Η μεγάλη θλίψη

Μια συχνή κατανόηση της «μεγάλης θλίψης» μέσα στην προτεσταντική παράδοση είναι ότι η θλίψη αυτή θα συμβεί στο μέλλον με την εμφάνιση του έσχατου αντίχριστου και κατά τη διάρκεια της τελευταίας επταετίας πριν τη Δεύτερη Έλευση του Χριστού1. Μάλιστα, η θέση αυτή ισχυρίζεται ότι η εκκλησία μάλλον δεν θα περάσει από τη μεγάλη θλίψη, αφού θα έχει ήδη αρπαχθεί στον ουρανό. Συνεπώς, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η περίοδος της μεγάλης θλίψης αφορά κυρίως τον λαό Ισραήλ με τον οποίο ο Θεός θα αναθερμάνει τη σχέση Tου, αλλά και όλους όσοι «έχασαν» την αρπαγή, «έμειναν πίσω», και επιθυμούν σε εκείνη την περίοδο να σταθούν πιστοί στο Θεό.  

Μεγαλώνοντας με αυτή την αντίληψη, ανέπτυξα μέσα μου έναν φόβο για την πιθανότητα μήπως «χάσω» την αρπαγή και χρειαστεί να αντιμετωπίσω τη μεγάλη θλίψη. Έτσι, πήρα την απόφαση ότι εάν συμβεί κάτι τέτοιο, εκεί, στη μεγάλη θλίψη, θα σταθώ απόλυτα αφοσιωμένος και πιστός στον Θεό. Πράγματι, μπροστά στη «μεγάλη θλίψη» όλοι οι χριστιανοί καλούνται να πάρουν μια θέση, καθώς βρίσκονται στο επίκεντρο μιας μεγάλης διαμάχης. Ο πιστός καλείται να στρατολογηθεί  είτε με τον Χριστό είτε με το θηρίο. Στο άκουσμα της «μεγάλης θλίψης» ο κάθε πιστός αισθάνεται την ανάγκη να γίνει πιο αφοσιωμένος, πιο σταθερός, πιο πιστός, καθώς θέλει μέσα στη θλίψη να διατηρήσει τη μαρτυρία του Ιησού και να κρατήσει την πίστη, ώστε να καταλήξει νικητής μαζί Tου. 

Επειδή ακριβώς η εμπειρία της «μεγάλης θλίψης» σπρώχνει τον χριστιανό να σταθεί με μεγαλύτερη πιστότητα και αφοσίωση στον Χριστό, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε αν πράγματι η μεγάλη θλίψη αφορά μια μελλοντική πιθανότητα για κάποιους από εμάς ή αν αποτελεί μια βέβαιη πραγματικότητα για όλους μας σήμερα. Σε αυτό το άρθρο προτείνουμε τη θέση της αναμορφωμένης θεολογίας, σύμφωνα με την οποία η μεγάλη θλίψη ξεκίνησε με τον θάνατο και την ανάσταση του Χριστού, συνεχίζει έως σήμερα  και αποτελεί μια πραγματικότητα για όλους τους πιστούς2

Η μεγάλη θλίψη και η εξορία του λαού του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη

Προτού ασχοληθούμε με το ερώτημα του χρόνου («πότε» πραγματοποιείται η μεγάλη θλίψη), χρειάζεται να σκεφτούμε το ερώτημα του προσδιορισμού («τι» περιέχεται στη μεγάλη θλίψη).  Όταν προσδιορίσουμε το «τι», θα είμαστε σε καλύτερη θέση να προσδιορίσουμε και το «πότε». Θα ξεκινήσουμε με μια σύντομη αναδρομή σε κάποιες έννοιες-κλειδιά της Παλαιάς Διαθήκης (Π.Δ.), επειδή η έννοια της «μεγάλης θλίψης» πηγάζει από εκεί, δηλαδή προσδιορίζεται αρχικά στην Π.Δ. 

Οι αναφορές σε «μεγάλη θλίψη» στην Π.Δ. σχετίζονται με την έννοια της εξορίας που προκαλεί το «βδέλυγμα της ερημώσεως». Η λέξη «βδέλυγμα» στην Π.Δ. αναφέρεται στις ειδωλολατρικές πράξεις του λαού Ισραήλ3, δηλαδή, στην απομάκρυνσή του από τη λατρεία του αληθινού Θεού και στη στροφή του προς τη λατρεία άλλων θεών και ειδώλων, έως ότου η ειδωλολατρική πράξη θεωρηθεί αποστασία. Η ειδωλολατρική αποστασία του Ισραήλ προκαλεί την ερήμωση της γης. Ο Θεός είχε δώσει τη γη, μέσα στην οποία βρισκόταν ο ναός, και η λέξη «ερήμωση», ιδιαίτερα σε συνδυασμό με τη λέξη «βδέλυγμα», αναφέρεται στην απώλεια της γης και του ναού4

