Βίβλος, σχέσεις, υπηρεσία: τρεις πτυχές μαθητείας

silhouette of child sitting behind tree during sunset

Μιλώντας για «μαθητεία», έχουμε την προφανή δυσκολία ότι οι μνήμες και οι παραστάσεις από τη σχολική μας ηλικία ίσως έχουν αρχίσει να ξεθωριάζουν. Τελευταία, πήραμε μια υπενθύμιση της μαθητικής πραγματικότητας από τη μεγάλη μας κόρη, η οποία μας διηγήθηκε (με δέος!) έναν έντονο διάλογο που έγινε μεταξύ του δασκάλου της τάξης με έναν συμμαθητή της στο ξεκίνημα της φετινής σχολικής χρονιάς. «Να μην ξαναέρθεις στην τάξη αν δεν αποφασίσεις επιτέλους να γίνεις μαθητής!», κατέληξε η συζήτηση με τον απρόσμενα αυστηρό τόνο του δάσκαλου στον άτακτο και μάλλον αδιάφορο μαθητή. Τι μπορεί να εννοούσε με το «να γίνεις επιτέλους μαθητής»; Μήπως ήθελε να του πει να συμπεριφέρεται καλύτερα, να μην κάνει φασαρία, να μελετά περισσότερο; Δεν χρειάζεται να αφηγηθεί κάποιος περισσότερες λεπτομέρειες για να καταλάβει ότι προφανώς τα παραπάνω έλειπαν απ’ τον συγκεκριμένο μαθητή. Όμως, πιθανότατα δεν ήταν συγκεκριμένες εκδηλώσεις της συμπεριφοράς του που ενοχλούσαν κυρίως τον δάσκαλο. Περισσότερο ίσως από μια συγκεκριμένη συμπεριφορά ή μια συγκεκριμένη συνήθεια, αυτό που του έλειπε ήταν η συνειδητοποίηση μιας ιδιότητας. Για όσο καιρό είσαι στο σχολείο, είσαι μαθητής.

Τι σημαίνει ότι ως χριστιανοί είμαστε μαθητές του Χριστού; Σίγουρα είναι κάτι παραπάνω από το να αποκτήσουμε μερικές καλές πνευματικές συνήθειες ή να καταρτιστούμε θεολογικά, όσο αναγκαία κι αν είναι αυτά. Πρωτίστως, ως ακόλουθοι του Χριστού έχουμε ανάγκη να υιοθετήσουμε έναν άλλο, έναν διαφορετικό τρόπο σκέψης, να αγκαλιάσουμε για όλη τη ζωή μας την ιδιότητα του μαθητή του Χριστού. Δεν είναι μόνο ο μικρός μας φίλος που είχε ανάγκη να το μάθει αυτό πριν επιστρέψει στην τάξη. Είμαστε όλοι μας που χρειάζεται να μάθουμε κάτι τέτοιο. Και οι παραστάσεις γύρω μας δεν μας βοηθούν, δεν το κάνουν εύκολο. Διδασκόμαστε από την κοινωνία ότι πρέπει να είμαστε αυτόνομοι, να μην εξαρτόμαστε από κανέναν, να πετυχαίνουμε πιστεύοντας στον εαυτό μας, να αναζητούμε την αλήθεια μέσα μας. Διδασκόμαστε – έστω και έμμεσα – να μη σπαταλάμε την ενέργειά μας για άλλους, να φροντίζουμε πάνω απ’ όλα τον εαυτό μας. Κι όμως, η ουσία του τι σημαίνει να ακολουθείς τον Χριστό, η ουσία του πώς μοιάζει να είναι κάποιος μαθητής Του, δεν μοιάζει καθόλου με τα παραπάνω. Όταν ο απόστολος Παύλος γράφει στον συνεργάτη του τον Τιμόθεο, θέλει να φροντίσει ότι θα καταλάβει πώς μοιάζει η ζωή ενός μαθητή του Χριστού.

