Άτυπη μάθηση: «όταν κάθεσαι… κι όταν βαδίζεις»

boy in gray sweater beside boy in gray and white plaid dress shirt

Στο βιβλίο του Δευτερονομίου, τη στιγμή που ο λαός Ισραήλ βρίσκεται έξω από τη γη της επαγγελίας, ένα βήμα πριν μπουν σε αυτήν, ο Μωυσής θυμίζει στον λαό ποιος είναι ο Θεός του, ποια ήταν η διαδρομή τους μαζί Του και πώς καλούνται να ζουν από δω και πέρα ως ένας λαός που εξαρτάται από τον Θεό. Στο πλαίσιο αυτό, ο λαός λαμβάνει συχνά την υπενθύμιση να διδάσκει, να μεταφέρει, να υπενθυμίζει στις επόμενες γενιές τον χαρακτήρα του Θεού και την ιστορία Του μαζί τους.

Ιδιαίτερα στο Δευτερονόμιο 6:4-7, ο Μωυσής περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο ο λαός καλείται να μεταδίδει την αλήθεια του Θεού:

Άκου, λαέ του Ισραήλ: Ο Κύριος είναι ο Θεός μας –μόνον ο Κύριος. Ν’ αγαπάς, λοιπόν, τον Κύριο, το Θεό σου, μ’ όλη την καρδιά σου, μ’ όλη την ψυχή σου και μ’ όλη τη δύναμή σου. Να μείνουν στην καρδιά σου οι εντολές αυτές, που εγώ σήμερα σου δίνω. Να τις διδάσκεις στα παιδιά σου και να μιλάς γι’ αυτές όταν κάθεσαι στο σπίτι σου κι όταν βαδίζεις στο δρόμο, όταν ξαπλώνεις για ύπνο κι όταν σηκώνεσαι. […] (Δευτ. 6:4-7)

Το πρώτο στοιχείο που μπορεί να παρατηρήσει κάποιος είναι το χωροχρονικό πλαίσιο της διδασκαλίας, το οποίο είναι τόσο ευρύ που ορίζει κάθε στιγμή ως διδακτική και κάθε χώρο ως «σχολικό πλαίσιο» (6:7). Από το πρωί μέχρι το βράδυ, εντός κι εκτός του σπιτιού, εν κινήσει ή σε στάση, κάθε στιγμή και σε κάθε πλαίσιο, ο λαός καλείται να διδάσκει κάτι συγκεκριμένο: το ποιος είναι ο Θεός και πώς Εκείνος έχει φανερωθεί στον λαό Του μέσα από τον νόμο και τις ενέργειές Του. Παρόμοια ευρύτητα έχει και ο ρόλος του δασκάλου, ενώ θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι εξίσου ποικίλες χρειάζεται να είναι και οι μέθοδοι διδασκαλίας σε τόσο διαφορετικές περιστάσεις.

Πράγματι, αν παρατηρήσουμε τη ζωή και το πώς αποκτούμε τις διάφορες γνώσεις, ικανότητες και δεξιότητες, θέσεις και αντιλήψεις, θα εντοπίζουμε ότι αυτό που έχουμε μάθει, το μάθαμε με πάρα πολλούς διαφορετικούς τρόπους, από ποικίλα μέσα και κανάλια. Μαθαίνουμε από την παρατήρηση και τη μίμηση. Μαθαίνουμε με απομνημόνευση, με συνειδητή προσπάθεια, από τη δοκιμή και το σφάλμα. Μαθαίνουμε από ιστορίες –παραδείγματα προς μίμηση και προς αποφυγή–, από τα δικά μας λάθη και από τα λάθη των άλλων. Άλλοτε τοποθετήσαμε συνειδητά τον εαυτό μας στον ρόλο του μαθητή και άλλοτε άνθρωποι στάθηκαν δίπλα μας και μας δίδαξαν, ακόμη κι όταν δεν το συνειδητοποιούσαμε. Υπήρξαν φορές που μάθαμε πράγματα τη στιγμή που κανένας –συχνά ούτε κι εμείς οι ίδιοι– δεν υποψιαζόταν ότι θα μαθαίναμε. Τα πάντα, σχεδόν, μέσα στη ζωή μπορούν να μας διδάξουν. Κάθε τρόπος, κάθε δραστηριότητα, κάθε αλληλεπίδραση έχει τη δυνατότητα να διδάξει κάτι.