Πιο συγκεκριμένα, η εξορία του λαού Ισραήλ στη Βαβυλώνα (τον 6ο αιώνα π.Χ.) αποτελεί συνέπεια της ειδωλολατρικής αποστασίας του λαού Ισραήλ που έφερε την ερήμωση. Η γη «ερημώνεται» και ο λαός βρίσκεται εξόριστος κάτω από άλλες κυβερνήσεις ή καθεστώτα. Ο λαός του Θεού δεν ορίζεται πλέον από την κυβέρνηση και το καθεστώς του Θεού, αλλά από τη Βαβυλώνα, την Περσία, την Ελλάδα  κ.ο.κ.  Η κατάσταση της ερήμωσης αποτελεί μια θλίψη για τον λαό Ισραήλ, η οποία ξεκινάει με τη Βαβυλωνιακή εξορία. Η «θλίψη» κατανοείται με την έννοια του πένθους, εφόσον ο λαός καλείται να πενθήσει και να μετανοήσει, αλλά και με την έννοια της αναγκαστικής υποτέλειας σε ένα ξένο καθεστώς, εχθρικό προς τον Θεό, το οποίο κατά καιρούς θα επιφέρει τον διωγμό του λαού του Θεού και τον κίνδυνο να περάσει μέσα από το καμίνι της φωτιάς. 

Η θλίψη του λαού Ισραήλ προσδιορίζεται ευκρινώς ως μια «μεγάλη θλίψη» από τον Νεεμία, ο οποίος βρίσκει τον εαυτό του να ζει κάτω από την Περσική αυτοκρατορία. Παρόλο που ο κίνδυνος της Βαβυλώνας έχει απομακρυνθεί, και μέρος του λαού Ισραήλ έχει επιστρέψει στη γη της επαγγελίας, ο λαός ζει ακόμα κάτω από ξένο καθεστώς. Ο Νεεμίας περιγράφει την κατάσταση του λαού ως εξής: «Ἰδού, δοῦλοι εἴμεθα τὴν ἡμέραν ταύτην·… καὶ εἴμεθα ἐν θλίψει μεγάλῃ» (Νεε. 9:36-37)5. Γιατί περιγράφει ο Νεεμίας τον εαυτό του και τον λαό Ισραήλ ως «δούλους» οι οποίοι ζουν μέσα σε «μεγάλη θλίψη»; Ο Νεεμίας προσδιορίζει τη θλίψη που ζει ως «μεγάλη θλίψη» επειδή ακριβώς ο λαός του Θεού ζει υποταγμένος σε ξένο καθεστώς, εχθρικό προς τον Θεό, σε συνθήκες εξορίας. Κι ο Νεεμίας ερμηνεύει την εμπειρία της εξορίας ως μια μεγάλη θλίψη.

Αυτή η συσχέτιση της μεγάλης θλίψης με την έννοια της εξορίας επιβεβαιώνεται από τις εξής επιπλέον αναφορές: Πρώτα, στην παράδοση του Ισραήλ έχουμε μια σαφή αναφορά στη μεγάλη θλίψη ενώ ο λαός Ισραήλ βρίσκεται κάτω από Ελληνικό καθεστώς. Η εμφάνιση του Αντίοχου Δ’ του Επιφανούς έφερε αυτή τη θλίψη, αφού αυτός δίωξε τον λαό του Θεού, καταπάτησε τον ναό  και έστησε στον ναό ένα άγαλμα του Δία, το οποίο ερμηνεύτηκε ως βδέλυγμα που έφερε την εξής ερήμωση: ο λαός του Θεού δεν είχε πρόσβαση στον ναό για περίπου 3,5 χρόνια. Στην παράδοση του Ισραήλ, στο Α’ Μακ. 9:27, η περίοδος του Αντίοχου Δ’ του Επιφανούς περιγράφεται ως εξής: «καὶ ἐγένετο θλῖψις μεγάλη ἐν τῷ Ισραηλ ἥτις οὐκ ἐγένετο ἀφ᾽ ἧς ἡμέρας οὐκ ὤφθη προφήτης αὐτοῖς» (Α’ Μακ. 9:27)6. Η θλίψη που προκαλεί ο Αντίοχος χαρακτηρίζεται ως «μεγάλη θλίψη» επειδή ακριβώς επιφέρει την καταπάτηση του ναού σε συνδυασμό με την υποδούλωση του λαού του Θεού σε ξένο έθνος.

