Η θυσία του Χριστού ενάντια στον θρησκευτικό εκφοβισμό

Sundays Are For Jesus flag on top of white flagpole

Κολοσσαείς 2:16-23

Εκφοβισμός είναι η επιθετική παρενόχληση που επαναλαμβάνεται (φοβέρισμα) και περιέχει απειλές, συναισθηματικές, λεκτικές ή σωματικές με σκοπό ο άλλος να «φοβηθεί» κι ο φόβος να τον οδηγήσει σε συμμόρφωση με αυτό που θέλει ο πιο δυνατός. Η ανισότητα δύναμης είναι βασική προϋπόθεση. 

Πολλά γράφονται για τον εκφοβισμό στα σχολεία, το γνωστό παλαιότερα ως νταηλίκι, προσφάτως ως bullying, και τι συνέπειες μπορεί να έχει αυτό στα παιδιά που θα υποστούν αυτή την κατάσταση.  Οι πολιτικοί μιλούν για τον εκφοβισμό των λαϊκών αγώνων. Οι συνδικαλιστές για εκφοβισμό των εργαζομένων. Οι δημοσιογράφοι για εκφοβισμό του τύπου. Διαβάζουμε ακόμη για τον εκφοβισμό μέσω του διαδικτύου, όπου νέοι άνθρωποι έχουν οδηγηθεί ακόμη και στην αυτοκτονία από το φόβο επειδή δημοσιεύθηκαν φωτογραφίες ή στοιχεία που τους αφορούν. 

Θρησκευτικός εκφοβισμός

Μια από τις πιο γνωστές μορφές εκφοβισμού είναι ο ‘θρησκευτικός’.  Μέσα στα χρόνια έχει πάρει πολλές μορφές. Η θρησκευτική βία που την προκαλεί ο φανατισμός έχει αφήσει το αποτύπωμά της σε όλα τα δόγματα και τις θρησκείες. Στο χριστιανισμό, η Ιερά Εξέταση είναι μια μελανή σελίδα. Τα ίδια φαινόμενα δυστυχώς, απαντώνται σε κάθε θρησκεία.

Στον αντίποδα υπάρχει ένας φιλοσοφικός εκφοβισμός προς τους χριστιανούς, όσων θεωρούν πως όποιος διαβάζει την Αγία Γραφή κι ακόμη περισσότερο όποιος την πιστεύει, είναι αδαής, έχει άγνοια και πρέπει να τον οικτίρουμε. Προσωπικά πιστεύω πως κάπου εκεί κινείται εν πολλοίς ο Ρίτσαρντ Ντώκινς, στο βιβλίο του «Η περί Θεού αυταπάτη». 

Υπάρχει όμως, μια μορφή θρησκευτικού εκφοβισμού, η οποία δεν κυκλοφορεί βέβαια με αυτό το όνομα, αλλά με άλλο. Είναι ο εκφοβισμός που λέει: Η Εκκλησία μου – κι εγώ που την αντιπροσωπεύω, εννοείται –  κρατά τα κλειδιά του παραδείσου. Για να πας στο Θεό, πρέπει να κάνεις ότι σου πω εγώ (ή η δική μου Εκκλησία). Πρέπει να πιστεύεις, αλλά πρέπει να ανήκεις σε μας. Πρέπει να βαπτιστείς σε μας, πρέπει να έρχεσαι μόνο εδώ μαζί μας και πρέπει να κάνεις και δύο-τρία πράγματα ακόμη… 

Αυτή τη μορφή θρησκευτικού εκφοβισμού την ονομάζουμε «νομικισμό». Πιθανώς (ή προφανώς;) ως Ευαγγελικοί ο νους μας, πάει κατευθείαν στα δύο άλλα μεγάλα χριστιανικά δόγματα, και στο νομικισμό που εμείς διακρίνουμε σε αυτά. Σε αυτό το άρθρο όμως, θα ασχοληθούμε με τον νομικισμό που βρίσκει κανείς μέσα στο ευρύ φάσμα των Διαμαρτυρόμενων εκκλησιών με βάση την περικοπή που σήμερα μελετούμε από την προς Κολοσσαείς επιστολή: 