Μαθαίνουμε από όλες τις εκφάνσεις της ζωής, από άλλους, αλλά ταυτόχρονα και όλες οι εκφάνσεις της δικής μας ζωής κάτι φανερώνουν ή κάτι διδάσκουν σε άλλους. Είτε κάποιος έχει πει συνειδητά το «μιμηταί μου γίνεσθε» (Α΄ Κορ. 11:1) είτε όχι, η πραγματικότητα είναι ότι οι άνθρωποι γύρω μας μαθαίνουν κάτι από αυτό που βλέπουν σε εμάς, όπως κι εμείς μαθαίνουμε από αυτό που βλέπουμε στους άλλους. Μέσα από απλές καθημερινές συνήθειες –όπως το να καθόμαστε και να βαδίζουμε, να ξαπλώνουμε και να σηκωνόμαστε– διδάσκουμε. Στο σύντομο αυτό άρθρο θα εξετάσουμε τρόπους με τους οποίους μπορούμε να γίνουμε πιο συνειδητοί με αυτό που μεταδίδουμε με τη ζωή μας, το οποίο όπως θα δούμε αποτελεί μια άτυπη μορφή μάθησης. Επίσης, θα δούμε τι συμβαίνει όταν συνειδητοποιούμε πως αυτό που μεταδίδουμε δεν συμπίπτει με αυτό που θα θέλαμε να μεταδώσουμε.

Τρία είδη μάθησης: Τυπική, Μη Τυπική και Άτυπη

Ήδη παρατηρήσαμε ότι κάποιος μπορεί να μάθει κάτι με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, μέσα από οτιδήποτε συμβαίνει στη ζωή. Κάποιες φορές μαθαίνουμε κάτι σημαντικό μέσα σε καταστάσεις που θυμίζουν ξεκάθαρα διδασκαλία, κάποιες άλλες φορές μαθαίνουμε σε οργανωμένα πλαίσια άλλου είδους, όπως σε μια κουζίνα ή ένα γήπεδο, και άλλες φορές μαθαίνουμε κάτι ασυνείδητα ή… παρεμπιπτόντως.

Με πιο παιδαγωγικούς όρους, αυτά τα τρία είδη μάθησης ονομάζονται τυπική, μη τυπική και άτυπη μάθηση. Η τυπική μάθηση λαμβάνει χώρα μέσα σε τυπικό σχολικό πλαίσιο. Οι διδακτικοί στόχοι και τα μαθησιακά αποτελέσματα της εκπαιδευτικής διαδικασίας επιτυγχάνονται συνήθως με συγκεκριμένες μεθόδους και η κατάκτησή τους αξιολογείται και συνδέεται με την απόκτηση κάποιου πιστοποιητικού. Η μη τυπική μάθηση έχει επίσης διδακτικούς στόχους και μαθησιακά αποτελέσματα, βρίσκεται όμως εκτός του σχολικού πλαισίου, δεν χρησιμοποιεί απαραίτητα τα τυπικά μέσα και δεν συνδέεται αναγκαστικά με κάποια πιστοποίηση. Τέλος, η άτυπη μάθηση μπορεί να λάβει χώρα οποιαδήποτε στιγμή της ζωής, είτε συμβαίνουν οργανωμένες διδακτικές δραστηριότητες είτε όχι. Αποτελεί τη μάθηση που λαμβάνουμε συνήθως διαισθητικά, από τις εμπειρίες και τα βιώματά μας, τις αλληλεπιδράσεις με τους ανθρώπους γύρω μας και με το περιβάλλον μας.