Επίσης, μια άλλη αναφορά συνδέει τη μεγάλη θλίψη με την περίοδο της πείνας που έπεσε σε όλη την Αίγυπτο και Χαναάν, η οποία οδήγησε στην Αιγυπτιακή εξορία των αδελφών του Ιωσήφ. Αυτό επιβεβαιώνεται στις Πράξεις 7:11, όταν ο Στέφανος περιγράφει την περίοδο αυτή ως μια μεγάλη θλίψη: «ἦλθεν δὲ λιμὸς ἐφ᾽ ὅλην τὴν Αἴγυπτον καὶ Χανάαν καὶ θλῖψις μεγάλη» (Πρ. 7:11). Η ερμηνεία του λιμού από τον Στέφανο ως «θλίψη μεγάλη» δεν μας εκπλήσσει, επειδή ο λιμός αυτός δηλώνει την απουσία του Θεού από τη γη, προϋποθέτει την αμαρτία των αδελφών του Ιωσήφ, και περιλαμβάνει την απώλεια της γης και την εξορία στην Αίγυπτο. Ο λαός του Θεού θα βρεθεί υπόδουλος σε μια ξένη κυβέρνηση, η οποία αργότερα θα τον καταδιώξει, θα τον καταπιέσει  και θα τον αποτρέψει από τη λατρεία του αληθινού Θεού7

Η κατάσταση του λαού του Θεού στην εξορία, η υποταγή του σε μια ξένη βασιλεία εχθρική προς τον Θεό, σκιαγραφεί το περιεχόμενο της μεγάλης θλίψης στην Π.Δ. Η θλίψη αυτή υπάρχει εξαιτίας της ειδωλολατρικής αποστασίας του λαού του Θεού, η οποία επιφέρει την ερήμωση της γης και του ναού, με τελικό αποτέλεσμα την εξορία. Μάλιστα, τα εχθρικά καθεστώτα απεικονίζονται στο βιβλίο του Δανιήλ ως «θηρία» που κατά καιρούς διώκουν τον λαό του Θεού, ο οποίος μέσα σε αυτή την κατάσταση καλείται να σταθεί πιστός και να ελπίσει στον Θεό για νίκη. 

Η ώρα της μεγάλης Θλίψης στην Καινή Διαθήκη

Η εικόνα που προτείνει η Π.Δ. επεκτείνεται θεολογικά στην Καινή Διαθήκη (Κ.Δ.) ως εξής: η μεγάλη θλίψη κατανοείται ως μια εκτεταμένη περίοδος εξορίας για τον λαό του Θεού, την εκκλησία. Υπάρχει άραγε η ιδέα της εξορίας στην Κ.Δ. και πώς συνδέεται με τη θλίψη; 

Αρχικά, παρατηρούμε ότι η εκκλησία δεν ξεκινάει ως οντότητα μέσα στη γη της επαγγελίας, αλλά ξεκινάει ως οντότητα στην εξορία, κάτω από μια ξένη βασιλεία, μια «Βαβυλώνα», η οποία είναι εχθρική προς τον Θεό. Μάλιστα, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η εκκλησία γεννιέται μέσα στη μεγάλη θλίψη, καλείται να ζήσει μέσα σε αυτή και να την αντιμετωπίσει. Η ιδέα ότι η εκκλησία καλείται να ζήσει εξόριστη μέσα στη θλίψη, περιμένοντας τη δεύτερη έλευση του Χριστού, υπάρχει διάσπαρτη στην Κ.Δ. και υποστηρίζεται, μεταξύ άλλων, και από τις εξής βασικές παρατηρήσεις: Πρώτα, ο απ. Πέτρος χαρακτηρίζει τους πιστούς «παρεπίδημους» και «πάροικους» (Α’ Πετ. 1:1, 2:11) σε μια επιστολή που φανερώνει καταστάσεις διωγμού για την εκκλησία. Τελειώνει την επιστολή του περιγράφοντας την εκκλησία από την οποία γράφει ότι βρίσκεται «στη Βαβυλώνα» (Α’ Πετ. 5:13). Έπειτα, στο βιβλίο της Αποκάλυψης η «Βαβυλώνα» χρησιμοποιείται συμβολικά για να επικοινωνήσει την ιδέα της εξορίας για τον λαό του Θεού, ο οποίος διώκεται στην έρημο (Απ. 12:6, 14) και ο οποίος καλείται να ξεχωρίσει τον εαυτό του από τη Βαβυλώνα βγαίνοντας έξω από αυτήν (Απ. 18:4). Το ίδιο βιβλίο παρουσιάζει τις επτά εκκλησίες μέσα σε θλίψη (Απ. 2:9-10, 3:10) και,  μάλιστα, προειδοποιεί ότι όσοι από την εκκλησία των Θυατείρων βρεθούν να «μοιχεύουν» μαζί με την Ιεζάβελ θα περάσουν «μεγάλη θλίψη» (Απ. 2:22-23). 

