ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ: (1913-1960) “ΟΙ ΔΙΚΑΙΟΙ” (“LES JUSTES”) Ένα θεατρικό έργο με πολλούς προβληματισμούς και ποικίλες προεκτάσεις

Πριν από ένα χρόνο περίπου είχα γράψει για τον Αλμπέρ Καμύ, τον μεγαλύτερο Γάλλο συγγραφέα του 20ου αιώνα, όπως έχει χαρακτηριστεί.1 Μια ιστορία άγνωστη για τους περισσότερους φίλους και θαυμαστές του που ξετυλίχτηκε στα τελευταία χρόνια της ζωής του, και που διακόπηκε απότομα από τον απροσδόκητο θάνατό του, ή μάλλον πρόλαβε να ολοκληρωθεί λίγο πριν από το τραγικό του τέλος. Ξεκάθαρη επέμβαση του Θεού στη ζωή ενός μεγάλου ανθρώπου, από εκείνους που αγαπά ο Κύριος και τους ξεχωρίζει “όντας υποκάτω της συκής” σαν τον μαθητή Του τον Ναθαναήλ, τους “ανθρώπους ευδοκίας”, τους καλόπιστους με την αγνή καρδιά. Πολλοί είναι αυτοί που βλέπουν τον Καμύ με τον Σαρτρ σαν το αξεχώριστο “δίδυμο” της φιλοσοφίας του αθεϊστικού υπαρξισμού. Εντελώς αποτυχημένος αρραβώνας “λόγω πλήρους ασυμφωνίας χαρακτήρων”.

Ο πρώτος – ο Σαρτρ – παρόλο το σημαντικό λογοτεχνικό του έργο, παθιάζεται με την πολιτική πέφτοντας διαρκώς έξω με τις εκτιμήσεις του για ανθρώπους και ιδεολογίες. Μια με τον Στάλιν, μια με τον Μάο και την “πολιτιστική” του επανάσταση, που μονάχα πολιτιστική δεν είναι. “Θορυβοποιός εκ συστήματος, περιστοιχιζόταν από έναν εσμό αυλοκολάκων και ανάμεσα στην παρισινή διανόηση υπήρχαν πλήθος “μουτζαχεντίν” έτοιμοι να υπερασπιστούν με πάθος τις ιδέες του και σε ένα νεύμα του να επιτεθούν εναντίον των αντιπάλων του δημοσιεύοντας βιτριολικά άρθρα στα περιοδικά και στις εφημερίδες”.

Ο δεύτερος – ο Καμύ – εντελώς διαφορετικά από τον πρώτο γεννιέται και μεγαλώνει στους κόλπους μιας μικροαστικής οικογένειας στη μακρινή Αλγερία μέσα σε μια ειρηνική ατμόσφαιρα αγάπης που καλλιεργεί η όμορφη ευαίσθητη μητέρα του, χήρα από τα νεανικά της χρόνια. Σ’ ολόκληρο το πλούσιο λογοτεχνικό του έργο κυριαρχεί η ηθική πλευρά της ζωής, γι αυτό και – προσωπική αντίληψή του γράφοντος κι όχι μόνο δική του – ο Θεός τού αποκαλύπτεται στο τέλος ολοκληρωτικά. Διαβάστε το άρθρο μου στον  “Αστέρα” και – ακόμη καλύτερα – το βιβλίο στο οποίο αναφέρεται, και μετά τα ξαναλέμε…