Οι τρεις αυτοί τρόποι μάθησης μπορούν να εφαρμοστούν και στη χριστιανική ζωή, καθώς όλα μέσα στη ζωή μπορούν να λειτουργήσουν διδακτικά: οι οργανωμένες ώρες διδασκαλίας των διαφόρων ηλικιακών ομάδων ή όλου του εκκλησιάσματος μαζί και η αλληλεπίδρασή μας με τους άλλους πιστούς· οι συμμελέτες και η συμμετοχή στο δείπνο του Κυρίου· η ιεραποστολή και το απογευματινό τηλέφωνο από τον αδερφό· η συνεστίαση και η κοινή υπηρεσία· η συζήτηση στο προαύλιο και η συμπροσευχή.

Κι ενώ όλες αυτές οι εμπειρίες μπορούν να αποτελέσουν ευκαιρία μάθησης, το ενδιαφέρον είναι ότι σκεφτόμαστε συνειδητά μόνο λίγες από τις παραπάνω ως διδακτικές εμπειρίες. Για λίγες από τις δράσεις, τις ενέργειες και τις αλληλεπιδράσεις μας έχουμε σκεφτεί ποιος είναι ο στόχος μάθησης ή αν θέλουμε να έχουμε κάποιον στόχο. Δεν σκεφτόμαστε πάντα το πού θέλουμε να οδηγήσουν οι δραστηριότητές μας, κι αυτό επειδή μάλλον λίγες φορές θυμόμαστε πως ό,τι κάνουμε κάτι διδάσκει.

Ασφαλώς, η διδασκαλία και η μάθηση περιλαμβάνουν λόγο, ομιλία, συγκεκριμένη και στοχευμένη διδαχή. Το Δευτ. 6:7 αναφέρει ξεκάθαρα ότι «θα μιλάς» στα παιδιά σου. Στο άρθρο αυτό, όμως, εστιάζω στις άτυπες μορφές μάθησης και τα χαρακτηριστικά τους, κυρίως γιατί αυτές είναι που συμβαίνουν λιγότερο συνειδητά, αλλά έχουν μεγάλη βαρύτητα.

Η βαρύτητα της άτυπης μάθησης

Συνήθως το μεγαλύτερο κομμάτι του χρόνου που περνάμε μεταξύ μας –και στην εκκλησιαστική μας ζωή– είναι άτυπο κι εκεί συμβαίνουν και οι περισσότερες αλληλεπιδράσεις: πριν ξεκινήσει κάποιο επίσημο πρόγραμμα ή αφού έχει τελειώσει, καθώς ετοιμάζουμε τον χώρο ή σχεδιάζουμε δραστηριότητες, στις κοινές μας μετακινήσεις από και προς τη διακονική επίσκεψη ή στα τραπέζια ενός παιδικού προγράμματος. Αντίστοιχες άτυπες αλληλεπιδράσεις μπορεί να αναζητήσει κάποιος σε κάθε πτυχή της ζωής, συνειδητοποιώντας ότι, είτε έχουμε κάποιον επίσημο ρόλο είτε όχι, μεταδίδουμε κάποιες από τις πεποιθήσεις μας και με αυτό τον τρόπο τις διδάσκουμε.

Εάν σε αυτό προσθέσουμε το δεδομένο ότι σε όλες τις περιστάσεις το μεγαλύτερο τμήμα της επικοινωνίας γίνεται μη λεκτικά, τα μηνύματα που περνάμε άτυπα αυξάνονται. Ο τόνος και η ένταση της φωνής μας, οι κινήσεις του σώματός μας, οι εκφράσεις του προσώπου μας και η οπτική μας επαφή, μεταφέρουν σχεδόν το 90% των συναισθημάτων του εκάστοτε μηνύματος, και φανερώνουν πολλά περισσότερα από αυτά που λένε ή δεν λένε τα χείλη μας.