Επιπλέον, ο Χριστός προειδοποίησε τους μαθητές ότι τους αποστέλλει να ζήσουν μέσα στον κόσμο και ότι η συμβίωση αυτή θα προκαλέσει θλίψη: «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἔχετε» (Ιω. 16:33). Μάλιστα, στην αρχή του κεφαλαίου 16, τους λέει ότι κάποιοι θα θελήσουν να τους θανατώσουν πιστεύοντας ότι έτσι θα δοξάσουν τον Θεό (Ιω. 16:2-4, στο πλαίσιο του Ιωάννη 15-16, όπου ο Χριστός μιλάει για τον επικείμενο διωγμό). Έτσι εξηγείται και η επανειλημμένη έμφαση του απ. Παύλου ότι η εκκλησία καλείται να περάσει από θλίψεις (Πρ. 14:22). Για παράδειγμα, στη Β’ Κορ. 1:8, ο απ. Παύλος αναφέρεται σε θλίψη που πέρασαν οι αδελφοί, η οποία ήταν πάνω από τις δυνάμεις τους και τους οδήγησε σε μεγάλη απελπισία (δες και Β’ Κορ. 4:17, 7:4, Φιλ. 1:16, Α΄Θεσ. 3:2-3, 7, Β’ Θεσ. 1:4-6). Επίσης, αλλού διαβάζουμε ότι δεν υπάρχουν περιθώρια αποφυγής της θλίψης, καθώς όλοι όσοι ζουν ευσεβώς για τον Χριστό θα διωχθούν (Β’ Τιμ. 3:12). Αυτό συμβαίνει επειδή όταν ζεις σε έναν ξένο προς τον Θεό κόσμο, σε μια ξένη βασιλεία, με τρόπο που φανερώνεις τις αρχές του Θεού και μιλάς για τον Θεό που πιστεύεις, είτε το θέλεις είτε όχι, θα διωχθείς (αν και όχι απαραίτητα με θάνατο). 

Επιπρόσθετα, ο απ. Ιωάννης δηλώνει ότι εφόσον η εκκλησία αντιμετωπίζει αντίχριστους στο παρόν, η έσχατη ώρα έχει ήδη ξεκινήσει (Α’ Ιω. 2:18). Ο βασικός κίνδυνος που εισάγουν οι αντίχριστοι στην Α’ Ιωάννου είναι αυτός της πλάνης (Α’ Ιω. 2:22-23), η οποία απειλεί εξίσου σοβαρά την εκκλησία. Ακόμα κι ο συγγραφέας της προς Εβραίους επιστολής χρησιμοποιεί την εικόνα της πορείας προς την υποσχεμένη γη για να προτρέψει τους αναγνώστες του να ζήσουν με πιστότητα στις δοκιμασίες (Εβρ. 3:7–4:13). Τέλος, το βιβλίο των Πράξεων συχνά παρουσιάζει την εκκλησία υπό διωγμό και σε θλίψη (π.χ.  Πρ. 11:19)8

Χωρίς αμφιβολία, λοιπόν, η εκκλησία καλείται να περάσει από θλίψη, είτε με τη μορφή του διωγμού είτε με τη μορφή της πλάνης. Μια εύλογη πιθανή ένσταση, όμως, αφορά τη σύνδεση της αδιαμφισβήτητης θλίψης που περνάει η εκκλησία σήμερα με τη «μεγάλη θλίψη». Επειδή, παρόλη τη σαφήνεια της Κ.Δ. για την εξόριστη κατάσταση της εκκλησίας και τη θλίψη που καλείται να περάσει, δεν έχουμε ακόμα εξηγήσει γιατί σχετίζουμε τη θλίψη που αντιμετωπίζει η εκκλησία σήμερα με τη μεγάλη, έσχατη θλίψη. Με άλλα λόγια, τίθεται το ερώτημα: υπάρχει περαιτέρω στήριξη για την τοποθέτηση ότι η μεγάλη θλίψη ξεκίνησε με τον ερχομό του Χριστού, συνεχίζει να πλαισιώνει τη ζωή της εκκλησίας και θα ολοκληρωθεί στη δεύτερη έλευση του Χριστού; 

Σε απάντηση του ερωτήματος αυτού, χρειάζεται να  επισκεφτούμε τις δύο μόνες περιπτώσεις όπου η φράση «μεγάλη θλίψη» περιέχει σαφή εσχατολογική χροιά. Η λέξη «θλίψη» εμφανίζεται 45 φορές στην Κ.Δ., εξοπλίζοντας αρχικά τον ερμηνευτή με μια πληθώρα εδαφίων προς μια καλύτερη κατανόηση της έσχατης θλίψης. Όμως, από τις 45 εμφανίσεις, μόνο οι τέσσερις χρησιμοποιούν τη φράση «μεγάλη θλίψη» (Ματ. 24:21, Πρ. 7:11, Απ. 2:22, 7:14), και από τις τέσσερις αυτές, μόνο οι δύο ερμηνεύονται ως αδιαμφισβήτητα εσχατολογικές (Ματ. 24:21 και Απ. 7:14). Ως αποτέλεσμα, υπάρχει ο κίνδυνος για τον ερμηνευτή να αισθανθεί εγκλωβισμένος σε δύο εσχατολογικές ενότητες για την κατανόηση της μεγάλης θλίψης στην Κ.Δ., χωρίς όμως αυτό να είναι αναγκαίο9. Ωστόσο, καλούμαστε να εξετάσουμε την εικόνα που έχουμε σχηματίσει υπό το φως των δύο αυτών σημαντικών ενοτήτων.