Εσύ, λοιπόν, παιδί μου, να παίρνεις δύναμη από τη χάρη που μας έδωσε ο Ιησούς Χριστός. Κι όσα άκουσες από μένα μπροστά σε πολλούς μάρτυρες, αυτά να τα μεταδώσεις σε έμπιστους ανθρώπους, που θα είναι ικανοί να διδάξουν και άλλους. Κακοπάθησε λοιπόν σαν καλός στρατιώτης του Ιησού Χριστού. (Β΄ Τιμόθεο 2:1-3)

Τι είναι αυτό στο οποίο καλεί ο απόστολος Παύλος τον νεαρό συνοδοιπόρο του; Τον καλεί να ενστερνιστεί έναν διαφορετικό τρόπο σκέψης και ζωής από αυτόν που τον διδάσκουν άλλοι «δάσκαλοι» γύρω του. Αυτή η κλήση περιλαμβάνει τρεις πτυχές: Πρώτα, ο απόστολος Παύλος καλεί τον Τιμόθεο να εντρυφήσει στο μήνυμα του ευαγγελίου που άκουσε από το στόμα του, για να παίρνει δύναμη από τη χάρη του Χριστού που βρίσκει στο ευαγγέλιο. Έπειτα, τον καλεί να επικοινωνήσει αυτό το μήνυμα σε άλλους, μέσα από ουσιαστικές σχέσεις. Και τέλος, στο πλαίσιο αυτών των σχέσεων, που στηρίζονται στην αναζήτηση της αλήθειας του ευαγγελίου, τον καλεί να εκφράσει αυτό που μαθαίνει κοπιάζοντας με ελπίδα όπως ένας γεωργός, εργαζόμενος με υπομονή όπως ένας αθλητής, κακοπαθώντας για έναν μεγαλύτερο σκοπό όπως ένας στρατιώτης. Χρησιμοποιώντας τρεις λέξεις (ἐνδυναμοῦ, παράθου, συγκακοπάθησον), ο απόστολος Παύλος καλεί τον Τιμόθεο να επενδύσει τη ζωή του στη Βίβλο, στις σχέσεις και στην υπηρεσία. Ίσως δεν υπάρχει πιο ακριβής τρόπος να περιγράψουμε τους τομείς στους οποίους χρειάζεται να «ξεμάθουμε» όσα στρεβλά μας έχει μάθει ο τρόπος σκέψης αυτού του κόσμου για να μάθουμε να είμαστε μαθητές του Χριστού: Βίβλος, σχέσεις, υπηρεσία.

Βίβλος

Αν η ύστατη αυθεντία για τη ζωή δεν βρίσκεται στη «φωνή μέσα μας», τις βαθύτερες επιθυμίες που συχνά καθορίζουν την κατεύθυνση της ζωής, αν ομολογούμε ότι είμαστε αμαρτωλοί άνθρωποι, που έχουμε ανάγκη να ακούμε τον έλεγχο και την οδηγία του Σωτήρα μας, τότε ίσως το πρώτο πράγμα που χρειάζεται να μάθουμε για να ζούμε ως μαθητές Του είναι η αξία του λόγου του Θεού στη ζωή μας. Η Βίβλος είναι το οξυγόνο για να αυξηθεί και να συνεχίσει να ζει ένας πιστός, ο τρόπος με τον οποίο δεχόμαστε έλεγχο και ενθάρρυνση, δηλαδή, ο τρόπος που ακούμε τη φωνή του Θεού στην καθημερινότητά μας. Κι όμως, το βασικότερο ερώτημα που συναντά κάποιος ανάμεσα σε χριστιανούς σήμερα είναι: «τι κάνουμε με τη Βίβλο;» «Πώς μπορούμε να τη διαβάσουμε και να καταλάβουμε τι θέλει να πει;» Από τη δική μου εμπειρία, και καθώς παρατηρώ και άλλους γύρω μου, κάποιοι συνηθισμένοι τρόποι που χρησιμοποιούμε για να προσεγγίσουμε τη Βίβλο είναι οι παρακάτω:

Ανοίγω στην τύχη ένα κομμάτι του λόγου του Θεού (πιθανότατα κάποιον ψαλμό ή κάποια αγαπημένη ευαγγελική περικοπή) ζητώντας από τον Θεό να με οδηγήσει και να μου μιλήσει μέσα απ’ αυτό. Και γνωρίζουμε ότι ο Θεός θα μπορούσε να μιλήσει με αυτό τον τρόπο. Όμως, στ’ αλήθεια περιμένω με αυτόν τον τρόπο ο Θεός να μου πει αυτό που πραγματικά θέλει να ακούσω; Άραγε κατανοώ σωστά αυτό που ο Θεός είχε στην καρδιά Του να μου μεταδώσει όταν φρόντιζε αυτό το κομμάτι του λόγου Του να ενταχθεί στον κανόνα της Βίβλου που έχω στα χέρια μου; Μήπως τα συμπεράσματα που βγάζω φιλτράρονται συχνά από τον τρόπο με τον οποίο εγώ «βλέπω τα πράγματα»; Νιώθω ποτέ τον λόγο του Θεού να με ξαφνιάζει, να αμφισβητεί ή ακόμα και να ανατρέπει τις απόψεις μου; Επίσης, δεν χάνω κάτι από τη φωνή του Θεού όταν αποφεύγω συστηματικά να στραφώ στα λιγότερο δημοφιλή κομμάτια της Βίβλου; Πώς δείχνω έμπρακτα ότι όλη η Βίβλος είναι θεόπνευστη, ωφέλιμη και αναγκαία (Β’ Τιμόθεο 3:16-17);

Κάποιοι άλλοι, παρόλο που αναγνωρίζουν ότι έχουν ανάγκη τα παραπάνω, επειδή όμως νιώθουν ότι δεν μπορούν να καταλάβουν τη Βίβλο σε βάθος ή να τραφούν πνευματικά μόνοι τους από τη μελέτη της, μαθαίνουν να εξαρτώνται απόλυτα από τον κήρυκα της Κυριακής. Αυτό συμβαίνει σε τέτοιο βαθμό, ώστε όταν τελειώνει το κήρυγμα, μένουν με ένα αίσθημα θαυμασμού μέσα τους: τι υπέροχος κήρυκας! Κι εδώ βέβαια το ερώτημα στρέφεται σε όλους εμάς που υπηρετούμε στη διακονία της μετάδοσης του λόγου του Θεού: Βοηθούμε τους μαθητές του Χριστού να καταλάβουν τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε μια βιβλική περικοπή; Αν ναι, το αποτέλεσμα ενός πραγματικά βιβλικού μηνύματος δεν θα είναι: «Τι υπέροχος κήρυκας! Πώς σκέφτηκε και τα είπε όλα αυτά!» Περισσότερο απ’ αυτό, θα είναι κάτι σαν: «Τι υπέροχος ο λόγος του Θεού! Με πόση σοφία είναι γραμμένος!» Το πρώτο, οδηγεί τους μαθητές του Χριστού να σκεφτούν: «Δεν υπάρχει περίπτωση να φτάσω σε τέτοια συμπεράσματα μόνος μου. Χρειάζομαι αυτόν τον καταπληκτικό κήρυκα.» Το δεύτερο, οδηγεί τους μαθητές του Χριστού να πουν: «Όλα όσα άκουσα σήμερα ήταν πάντοτε εκεί γραμμένα. Πώς δεν τα είχα προσέξει τόσον καιρό;» Το πρώτο, αν και συναρπάζει και ασφαλώς οικοδομεί πνευματικά, επίσης αποθαρρύνει τον μαθητή του Χριστού να ανοίξει μόνος του τη Βίβλο. Πώς είναι δυνατό άλλωστε να ανταγωνιστεί κάποιος τον κήρυκα της Κυριακής; Το δεύτερο, παρακινεί τον μαθητή του Χριστού να ανοίξει με λαχτάρα τη Βίβλο για να μελετήσει, να ακούσει και να καταλάβει τη φωνή του Θεού.