Έτσι, η άτυπη μάθηση, λαμβάνοντας συχνά χώρα παράλληλα με τις άλλες δύο μορφές, μπορεί είτε να ενισχύσει είτε να αντιστρατευτεί την τυπική ή την μη τυπική μάθηση. Τα μηνύματα που αφομοιώνουμε άτυπα μέσα από τις καθημερινές αλληλεπιδράσεις (και τις συμπεριφορές που αυτές ενθαρρύνουν ή αποθαρρύνουν) καλλιεργούν πεποιθήσεις, θέσεις και αντιλήψεις. Αποτελούν, δηλαδή, και αυτά ένα «πρόγραμμα» παράλληλο του επίσημου προγράμματος και των στόχων που έχουμε θέσει συνειδητά. Το «κρυφό» αυτό πρόγραμμα, ή παραπρόγραμμα, μπορεί να ενθαρρύνει στόχους που χτίζουν προς την ίδια κατεύθυνση με τους επίσημους στόχους μας ή να τους υποσκάπτει. Γι’ αυτό, η παύση και η αναζήτηση τέτοιων κρυφών επιρροών είναι απαραίτητη αν θέλουμε να μεγιστοποιήσουμε τη σημασία της άτυπης μάθησης.

Ένα ερώτημα που είναι χρήσιμο να κάνουμε: Τι μηνύματα περνάνε οι απλές καθημερινές μας επιλογές; Ενισχύονται οι βασικές μας αξίες από τις αλληλεπιδράσεις που έχουμε μεταξύ μας ή μήπως έχουμε αφήσει αυτή την επιρροή να συμβαίνει ανεπαισθήτως;

Πώς μιλάμε μεταξύ μας; Πώς απαντάμε στις ερωτήσεις; Εφόσον πιστεύουμε στην αξία και την αυθεντία της Βίβλου, τη συμβουλευόμαστε όταν έχουμε ανάγκη συμβουλής, ή αναζητούμε λύσεις –με τη βιβλική κοσμοθεωρία μεν, αλλά– με τη Βίβλο κλειστή; Ποιος και πώς έχει την προσοχή μας; Ποιος είναι ο τόνος της φωνής μας στις αλληλεπιδράσεις μας με το ζωηρό παιδί; Ποιο συναίσθημα κυριαρχεί στον χώρο; Ποια συνήθεια; Ποια σκέψη;

Όλα αυτά δίνουν μηνύματα για το τι θεωρούμε σημαντικό ή τι είναι αποδεκτό. Ταυτόχρονα, δηλώνουν κάτι για τα πιστεύω μας. Τι πιστεύουμε για την ανθρώπινη φύση; Ποιος μπορεί να πλησιάζει τον Θεό και πώς; Τι θεωρούμε σημαντικό και τι όχι; Ποια είναι η θέση της Βίβλου, της ιεραποστολής, της υμνωδίας, της προσευχής, της αλληλεπίδρασης;

Συνειδητοποιούμε, λοιπόν, όλο και πιο πολύ, ότι ο καθένας μας είναι ένα εκπαιδευτικό εποπτικό μέσο στο σύνολο της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

Τα εποπτικά μέσα της άτυπης μάθησης

Σε μια σύγχρονη αίθουσα διδασκαλίας τα εποτικά μέσα είναι πολλά. Από το βιβλίο μέχρι τον προβολέα, από την εικόνα μέχρι τον διαδραστικό πίνακα, από τον νοητικό χάρτη μέχρι το βίντεο, και από το φυσικό αντικείμενο μέχρι το μοντέλο του ηλιακού συστήματος, τα εποπτικά μέσα είναι πολύ σημαντικά στην εκπαιδευτική διαδικασία. Μεταξύ άλλων, διασπούν τη μονοτονία του μαθήματος και βοηθούν τη μνήμη, οπτικοποιούν αφηρημένες έννοιες και ενισχύουν τη συγκέντρωση και την κατανόηση.

Τα εποπτικά μέσα που συναντάμε σε όσα μαθαίνει κανείς άτυπα στην καθημερινή του ζωή έχουν αστείρευτη ποικιλία, όσο αστείρευτη είναι και η ίδια η ζωή. Ένα, όμως, από τα πιο συχνά εποπτικά μέσα είναι ο εαυτός μας.