Μην αφήνετε, λοιπόν, κανέναν να σας κρίνει για ζητήματα φαγητών ή ποτών ή πως δεν τηρείτε τις γιορτές, τις νουμηνίες ή τα Σάββατα.  17 Αυτά ήταν απλώς σκιά της πραγματικότητας που επρόκειτο να έρθει, και η πραγματικότητα αυτή είναι τώρα ο Χριστός.  18 Ας μη σας κατακρίνει κανένας απ’ αυτούς που τους αρέσει μια δήθεν ταπεινόφρονη λατρεία των αγγέλων, που βυθίζονται σε ψεύτικα οράματα και χωρίς λόγο υπερηφανεύονται με το υποδουλωμένο στην αμαρτία μυαλό τους. 19 Αυτοί δεν είναι ενωμένοι με το Χριστό, που είναι η κεφαλή. Απ’ αυτήν τρέφεται, συγκρατείται κι αυξάνει όλο το σώμα με τις αρθρώσεις και τους μυώνες του, όπως το θέλει ο Θεός. 20 Αφού, λοιπόν, πεθάνατε μαζί με το Χριστό και λυτρωθήκατε από τα στοιχεία του κόσμου, γιατί ζείτε σαν να είστε υποταγμένοι σ’ αυτά; Και γιατί δέχεστε να σας επιβάλλουν απαγορεύσεις, 21 όπως: «μην ακουμπήσεις αυτό, μη γευτείς το άλλο, μην αγγίξεις εκείνο»; 22 Αυτές οι απαγορεύσεις αναφέρονται σε πράγματα που είναι καταδικασμένα να φθαρούν μετά τη χρήση τους· πρόκειται για κανόνες που στηρίζονται σε ανθρώπινες διατάξεις και διδασκαλίες. 23 Βέβαια, αυτές οι διατάξεις έχουν μια εξωτερική εμφάνιση σοφίας, που εκδηλώνεται σαν θρησκεία στηριγμένη στο ανθρώπινο θέλημα, σαν ψευτοταπεινοφροσύνη και περιφρόνηση του σώματος. Δεν έχουν όμως καμιά αξία και το μόνο που κάνουν είναι να ικανοποιούν το αμαρτωλό φρόνημα (Κολοσσαείς 2:16-23, ΝΜΒ).

Νομικισμός: ανθρώπινοι όροι, βασισμένοι στην ανθρώπινη δύναμη για να με δεχθεί ο Θεός

Η λέξη «νομικισμός» προέρχεται από τη λέξη «νόμος», εννοώντας το νόμο του Θεού. Την λέξη ‘νομικισμός’ δεν την συναντάμε ούτε μια φορά στην Καινή Διαθήκη. Συναντάμε όμως παντού, αυτό που ο νομικισμός διδάσκει.  Συχνά όταν λέμε πως κάποιος είναι «νομικιστής» εννοούμε πως είναι πιο αυστηρός από εμάς. Προφανώς δεν είναι αυτή η σωστή χρήση του όρου. Η λέξη νομικισμός αφορά την λάθος χρήση του νόμου του Θεού, η οποία πηγάζει από μια εξίσου λαθεμένη στάση και την νοοτροπία σχετικά με το ποιο είναι το ευαγγέλιο. 

Πρώτο λάθος: ο νομικισμός λέει πως μπορείς να ακολουθήσεις τη χριστιανική συμπεριφορά με τη δική σου δύναμη (και πρέπει να το κάνεις), ώστε να κερδίσεις την εύνοια του Θεού. Με άλλα λόγια, ο νομικισμός είναι παρών όταν ο άνθρωπος προσπαθεί να είναι ηθικός με τη δική του δύναμη, χωρίς να εμπιστεύεται τη βοήθεια και το έλεος του Χριστού. Δηλαδή, η ηθική συμπεριφορά που δεν πηγάζει από εμπιστοσύνη στο Θεό κι από αγάπη για τον Θεό, είναι νομικισμός. 

