Η θρησκευτική μεταρρύθμιση και η ανάπτυξη του κράτους δικαίου

gray concrete church

Κατά τον Μεσαίωνα οι πιο ισχυροί θεσμοί στην Ευρώπη ήταν αυτός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας η οποία είχε ήδη όμως τεμαχιστεί σε πολλά κομμάτια. Το μεγαλύτερο τμήμα της βρισκόταν στο χώρο που καταλαμβάνει σήμερα η Γερμανία, γι΄αυτό λεγόταν και Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους. Από πλευράς δικαίου και οι δύο θεσμοί μαζί είχαν εγκαθιδρύσει, περίπου συγχρόνως, η μεν Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία το Κανονικό Δίκαιο (jus spirituale), οι διάφοροι δε βασιλείς και ευγενείς, καθώς και οι έμποροι των Ελευθέρων Πόλεων, το δικό τους ο καθένας και σύμφωνα με τα συμφέροντα  και τις ανάγκες του, «Κοσμικό» Δίκαιο (jus saeculare). Ο Αυτοκράτορας ήταν Ρωμαιοκαθολικός, κληρονομικώ δικαιώματι της οικογένειας των Αυστριακών Αψβούργων, με αποτέλεσμα η Ευρώπη να βρίσκεται σταθερά σε Ρωμαιοκαθολικά χέρια. Δεν υπήρχαν οργανωμένες και ανεξάρτητες πολιτειακές κοινότητες.

Σύντομα όμως κλονίστηκε αυτή η καθεστηκυία τάξη πραγμάτων με την Θρησκευτική Μεταρρύθμιση (1517-1555) που ξεκίνησε στην Γερμανία από τον Μαρτίνο Λούθηρο και ήταν πρωτίστως ένα θρησκευτικό κίνημα για την απεξάρτηση της εκκλησίας από την παντοδυναμία του Πάπα και τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης του ανθρώπου με τον Θεό, σύμφωνα με τις αρχές της Αγίας Γραφής. Σύντομα εξελίχθηκε και σε πολιτικό κίνημα με την ενεργό συμμετοχή των ευγενών, που κυβερνούσαν τα διάφορα κρατίδια και δουκάτα καθώς και των εμπόρων, καθότι το κύρος μιας κεντρικής κυβέρνησης δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλο. Μετά τη Μεταρρύθμιση, η Ευρώπη αλλά και ολόκληρος ο κόσμος θα ήταν τελείως διαφορετικός. Η απόλυτη και αποκλειστική αρμοδιότητα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας να ρυθμίζει με νόμο θέματα που αφορούσαν στη ζωή των ανθρώπων και στις σχέσεις μεταξύ τους έληξε. Η ιδέα της χριστιανικής ενότητας της Δύσης, σ΄ένα μόνο δόγμα, τερματίστηκε απότομα. Τα κράτη-ηγεμονίες απέκτησαν συνείδηση της χωριστής προσωπικότητάς των και διαμορφώθηκε για πρώτη φορά επί ευρωπαϊκού εδάφους μια διεθνής κοινωνία από ανεξάρτητα, δηλαδή εσωτερικώς κυρίαρχα και νομικώς ίσα μεταξύ των κράτη. Το γεγονός αυτό δημιούργησε την ανάγκη ύπαρξης νομικών κανόνων που να ρυθμίζουν και τις σχέσεις μεταξύ αυτών των νέων κρατών-ηγεμονιών. Δημιουργήθηκαν έτσι τα θεμέλια του Διεθνούς Δικαίου.

Η Θρησκευτική Μεταρρύθμιση

Το φεουδαρχικό σύστημα, που ίσχυε μέχρι τότε στην Ευρώπη χαρακτηριζόταν από σύνθετους ως και πολύπλοκους θεσμούς ιεραρχίας και υποτέλειας. Εκτός από τους βασιλικούς κανόνες δικαίου, τους φεουδαρχικούς και κάποιους άλλους τοπικούς, ήταν σε ισχύ και ο Κώδικας Νομοκανόνων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Ειδικά εκκλησιαστικά δικαστήρια με μεγάλη επιρροή, που λειτουργούσαν σε κάθε μεγάλη πόλη, δίκαζαν διαφορές όχι μόνο μεταξύ του κλήρου, ή σχετιζόμενες με περιουσιακές διαφορές της εκκλησίας, αλλά και πολλές άλλες, που αφορούσαν στην ιδιωτική ζωή των ανθρώπων, στον γάμο, κληρονομιές, θέματα εκκλησιαστικής διαγωγής των πολιτών, βλασφημίας κ.ά. Το Ρωμαϊκό Δίκαιο των περασμένων αιώνων που ίσχυε επίσης παράλληλα, είχε ατονήσει και περιοριστεί στο ακαδημαϊκό επίπεδο, στη ακαδημαϊκή διδασκαλία. Αυτό δεν συνέβαινε μόνο στη Γερμανία αλλά και στις άλλες χώρες της τότε Ευρώπης μετά την επίδραση της Παπικής Επανάστασης που απελευθέρωσε την Ιεραρχία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας από τον έλεγχο αυτοκρατόρων, βασιλέων και φεουδαρχών. Η ένταση μεταξύ των λαϊκών αρχόντων και των αντιπροσώπων του κλήρου ήταν αναπόφευκτη με την ισχύ αυτού του δυϊκού συστήματος διακυβέρνησης και απονομής της δικαιοσύνης. Για παράδειγμα, στην Σαξονία, όπου ξεκίνησε η Μεταρρύθμιση στη Γερμανία, λειτουργούσαν 6 διαφορετικά εκκλησιαστικά δικαστήρια, με 6 διαφορετικούς επισκόπους να προΐστανται, και οι οποίοι ήταν για τις υπό εκδίκαση υποθέσεις υπόλογοι τόσο στον Πάπα όσο και στον Αυτοκράτορα. Με δεδομένη την παράλληλη ισχύ εκκλησιαστικών και κοσμικών κανόνων δικαίου, η σύγχυση τις περισσότερες φορές ήταν αναπόφευκτη. Οι φόροι που πλήρωναν οι υποτελείς, τόσο στον Αυτοκράτορα όσο και στον Πάπα, ήταν αβάσταχτοι. Από παντού υψώνονταν κραυγές διαμαρτυρίας για λιγότερη εκκλησιαστική ανάμιξη και καταπίεση στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, και φυσικά κατάργηση των εκκλησιαστικών δικαστηρίων. 