Ο μαθητής του Χριστού χρειάζεται εκείνον που θα του δώσει τα εργαλεία, θα τον διδάξει πώς να διαβάζει μόνος του τη Βίβλο, έτσι που να καταλαβαίνει ο ίδιος τι εννοεί και να είναι πρόθυμος να εφαρμόσει το θέλημα του Θεού στην καθημερινότητά του. Γιατί αυτό κάνει ο μαθητής. Στρέφεται στην αυθεντία της φωνής του δασκάλου του, συχνά και με προσδοκία να μάθει και να αλλάξει. Και αυτή η ιδιότητά μας ως μαθητές που έχουν ανάγκη τη φωνή του δασκάλου τους δεν παύει ποτέ να μας χαρακτηρίζει.

Σχέσεις

Η πορεία της ζωής ενός μαθητή, όμως, είναι και ένα περπάτημα σε μια ζωή κοινότητας. Το 1630, ο John Winthrop, κυβερνήτης μιας καινούριας αποικίας η οποία επρόκειτο να ιδρυθεί από μια ομάδα ανθρώπων που ταξίδευε από την Ευρώπη προς την Αμερική, έδωσε μια εξαιρετική ομιλία επάνω στο κατάστρωμα του πλοίου που τους μετέφερε εκεί. Με αυτή την ομιλία ήθελε να μεταδώσει στα υπόλοιπα μέλη της αποστολής το όραμά του για την κοινωνία που επρόκειτο να φτιάξουν. Τελείωσε την ομιλία του με τα εξής λόγια:

«Πρέπει να είμαστε ενωμένοι ως ένας άνθρωπος. Πρέπει να νοιαζόμαστε ο ένας για τον άλλο με αδελφική φροντίδα… Πρέπει να απολαμβάνουμε ο ένας τον άλλο, να κάνουμε τις συνθήκες του άλλου δικές μας συνθήκες, να χαιρόμαστε μαζί και να θρηνούμε μαζί. Να κουραζόμαστε και να υποφέρουμε μαζί… ως μέλη του ίδιου σώματος. Μόνο έτσι θα διατηρήσουμε την ενότητα του Πνεύματος μέσα απ’ το σύνδεσμο της ειρήνης.»

Δεν είναι υπέροχα αυτά τα ιδανικά για τη δημιουργία μιας νέας κοινότητας; Μια ομάδα ανθρώπων με τέτοια αλληλεγγύη, που να χαίρονται και να υποφέρουν μαζί. Άνθρωποι που να θεωρούν τους εαυτούς τους δεμένους ο ένας με τον άλλο, όπως ακριβώς τα μέλη ενός σώματος. Με αυτά ακριβώς τα ιδανικά, γεμάτα από βιβλικές αναφορές, μπήκαν τα θεμέλια της αμερικανικής κοινωνίας με την υπόνοια να είναι ξεκάθαρη: αν περπατήσουμε ενωμένοι σε αυτή τη νέα γη, θα μπορέσουμε να περπατήσουμε και πιο πιστά μαζί με τον Θεό. Παρ’ όλα αυτά, περίπου 300 χρόνια αργότερα, το 1928, ένας άλλος λόγος δινόταν στην Αμερική, το περιεχόμενο του οποίου ήταν σε πλήρη αντίθεση με τα παραπάνω. Αυτή τη φορά ομιλητής ήταν ο Herbert Hoover, ο 31ος πρόεδρος των ΗΠΑ. Στο κλείσιμο της προεκλογικής του καμπάνιας για την προεδρία, έδωσε μια ομιλία που έμεινε στην ιστορία ως το μανιφέστο του απόλυτου ατομικισμού. Για τον Hoover, η στροφή στο άτομο ήταν η ουσία του αμερικανικού ήθους. Το μόνο του ενδιαφέρον ήταν οι ελεύθερες αγορές και το σύνθημα της ζωής του: «ο καθένας για τον εαυτό του»1.

Αυτή η ένταση ανάμεσα στους δύο τρόπους σκέψης είναι που μας ταλανίζει ως μαθητές του Χριστού σήμερα. Χρειάζεται να «ξεμάθουμε» όσα μας έχει διδάξει η εποχή μας και να διδαχθούμε διαφορετικά. Χρειάζεται να μάθουμε ότι ο μαθητής του Χριστού ζει και μεγαλώνει στα πλαίσια μιας κοινότητας αληθινών, πνευματικών σχέσεων. Χρειάζεται να μάθουμε ότι δεν μπορούμε και δεν θα έπρεπε να ζούμε μόνοι μας τη χριστιανική ζωή.