Πουθενά ίσως ο Καμύ δεν αποκαλύπτει περισσότερο τον ηθικό εαυτό του με τους προβληματισμούς και την ευαισθησία του – τόσο αντίθετη από πρώτη όψη με  τον “παραλογισμό” της φιλοσοφίας του – όσο στο σχετικά σύντομο πεντάπρακτο θεατρικό του έργο “Οι Δίκαιοι” (“Les Justes”) που πρωτοπαίχτηκε στις 15 Δεκεμβρίου του 1948 στο Παρίσι. Το έργο εκτυλίσσεται στην προεπαναστατική Ρωσία στις αρχές του αιώνα. Τότε που διάφορες τρομοκρατικές ομάδες –ή ομάδες “ανταρτών πόλεων”, αν προτιμάτε- προετοίμαζαν το έδαφος, κυρίως με βομβιστικές ενέργειες, για την επανάσταση που ακολούθησε ύστερα από μερικά χρόνια. Μέσα σε μια τέτοια ομάδα δραστηριοποιείται και ο βασικός ήρωας του έργου, ο Ιβάν Καλίγιεφ. Ένας πολύ “ανθρώπινος” βομβιστής, που ουσιαστικά είναι ακατάλληλος για τέτοιου είδους αποστολές. Που έχει ενσυναίσθηση και διλήμματα, που λυπάται τα παιδιά που θα σκοτωθούν μαζί με το υποψήφιο θύμα του και συγκρούεται με τους άλλους στην ομάδα που δεν καταλαβαίνουν τους δισταγμούς του, έτσι συναισθηματικά στεγνοί και άτεγκτοι και αδίστακτοι όπως είναι –ιδιαίτερα ο ένας απ’ αυτούς, ιδεώδης “κομισάριος…” (“Κοιτάξτε με, αδέλφια… Δεν περίμενα ν’ αντικρύσω πάνω στ’ αμάξι παιδιά. Όλα έγιναν πάρα πολύ γρήγορα. Ήταν δύο σοβαρά προσωπάκια κι εγώ κρατούσα στα χέρια μου αυτό το φοβερό βάρος. Σ’ αυτά τα προσωπάκια έπρεπε να το πετάξω. Έτσι ολόισια. Ω, όχι! Δεν μπορούσα να το κάνω”). Πώς μπορεί να κρατιέται κανένας σταθερά σε μια κατεύθυνση μ’ ένα μοναδικό σκοπό, ν’ αγωνίζεται για μια επαναστατική ανατροπή, κι ωστόσο να διατηρεί την ανθρωπιά του χωρίς να προδίνει και να πνίγει τις πανανθρώπινες αξίες μέσα στο χωνευτήρι του ιδεολογικού φανατισμού του;

Τούτο το ερώτημα μας οδηγεί σε περιοχές που θα πρέπει πολύ ν’ απασχολούν και να προβληματίζουν και τους χριστιανούς. Οι επαναστάτες που περιγράφει ο Καμύ –και πολλοί άλλοι επαναστάτες πολλών άλλων εποχών– υπερασπίστηκαν την ανθρωπότητα, αγωνίστηκαν για τη βελτίωση των όρων της ανθρώπινης ζωής, απέτυχαν όμως στη σχέση τους με τον άνθρωπο και διολίσθησαν στο μίσος και στην απανθρωπιά. Φυσική κατάληξη του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας. Κι εδώ ακριβώς είναι το μεγάλο πρόβλημα και –πολύ συχνά– η μεγάλη αποτυχία πολλών χριστιανών. Που πρέπει να συνδυάσουν την αυστηρή προσκόλληση σε κάποιες αρχές και τη χωρίς συμβιβασμούς πορεία σ’ έναν αγώνα δύσκολο, με την αγάπη και τη συγχωρητικότητα, την ανοχή και την επιείκεια απέναντι στους άλλους. Ένα τόσο σημαντικό κεφάλαιο όπου συμβαίνουν οι πιο μεγάλες αποκλίσεις και καραδοκούν οι πιο μεγάλοι κίνδυνοι. “Αυτός που δε συγχωρεί τίποτε στον εαυτό του, θα φανεί πάντα αδιάλλακτος απέναντι στους άλλους”, γράφει ο Στέφαν Τσβάιχ στο βιβλίο του “Καστελιόν και Καλβίνος”.

