Η ιστορία της κατασκήνωσης ‘Χάρις’

Στην ανατολική πλευρά της πατρίδας μας, στα βόρεια σύνορά της κοντά στην Τουρκία και την Βουλγαρία, βρίσκεται η όμορφη ακριτική πόλη της Αλεξανδρούπολης. Η γεωγραφική της θέση είναι αυτή που την κάνει να καλωσορίζει πρώτη τους ταξιδιώτες από την Ασία. Μια περιοχή όμως, που εύκολα την ξεχνούν πολλοί και ας κρατάει τις «Θερμοπύλες» στα σύνορα της πατρίδας μας. 

Στην Αλεξανδρούπολη, λοιπόν, η Ευαγγελική μαρτυρία είχε τις απαρχές της στα τέλη της δεκαετίας του ’20 όταν η πόλη ήταν μια μικρή κωμόπολη. Οργανωμένη Ευαγγελική Εκκλησία υπήρχε από τις αρχές του 1946. Το χαρακτηριστικό της μικρής εκείνης ομάδας στο ξεκίνημα του έργου ήταν η αγάπη ανάμεσα στα μέλη της, που τους ωθούσε να αποτελούν ένα ενωμένο σύνολο ανθρώπων με κοινά ενδιαφέροντα. Οι αδερφοί της νεοσύστατης τότε εκκλησίας βρισκόντουσαν συχνά μαζί στην εξοχή σε κοινές εκδρομές στην γύρω περιοχή, πάντοτε με την χαρά του Χριστού που τους έδενε και ομόρφαινε τη ζωή τους. Μια τέτοια περιοχή ήταν και η γνωστή από τότε παραλία της Αγίας Παρασκευής, πολυσύχναστο πλέον θέρετρο για την ευρύτερη περιοχή του Έβρου. Εκεί βρισκόταν η εκκλησία σε τέτοιες περιπτώσεις χρησιμοποιώντας έναν από τους αγρούς ενός μέλους της εκκλησίας, του Δημητρίου Σετόπουλου, πατέρα της Λυδίας Λιτσικάκη, ο οποίος καταγόταν από την Μάκρη.

Το διορατικό μάτι του Ποιμένα της εκκλησίας μας, αιδ. Φιλοθέου Ζήκα, αξιολόγησε σωστά την περιοχή, και με την πρώτη ευκαιρία αγόρασε όμορο παρακείμενο αγρό, το 1962, με σκοπό η ζωή της εκκλησίας να αποκτήσει κάτι πιο μόνιμο, πέρα από τις όμορφες εκδρομές που γίνονταν μέχρι τότε. Όπως διαβάζω από τα πρακτικά της εκκλησίας, το σκεπτικό της αγοράς του οικοπέδου ήταν να υπάρξει μια εγκατάσταση κατασκήνωσης, για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι το ότι η πλησιέστερη χριστιανική κατασκήνωση στην οποία οι αδελφοί θα μπορούσαν να έχουν κοινωνία με άλλους αδελφούς ήταν αυτή της Λεπτοκαρυάς, στην οποία όμως για να βρεθεί κάποιος, θα έπρεπε την εποχή εκείνη να ταξιδεύει μια ολόκληρη μέρα οδικώς και άλλο τόσο με τον σιδηρόδρομο (σήμερα οδικώς μπορεί κανείς να φτάσει σε λίγο περισσότερο από τρεις ώρες). Αξίζει να σημειωθεί ότι στο Πνευματικό Συνέδριο του ’56 βρεθήκαμε από τις εκκλησίες Αλεξανδρούπολης και Αγνάντιας, περισσότεροι από 40 αδελφοί. Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι ο χώρος αυτός στην Μάκρη θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί κυρίως για οικογένειες και όχι τόσο σαν μια παιδική εξοχή. Σημειώνεται ειδικότερα ότι ο χώρος αυτός, θα μπορούσε να είναι τόπος όπου εργάτες του ευαγγελίου θα μπορούσαν να περνούν τις διακοπές τους σε ένα υγιές πνευματικό περιβάλλον για περισυλλογή και μεταξύ τους κοινωνία.