Ο νομικιστής είναι πάντα (ή προσπαθεί να είναι πάντα) πολύ ηθικός. Πιστεύω πως η πλειονότητα των ηθικών ανθρώπων είναι νομικιστές επειδή κληρονόμησαν από το σπίτι τους όχι μια ταπεινή εμπιστοσύνη στο Θεό, αλλά επειδή έτσι διδάχθηκαν πως πρέπει να φέρεται κάποιος για να είναι σωστός. Αυτή η στάση καταλήγει να σημαίνει αυτοπεποίθηση, κι όχι πεποίθηση στο Θεό.

Ο νομικιστής ηθικολόγος είναι σαν τον Φαρισαίο που δεκατίζει και νηστεύει δύο φορές την εβδομάδα. Είναι αν θέλετε σαν τον μεγάλο αδελφό του ασώτου. Ο νομικιστής χρησιμοποιεί την ηθική του για να πει στο Θεό ότι τώρα που είναι καλός, ο Θεός οφείλει να τον ευλογεί, οφείλει να απαντάει στην προσευχή του, οφείλει εντέλει να ζητά την έγκρισή τους για το τι κάνει.

Ο νομικιστής αυτοπροσδιορίζεται ως θεματοφύλακας του ποιος μπορεί να πάει στο Θεό και με τι όρους. Είναι ξεκάθαρο, με βάση το ευαγγέλιο, πως όποιος πλησιάζει έτσι τον Θεό, καταλήγει στην τραγωδία του να χάσει την ψυχή του: «Όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, κι όποιος τον ταπεινώνει θα υψωθεί» (Λουκάς 18:14).

Η πρώτη έννοια του νομικισμού επομένως είναι πως μπορώ να ζήσω με τη δική μου δύναμη αυτό που ο Θεός ζητάει, και μάλιστα θα το κάνω, για κερδίσω την εύνοια του Θεού. 

Η δεύτερη έννοια του νομικισμού λέει: για να ανήκεις στην Εκκλησία, εκτός της πίστης σου, πρέπει να γίνεις σαν κι εμάς και να τηρείς τις δικές μας πρακτικές. Δημιουργεί μια σειρά από απαιτήσεις, πέρα από αυτό που λέει η Γραφή, οι οποίες όμως εξισώνονται με την Αγία Γραφή, τις οποίες πρέπει να τηρήσει κάποιος ώστε να είναι βέβαιος πως ανήκει στο λαό του Θεού. Θυμηθείτε τι έγινε στις Πράξεις των Αποστόλων: «Μερικοί χριστιανοί που ήρθαν από την Ιουδαία δίδασκαν τους αδερφούς: Αν δεν περιτέμνεσθε, όπως προστάζει ο νόμος του Μωυσή, δεν μπορείτε να σωθείτε» (Πράξεις 15:1). Με αυτόν τον τρόπο, βέβαια, αποκλείονται άνθρωποι από την κοινότητα της Εκκλησίας για λάθος λόγους. Στην Εκκλησία του Χριστού ανήκει καθένας που έχει ζητήσει συγχώρηση από τον Χριστό κι ο Χριστός είναι τώρα Σωτήρας κι Αρχηγός, Κύριός του. 

Γύρω μας, υπάρχουν σύλλογοι, υπάρχουν οργανώσεις στους οποίου για να είσαι μέλος, πρέπει να εκπληρώνεις κάποιους όρους. Κοντά στην περιοχή που μεγάλωσα υπήρχε ο Σύλλογος Ποντίων Ελληνικού. Για να ανήκεις στον συγκεκριμένο σύλλογο, προφανώς πρέπει να είσαι Πόντιος στην καταγωγή και να μένεις στο Ελληνικό. Εφόσον δεν έχω Ποντιακή καταγωγή και δεν έμενα στο Ελληνικό, προφανώς δεν μπορούσα να συμμετάσχω, εκτός κι αν αυτό γινόταν τιμητικά ή κατ’ οικονομία. 