Πολλές φορές, οι εκπαιδευτικοί χρειάζεται να οργανώσουν μία επίδειξη στην τάξη τους για να διδάξουν πιο αποτελεσματικά μια συμπεριφορά, να αποσαφηνίσουν κάτι περίπλοκο ή να δώσουν στους συμμετέχοντες την ευκαιρία να μελετήσουν από κοντά και να δουν στην πράξη αυτό που θα κληθούν να κάνουν και οι ίδιοι αργότερα. Αυτό συναντάμε, για παράδειγμα, σε μαθήματα πρώτων βοηθειών. Με την τεχνική της «επίδειξης» και της «μίμησης προτύπου», ο μαθητής δεν έχει ανάγκη την επισκεψη σε κάποιο ειδικό χώρο ή την ψηφιακή προσομοίωση μιας κατάστασης, γιατί η ίδια η προσομοίωση έρχεται στον χώρο που βρίσκεται η ομάδα. Το ίδιο μπορεί να συμβεί στην καθημερινή μας ζωή: μπορούμε να έχουμε δωρεάν «επίδειξη», «επίσκεψη σε εκπαιδευτικό χώρο» και «προσομοίωση», τρία σε ένα, ακριβώς επειδή ζούμε διπλα σε ανθρώπους. Όσο περισσότερο ζούμε τη ζωή μας ανοιχτά ο ένας με τον άλλο, τόσες περισσότερες ευκαιρίες έχουμε για να μάθουμε αυτά που διδάσκει ο Θεός στους διπλανούς μας, ενώ ταυτόχρονα κι εκείνοι ωφελούνται από αυτά που περνάμε εμείς.

Εάν στη ζωή μας, κάθε μήνα, ζητάμε τη σοφία του Θεού για να Τον εμπιστευτούμε και να Τον τιμήσουμε με τα οικονομικά μας, όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό, τα παιδιά μας (φυσικά ή πνευματικά) το γνωρίζουν; Πώς θα διδαχτούν κάτι που ποτέ δεν έχουν δει; Και γιατί να χάσουν την ευκαιρία της «προσομοίωσης» για κάτι που ήδη συμβαίνει δίπλα τους; Εάν στη ζωή μας αναζητάμε να βρούμε την ισορροπία για το πώς να εργαζόμαστε μαζί με τους συναδέλφους μας, και ως παιδιά του Θεού και ως σοφοί οικονόμοι, έχουμε συμπεριλάβει τον/την σύντροφό μας σε αυτή την αλληλεπίδραση; Πόσο συχνά βρίσκονται φίλοι στο μεσημεριανό μας τραπέζι, όχι μόνο για να απολαύσουμε ένα γεύμα, αλλά για να κλάψουμε και να γελάσουμε μαζί; Γνωρίζουν τα αδέρφια μας στην εκκλησία τη δυσκολία που περνάμε για να προσευχηθούν μαζί μας, ώστε όταν έρθει η απάντηση του Θεού να μπορέσουν επίσης να ευχαριστήσουν τον Θεό μαζί μας; (πρβλ Β΄ Κορ. 1:6-11). Μήπως εφαρμόζουμε την αρχή «μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» (Ματ. 6:3) σε περισσότερους τομείς απ’ ό,τι χρειάζεται;

Έπειτα από μια εκπαιδευτική επίσκεψη, συνήθως ακολουθεί ο σχολιασμός της, η σύνδεση της κοινής εμπειρίας των μαθητών με τα ερωτήματα που αυτή προκάλεσε και με τη διδακτέα ύλη του υπόλοιπου μαθήματος. Θα μπορούσαμε, ίσως, να κάνουμε το ίδιο με τα ερωτήματα, τις παρατηρήσεις και τους προβληματισμούς που προκύπτουν από τις «επισκέψεις» και «τις επιδείξεις» της καθημερινής ζωής όπως τις ζούμε ως χριστιανοί. Μπορούμε να επιστρέψουμε μαζί στη Βίβλο, με φρέσκα ερωτήματα πλέον, και να αναζητήσουμε τον χαρακτήρα και τις ενέργειες του Θεού ξανά, με καινούργια μάτια.

