασμένων, φωνήν τε ἄναρθρον ἐξηχούντων καὶ τῶν ἐν τῇ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ ἐκ λογικῶν ψυχῶν ἀναπεμπομένων ὕμνων τῷ Θεῷ οὐδὲν ἂν εὕροι ὅμοιον. Παντὸς γὰρ κρείττονα σωματικοῦ τυγχάνει τὰ πλήθη τὰ καθ’ ὅλης τῆς οἰκουμένης συμφωνίᾳ μιᾷ καὶ ἁρμονίᾳ τὸν ἐπὶ πάντων Θεὸν ὑμνοῦντα… ζῶντι ψαλτηρίῳ καὶ κιθάρᾳ ἐμψύχῳ, πνευματικαῖς τε ᾠδαῖς τὸν ὕμνον ἀποδίδομεν» (P.G. 23, 788).

Η σταδιακή αποξένωση Ανατολής και Δύσης.

Τα αίτια τα οποία οδήγησαν σε αποξένωση Ανατολής και Δύσης ανάγονται για ορισμένους μελετητές στο απώτατο ιστορικό παρελθόν, ακόμα και της προχριστιανικής περιόδου. Τον 4ο αιώνα ο Μέγας Κωνσταντίνος μεταφέρει την πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη. Η γεωγραφική απόσταση ήταν ένας εκ των παραγόντων: συγκαλούνταν τοπικές σύνοδοι σε ανατολή και δύση που αγνοούνταν τόσο από τη δυτική Εκκλησία όσο και από την ανατολική. Η διαίρεση του κράτους με τις ιστορικές περιπέτειες του καθενός τμήματός συνέβαλαν στην ανάπτυξη ξεχωριστού ιστορικού βίου σε συνδυασμό με τις μεταξύ τους εθνολογικές διαφορές. To γλωσσικό ζήτημα παραμένει θεμελιώδες και επιδεινώνεται. Από τον 4ο αιώνα, οι Λατίνοι χριστιανοί διανοούμενοι δεν διαβάζουν πια και δεν καταλαβαίνουν τα ελληνικά. Το πολιτιστικό πλαίσιο ανάπτυξης των δύο εκκλησιαστικών παραδόσεων και, κυρίως, η επιλογή διαφορετικών λύσεων αντιμετώπισης αιρέσεων και κακοδοξιών εκ μέρους τους συνέβαλε στη μεταξύ τους σταδιακή διαφοροποίηση.

Σημαντική έκφραση της εκκλησιαστικής μουσικής στη δυτική Ευρώπη αποτελεί το Γρηγοριανό Μέλος, δηλαδή η μουσική της Ρωμαϊκής Εκκλησίας έτσι όπως ορίστηκε από τον Πάπα Γρηγόριο τον Διάλογο τον 6ο αι. μ.Χ., που χρησιμοποίησε υλικό και από τη βυζαντινή μουσική.

Κατά τους πρώτους οκτώ χριστιανικούς αιώνες η εκκλησιαστική μουσική στη Δύση διατηρούσε σχετικές ομοιότητες με την εκκλησιαστική μουσική της Ανατολής: ήταν μονοφωνική μουσική, ψαλλόμενη από χορό στον ίδιο ήχο και χρησιμοποιούσε κλίμακες παρόμοιες με αυτές της βυζαντινής μουσικής. Του Γρηγοριανού Μέλους είχε προηγηθεί το Αμβροσιανό Μέλος τον 4ο αιώνα. Ο Αμβρόσιος, επίσκοπος Μιλάνου, προσπαθώντας να βάλει τάξη στην αναρχία των ύμνων που χρησιμοποιούσε η Δυτική Εκκλησία, καθόρισε τη χρήση τεσσάρων τρόπων καθώς και τους ύμνους που θα έπρεπε να ψάλλονται. Στο τέλος του 6ου αιώνα ο Πάπας Γρηγόριος αναθεώρησε και πάλι το σύνολο των μελωδιών που χρησιμοποιούσε η Καθολική Εκκλησία και καθόρισε ποιες ακριβώς μελωδίες θα ψάλλονται και σε ποιο σημείο της λειτουργίας.