Στο Ματθαίο 24, η περίοδος της μεγάλης θλίψης (24:21) σηματοδοτείται από μια αναφορά στο βδέλυγμα της ερήμωσης («Όταν θα δείτε να στήνεται το βδέλυγμα της ερημώσεως, που προφήτεψε ο Θεός μέσω του προφήτη Δανιήλ…», 24:15)10, το οποίο όπως έχουμε εξηγήσει αναφέρεται στην ερήμωση της γης, του ναού, και την εξόριστη κατάσταση του Ισραήλ. Και οι δύο αυτές έννοιες, η ερήμωση που προκαλεί το βδέλυγμα και η μεγάλη θλίψη που την ακολουθεί, παραπέμπουν στην ερήμωση και τη θλίψη στο βιβλίο του Δανιήλ11. Αυτό συμβαίνει, επειδή η εσχατολογική θλίψη του Ματθαίου έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με την εσχατολογική θλίψη στο βιβλίο του Δανιήλ, δηλαδή, τα χαρακτηριστικά μιας εξορίας. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η εσχατολογική θλίψη στο Δαν. 12:1 έχει κοινά χαρακτηριστικά με τη θλίψη της Βαβυλωνιακής εξορίας, αφού ο Δανιήλ περιγράφει την κατάσταση της εξορίας ως «κακόν μέγα» που δεν έγινε ποτέ ξανά μέχρι την ώρα εκείνη (Δαν. 9:12)12. Συνεπώς, η αναφορά του Ματθαίου σε μια μεγάλη θλίψη παραπέμπει στη θλίψη μιας εξορίας, δηλαδή, μιας εκτεταμένης περιόδου καταπίεσης του λαού του Θεού έξω από τη γη και τον ναό. Πότε, όμως, ξεκινάει αυτή η έσχατη θλίψη; Και, μήπως είναι μια θλίψη ξένη προς την εκκλησία; 

Η μεγάλη θλίψη φαίνεται να ξεκινάει με τους μαθητές του Χριστού, αφού ο Ιησούς τους προειδοποιεί: «Προσέχετε μη σας ξεγελάσει κανείς. Γιατί πολλοί θα εμφανιστούν σαν μεσσίες… Προσέξτε να μην ταραχτείτε… Θα σας παραδώσουν σε θλίψη…» (Ματ. 24:4-14)14. Καθώς ο Χριστός περιγράφει τα γεγονότα που πρόκειται να λάβουν χώρα μέσα στη θλίψη που θα έρθει (ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήτες, πόλεμοι, πείνες, αρρώστιες, σεισμοί, και διωγμοί), ο ίδιος βεβαιώνει τους μαθητές ότι «δεν είναι ακόμα το τέλος» (Ματ. 24:6), αλλά η «αρχή των ωδίνων» (Ματ. 24:8). Η περιγραφή του Χριστού φαίνεται να έχει την πρόθεση να προετοιμάσει τους μαθητές Tου και την εκκλησία, επειδή θα περάσουν μέσα από την ερχόμενη θλίψη. Στο αρχαίο κείμενο έχουμε άμεση αναφορά σε «θλίψη» στο Ματ. 24:9, η οποία μάλλον αποτελεί μέρος της μεγάλης θλίψης που αναφέρεται λίγα εδάφια αργότερα στο Ματ. 24:21. Όμως, η θλίψη στο 24:9 δεν αφορά το τέλος, αλλά αποτελεί την «αρχή των ωδίνων», και φαίνεται να απευθύνεται στους μαθητές, δηλαδή στην εκκλησία15

Αξίζει να σημειωθεί ότι η θλίψη που περιγράφει ο Χριστός στα εδάφια 24:4-14 δεν είναι μια θλίψη άγνωστη στην εκκλησία, καθώς η αναφορά σε ψευδόχριστους, πολέμους, πείνες, λοιμούς, σεισμούς, και διωγμούς μέσα στους οποίους κάποιοι θανατώνονται ή μισούνται, είναι καταστάσεις που η εκκλησία έχει ζήσει και γνωρίζει ακόμα και σήμερα. Όμως, πώς μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι η θλίψη της πρώτης ενότητας του Ματ. 24:4-14 αποτελεί μέρος της μεγάλης θλίψης στο Ματ. 24:21; Μήπως η πρώτη θλίψη που αφορά την «αρχή» και όχι το «τέλος» διαφέρει από τη μεγάλη θλίψη που ακολουθεί;