Η δυσκολία της άτυπης μάθησης

Αλλά με όλα αυτά αναδεικνύεται ένα πρόβλημα. Όλα αυτά τα άτυπα και ασυνείδητα στοιχεία που έχουμε αναδείξει είναι στοιχεία στα οποία δύσκολα έχω συνειδητό έλεγχο. Ο τόνος της φωνής μου, το πώς θα κοιτάξουν τα μάτια μου, σε ποιον από τους μαθητές μου θα απαντήσω με λιγότερη υπομονή ή πού θα δώσω περισσότερο χρόνο, όλα αυτά είναι πράγματα που δεν ελέγχω πάντοτε. Εκείνες ακριβώς τις στιγμές που δεν τα ελέγχω και συνειδητοποιώ ότι όποιος με παρατηρεί διδάσκεται από μένα πράγματα που δεν θα ήθελα, τότε είναι που καταλαβαίνω ότι έχω ανάγκη τη χάρη και το έλεος του Θεού μου. Τη στιγμή εκείνη είναι που έχω ανάγκη το Άγιο Πνεύμα, που φτάνει μέχρι διαιρέσεως ψυχής και μυελού και ελέγχει τους διαλογισμούς της καρδιάς (Εβρ. 4:12). Εκείνος είναι που γνωρίζει καθετί που υπάρχει μέσα μου και, όταν αυτό φανερωθεί, μπορεί επίσης να εργαστεί μέσα μου την αλλαγή, την απελευθέρωση και τη μεταμόρφωση. Οι στιγμές αυτές, που φανερώνονται πράγματα που δεν θα θέλαμε, υπάρχουν, αλλά εκείνες είναι και οι στιγμές που καλούμαστε να στραφούμε στον Θεό μας με μετάνοια και πίστη. Και τελικά, αυτές είναι επίσης οι στιγμές που θα δείξουμε στους ανθρώπους γύρω μας, που, ηθελημένα ή άθελά τους, μας μιμούνται και κάτι ακόμη: ποιο είναι το ευαγγέλιο. Τους δείχνουμε ποια μπορεί να είναι η ανταπόκρισή τους όταν συνειδητοποιήσουν το δικό τους λάθος: καλούνται κι εκείνοι να στραφούν στον Θεό της χάρης, ο Οποίος περιμένει να τους δεχτεί και να τους αλλάξει. Τους δείχνουμε πώς μπορούν να επιτρέψουν στη λύπη να τους οδηγεί κοντύτερα στον Θεό, μέσω της μετάνοιας, χωρίς να παγιδεύονται σε μία λύπη που φέρνει τον θάνατο (Β΄ Κορ. 7:10).

Ένα άλλο δύσκολο στοιχείο που έχει η άτυπη μάθηση και ιδιαίτερα η «μίμηση προτύπου» είναι ότι υπάρχουν φορές που βλέπουμε το παιδί, τη φίλη, τον αδερφό να μιμούνται δικές μας συμπεριφορές που θα προτιμούσαμε να μην τις είχαν δει. Συμπεριφορές που φανερώνουν πάλι τη δική μου ανάγκη για συγχώρεση και αλλαγή, που τονίζουν την εξάρτησή μου από τη χάρη του Θεού. Αυτές οι στιγμές, ίσως, είναι επίσης μια ευκαιρία για το Πνεύμα του Θεού, εφόσον εργάζεται μέσα μου, να μου φανερώσει κάτι που πρέπει να φύγει από τη ζωή μου. Κι αυτό θα μας δώσει την ευκαιρία, μαθητής και δασκάλα μαζί, να επιστρέψουμε στη χάρη του Κυρίου που είναι ικανή να μας αλλάξει και τους δύο.

Μέσα σε όλη αυτή τη διαδικασία, μου δίνεται η ευκαιρία να διδάξω ξανά —ακόμα και άθελά μου— το ευαγγέλιο και να γίνω ένα πρότυπο μετάνοιας. Τι καλύτερο πρότυπο, αλήθεια, από αυτό! Μακάρι κάθε αδιέξοδο να μετατρέπεται σε παρακίνηση για να στραφούμε στον Θεό με μετάνοια, κάθε φορά με μεγαλύτερη ταχύτητα απ’ ό,τι την προηγούμενη φορά.