Το Γρηγοριανό Μέλος το διακρίνει ο ελεύθερος ρυθμός και δε χωρίζεται σε μέτρα, επειδή το κείμενο που ψάλλεται δεν είναι διαμορφωμένο σε στίχους, αλλά είναι σε μορφή πεζού λόγου. Όταν το Γρηγοριανό Μέλος άρχισε σιγά-σιγά να παραγκωνίζεται, άλλα μουσικά εκκλησιαστικά είδη δημιουργήθηκαν και πέρασαν στο προσκήνιο. Έτσι, τον 9ο και το 10ο μ.Χ. αι. εμφανίστηκε το απλό όργκανουμ, όρος που δηλώνει τις πρώτες μορφές πολυφωνίας. Στην αρχή ήταν αυτοσχέδιο τραγούδι. Πάνω σε ένα Γρηγοριανό Μέλος αυτοσχεδίαζαν μια δεύτερη μελωδία, την αντιφωνή, ενώ η πολυφωνία, με την ουσιαστική σημασία του όρου, «επινοήθηκε» στα τέλη της 1ης χιλιετίας μ.Χ. Το Γρηγοριανό Μέλος, επομένως, αποτέλεσε τη βάση της ευρωπαϊκής μουσικής . Μετά το όργκανουμ, η εξέλιξη στην πολυφωνία έρχεται με το Ντισκάντους και το Μοτέτο. Βασικό στοιχείο της Καθολικής εκκλησιαστικής μουσικής είναι η χρήση του εκκλησιαστικού οργάνου το οποίο εισάγεται στους ναούς των Ρωμαιοκαθολικών τον 9ο αιώνα.

Ο Γκυγιώμ ντε Μασώ (1300-1377) είναι ένας από τους αξιοσημείωτους συνθέτες της εποχής, ήταν πρωτοπρεσβύτερος στον καθεδρικό ναό της Ρεμς στη Βόρεια Γαλλία. Εκτός από τις άλλες συνθέσεις του, σημαντικότατη είναι η τετράφωνη Λειτουργία Messe Notre Dame, η οποία με την εξαιρετική της κατασκευή εδραιώνει τη Λειτουργία ως μουσική μορφή. Επίσης μεγάλοι συνθέτες της εποχής είναι ο Ορλάντο ντι Λάσσο (1532-1594) που καταγόταν από τη Φλάνδρα και ήταν αυτός που με πολλή σοφία πλούτισε τη θρησκευτική μουσική των Καθολικών γράφοντας μοτέτα και λειτουργίες. Ο Κλάουντιο Μοντεβέρντι, Ιταλός συνθέτης, μουσικός και Ρωμαιοκαθολικός ιερέας. Και, τέλος, ο Αντόνιο Λούτσιο Βιβάλντι, Ιταλός συνθέτης, δεξιοτέχνης βιολιστής και ιερέας. Θεωρείται από τους σημαντικότερους συνθέτες της εποχής του και ο δημοφιλέστερος του κλασσικού μπαρόκ, καθώς με τη μουσική του επηρέασε πλήθος συνθετών τόσο της γενιάς του όσο και τους μετέπειτα. Στα πιο γνωστά έργα του περιλαμβάνεται πλήθος έργων θρησκευτικής μουσικής.

Το 1517 ο Μαρτίνος Λούθηρος άρχισε τη διαμαρτυρία του κατά της Ρωμαϊκής Εκκλησίας.

Ο Μαρτίνος Λούθηρος γιος ενός χωρικού, ασχολήθηκε αρχικά με τη φιλοσοφία κι αργότερα έγινε μοναχός και διευθυντής χορωδίας. Το 1517 πρότεινε μεταρρυθμίσεις στη νομισματική πολιτική της εκκλησίας και μετά από πικρές φιλονικίες τριών ετών αποπέμθηκε από την εκκλησία κι ανέλαβε την αρχηγία του Προτεσταντικού κινήματος.