Αυτό ακριβώς αποτυπώνεται και στις 95 Θέσεις του Λουθήρου, που έστειλε στον Αρχιεπίσκοπο της Μαγεντίας και θυροκόλλησε συγχρόνως στην πόρτα της εκκλησίας του κάστρου του άρχοντα της Σαξονίας, στις 31 Οκτωβρίου 1517. Αυτή θεωρείται και η ημέρα που γεννήθηκε η Μεταρρύθμιση. 

Υπήρξαν πολλοί ηγεμόνες και ευγενείς, που ασπάστηκαν τις αρχές της Μεταρρύθμισης, και εξεγέρθηκαν κατά του Πάπα και του ίδιου του Αυτοκράτορα, προκειμένου να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους, θέτοντας συγχρόνως νέους κανόνες δικαίου και νέους όρους διακυβέρνησης, εντός των ορίων της εδαφικής των κυριαρχίας. Αυτή η πολιτικο-κοινωνική Μεταρρύθμιση είναι εξίσου σημαντική και αποτελεί την άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος. Είναι γεγονός ότι έφερε τα πάνω κάτω όχι μόνο στις σχέσεις των εκκλησιαστικών και πολιτειακών αρχόντων μεταξύ τους αλλά και στη ζωή των απλών ανθρώπων με ολοφάνερες τις προεκτάσεις μέχρι σήμερα, τουλάχιστον στον δυτικό πολιτισμό. 

Στα μέσα της δεκαετίας του 1520 η πολιτική κατάσταση είχε ραγδαίες εξελίξεις. Η γνωστή και ως Εξέγερση των Χωρικών (1524-1526), κατά την οποία οι αγρότες είδαν την απομάκρυνση από την παπική εκκλησία, ως την αφορμή για να ζητήσουν γενικότερες αλλαγές και περισσότερες ελευθερίες, ταλάνισε το μεταρρυθμιστικό κίνημα. Ο Λούθηρος την καταπολέμησε αμέσως τονίζοντας στα γραπτά του ότι οι επίγειες αρχές και εξουσίες, που στηρίζονται και λειτουργούν σύμφωνα με τους εκάστοτε νόμους, είναι εξουσιοδοτημένες από τον Θεό και τους οφείλεται υπακοή. Υπόκεινται βέβαια στην κοσμική και αμαρτωλή φύση,  αλλά ο Θεός ελέγχει τα πάντα, δίνοντας έτσι το δικαίωμα στις Αρχές και Εξουσίες να δράσουν κατά των επαναστατημένων χωρικών. Σε πολλές περιοχές όμως  επιτεύχθηκαν συμβιβασμοί, προς όφελος των χωρικών. Οι δουλοπάροικοι χωρικοί, οι οποίοι δούλευαν στα αγροκτήματα του  χωροδεσπότη-γαιοκτήμονα, ελάμβαναν ως αντάλλαγμα για την εργασία τους, μόνο προστασία καθώς και κάποια δικαιώματα εκμετάλλευσης γης για δική τους επιβίωση. Χωροδεσπότες δεν ήσαν μόνο οι ευγενείς αλλά και μοναστήρια, των οποίων η εξουσία δεν εξαρτάτο πλέον από την εύνοια του βασιλιά, αλλά από την δύναμη που αντλούσαν από τη γη που κατείχαν. Αίτημα των χωρικών ήταν λοιπόν, μεταξύ των άλλων, να καταργηθεί αυτή η κατάσταση δουλείας και να περιοριστούν οι απαιτήσεις των γαιοκτημόνων. 