Είτε Καθόμαστε… Είτε Βαδίζουμε…

Παρόλα αυτά, η ένταση παραμένει, και οπωσδήποτε κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η άτυπη μάθηση είναι ένα εύκολο θέμα. Από τη μία, ζούμε με την πραγματικότητα της πεσμένης φύσης μας, παρόλο που δεν θα αρκεστούμε σε αυτή ούτε θα επαναπαυτούμε σε αυτή. Από την άλλη, καλούμαστε σε κάθε στιγμή να ακολουθήσουμε μια αλήθεια που μας ξεπερνάει. Ο δρόμος μας περνάει μέσα από αυτή την ένταση.

«Αλίμονο»

Αλίμονο στο δάσκαλο
που μίλησε ανέξοδα για τη θυσία,
που πρόφερε ανώδυνα παιάνες για το δίκαιο.

Σου ζητώ, σε παρακαλώ, σ’ εκλιπαρώ,
μη μου μιλάς γι’ αλήθεια, ειλικρίνεια,
υψηλά ιδανικά, αυτοθυσία και ρίσκο,
αν δεν παλεύεις εσύ πρώτα με το δίκιο,
αν δεν έφαγες ποτέ το χαστούκι που προοριζόταν για τον «άλλο»,
αν δεν έχασες ξανά και ξανά τον ύπνο σου να βρεις μια λύση για τον μη έχοντα.

Προστάτεψέ με, Κύριε, από τα εύκολα λόγια,
απ’ τις φτηνές συμβουλές, από ένα μανιφέστο χωρίς αντίκρισμα,

και την ίδια στιγμή
από τον πειρασμό να περιορίσω την αλήθεια Σου
κατ’ εικόνα και ομοίωσή μου.

Είναι πράγματι πειρασμός· να διδάξω την αλήθεια με τρόπο που να χωράει μέσα στον εαυτό μου. Όχι, η αλήθεια είναι πάντα πάνω από τον εαυτό μου. Εγώ είμαι πάντα μαθητής της. Η αλήθεια έχει πάντοτε τη δύναμη και την εξουσία να με ελέγχει, να με διδάσκει, να με επανορθώνει και τότε είναι που μπορώ να τη διδάσκω κι εγώ σε άλλους.

Συχνά αναζητούμε εποπτικά μέσα για να κάνουμε την αλήθεια πιο παραστατική και κατανοητή σε άλλους. Το χωρίο αυτό στο Δευτερονόμιο (6:7), μας θυμίζει ότι εμείς οι ίδιοι είμαστε εποπτικά μέσα. Εσύ είσαι το «εποπτικό», αδερφέ μου, εσύ είσαι το εποπτικό μέσο, αδερφή μου. Εσύ κι εγώ. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Και την ίδια στιγμή, υπάρχει το μόνο τέλειο «εποπτικό μέσο», ο Κύριός μας, ο Οποίος είναι η εικόνα του Θεού του αοράτου (Κολ. 1:17) και είναι Εκείνος που φανερώνει τέλεια τον Πατέρα στον λαό Του. Έτσι, η αλήθεια του μηνύματος του ευαγγελίου, «μετανοείτε και πιστεύετε στο ευαγγέλιο», δεν είναι μόνο το «μάθημα» που καλούμαστε να διδάξουμε. Το μήνυμα του ευαγγελίου είναι και η μέθοδος που καλούμαστε να εφαρμόσουμε. Είτε καθόμαστε είτε βαδίζουμε.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

  • Ματσαγγούρας, Η. Θεωρία της Διδασκαλίας: Η Προσωπική Θεωρία ως Πλαίσιο Στοχαστικοκριτικής Ανάλυσης. Αθήνα: Gutenberg,1998.
  • Παυλάκης, Μ. Επικοινωνία & Δυναμική της Ομάδας: Εκπαιδευτικό Υλικό για τα Κέντρα δια Βίου Μάθησης. χ.τ: Υπουργείο Παιδείας & Θρησκευμάτων & Γενική Γραμματεία Δια Βίου Μάθησης, 2013.
  • Cheesman, Gr. Perspectives in Theological Education. ME7501. London: LST, 2012.
  • Jaison, J. Towards Vital Wholeness in Theological Education: Framing Areas for Assessment. Carlisle: Langham Global Library, 2017.

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top