Κι όμως, τόσο συχνά οι χριστιανοί έχουμε μάθει διαφορετικά. Έχουμε μάθει να προτιμούμε να μην έχουμε κάποιον στον οποίο «να δίνουμε λόγο» ή κάποιον που να γνωρίζει τα στραβοπατήματά μας· άλλωστε τα γνωρίζει ο Θεός, δεν αρκεί αυτό; Μάθαμε να μη χρειάζεται να εκτεθούμε σε κάποιον· άλλωστε πηγαίνουμε στην εκκλησία, ακούμε τα κηρύγματα, διαβάζουμε τη Βίβλο, δεν είμαστε εντάξει; Ίσως, όμως, και να μην είμαστε εντάξει. Γιατί ξεχνάμε το πνεύμα μιας συχνά εμφανιζόμενης λέξης μέσα στην Καινή Διαθήκη, της λέξης «αλλήλους».

  • Να σηκώνετε ο ένας το φορτίο του άλλου (Γαλ. 6:2)
  • Κι έτσι, να διδάσκετε και να συμβουλεύετε ο ένας τον άλλο με σοφία (Κολ. 3:16)
  • Ας φροντίζουμε ο ένας τον άλλο παροτρύνοντάς τον στην αγάπη και στα καλά έργα (Εβρ. 10:24)
  • Να εξομολογείστε τις αμαρτίες σας ο ένας στον άλλο και να προσεύχεστε ο ένας για τον άλλο (Ιάκ. 5:16)

Ως μαθητές του Χριστού, χρειάζεται να μάθουμε πώς χτίζονται οι αληθινές, πνευματικές σχέσεις μεταξύ μας. Σχέσεις που βασίζονται στην αποδοχή, αλλά και την ειλικρίνεια. Στην αγάπη, αλλά και την ευθύτητα. Σχέσεις που μας ενθαρρύνουν και μας παρηγορούν, αλλά ταυτόχρονα μας αφυπνίζουν και μας ελέγχουν.

Ειδικά στο πλαίσιο της χριστιανικής μαθητείας, οι προσωπικές πνευματικές σχέσεις, οι σχέσεις «ένας με έναν», είναι ένα πολύτιμο εργαλείο ώστε να αυξηθούν οι νέοι πιστοί, και να ενθαρρυνθούν μπροστά στις προκλήσεις της ζωής. Επίσης, μέσα από την προσωπική σχέση, δίνεται η ευκαιρία σε κάποιον να αγγίξει με αγάπη και ειλικρίνεια «δύσκολα» σημεία του χαρακτήρα, ή να φέρει στο φως της Βίβλου με ευαισθησία όσα χρειάζεται να ακούσει και να ξανασκεφτεί κάποιος νέος στην πίστη.

Βίβλος και σχέσεις είναι δύο πτυχές της μαθητείας οι οποίες συνδυάζονται αρμονικά μεταξύ τους. Μάλιστα, η συσχέτιση της Βίβλου με την ανάπτυξη ανθρώπινων σχέσεων στο πλαίσιο της μαθητείας, μου θυμίζει μια αγαπημένη μου βιβλική αφήγηση. Πολύ πριν πλησιάσει ο λαός Ισραήλ τη γη της επαγγελίας, ο Θεός είχε δώσει οδηγίες για το τι θα έπρεπε να κάνει ο λαός αμέσως μόλις έφτανε εκεί.