Το 1525 δημιουργήθηκε ένας συνασπισμός όλων των ηγεμόνων που δεν ήθελαν να αποσχιστούν από την Καθολική Εκκλησία, μαζί τους και ο Αρχιεπίσκοπος της Μαγεντίας, με σκοπό την άμεση καταπολέμηση της μεταρρυθμιστικής ιδέας. Το 1929, σε ένα συνέδριο στην γερμανική πόλη Σπάγερ (Speyer) αυτός ο συνασπισμός εξέδωσε μια απόφαση κατά πάντων για την καταπολέμηση όλων των μεταρρυθμιστικών ιδεών και για την επαναφορά της δικαστικής εξουσίας στους καθολικούς επισκόπους. Σε απάντηση, πέντε λουθηριανά κρατίδια και 14 λουθηριανές πόλεις αντέδρασαν δυναμικά (protestation) διακηρύττοντας ότι σε θέματα που αφορούν τον Θεό και την σωτηρία της ψυχής των ανθρώπων, ο καθένας πρέπει να στέκεται μόνος του ενώπιον του Θεού, αναζητώντας μόνος του την απάντηση. Το όνομα «Προτεστάντης» (Διαμαρτυρόμενος) δόθηκε έκτοτε σε όποιον οικειοποιήθηκε την «Διακήρυξη της Σπάγερ» μέχρι σήμερα. Ένας εμφύλιος πόλεμος ξέσπασε, ο οποίος έληξε το 1555 με την γνωστή Συνθήκη Ειρήνης του Άουγκσμπουργκ (Augsburg), σύμφωνα με την οποία, σε κάθε γερμανικό κράτος η θρησκεία του ηγεμόνα ήταν και των πολιτών το θρήσκευμα (cuius regio eius religio). Πολλοί ευγενείς επεδίωξαν να αποκτήσουν το jus reformandi, δηλαδή το δικαίωμα να μπορούν να εγκαταστήσουν στο έδαφός τους την λουθηριανή εκκλησία, ως κρατική. Η απόλυτη κυριαρχία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στα γερμανικά εδάφη πήρε έτσι τέλος με την Συνθήκη αυτή. Ο Αυτοκράτορας Κάρολος Ε’, ο οποίος δεν έπαψε να ονειρεύεται μια ενωμένη Γερμανία κάτω από την κυριαρχία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, το συνειδητοποίησε ένα χρόνο αργότερα (1556), ότι δεν γυρνάει πίσω ο χρόνος και εγκατέλειψε τον θρόνο του και έγινε μοναχός. Αφού όμως είχε χρησιμοποιήσει κατά κόρον το δικαίωμά του της Ιεράς Εξέτασης (Inquisition), ως πολιτικό εργαλείο βασιλικής και αυτοκρατορικής δύναμης για την εξόντωση αντιπάλων, στέλνοντας έτσι στην πυρά εκατοντάδες προτεστάντες της τότε ισπανικής Ολλανδίας.

Η νομοθετική εξουσία πέρασε πλέον στα χέρια πρωτίστως των ευγενών, οι οποίοι είχαν ενστερνιστεί τις ιδέες της Θρησκευτικής Μεταρρύθμισης και είχαν την εδαφική κυριαρχία στο κρατίδιό τους. 

Οι Καθολικοί άρχισαν να  αντιμετωπίζουν τους Διαμαρτυρόμενους με δυσπιστία ενώ οι τελευταίοι έδειχναν να περιφρονούν τους αντιπάλους τους. Από την πλευρά της Μεταρρύθμισης κυριαρχούσαν οι νέες ιδέες για ελεύθερους θεσμούς, πνευματική αναζήτηση, ανεξιθρησκία και τόνωση της ιδιωτικής επιχείρησης της μεσαίας τάξης. Από την άλλη πλευρά της Αντιμεταρρύθμισης βρισκόταν η συγκεντρωτική απολυταρχία, η Ιερά Εξέταση, ο σκοταδισμός, οι διωγμοί των αιρετικών και ο εγκλωβισμός των αγροτών στα φέουδα των ευγενών. 

Οι συγκρούσεις μεταξύ των δεν έπαψαν και έναν αιώνα αργότερα, ξέσπασε ο λεγόμενος τριακονταετής πόλεμος (1618-1648), με χιλιάδες εκατοντάδες νεκρούς στα πεδία των μαχών, ο οποίος έληξε με την Συνθήκη Ειρήνης της Βεστφαλίας το 1648. Μια διαμάχη που ξεκίνησε πρωτίστως ως θρησκευτική έμελλε να κλιμακωθεί σε διεθνή για την εποχή αγώνα απόκτησης ισχύος. Επίσης με την ίδια συνθήκη σήμανε η λήξη και ενός άλλου, του λεγόμενου Ογδοηκονταετούς Πολέμου (1568-1648) μεταξύ της Ισπανίας και της Ολλανδικής Δημοκρατίας. Αυτό ήταν και το οριστικό τέλος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, ως ουσιαστικού θεσμού και συγχρόνως η γέννηση της σύγχρονης Ευρώπης, ως ηπείρου κυρίαρχων και ανεξάρτητων κρατών. Είναι και η πρώτη φορά που συναντάμε μεγάλη αντιπροσώπευση ηγεμονικών δυνάμεων σε κοινή συνέλευση επί ευρωπαϊκού εδάφους με σκοπό την ειρηνική επίλυση των διαφορών τους. Η δημιουργία μιας κοινωνίας κρατών, ίσων μεταξύ των, θεμελιώθηκε επί μιας πολιτικής ισορροπίας, μοναδικής για την εποχή. Οι λαοί βίωσαν επί μακρόν την καταστροφική μανία από τους συνεχόμενους πολέμους και τις διαμάχες καθώς και την κοινωνική ανισότητα. Αλλά ήταν ακριβώς αυτοί οι πόλεμοι που οδήγησαν στον περιορισμό των εθνικών ομάδων στον φυσικό τους χώρο και οδήγησαν στην ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης των ανθρώπων, γεγονός που εγκαινίασε τις κατοπινές θρησκευτικές, πολιτιστικές κλπ. διαφοροποιήσεις στην Ευρώπη.