Ας μου επιτρέψει ο Τσβάιχ να μη συμφωνήσω μαζί του. Ο χριστιανός οφείλει να συγχωρεί τα πάντα στους άλλους και αδιάλλακτος να είναι μονάχα απέναντι στον εαυτό του όπως ακριβώς ο Ιησούς Χριστός που συγχωρούσε και αγαπούσε τον αμαρτωλό, και που η Αγία Γραφή μας ζητά να περπατήσουμε στα ίχνη Του. Ποτέ καμιά διδασκαλία και καμιά θρησκεία δε ζήτησε από τους οπαδούς μια συμπεριφορά τόσο δύσκολη και τόσο αντίθετη στην ανθρώπινη φύση. Ένα θαύμα που μονάχα ο Θεός μπορεί να το πραγματοποιήσει στην ανθρώπινη καρδιά –φτάνει να Τον αφήσουμε εμείς οι ίδιοι να το κάνει. Γιατί πολύ   συχνά– δυστυχώς- θυμίζουμε τους αδιάλλακτους επαναστάτες του Καμύ και τους αμέτρητους ομοίους τους μέσα στην ανθρώπινη ιστορία. Που στο κάτω-κάτω το είχαν μέσα στο πρόγραμμά τους να μισούν μια μερίδα ανθρώπων, όσο μεγάλη ή όσο μικρή, και να επιδιώκουν τον αφανισμό της, κάτι που δεν έχει δικαίωμα ο χριστιανός ούτε καν σα φευγαλέα σκέψη ν’ αφήσει να περάσει απ’ το μυαλό του.

Τι εικόνα παρουσιάζουν άραγε οι χριστιανικές μας κοινότητες πάνω σ’ αυτό το τόσο σημαντικό κεφάλαιο; Πόσο πολύ διαφέρουμε από τους φανατικούς οπαδούς μιας πολιτικής παράταξης ή μιας ποδοσφαιρικής ομάδας; Ένα κρίσιμο ερώτημα που δίνει και το μέτρο της ποιότητάς μας σαν χριστιανών και μας ξεχωρίζει από τον έξω κόσμο, που παλεύει να κρατηθεί ανάμεσα στα δυο άκρα, τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία από τη μια, την έλλειψη κάθε αρχής και κάθε αξίας από την άλλη, κάτι που συνοψίζεται στο περίφημο σλόγκαν της μεταμοντέρνας εποχής μας: “anything goes” – όλα επιτρέπονται…

Και το τελευταίο, και ίσως το πιο σημαντικό: Πόσο πολύ άραγε μέσα στα πλαίσια της ανθρώπινης αδυναμίας μπορεί η απόλυτη δικαιοσύνη να συνδυαστεί με την απόλυτη αγάπη, κάτι που μόνο ο Θεός μπορεί να κατέχει στον απόλυτο βαθμό; Πόσο αληθινά –και πόσο διδακτικά  για όσους θέλουν να διδαχτούν- τα λόγια που βάζει ο συγγραφέας μας στο στόμα της Ντόρας Ντουλέμποβα, που προβληματίζεται κι αυτή και βασανίζεται σκληρά, περισσότερο ίσως κι από τον Ιβάν Καλίγιεφ, έχοντας αναλάβει τον πιο απάνθρωπο ρόλο της συντροφιάς: να ετοιμάζει τις φονικές βόμβες και να τις παραδίνει στους “εκτελεστές”: “Μπορείς ν’ αγαπάς μαζί τη δικαιοσύνη και την τρυφερότητα;… Αυτοί που πραγματικά αγαπούν τη δικαιοσύνη δεν έχουν δικαίωμα στην αγάπη… Χρειάζεται νάχεις χρόνο για ν’ αγαπήσεις. Η δικαιοσύνη δε μας αφήνει περιθώρια.”  Και σαν επισφράγισμα μια φράση που κτυπά κατάστηθα, ιδιαίτερα αυτούς που γυρεύουν τ’ αδύνατα: να συνδυάζουν την απόλυτη δικαιοσύνη με την τέλεια αγάπη, και διαχρονικά αποτυχαίνουν οικτρά: “Είμαστε δίκαιοι. Υπάρχει μια ζεστασιά που δεν είναι για μας…”   Πόσο εύκολο είναι να φτάσουμε στην “ύβρι” όταν υπερτιμούμε τις δυνάμεις μας και αξιώνουμε εξουσία για τον εαυτό μας που δεν μας ανήκει, υπερακοντίζοντας τον Λόγο του Θεού, τη στιγμή μάλιστα που ο Θεός πουθενά δεν μας ζητά να Τον υποκαταστήσουμε στο ρόλο του Υπέρτατου Κριτή…

  1. Σημ.: “Ο Αλμπέρ Καμύ και ο Αμερικανός Πάστορας, -Δεκέμβριος 2020, τεύχος 9.

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top