Η δεύτερη εσχατολογική αναφορά στη «μεγάλη θλίψη» (Απ. 7:14), όταν εξεταστεί στο περικείμενό της, επιβεβαιώνει ότι τα γεγονότα και σημεία που περιγράφει ο Χριστός στο Ματ. 24:4-14 πράγματι χαρακτηρίζουν τη μεγάλη θλίψη και συνεπώς αποτελούν μέρος αυτής. Οπωσδήποτε, η θλίψη για την οποία διαβάζουμε στο Απ. 7:14 είναι η «μεγάλη» έσχατη θλίψη. Πρώτα, βρίσκεται στο βιβλίο της Αποκάλυψης, και μάλιστα, μετά το άνοιγμα των σφραγίδων και την περιγραφή των πληγών στο κεφάλαιο 6.  Έπειτα, δεν υπάρχει άλλη άμεση αναφορά «θλίψης» στο υπόλοιπο του βιβλίου μετά το κεφάλαιο 7. Η αναφορά, λοιπόν, στο Απ. 7:14 έχει ως εξής: ο Ιωάννης βλέπει ένα αμέτρητο πλήθος ντυμένο στα λευκά να στέκεται μπροστά στο θρόνο του Θεού. Στην ερώτηση του πρεσβυτέρου, «Ποιοι είναι αυτοί που φορούν στολή λευκή κι από πού ήρθαν;» (7:13), ο πρεσβύτερος εξηγεί: «Αυτοί είναι εκείνοι που πέρασαν μέσα από τη μεγάλη θλίψη» (7:14). Σε ποια θλίψη αναφέρεται; Οπωσδήποτε, η μεγάλη θλίψη στην οποία αναφέρεται περιλαμβάνει τη θλίψη που έχει προηγηθεί, δηλαδή, αυτή του κεφαλαίου 6 (δες πως στους μάρτυρες της πέμπτης σφραγίδας δόθηκαν λευκές στολές, 6:11). 

Όμως, εάν η μεγάλη θλίψη της Αποκάλυψης χαρακτηρίζεται κυρίως από τα γεγονότα και τις πληγές του κεφαλαίου 6, θα παρατήσουμε ότι τα γεγονότα αυτά ταυτίζονται με εκείνα που περιγράφει ο Χριστός στο Ματ. 24:4-14: τους ψευδόχριστους (δες πρώτη σφραγίδα με άσπρο άλογο), τους πολέμους (δες δεύτερη σφραγίδα με κόκκινο άλογο), τις πείνες (δες τρίτη σφραγίδα με μαύρο άλογο), τους λοιμούς και τον θάνατο (δες τέταρτη σφραγίδα με ωχρό άλογο), τον διωγμό του λαού του Θεού (δες πέμπτη σφραγίδα με τους μάρτυρες)  και τον σεισμό (δες την αρχή της έκτης σφραγίδας). Ο Χριστός, όμως, μας βεβαιώνει ότι όλα αυτά δεν ανήκουν στο τέλος, αλλά στην αρχή, και αφορούν τους μαθητές. Πιθανόν, λοιπόν, και οι 6 σφραγίδες της Αποκάλυψης δεν περιγράφουν γεγονότα που αφορούν αποκλειστικά το μέλλον, αλλά γεγονότα που έχουν γίνει, γίνονται, και θα συνεχίσουν να γίνονται στο μέλλον16. Μάλιστα, το γεγονός ότι οι σφραγίδες στην Αποκάλυψη 6 εφαρμόζονται μόνο στο ¼ της γης, όχι παγκοσμίως, ίσως επιβεβαιώνει την ερμηνεία ότι αυτές οι πληγές δεν εμφανίζονται στο τέλος της ιστορίας, αλλά υπάρχουν και σήμερα. Για παράδειγμα, θα πρέπει να ρωτήσουμε, εάν πραγματικά σήμερα το 1/4 της γης πεινάει ή εάν το 1/4 των πιστών διώκεται. Κι αν αυτό συμβαίνει σήμερα, τότε τι καινούριο θα φέρουν οι σφραγίδες, αν αφορούν μόνο το μέλλον;