Δεν ήταν μόνο οι μεγάλες αλλαγές στις εδαφικές κατανομές που έλαβαν χώρα κατά την διάρκεια της συνέλευσης αυτής, αλλά και η υιοθέτηση ορισμένων αρχών γύρω από θέματα Θρησκευτικής Ελευθερίας. Όλα τα κράτη αναγνώρισαν επισήμως την Συνθήκη του Άουγκσμπουργκ (1555) και δια νόμου πλέον εξασφαλίζετο το δικαίωμα σε όλους να μπορούν να τηρούν ανάλογα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα ιδιωτικά ή συλλογικά. Αυτό οδήγησε στην ειρηνική πλέον συνύπαρξη καθολικών και προτεσταντών στο ίδιο κράτος. Οι όποιες εσωτερικές υποθέσεις ενός κράτους θα αφορούσαν πλέον το ίδιο το κράτος και απαγορεύονταν οι παρεμβάσεις από τρίτους. Αυτό το τελευταίο, που ξεκίνησε ως «βεστφαλιανό» ιδεώδες αποτελεί και τον κεντρικό πυλώνα του Διεθνούς Δικαίου μέχρι σήμερα.

Εν τω μεταξύ κάποιοι ηγεμόνες είχαν προσχωρήσει στον Καλβινισμό, το κίνημα του Καλβίνου στην Ελβετία, το οποίο με την Συνθήκη Ειρήνης της Βεστφαλίας αναγνωρίστηκε ως ισότιμο με τον Λουθηρανισμό.

Η δυνατότητα των ευγενών να αποφασίζουν πλέον οι ίδιοι για την εγκαθίδρυση του Λουθηρανισμού ή του Καλβινισμού στο έδαφος της κυριαρχίας τους δυνάμωσε και την εξουσία των καθολικών, οι οποίοι πλέον δεν είχαν ανάγκη την παπική δύναμη για να την ασκήσουν και αποφάσιζαν στο εξής μόνοι τους. 

Αυτό  που χαρακτηρίζει τον 16ο αιώνα είναι η ανερχόμενη δύναμη που συνοψίζεται στη λέξη «κράτος», είτε αυτό είναι ο ηγεμόνας, είτε ο Βασιλιάς, είτε  οι ευγενείς. Είναι συνυφασμένο με την παρακμή της άλλοτε πανίσχυρης Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και ενίοτε με την αποστροφή της στις περιοχές της Διαμαρτύρησης. Η ενδυνάμωση μιας κεντρικής εξουσίας σηματοδότησε τις απαρχές της συγκρότησης του Κράτους-Έθνους.

Η Μεταρρύθμιση του Δικαίου

Σπάνια αναφέρονται (από νομικούς ή ιστορικούς) οι θεμελιώδεις αλλαγές που επήλθαν στο Δίκαιο κατά την διάρκεια του 16ου αιώνα, στη Γερμανία αλλά και αλλού στην Ευρώπη, από άτομα που τόσο οι ιδέες τους όσο και τα προσωπικά τους ενδιαφέροντα (θρησκευτικά και πολιτικά) επηρεάστηκαν σημαντικά από την προτεσταντική πίστη. Οι προτεστάντες ευγενείς (πρίγκιπες) είχαν μεγάλη δύναμη, θρησκευτική και πολιτική, στα εδάφη που κυριαρχούσαν και το αποτέλεσμα ήταν να επιφέρουν ριζοσπαστικές αλλαγές σε κάθε τομέα.

Δεν στάθηκαν ενάντιοι μόνο στο παλιό Δίκαιο αλλά  σε ολόκληρο το σύστημα Δικαίου. Έτσι, όχι μόνο το Κανονικό Δίκαιο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας αλλά και το εν ισχύ Ρωμαϊκό Δίκαιο στις πόλεις, στις επαρχίες αλλά και σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία, δέχτηκε μετά το 1495 ισχυρή επίθεση. 

Η φιλοσοφία δικαίου της Καθολικής εκκλησίας τελείωνε στην Κάθαρση: όσες άδικες πράξεις δεν τιμωρήθηκαν ανάλογα εδώ κάτω στη γη, θα τιμωρηθούν στον άλλο κόσμο, αλλά οι καλές πράξεις που θα κάνει κανείς μετά την άδικη πράξη θα προσμετρηθούν επίσης ανάλογα και θα επιφέρουν μετριασμό της «ποινής» μετά θάνατον. Αυτή ήταν η θεολογική φιλοσοφία δικαίου της Καθολικής Εκκλησίας η οποία εφαρμοζόταν από τα εκκλησιαστικά δικαστήρια της εποχής με σκληρό τρόπο, αλλά και από τους ιερείς, οι οποίοι κάθε παράβαση την «βάφτιζαν» ανυπακοή στα μυστήρια της εκκλησίας. Η λουθηρανική θεολογική φιλοσοφία δικαίου, αντίθετα, αρνήθηκε και τα δύο, δηλαδή τόσο την Κάθαρση όσο και τον «μυστηριακό» χαρακτήρα των άδικων πράξεων. Δικαίωση, διακήρυξε ο Λούθηρος, είναι αιώνια ζωή δια πίστεως και μόνο. 