Η άνοδος του προτεσταντισμού ακολουθήθηκε από θρησκευτικούς πολέμους. Από αυτή όμως την άνοδο προήλθε τόσο το λουθηρανικό χορικό, κοράλ, όσο και το αγγλικό ανθέμιο, ενώ η αντιμεταρρύθμιση έφερε την αυστηρή, πλούσια πολυφωνία της εκκλησιαστικής μουσικής του Παλεστρίνα για τους Καθολικούς.

Οι Προτεστάντες τόλμησαν να καθιερώσουν ένα νέο είδος Χριστιανικής λατρείας. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής είναι το συνταίριασμα κοσμικών μελωδιών με λειτουργικά κείμενα. Ο Λούθηρος παρατήρησε, πιθανόν μ’ ένα σαρκαστικό γελάκι, πως ήταν άδικο ο διάβολος να μονοπωλεί τις καλύτερες μελωδίες. Έτσι, κοσμικές μελωδίες καθιερώθηκαν στην εκκλησία και κάποιες μάλιστα από αυτές κατέχουν σημαντική θέση στη μουσική των Παθών του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπάχ.

Είναι ενδιαφέρον να συγκρίνουμε το ύφος της λουθηριανής μουσικής με τη φύση του ίδιου του Προτεσταντισμού. Ο Λούθηρος μετέφρασε τη Βίβλο στα Γερμανικά, γιατί ο Προτεσταντισμός φιλοδοξούσε να παραμερίσει τα σκοτεινά εμπόδια που υψώνονταν ανάμεσα στους πιστούς και τον Σωτήρα τους. Για τον ίδιο λόγο η μουσική των ύμνων της Προτεσταντικής εκκλησίας προσέφερε ανθρωπισμό και ευκολία στην κατανόηση, στη θέση της στοχαστικής και περίπλοκης πολυφωνίας των μεσαιωνικών χρόνων. Η εποχή της Αναγέννησης φανέρωσε πως η απλή ομιλία δεν είναι πάντα ταυτόσημη με το κοινότυπο και φτηνό. Οι άνθρωποι πλέον ενδιαφέρονταν για τη διαφώτιση και του πιο ταπεινού πιστού. Ο λουθηρανικός ύμνος πέτυχε να ελκύσει και τον πιο απλό πιστό, ενώ συγχρόνως παρέμενε αξιοπρεπής, ευγενής και μεγαλόπνοος.

Ο Λούθηρος ήταν μουσικός, συνθέτης και εκτελεστής στο φλάουτο και το λαούτο και συνεισέφερε και κείμενα και μουσική στην προτεσταντική λειτουργία, που του άρεσε, όπου ήταν δυνατό, να έχει πλούσια τελετουργικότητα με ορχήστρα, εκκλησιαστικό όργανο και χορωδία. Ο τυπικός ύμνος ήταν το χορικό, εκκλησιαστικό τραγούδι, με γερμανικό κείμενο. Ξεκινώντας ως μία μελωδία που μπορούσε να τραγουδηθεί από ολόκληρο το εκκλησίασμα, έγινε ένα τετράφωνο κομμάτι με τη μελωδία στην κορυφή.

Πολλοί συνθέτες αφοσιώθηκαν και καλλιέργησαν αυτό το μουσικό είδος, με κυριότερο τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, τον μεγαλύτερο συνθέτη της εποχής του μπαρόκ, τα έργα του πάνω από 1000, καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα τόσο της οργανικής (έργα για τσέμπαλο, εκκλησιαστικό όργανο, κοντσέρτα), όσο και της φωνητικής μουσικής (ορατόρια, λειτουργίες, πάθη, καντάτες, κ.α.). Ως χαρακτηριστικά έργα του Μπαχ μπορούν να αναφερθούν: η Τοκάτα και Φούγκα σε Ρε Ελάσσονα, η Λειτουργία σε σι ελάσσονα, τα Κατά Ματθαίον Πάθη. Εξίσου σημαντικός συνθέτης, ο Γκέοργκ Φρήντριχ Χαίντελ, Γερμανός συνθέτης, διακρίθηκε κυρίως για τα ορατόριά του. Το πιο διάσημο έργο του είναι το ορατόριο Μεσσίας.