Εάν πράγματι τα γεγονότα της μεγάλης θλίψης ξεκινούν τον πρώτο αιώνα, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει η περιγραφή του Ιωάννη στο πρώτο κεφάλαιο της Αποκάλυψης που βλέπει το εαυτό του να συμμετέχει στη θλίψη. Για τον Ιωάννη, η μεγάλη θλίψη φαίνεται να έχει ξεκινήσει: «Ἐγὼ Ἰωάννης, ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν καὶ συγκοινωνὸς ἐν τῇ θλίψει καὶ βασιλείᾳ καὶ ὑπομονῇ ἐν Ἰησοῦ, ἐγενόμην ἐν τῇ νήσῳ τῇ καλουμένῃ Πάτμῳ διὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ» (Απ. 1:9). Ο Ιωάννης πίστευε ότι η εξορία του στην Πάτμο ήταν μέρος της θλίψης που ζούσε η εκκλησία τον πρώτο αιώνα, εξαιτίας του λόγου του Θεού και της μαρτυρίας του Ιησού. Η θλίψη αυτή είναι ίδιας ποιότητας με τη θλίψη των μαρτύρων της πέμπτης σφραγίδας, αφού κι εκείνοι έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας του λόγου του Θεού και της μαρτυρίας του Ιησού (Απ. 6:9).

Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι η θλίψη ήταν μια βέβαιη πραγματικότητα στην αντίληψη των συγγραφέων της Κ.Δ. Χρησιμοποιώντας τα λόγια του απ. Παύλου, η θλίψη της εκκλησίας εύλογα αποτυπώνεται στην εικόνα της πνευματικής μάχης: «οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τούτου, πρὸς τὰ πνεύματα τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (Εφ. 6:12). Τα «θηρία» και οι «αντίχριστοι» αναζητούν την εξόντωση της εκκλησίας, είτε με διωγμό, είτε με πλάνη. Εάν η εκκλησία χάσει την αίσθηση της μάχης και δεν αναγνωρίσει τη θλίψη που καλείται να αντιμετωπίσει ενώ βρίσκεται στον κόσμο, αναπόφευκτα θα υποχωρήσει σε πνευματική λήθη, κινδυνεύοντας να χάσει τη χριστιανική της ταυτότητα. Το όραμα της εκκλησίας, η νέα γη και οι νέοι ουρανοί, θα πρέπει να της θυμίζουν ότι προς το παρόν ζει εξόριστη, κάτω από μια ξένη βασιλεία, εχθρική προς τον Θεό. Μπροστά σε μια τέτοια θλίψη καλείται να σταθεί με θάρρος, αποφασιστικότητα και πίστη, επειδή ο Χριστός έχει εξασφαλίσει την τελική νίκη.