Αυτό το όραμα του αιδ. Φιλοθέου Ζήκα υιοθετήθηκε από το σύνολο των αδελφών των εκκλησιών Αλεξανδρούπολης και Αγναντίας που διακονούσε και πρόθυμα πρόσφεραν πολύ εθελοντική εργασία για να στηθούν οι βασικές δομές της νέας αυτής εγκατάστασης. Αδελφοί από την εκκλησία Αγνάντιας διαμόρφωσαν τον χώρο από χωράφι με ελιές σε λειτουργικό χώρο για να μπορούν να διαμείνουν άνθρωποι τους θερινούς μήνες. Έσκαψαν πηγάδι σε ένα πολύ σκληρό και δύσκολο έδαφος για τον εφοδιασμό του χώρου με νερό, αφού η πλησιέστερη πηγή από την οποία θα μπορούσαν να προμηθευτούν νερό απείχε πάνω από 1000 μέτρα και ασφαλώς δεν υπήρχε δυνατότητα ηλεκτροδότησης του χώρου γιατί δεν περνούσε από εκεί κοντά δίκτυο. 

Την επόμενη χρονιά, το 1963, αγοράστηκαν δομικά υλικά και ξεκίνησε η ανοικοδόμηση των πρώτων οικίσκων της κατασκήνωσης. Φύλακας του έργου, καθώς ακόμη δεν υπήρχε ολοκληρωμένη περίφραξη του χώρου, υπήρξε ο αείμνηστος αδ. Ευάγγελος Γαλαχουσίδης, ο οποίος πήρε την οικογένειά του και πέρασε τις καλοκαιρινές του διακοπές μέσα σε μία σκηνή σε πρωτόγονες συνθήκες. Οι άδειες από την πολεοδομία για τα πρώτα σπιτάκια βγήκαν και με την επίβλεψη μηχανικού και ενός γνωστού μάστορα από την Αλεξανδρούπολη χτίστηκαν τα πρώτα σπιτάκια, το υδραγωγείο και στην συνέχεια η τραπεζαρία και η κουζίνα, πάντα με εθελοντές εργάτες τους νέους της εκκλησίας μας ή άλλες ομάδες νέων που ερχόντουσαν για τον λόγο αυτό από άλλες εκκλησίες εσωτερικού και εξωτερικού. 

Το οικοδομικό έργο ολοκληρώθηκε στις αρχές του 1965, ώστε για πρώτη φορά να δεχθεί αδελφούς αρχικά από τις εκκλησίες Αλεξανδρούπολης και Αγνάντιας το ίδιο καλοκαίρι, παρ’ όλες τις πολλές ελλείψεις. Το καλοκαίρι του 1966 για πρώτη φορά πέρασα κι εγώ ένα μέρος του καλοκαιριού με την μητέρα μου εκεί και από τότε σχεδόν κάθε καλοκαίρι βρίσκομαι στον χώρο, εκτός από τα χρόνια που ήμουν στο στρατό και στο εξωτερικό για τις σπουδές μου. 

Αυτό που πάντα μου άρεσε ήταν η καλή οργάνωση που υπήρχε και η ζεστή αδερφική ατμόσφαιρα που όλοι μπορούσαν να απολαύσουν. Υπήρχε κοινή κουζίνα και τραπεζαρία για όλους με πρόγευμα, μεσημεριανό και βραδινό φαγητό αλλά αυτό το οποίο όλοι απολαμβάνανε ήταν η πνευματική επικοινωνία των αδερφών με ύμνους, προσευχή και μαθήματα από την Βίβλο. Υπήρχε φροντίδα για τα μικρά παιδιά με θερινό σχολείο στο οποίο υπηρέτησε η αδ. Ελπίδα Μάρκογλου. Η “ψυχή” όμως της κατασκήνωσης ήταν ο ποιμένας της εκκλησίας μας, με τη σύζυγό του, τη “θεία Μαίρη”. Στα μάτια ενός εφήβου την εποχή εκείνη ο χώρος αυτός έμοιαζε με μια γωνιά του Ουρανού. Και ήταν.