Μετέπειτα  Άγγλοι συγγραφείς έτειναν να παραφράσουν το βιβλικό κείμενο, ιδιαίτερα τους Ψαλμούς, όπως ο συνθέτης Isaac Watts τον 17ο αιώνα που ακολούθησε αυτή την παράδοση και αναγνωρίστηκε ως ο «πατέρας της αγγλικής υμνωδίας», γράφοντας περίπου 750 ύμνους .

Τον 15ο αιώνα στην Αμερική οι Αφρο-Αμερικανοί αναπτύσσουν μια πλούσια υμνωδία από τα λεγόμενα spirituals που τραγουδούσαν κατά τη διάρκεια των χρόνων της σκλαβιάς. Οι Αφρο-Αμερικανοί παρατήρησαν μια μεγάλη ομοιότητα ανάμεσα στη δική τους καταπίεση και την καταπίεση των Εβραίων της Βίβλου. Καθώς από την Αφρική είχαν φέρει το μουσικό ένστικτό τους και τη δυνατότητα να συνθέτουν αυθόρμητα απλές μελωδίες, ήταν φυσικό να εκφράσουν την ελπίδα τους στον Θεό με θρησκευτικά τραγούδια. Τα λόγια σ’αυτές τις μελωδίες είναι συχνά παρμένα από χωρία της Βίβλου, όπου θριαμβεύει το καλό.

Κατά τη διάρκεια του δεύτερου κραχ στις Ηνωμένες Πολιτείες, κάνει την εμφάνισή της μια ακόμη λαϊκή τεχνοτροπία, η μουσική γκόσπελ. Χαρακτηριστικό της μουσικής γκόσπελ είναι οι εκφραστικοί αυτοσχεδιασμοί, το μελισματικό τραγούδι και η πληθωρική εκφραστικότητα.

Παρατηρούμε τον 19ο αιώνα, το ύφος αυτό να εξαπλώνεται πολύ γρήγορα στον Προτεσταντισμό και πολλές εκκλησίες σήμερα να χρησιμοποιούν τη σύγχρονη λατρευτική μουσική που περιλαμβάνει μια σειρά από στυλ που συχνά επηρεάζονται από τη λαϊκή μουσική.

Αρκετά από τα χαρακτηριστικά της λατρείας της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης “δυσκολεύουν” ακόμα και σήμερα τις ηγεσίες των περισσότερων χριστιανικών δογμάτων. Γνωρίζουμε όμως πως η λατρεία που ευαρεστεί τον Θεό προέρχεται από καρδιά ταπεινή και ειλικρινή.

Η μουσική αποτελεί ένα μέσο που φέρνει πιο κοντά τις καρδιές των ανθρώπων στον Άγιο Πατέρα τους, καθώς Tου αφιερώνουν τιμή ψάλλοντας για τα θαυμαστά Του έργα και τη Δόξα του Ονόματός Του. Η μουσική είναι δώρο του Θεού στον άνθρωπο και μας χαρίζει, ήδη από αυτή τη ζωή, μία πρόγευση της Βασιλείας των Ουρανών.

___________________

  1. Δημ. Κ. Μπαλαγεῶργος: Ἱστορικὴ ἐπισκόπηση τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς.
  2. Βιβλική εγκυκλοπαίδεια, http://www.discoverlife.gr/jesuslovesyou/Bible_club/Encyclopedia/Music_Arts/Praise.htm
  3. Δημ. Κ. Μπαλαγεῶργος: Ἱστορικὴ ἐπισκόπηση τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς
  4. Νίκος Μπαλάσκας: 2. Ιστορία της Μεσαιωνικής Ελλάδας‎, 2. Βυζαντινή Περίοδος 330-1453 μ.Χ. – Εισαγωγή
  5. Θρησκευτικά Γ΄Γυμνασίου – Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο)
  6. Headington, Christopher: Ιστορία της Δυτικής Μουσικής (1oς τόμος), Αθήνα,1994

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top