  1.  Αν εξαιρέσουμε τη μάλλον συμβολική αναφορά των 3,5 χρόνων στο βιβλίο της Αποκάλυψης, η ιδέα των επτά χρόνων δεν εμφανίζεται πουθενά στην Κ.Δ. Η ιδέα της έσχατης επταετίας, και συνεπώς η συσχέτιση της μεγάλης θλίψης με αυτή, αναπαράγεται από το βιβλίο του Δανιήλ. Όμως, η αναφορά της επταετίας στο Δανιήλ 9 είναι εξαιρετικά δυσερμήνευτη, καθώς αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης προφητείας για την επανερμηνεία των 70 χρόνων και δεν παρουσιάζει μια καθαρή εικόνα κάποιας επταετίας στο μέλλον.
  2.  Φυσικά, η τοποθέτησή μας δεν αποκλείει την ιδέα της μελλοντικής θλίψης για την εκκλησία, απλώς ισχυρίζεται ότι η οποιαδήποτε μελλοντική θλίψη δεν διαφέρει ποιοτικά από την τωρινή θλίψη της εκκλησίας. Έτσι, ακόμα κι αν η εκκλησία περάσει μια θλίψη στο μέλλον μεγαλύτερη της θλίψης της οποίας ζει σήμερα, η διαφορά μεταξύ των δύο θλίψεων θα αφορά την έκταση, ποσοτικά, όχι ποιοτικά, αφού και στις δύο περιπτώσεις η θλίψη αποτελεί μέρος της ίδιας «μεγάλης θλίψης». Η τοποθέτηση που προτείνεται στο παρόν άρθρο βρίσκεται σε αρμονία με μια αχιλιαστική εσχατολογική προσέγγιση, αλλά και με τον ιστορικό προχιλιασμό. Διαφοροποιείται μόνο από τον κλασικό προχιλιασμό της θεωρίας των οικονομιών. Δες την τοποθέτηση του Anthony A. Hoekema, The Bible and the Future (Grand Rapids: Eerdmans, 1979).
  3.  Δες π.χ., Δευτ. 29:16, Β’ Χρον. 28:3, Ησ. 2:8, Ιερ. 4:1, Ιεζ. 8:10, Απ. 17:4.
  4. Δες π.χ., Λευ. 26:34 (στο πλαίσιο της ευρύτερης ερήμωσης του Λευ. 26:27-39), B’ Χρον. 30:7, Ιερ. 7:34, 51:22, Δαν. 8:13, 9:18. Η λέξη «ἐρήμωσις» εμφανίζεται μόνο τρεις φορές στην Κ.Δ. (Ματ. 24:15, Μαρ. 13:14, Λουκ. 21:20), όλες στο ίδιο περικείμενο και σε πιθανή αναφορά στην επικείμενη πολιορκία της Ιερουσαλήμ και την καταστροφή του ναού το 70 μ.Χ. Για την ερμηνεία αυτή δες τα σχόλια του R. T. France, The Gospel of Matthew (Grand Rapids: Eerdmans, 2007). Το γεγονός αυτό φαίνεται να σηματοδοτεί την εξόριστη κατάσταση του λαού του Θεού, ο οποίος σήμερα απαρτίζεται από Ιουδαίους και εθνικούς. 
  5. Μετ. Βάμβα
  6. H φράση επαναλαμβάνεται με παρόμοιο τρόπο στο Ματ. 24:21 (ἔσται γὰρ τότε θλῖψις μεγάλη οἵα οὐ γέγονεν ἀπ᾽ ἀρχῆς κόσμου ἕως τοῦ νῦν οὐδ᾽ οὐ μὴ γένηται), το οποίο μάλλον δείχνει ότι οι δύο θλίψεις έχουν κοινά χαρακτηριστικά. 
  7.  Παρόλο που η μεγάλη θλίψη στις Πρ. 7:11 δεν είναι εσχατολογική, συνδέεται θεματικά με την ιδέα της εξορίας και έχει κοινά χαρακτηριστικά με την έσχατη θλίψη. Έτσι, οι πληγές τις Αιγύπτου περιγράφονται στο βιβλίο της Εξόδου ως πληγές που «δεν έχουν γίνει ξανά στην Αίγυπτο μέχρι σήμερα» (δες Έξοδος 9:18, 9:24, 10:14, 11:6). Δες την ίδια φρασεολογία που προσδιορίζει την εσχατολογική θλίψη στο Δαν. 9:12, 12:1, Ματ. 24:21, και Μαρ. 13:19. Επίσης, το βιβλίο των Πράξεων έχει ερμηνευτεί υπό το φως της έσχατης εξόδου της εκκλησίας από τον David W. Pao, Acts and the Isaianic New Exodus (WUNT II 130, Tubingen: Mohr Siebeck), 2000.
  8.  Για την ευρύτερη υποστήριξη της θεολογικής προσέγγισης ότι τα έσχατα (και συνεπώς η μεγάλη θλίψη) έχουν ξεκινήσει με την πρώτη έλευση του Χριστού, δες την εξής βιβλιογραφία: Gordon D. Fee, God’s Empowering Presence (Peabody, MA: Hendrickson, 1994), 803-826, G. K. Beale, A New Testament Biblical Theology (Grand Rapids: Baker Academic, 2011), 187-224, Anthony A. Hoekema, The Bible and the Future (Grand Rapids: Eerdmans, 1979), 3-75, και C. Marvin Pate, The End of the Age Has Come (Grand Rapids: Zondervan, 1995).
  9.  Για παράδειγμα, η θλίψη στο Μαρ. 13:19 και το Δαν. 12:1 δεν χαρακτηρίζεται ως «μεγάλη», όμως αντιπροσωπεύει αδιαμφισβήτητα τη μεγάλη θλίψη στο Ματ. 24:21. Δεν αποκλείεται το ίδιο να συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις (π.χ., Ιω. 16:33).
  10. Μετ. Βιβλικής Εταιρίας
  11.  Οι περισσότεροι σχολιαστές αναγνωρίζουν ότι ο Ματθαίος παραπέμπει στη θλίψη του Δανιήλ 12:1. 
  12.  Χρησιμοποιείται η ίδια ακριβώς φράση στο Δαν. 9:12 και 12:1 («οἷα οὐκ ἐγενήθη») .
  13. Παρόμοιο ερώτημα έχουν και οι μαθητές του Χριστού στην αρχή της ενότητας (Ματ. 24:3), στο οποίο ο Χριστός απαντάει.
  14.  Μετ. Βιβλικής Εταιρίας
  15.  Οι περισσότεροι σύγχρονοι σχολιαστές υιοθετούν αυτή την ερμηνεία. Για παράδειγμα, δες τα υπομνήματα των R. T. France, The Gospel of Matthew (Grand Rapids: Eerdmans, 2007), John Nolland, The Gospel of Matthew (Grand Rapids: Eerdmans, 2005), Craig S. Keener, A Commentary on the Gospel of Matthew (Grand Rapids: Eerdmans, 1999).
  16. Για την ερμηνεία αυτή, δες τα σχετικά σχόλια στο G. K. Beale, The Book of Revelation (Grand Rapids: Eerdmans, 1999).

        Tα νεα άρθρα σε email

        Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

        Scroll to top