Την πρώιμη εκείνη εποχή δεν υπήρχε ηλεκτρικό, νερό υπήρχε μόνο από το πηγάδι, δεν υπήρχαν παράθυρα παρά μόνο μουσαμάδες και σήτες να κλείνουν τα ανοίγματα. Ο χώρος ήταν μόνο για θερινή διαβίωση. Ωστόσο χρησιμοποιήθηκε δύο φορές μέσα στο βαθύ καταχείμωνο για να φιλοξενήσει τμήματα στρατού σε ώρες κρίσιμες για την εθνική μας ασφάλεια και όταν ο στρατός ήταν σε ετοιμότητα πολέμου, στην ακριτική περιοχή που βρισκόμαστε. Ήταν πιο ασφαλές να μένουν μέσα σε εγκαταστάσεις που θα τους προφύλασσαν από το νερό της βροχής, παρά σε σκηνές. Το μόνο δωμάτιο ερμητικά κλειστό ήταν το “11” που θυμάμαι το χρησιμοποιούσαν για ιατρείο. Υπήρχε και σκοπός και ΑΜ στην κεντρική πύλη της κατασκήνωσης. Τα δε μαγειρεία τις καλές μέρες ήταν υπαίθρια σε κάποιο γειτονικό χωράφι γιατί στο στεγασμένο μέρος είχανε απλώσει σε κάθε γωνιά ράντζα για τους φαντάρους.

Το ηλεκτρικό ήρθε το 1970, όπως και το τηλέφωνο το 1972. Το θυμάμαι καλά γιατί ο αρχηγός μού είχε αναθέσει να ετοιμάζω κάθε απόγευμα τις λάμπες και τους φανούς θυέλλης. Το 1971 αγοράστηκε ένα ακόμη μεγάλο χωράφι, χέρσο την εποχή εκείνη, και προστέθηκε στο χώρο της κατασκήνωσης σαν ζωτικός χώρος αθλοπαιδιών και άλλων εκδηλώσεων. 

Με την ίδια αρχική δομή και πρόγραμμα λειτουργίας που ανέφερα και πριν, η κατασκήνωση λειτούργησε μέχρι το 1974. Πολλές καταστάσεις οδήγησαν σε μια πιο χαλαρή, ως προς το πρόγραμμα, λειτουργία της κατασκήνωσης, όπου πλέον οι οικογένειες που δηλώνανε την επιθυμία τους να περάσουν κάποιες μέρες διακοπών στο χώρο, έπρεπε να φροντίζουν οι ίδιες για την διατροφή τους και συνέβαλαν οικονομικά στα κοινά έξοδα, ηλεκτρικό και έξοδα συντήρησης του χώρου. Να τονίσουμε ότι οι όποιες εργασίες, πέρα από κάποιες εξειδικευμένες που ενεργούσαν εξουσιοδοτημένα συνεργεία, γινόντουσαν πάντα εθελοντικά από όσους συμμετείχαν στη ζωή της κατασκήνωσης. Όπως άλλωστε συμβαίνει και σήμερα! Αδελφοί από την εκκλησία Αλεξανδρούπολης προσέφεραν και προσφέρουν την υπηρεσία τους στη διακονία της κατασκήνωσης. Στο μεταξύ με προσφορές αδερφών που εκτιμήσανε το έργο αυτό της κατασκήνωσης έγινε μια ευρύτατη ανακαίνιση που δίνει αυτονομία σε κάθε μονάδα φιλοξενίας μιας οικογένειας, με ατομικό W.C., ηλιακά για το ζεστό νερό στο μπάνιο και την λάτρα της οικογένειας, ψυγεία και κουζίνες για την προετοιμασία και διατήρηση του φαγητού σε κάθε οικογένεια, airconditioning και δυνατότητα σύνδεσης με το διαδίκτυο. Από πνευματικής άποψης, συνεχίζει να είναι μια όαση που χαρίζει στους αδελφούς ξεκούραση, πνευματική περισυλλογή, επικοινωνία με τους άλλους, καθώς τα απογεύματα συγκεντρωνόμαστε όλοι γύρω από το Λόγο του Θεού και για υμνωδία.