Κάθε ανθρώπινος οργανισμός θέτει «όρους» συμμετοχής, ώστε να διασφαλίσει μια συγκεκριμένη ατμόσφαιρα, αποκλείοντας καθέναν που δεν εκπληρώνει τους όρους. Η εκκλησία όμως, δεν είναι ανθρώπινος οργανισμός. Η τοπική έκφρασή της έχει στοιχεία ανθρώπινα, η αληθινή εκκλησία όμως, δεν έχει. Η αληθινή εκκλησία ανήκει στο Χριστό. Συμμετέχει σε αυτήν καθένας που το Άγιο Πνεύμα αναγέννησε. Ανήκει καθένας που ομολογεί πίστη στον Ιησού Χριστό.  Η μόνη ουσιαστική προϋπόθεση για την συμμετοχή στην μία Εκκλησία του Χριστού είναι να ομολογεί ο άνθρωπος τον Χριστό ως προσωπικό Σωτήρα και Κύριο.

Αν τώρα σε αυτό, προσθέσουμε όρους π.χ. για να είσαι μέλος πρέπει να ντύνεσαι όχι απλά «σεμνά» (όπως ζητάει η Αγία Γραφή) αλλά με ένα «συγκεκριμένο τρόπο» σεμνά, τον οποίο εμείς θα ορίσουμε, τότε βάζουμε όρους. Προσθέτουμε στη Γραφή. Αυτό είναι νομικισμός. Αν πούμε π.χ.  για να ανήκεις στον λαό του Θεού, δεν πρέπει να πίνεις ποτέ κρασί. Ή για να είσαι μαζί μας, πρέπει να έχεις τις δικές μας πεποιθήσεις για την πολιτική, τότε προσθέτουμε όρους πέρα από την Αγία Γραφή. Αυτό είναι νομικισμός. Οι δύο βασικές πλευρές του νομικισμού είναι: (α) μπορώ να τηρήσω αυτό που θέλει ο Θεός με τη δική μου δύναμη: Θα το κάνω, γιατί έτσι θα με δεχθεί ο Θεός και (β) για να ανήκω στο λαό του Θεού, πρέπει εκτός της πίστης στο Χριστό να τηρώ ορισμένους άλλους κανόνες, για να είμαι σίγουρος. Αυτές οι δύο πλευρές έχουν μια κοινή ρίζα. Σύμφωνα με τη πρώτη πλευρά χρησιμοποιούμε την δική μας δύναμη για να γίνουμε εμείς οι ίδιοι ηθικοί. Σύμφωνα με την δεύτερη πλευρά χρησιμοποιούμε τη δύναμή μας για να καταστήσουμε την εκκλησία ηθική, σύμφωνα με τα δικά μας πρότυπα. Στην πρώτη περίπτωση δεν στηριζόμαστε στη δύναμη του Θεού ούτε για τη συγχώρησή, ούτε για τον αγιασμό μας. Στη δεύτερη περίπτωση δεν στηριζόμαστε στο Θεό, για να ζήσουμε ζωή πραγματικά καθαρή ως εκκλησία. 

Αυτό που ενώνει τα δύο είδη νομικισμού είναι εντέλει η «απιστία». Απιστούμε στο ότι ο Θεός θα ολοκληρώσει μέσα μας αυτό που ξεκίνησε (Φιλιππησίους 1:6, και στη Φιλιππησίους 2:12). Απιστούμε στο ότι ο Θεός θα οδηγήσει και τους άλλους, όπως Εκείνος θέλει και πως υπάρχουν θέματα συνείδησης για τα οποία ο Λόγος του Θεού μας αφήνει ελεύθερους: «αν σε κάποιο σημείο σκέφτεστε διαφορετικά, ο Θεός και σ’ αυτό θα σας φανερώσει το σωστό» (Φιλιπ. 3:15). 

Ο νομικιστής προσπαθεί να αντικαταστήσει τη δύναμη της πίστης με την ανθρώπινη αποφασιστικότητα  ώστε να είναι ηθικός. Η ειρωνεία είναι πως εντέλει η εκκλησία αλλά κι εμείς δεν είμαστε καθαροί γιατί στηριζόμαστε στο δικό μας εγωισμό και τη σάρκα.