Έτσι η συσπείρωση και συμμαχία της θεολογίας του Λουθήρου, προσεκτικά ενωμένη με την πολιτική δύναμη των ευγενών, οδήγησαν σε μια νέα νομική φιλοσοφία, σε μια νέα μέθοδο συστηματοποίησης του Δικαίου. Η επιτυχημένη Γερμανική Επανάσταση των ετών 1517-1555, μια από τις μεγαλύτερες επαναστάσεις της ιστορίας του Δυτικού Κόσμου, οφείλει αυτή την επιτυχία της στο ότι οι θεμελιώδεις ιδέες και τα ιδανικά από τη μια μεριά και οι κοινωνικοπολιτικοί σκοποί της από την άλλη, περιήλθαν και συγκεράστηκαν σε μια νέα νομική τάξη. 

Η έννοια του Κράτους Δικαίου

Κατά την σύγχρονη ορολογία, το Κράτος Δικαίου είναι ένα σύστημα όπου ακολουθούνται τέσσερες οικουμενικές αρχές: Πρώτον, η κυβέρνηση, αλλά συγχρόνως και οι αξιωματούχοι και οι κρατικοί παράγοντες, είναι υπόλογοι σύμφωνα με τον νόμο. Δεύτερον, οι νόμοι είναι σαφείς, δημοσιοποιούνται και εφαρμόζονται ομοιόμορφα και προστατεύουν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα στα οποία συμπεριλαμβάνεται η ασφάλεια των προσώπων και των αγαθών. Τρίτον, η διαδικασία με την οποία θεσπίζονται οι νόμοι είναι διαφανής, δίκαιη και αποτελεσματική. Τέταρτον,  δικαιοσύνη αποδίδεται εντός ευλόγου χρόνου από ικανούς, ηθικούς και ανεξάρτητους δικαστές. 

Σε μια ευνομούμενη κοινωνία κυρίαρχος είναι δηλαδή ο νόμος και όχι ο άνθρωπος, οι νομικοί κανόνες και όχι πρόσωπα. Έχει να κάνει με την διάκριση των εξουσιών σε Νομοθετική, Εκτελεστική, Δικαστική και με την ύπαρξη Συντάγματος. Κράτος δικαίου έχουμε, για παράδειγμα, όταν η ερμηνεία των νόμων δεν επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια των δικαστών και η εφαρμογή τους δεν επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης αλλά βασίζεται σε σαφείς και καθορισμένους από πριν νομικούς κανόνες.

Οι Λουθηρανοί Μεταρρυθμιστές είχαν μια ξεχωριστή φιλοσοφία του δικαίου, η οποία είχε τις ρίζες της στα θρησκευτικά και πολιτικά πιστεύω τους και αυτή η φιλοσοφία είχε μεγάλη επίδραση όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και σε άλλες χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής.

Τις πρώτες επιδράσεις τις βλέπουμε σήμερα στο Συνταγματικό και στο Διεθνές Δίκαιο, αλλά και στους άλλους κλάδους του Δικαίου, όπως στο Οικογενειακό, στο Ποινικό και στο Εμπορικό Δίκαιο. 