Νομικά ο χώρος της κατασκήνωσης, παρόλο που αγοράστηκε για λογαριασμό της εκκλησίας, ήταν αρχικά δηλωμένος στο όνομα του ποιμένα, καθώς η εκκλησία δεν είχε νομική υπόσταση. Ο ίδιος φρόντισε με δικαστικές αποφάσεις να παρακάμψει αυτό το εμπόδιο και με την απόσυρσή του από το έργο της τοπικής εκκλησίας, τον Ιούνιο του 1984, η κατασκήνωση μεταβιβάστηκε στο Νομικό πρόσωπο της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας Αλεξανδρούπολης. Σήμερα, μετά την αναγνώριση της εκκλησίας μας σαν Νομικό Θρησκευτικό πρόσωπο, η κατασκήνωση αποτελεί παράρτημα της εκκλησίας μας στην Αλεξανδρούπολη και λειτουργεί κάτω από την ευθύνη του ποιμένα και του πρεσβυτερίου της εκκλησίας.

Ο χώρος αυτός υπήρξε μια ευλογία για τη ζωή πολλών, όπως και την δική μου, και η επιθυμία μας είναι να συνεχίσει να γίνεται ευλογία για την δόξα του Κυρίου. Έχει χρησιμοποιηθεί για πολλούς σκοπούς και είναι πάντα στην διάθεση για το έργο του Θεού. Έχουν γίνει εργασίες συνόδων στο χώρο αυτό, έχουν γίνει συνέδρια νέων για περισσότερα από 20 χρόνια, γίνονται κατά καιρούς σεμινάρια και έχει χρησιμοποιηθεί από διάφορα Βιβλικά σχολεία (ελληνικά και ξένα) στις περιοδείες τους σε βιβλικούς προορισμούς της Ελλάδας. Έχει διατεθεί για δύο τουλάχιστον χρονιές δωρεάν, σαν χώρος αναψυχής για τον Σύλλογο ΑΜΕΑ του Νομού Έβρου. Χρησιμοποιήθηκε για να φιλοξενήσει χορωδίες που παρουσίασαν προγράμματα σε εκδηλώσεις του Δήμου Αλεξανδρούπολης, είτε ήταν χορωδίες δικών μας εκκλησιών είτε όχι. Χρησιμοποιείται επίσης και για συγκεντρώσεις αδερφών από τις εκκλησίες Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης σε διάφορες ημέρες αργίας, όπως είναι η Πρωτομαγιά, όπως και αρχικά πριν ακόμη δημιουργηθεί η “Χάρις”, η Εκκλησία Αλεξανδρούπολης χρησιμοποιούσε τον χώρο αυτό για τις δικές της ανάγκες. 

Θεωρούμε τον χώρο αυτό ένα δώρο από τον Θεό και ένα βάρος ευθύνης να τον διατηρήσουμε και να τον έχουμε πάντα έτοιμο στην διάθεση της ευαγγελικής κοινότητας στην πατρίδα μας. Ζητούμε τις προσευχές σας ώστε και στο μέλλον ο χώρος αυτός να γίνει ευλογία σε όσους θέλουν να δοξάσουν τον Θεό. Αν κάποιος θέλει να μας επισκεφθεί, είναι πάντα καλοδεχούμενος και μπορεί να επικοινωνήσει μαζί μας στην ηλεκτρονική διεύθυνση της Εκκλησίας Αλεξανδρούπολης : [email protected]

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top