«Όταν θα περάσετε τον Ιορδάνη, οι φυλές Συμεών, Λευί, Ιούδα, Ισσάχαρ, Ιωσήφ και Βενιαμίν, θα σταθούν στο όρος Γεριζίμ, για να απαγγείλουν τις ευλογίες προς το λαό. Και οι φυλές Ρουβήν, Γαδ, Ασήρ, Ζαβουλών, Δαν και Νεφθαλί, θα σταθούν στο όρος Εβάλ για να απαγγείλουν τις κατάρες». (Δευτερονόμιο 27:12-13)

Πράγματι, βλέπουμε ότι ο λαός συγκεντρώνεται στη Συχέμ, ανάμεσα στα δύο βουνά, το Εβάλ και το Γεριζίμ, και τον Ιησού του Ναυή να χτίζει ένα θυσιαστήριο όπου γράφει πάνω σε πέτρες αντίγραφο του νόμου που έδωσε ο Θεός στον Μωυσή. Κι εκεί ο λαός υπακούει στην εντολή του Θεού. Οι Λευίτες κρατούν την κιβωτό της διαθήκης, ο Ιησούς του Ναυή διαβάζει τον νόμο, και στη συνέχεια ο λαός χωρισμένος στα δύο στέκεται στις δύο πλαγιές των βουνών και θυμίζουν εναλλάξ, η μια φυλή στην άλλη, τις ευλογίες και τις κατάρες του νόμου, επαναλαμβάνοντας τη δέσμευσή τους να υπακούν τον Θεό. Ο λαός ενώνεται κάτω απ’ την αυθεντία του νόμου. Με νωπές τις μνήμες απ’ όσα συνέβησαν για να φτάσουν ως εκεί, αλλά και ενόψει όσων πρόκειται να αντιμετωπίσουν μέσα στη γη της επαγγελίας, ο λαός ανανεώνει τη δέσμευσή του σε όσα ο Θεός έχει πει. Ο καθένας θυμίζει, και εφαρμόζει στην περίσταση του άλλου, όσα ο Θεός τους είχε παραγγείλει.

Και αυτός ακριβώς είναι ο τρόπος με τον οποίο δουλεύει η χριστιανική μαθητεία, μέσα από σχέσεις «ένας-με-έναν» και «μια-με-μια», «όταν ένας χριστιανός παίρνει την πρωτοβουλία να βοηθήσει ένα άλλο πρόσωπο να γνωρίσουν τον Χριστό καλύτερα και να Τον υπακούν πληρέστερα, μέσα από τη μελέτη της Βίβλου, την προσευχή και τον συμμερισμό της ζωής μαζί του, αφήνοντας τα αποτελέσματα στον Θεό»2. Και ασφαλώς αυτό είναι κάτι που χρειάζεται να μάθουμε ως μαθητές του Χριστού. Να είμαι διαθέσιμος και πρόθυμος να ανοίξω τον λόγο του Θεού μαζί με έναν συνοδοιπόρο στην πίστη, να προσφέρω ένα ασφαλές περιβάλλον για να εξομολογηθεί την αδυναμία του και να έχω την ειλικρίνεια να κάνω το ίδιο, να προσευχηθούμε μαζί, να ακούσουμε τη φωνή Του μαζί, να περπατήσουμε στο φως Του μαζί.

Υπηρεσία

Τέλος, ένα από τα δυσκολότερα στοιχεία που συνιστούν τη ζητούμενη αλλαγή στον τρόπο σκέψης ενός μαθητή του Χριστού είναι το γεγονός ότι ο μαθητής δεν ζει για τον εαυτό του. Η ενέργεια, η καρδιά, τα χαρίσματά του, προσανατολίζονται στον διπλό στόχο που παραγγέλλει ο Ιησούς στους μαθητές Του:

«Διδάσκαλε, ποια είναι η πιο μεγάλη εντολή στο νόμο;» Αυτός του απάντησε: «Ν’ αγαπάς τον Κύριο το Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου, μ’ όλη την ψυχή σου και μ’ όλο το νου σου. Αυτή είναι η πρώτη και πιο μεγάλη εντολή. Δεύτερη, εξίσου σπουδαία με αυτήν: ν’ αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου». (Ματθαίος 22:36-39)