Όλα τα κρατίδια ήταν ίσα μεταξύ τους και σχημάτιζαν μια ομοσπονδία σεβαστή από όλους. Αυτή η  νέα μορφή διακυβέρνησης περιελάμβανε όλη την επικράτεια και αφορούσε όλους τους υπηκόους κάθε κρατιδίου και όχι μόνο . Άρχισε να δημιουργείται έτσι το Κράτος Δικαίου το οποίο λειτούργησε με κοινούς νόμους και εφαρμόζονταν κοινές δικαστικές και διοικητικές αποφάσεις. Ήταν θεμελιωμένο στην προτεσταντική θεολογία και φιλοσοφία, όπως συνοψίζονταν στις Δέκα Εντολές που εμπεριέχονται στο κείμενο της Αγίας Γραφής και στο Φυσικό Δίκαιο, τις αρχές του οποίου, πίστευαν, ότι έχει εμφυσήσει ο ίδιος ο Θεός στην συνείδηση του κάθε ανθρώπου. Οι νόμοι όφειλαν να είναι σύμφωνοι με τις Δέκα Εντολές. Ο ηγεμόνας, σε συνεργασία με τους ειδικούς συμβούλους του μπορούσαν να αλλάξουν τους νόμους, σύμφωνα με την συνείδησή τους και την ευθύνη τους ενώπιον του Θεού. Στη θεωρία τουλάχιστον αυτό σήμαινε ότι οι ηγεμόνες ήταν συνταγματικοί μονάρχες περισσότερο παρά απολυταρχικοί. Υπήρξε αγαστή συνεργασία από την αρχή μεταξύ του Λουθήρου, περισσότερο ως θεολόγου, του Μελάχθωνα, περισσότερο ως φιλόσοφου και στη συνέχεια του Ιωάννη Όλντενντορπ, ο οποίος ήταν ένας από τις πιο δυνατές φυσιογνωμίες της εποχής και επιφανής νομικός. Ήταν γαλουχημένος με τις ιδέες του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Μυήθηκε στις ιδέες της Μεταρρύθμισης ήδη από το 1520. Δέχτηκε τη θέση καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ (1543) υπό τον όρο, ότι θα είχε την ελευθερία να διδάξει την χρησιμότητα των νόμων, με ιδιαίτερη έμφαση σε δύο πράγματα, τις συνέπειες που απορρέουν από την μη τήρησή τους και την σχέση τους με το κείμενο της Αγίας Γραφής. Ως νομικός συνετέλεσε ώστε να επιτευχθούν επαναστατικές για την εποχή αλλαγές στον μέχρι τότε παραδοσιακό τρόπο σκέψης, θέσπισης και εφαρμογής των κανόνων δικαίου. Οι τρείς αυτές προσωπικότητες, παρ΄ όλες τις διαφορές μεταξύ τους, πίστευαν ακράδαντα στις ίδιες θεολογικές, φιλοσοφικές και νομικές αρχές. Ο νομοθέτης, έλεγε ο Λούθηρος, λαμβάνει το δικαίωμα αυτό από τον Θεό και είναι τρόπος του λέγειν αντιπρόσωπός του και ο υπηρέτης του στη γη. Γι΄ αυτό ο νόμος που θεσπίζει θα πρέπει να δείχνει σεβασμό  στον Θεό και να αντανακλά αυτό το «θεϊκό» δίκαιο στο περιεχόμενό του. Δεν επιτρέπεται να νομοθετεί αυθαίρετα. Συνέγραψε πολλά κείμενα εξηγώντας ότι οι Δέκα Εντολές είναι «θεϊκό» δίκαιο, επειδή προέρχονται από τον Θεό, αλλά είναι και οι αρχές του Φυσικού Δικαίου και ότι όλοι οι άνθρωποι, και ιδιαίτερα οι χριστιανοί, οφείλουν να το εφαρμόζουν όχι μόνο στην προσωπική τους ζωή αλλά και στην κοινωνικοπολιτική τους ζωή, υπακούοντας στους νόμους της Πολιτείας, που έχουν θεσπιστεί σύμφωνα με τις αρχές αυτές. Σε αντίθεση με τους Σχολαστικούς και την θεωρία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ο Λούθηρος τοποθέτησε την συνείδηση του ατόμου πάνω από κάθε άλλη αρχή, τονίζοντας ότι είναι δρόμος επικοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό, το σύνολο και η έκφανση των θρησκευτικών του καταβολών, που οδηγούν και κατευθύνουν όλες τις ενέργειές του στη ζωή και περιλαμβάνει τόσο την λογική κατανόηση των πραγμάτων όσο και την εφαρμογή τους στην πράξη.

Η επίδραση της Θρησκευτικής Μεταρρύθμισης στους κανόνες δικαίου

Ο γερμανικός Λουθηρανισμός και ο αγγλικός Καλβινισμός είχαν μεγάλη επίδραση στην δημιουργία κανόνων δικαίου στην δυτική νομική παράδοση, από τις αρχές του 16ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα και πριν ακόμα το Δίκαιο αρχίσει να γίνεται Εθνικό.

Η κατάργηση των εκκλησιαστικών δικαστηρίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας άφησε μεγάλο κενό σε πολλούς κλάδους του δικαίου, όπως το Ποινικό Δίκαιο και το Αστικό Δίκαιο. Ιδιαίτερα, στο Ποινικό Δίκαιο, κώδικες που ίσχυαν από παλιά καταργήθηκαν με όλες τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει αυτό. Καθηγητές του Δικαίου ανέλαβαν το έργο, μέσω διαβουλεύσεων να αναπληρώσουν το κενό και να δημιουργήσουν μια νέα νομοθεσία. Οι ιδέες της Μεταρρύθμισης βρήκαν και εδώ σε πολλούς εύφορο έδαφος, με την κύρια απαίτηση οι νόμοι να είναι γραμμένοι με σαφήνεια. Σκοπός των δικαστηρίων ήταν πλέον να εφαρμόζουν τους ισχύοντες νόμους στις υποθέσεις που έρχονται ενώπιον τους και όχι, όπως ήταν οι τάσεις μέχρι τότε, να ψάχνουν οι δικαστές σε διάφορες πηγές, και μάλιστα αμφιβόλου ποιότητας και χρησιμότητας, προκειμένου να βρουν τις γενικές αρχές και να τις στοιχειοθετήσουν σε ειδικό για την περίπτωση νόμο. 

Ιδιαίτερα το Ποινικό Δίκαιο στο σύνολό του μεταρρυθμίστηκε εκ θεμελίων σαν συνέπεια της ανάπτυξης στην Φιλοσοφία του Δικαίου. Καθηγητές οι οποίοι ήταν σε στενή φιλική επικοινωνία με τον Λούθηρο και είχαν ενστερνισθεί τις ιδέες της Μεταρρύθμισης, όπως ο von Schwarzenberg, κωδικοποίησαν τους νόμους, σύμφωνα με τις θεολογικές αρχές της Μεταρρύθμισης, όπως αναπτύχθηκαν από τον Λούθηρο και βρήκαν εφαρμογή στο νέο σύστημα διακυβέρνησης των κρατιδίων, όπου οι καθηγητές του Δικαίου είχαν εξέχοντα ρόλο, ως επίσημοι σύμβουλοι στην διακυβέρνηση. Αυτή η μεταρρύθμιση ήταν συνυφασμένη με την θρησκευτική, επιστημονική και κυρίως πολιτική μεταρρύθμιση, που συντελέστηκε την ίδια εποχή. Οι ευγενείς είχαν τώρα την δική τους φιλοσοφία δικαίου θεμελιωμένη στη λουθηρανική θεολογία, το δικό τους κωδικοποιημένο Ποινικό Δίκαιο και τα δικά τους δικαιοδοτικά όργανα. 

Το ίδιο συνέβη και με το Αστικό και το Οικονομικό Δίκαιο, όπου για πρώτη φορά στην Ιστορία της Ευρώπης ενοποιήθηκε και καταγράφηκε συστηματικά, κυρίως στα κρατίδια των οποίων οι ευγενείς και οι νομικοί γύρω τους είχαν ενστερνιστεί την Μεταρρύθμιση. Πριν από τον 16ον αιώνα υπήρχαν άπειροι τύποι συμβολαίων, εκκλησιαστικά, βασιλικά, εμπορικά , που υποχρέωναν τους συμβαλλομένους νομικά. Η καταπάτηση των όρων ενός συμβολαίου από έναν των συμβαλλομένων λογιζόταν σύμφωνα με την θεολογία της Καθολικής Εκκλησίας ως αμαρτία και αρμόδια για την εκδίκαση και το ύψος της ποινής ήταν τα εκκλησιαστικά δικαστήρια.

Στον οικονομικό τομέα οι προϋποθέσεις ήταν πολύ καλές για ανάπτυξη, καθότι υπήρχε σιγουριά και ασφάλεια εγγυημένη από τον πρίγκιπα του κρατιδίου, ο οποίος είχε πλέον το δικαίωμα να διατηρεί και οργανωμένο στρατό. Ήταν μια περίοδος με μεγάλη εμπορική ανάπτυξη και οικονομική δραστηριότητα στην Ευρώπη, αλλά και εκτός. Η Καθολική Εκκλησία έχασε κι εδώ το προνόμιο να καθορίζει π.χ. την τιμή των προϊόντων και να επιβάλει ποινές για κάθε παράβαση. Αυτή η αρμοδιότητα πέρασε στους ευγενείς, οι οποίοι ανέθεσαν σε λαϊκούς ειδήμονες και νομικούς την θέσπιση ανάλογων νόμων. Ο Πρίγκιπας Φίλιππος της Έσσης και γιός του Ουίλιαμ Δ’,  και οι δυο τους θερμοί υποστηρικτές της Μεταρρύθμισης, επικύρωσαν πρώτοι με νόμο την πρόταση του Λουθήρου, όχι μόνο για δίκαιο καθορισμό της τιμής των προϊόντων και δίκαιης φορολόγησης των υπηκόων, αλλά και για την δημιουργία ενός δημόσιου κτιρίου όπου θα συγκεντρώνονταν τα επί πλέον δημητριακά, όταν οι χρονιές ήταν εύφορες, για να μη λείψουν στις επόμενες λιγότερο εύφορες. Επίσης σπουδαίο είναι ότι δια νόμου υποχρέωναν την εγγραφή σε δημόσια επί τούτου βιβλία, όλων των δανείων, δημοσίων είτε ιδιωτικών, ώστε να είναι εξασφαλισμένες και οι δύο πλευρές.

Ένα τραπεζικό σύστημα που δημιουργήθηκε την ίδια εποχή επέτρεπε τις συναλλαγές με την ανάπτυξη νέων χρηματοοικονομικών τεχνικών και εκτός συνόρων με απόλυτη ασφάλεια. Το αγγλικό «bill» προέρχεται από το λατινικό, “bulla”, που σημαίνει «επιστολή» και εξασφάλιζε στο δικαιούχο την εγγύηση της πληρωμής.

Κατά τον 16ο αιώνα αναπτύχθηκε ένα νέο σύστημα σε θέματα ιδιοκτησίας ως αποτέλεσμα της συγκέντρωσης των αρμοδιοτήτων πλέον και σ΄ αυτόν τον τομέα, στον ηγεμόνα. Η Καθολική Εκκλησία είχε στην απόλυτη ιδιοκτησία της σχεδόν  το ένα τρίτο των εδαφών της Δυτικής Ευρώπης, τον έλεγχο τον είχε η Ιεραρχία και τα εισοδήματα τα καρπωνόταν μόνο η Εκκλησία. Κι εδώ ένας έγκριτος Λουθηρανός νομικός και καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Βίτενμπεργκ, ο Ιωάννης Άπελ έθεσε τα θεμέλια για ένα νέο σύστημα αντιμετώπισης θεμάτων που σχετίζονταν με την ιδιοκτησία, την οποία διαχώρισε, ως δικαίωμα, από  τις ενοχικές απαιτήσεις. Μέχρι σήμερα ισχύει αυτός ο διαχωρισμός σε όλον τον δυτικό κόσμο. 