Και αυτό είναι ένα απ’ τα πιο όμορφα αποτελέσματα της σταδιακής αλλαγής ενός μαθητή του Χριστού. Αυτό το άρωμα που αναδύει η αληθινή επιθυμία του να υπομείνει, να εργαστεί, να κακοπαθήσει για την υπηρεσία του Θεού και των γύρω του. Πώς διδάσκεις κάτι τέτοιο; Πώς μαθαίνει κάποιος κάτι τόσο αφύσικο για τον κόσμο γύρω μας; Βοηθάει, σίγουρα, το καλό παράδειγμα ανθρώπων που αφιερώνουν τη ζωή τους στην υπηρεσία. Προσωπικά, εγώ έχω ενθαρρυνθεί και έχω παραδειγματιστεί βλέποντας ανθρώπους να κοπιάζουν με αγάπη και χαμόγελο στην υπηρεσία. Βοηθάει, σίγουρα, η προτροπή, η παρουσίαση ενός οραματισμού που θα παρακινήσει ανθρώπους να εργαστούν και να συμπορευτούν. Όμως, ο πιο σημαντικός παράγοντας αλλαγής προς αυτή την κατεύθυνση βρίσκεται στα βήματα που αναφέρθηκαν νωρίτερα. Η Βίβλος και οι πνευματικές σχέσεις μεταξύ των πιστών μπορούν να αλλάξουν και να ωριμάσουν τον μαθητή του Χριστού με τρόπο που εκείνος να είναι πρόθυμος να εργαστεί, προσφέροντας τον εαυτό του στην υπηρεσία.

Συνεπώς, αν αναζητούμε ανθρώπους να συμμεριστούν και να υπηρετήσουν τον οραματισμό της διακονίας, ας επενδύσουμε στο να κάνουμε μαθητές του Χριστού. Μαθητές που γνωρίζουν πώς να μελετούν τον λόγο του Θεού, και που αφήνουν τη χάρη του Θεού να μαλακώνει και να αλλάζει την καρδιά τους. Μαθητές γεμάτους από ευγνωμοσύνη στον Κύριο της Βίβλου, που περπατούν με αγάπη ες σμν εωδίας. Μαθητές που ζουν την ευλογία της εμπειρίας όταν κάποιος αφιερώνει χρόνο σε αυτούς, για να σταθεί κοντά τους, να τους ακούσει και να προσευχηθεί μαζί τους. Μαθητές που μελετώντας και εφαρμόζοντας πρακτικά τα λόγια του Χριστού στην περίστασή τους, Τον βλέπουν  «να περπατά έξω από τις σελίδες της Βίβλου» και μέσα στην καθημερινότητά τους. Προσωπικά, με αφήνει έκπληκτο το πώς όλα τα παραπάνω μπορούν με έναν μοναδικό τρόπο να διαμορφώσουν τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου. Το πώς οι αληθινές, πνευματικές σχέσεις που στηρίζονται στη Βίβλο, μπορούν με έναν φυσιολογικό και αβίαστο τρόπο να μεταμορφώσουν τον χριστιανό σε κάποιον που να είναι χρήσιμος στα χέρια του Θεού και χρήσιμος στους άλλους, διαθέσιμος στην υπηρεσία. Γιατί αυτό κάνει ο μαθητής του Χριστού. Όταν ακούει τον λόγο του Χριστού, θέλει και να μεταδώσει τον λόγο του Χριστού. Όταν ευλογηθεί στα πλαίσια μιας αληθινής πνευματικής σχέσης, θέλει να μοιραστεί αυτή την ευλογία και με άλλους. Όταν μαθητεύσει δίπλα σε κάποιον, θέλει να κάνει κι αυτός μαθητές. Όταν λάβει δύναμη από τη χάρη του Χριστού, θέλει να απλώσει αυτή τη χάρη με κόπο, ελπίδα και υπομονή. Έτσι, αν θέλουμε να δούμε διακόνους, ας κάνουμε μαθητές.

  1. Την εικόνα αυτή την χρησιμοποιεί ο Graham Beynon στο βιβλίο του God’sNewCommunity, Inter-Varsity Press, 2005, σελ. 51-52.
  2. Ο ορισμός του «ένας-με-έναν» προέρχεται από το βιβλίο της Sophie de Witt, One-to-One. ADiscipleshipHandbook, Authentic Lifestyle, 2003, σελ. 1.

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top