Ιστορικοί έχουν χαρακτηρίσει την εποχή της Θρησκευτικής Μεταρρύθμισης του Λουθήρου, ως την απαρχή της Μοντέρνας Εποχής (Modern Age). Όχι βέβαια, όπως την εννοούσαν οι λουθηρανοί θεολόγοι, ως αναθέρμανση της πίστης και εφαρμογή της στην καθημερινή ζωή με βιβλικά κριτήρια, αλλά στην ανάπτυξη κοσμικών πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δυνάμεων, πέρα από κάθε επίδραση της μέχρι τότε απόλυτης εκκλησιαστικής επιρροής. 

Εκείνη ακριβώς την εποχή ξεκίνησε η ανάπτυξη του Κράτους Δικαίου, όπου και καθιερώθηκε μέσω της δυναμικής επικράτησης της κρατικής κυριαρχίας επί της εκκλησιαστικής. Στα κρατίδια όπου επεκράτησε ο Λουθηρανισμός αυτή την εξουσία την πήρε στα χέρια του ο ηγεμόνας (πρίγκιπας), που πίστευε ακράδαντα ότι νομοθετούσε, συνεπικουρούμενος από έγκριτους νομικούς, με γνώμονα και μόνο τις βιβλικές αρχές, αφήνοντας όμως ένα περιθώριο στους πολίτες του κρατιδίου του να έχουν αντίθετη άποψη, αν η συνείδησή τους δεν τους επέτρεπε να υπακούσουν. Η ελεύθερη μετακίνηση σ΄ ένα γειτονικό κρατίδιο ήταν η λύση τέτοιων συνειδησιακών διλημμάτων. 

Κράτος και εκκλησία ήταν οι δύο πλευρές ενός και του αυτού νομίσματος, με αμοιβαία αλληλοεπίδραση δικαίου και θρησκείας, μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα. Από κει και μετά ξεκίνησε ένας άλλος αγώνας απεξάρτησης του ενός θεσμού από τον άλλον έτσι που σήμερα θεωρείται αναχρονισμός η συνύπαρξη απόλυτης μοναρχίας και κρατικής εκκλησίας. 

Αντί επιλόγου

Τίποτα στην ιστορία δεν είναι καινούργιο και τίποτα δεν είναι τελικό! Είμαστε οι κληρονόμοι αυτής της νομικής παράδοσης στη Δύση και είναι ενδιαφέρον να θυμόμαστε ότι αυτή η νομική παράδοση έχει ρίζες χριστιανικές.

  1. Γενικά για την Μεταρρύθμιση, βλ. Γ.Α. Χατζηαντωνίου, Η Θρησκευτική Μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα, Αθήνα 1995.
  2. Κωνσταντίνος Ευσταθιάδης, Διεθνές Δίκαιον, Πανεπιστημιακές Παραδόσεις, Αθήνα, 1974, σ. 9 επ.
  3. Γ. Α. Χατζηαντωνίου, Η Θρησκευτική Μεταρρύθμιση, σ. 71-73 και Harold J. Berman, Law and Revolution II, The Impact of the Protestant Reformations on the Western Legal Tradition, 2003, σ. 55-57.
  4.   Η δουλοπαροικία, ως μορφή δουλείας καταργήθηκε τελικά το 1956 από την Συμπληρωματική Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών, ενώ είχε προηγηθεί η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (1950), όπου στο άρθρο 4 απαγορεύεται κατηγορηματικά η δουλεία.
  5. Γ. Κασιμάτης, Συνταγματική Δικαιοσύνη, Αθήνα 1999, σ. 54 επ.
  6. Harold J. Berman, Law and Revolution II, σ. 72 επ.
  7. Harold J. Berman, Law and Revolution II, σ. 67.
  8. Ανάλυση της Φιλοσοφίας Δικαίου του  Johann Oldendorp (1486-1567), στο: Harold J. Berman, Law and Revolution II, σ. 87-99.
  9. Αναλυτικά για την Φιλοσοφία Δικαίου του Λουθήρου βλ. Harold J. Berman, Law and Revolution II, σ. 73-75.
  10. Harold J. Berman, Law and Revolution II, σ. 67-68.
  11. Harold J. Berman, Law and Revolution II, σ. 164.
  12. Αναλυτικώτερα, βλ. Ludwig Zimmermann, Der ökonomische Staat Landgraf Wilhelms IV, 1933, σ. 389-392.
  13. Αναλυτικά για τις εξελίξεις στην Αγγλία, βλ. Harold J. Berman, Law and Revolution II, σ. 201-371.
  14. Johann Apel (1486-1536).
  15. Michael Stolleis, „Konfessionalisierung“ oder „Säkularisierung“ bei der Entstehung des frühmodernen Staates, Jus Commune, 20 (1990),  σ. 1-23.

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top