Ο νομικισμός λοιπόν, είναι θανατηφόρος για την ψυχή. Σε παίρνει μακριά από την ταπεινή εξάρτηση από τον Χριστό. Σε εκφοβίζει  επειδή σε πείθει πως η πίστη στο Χριστό δεν φτάνει. Πρέπει να κάνεις κι άλλα. Ο νομικισμός είναι θρησκευτικός εκφοβισμός. Για αυτό γράφει με ένταση ο Παύλος στους Κολοσσαείς για όλα αυτά που ακούγανε. 

Η θυσία του Χριστού: ο μόνος λόγος αποδοχής του ανθρώπου από τον Θεό

Τα εδάφια που προηγήθηκαν διδάσκουν ότι ο Χριστός στο Σταυρό κάρφωσε το χρέος μας και με αυτόν τον τρόπο συγχώρησε τις αμαρτίες μας, τακτοποίησε την ενοχή μας, κι έτσι νίκησε τον εχθρό της ψυχής μας, τον διάβολο, κι όχι απλά τον νίκησε, τον εξευτέλισε σέρνοντας τον στον θρίαμβο του Σταυρού:

13 Κι εσάς, που ήσασταν νεκροί εξαιτίας των αμαρτιών και της ειδωλολατρίας σας, ο Θεός σάς ζωοποίησε μαζί με το Χριστό. Μας συγχώρησε όλα τα παραπτώματα. 14 Κατήργησε το χρεόγραφο με τις διατάξεις του, που ήταν εναντίον μας, και το έβγαλε από τη μέση καρφώνοντάς το στο σταυρό. 15 Αφαίρεσε τη δύναμη που είχαν οι δαιμονικές αρχές και εξουσίες και τις διαπόμπεψε, σέρνοντάς τες νικημένες στο θρίαμβο του σταυρού του Χριστού (Κολ. 2:13-15). 

Αυτή η θυσία καθόρισε μια για πάντα το πώς μας δέχθηκε ο Θεός. Για αυτό και αφορά το πώς εμείς ζούμε σήμερα ως χριστιανοί. Εξαιτίας αυτής της τέλειας  θυσίας είμαστε ελεύθεροι από κάθε ανθρώπινη θρησκευτική διδασκαλία και παράδοση που λέει πως για να με δεχθεί ο Χριστός πρέπει να κάνω επιπλέον πράγματα. Για αυτό και υπάρχει το «λοιπόν»! Τα εδάφια που ακολουθούν διδάσκουν την ελευθερία από που πηγάζει από τη θυσία του Χριστού, ελευθερία από όρους και προϋποθέσεις για να με δεχθεί ο Θεός.

«Μην αφήνετε, λοιπόν, κανέναν να σας κρίνει για ζητήματα φαγητών ή ποτών ή πως δεν τηρείτε τις γιορτές, τις νουμηνίες ή τα Σάββατα. Αυτά ήταν απλώς σκιά της πραγματικότητας που επρόκειτο να έρθει, και η πραγματικότητα αυτή είναι τώρα ο Χριστός». (Κολ. 2:16-17)  

Το τι τρώει ή τι πίνει κάποιος ή ποια μέρα αφιερώνει για το Θεό δεν αποτελούν κριτήρια για να κρίνεις που στέκεται  με τον Θεό. Οι περιορισμοί όταν υπάρχουν, έχουν θέση μόνο ως περιορισμοί που πηγάζουν από την «πίστη» και την «αγάπη». Δεν είμαι λαίμαργος, ούτε είμαι μέθυσος, επειδή δεν εξαρτιέμαι πια από αυτά, είμαι ελεύθερος χάρη στη θυσία του Χριστού! «Μερικοί μεταξύ σας λένε: «Όλα μού επιτρέπονται. Σωστά· όλα όμως δεν είναι προς το συμφέρον. Όλα μού επιτρέπονται, εγώ όμως δε θα αφήσω τίποτε να με κυριέψει» (Α΄ Κορ. 6:12).  Επίσης θα περιορίσω την ελευθερία μου από «αγάπη» για να μην ενοχλήσω τη συνείδηση ενός αδελφού: «Προσέξτε όμως, μήπως το ελεύθερο αυτό δικαίωμά σας γίνει αιτία να σκοντάψουν και να πέσουν εκείνοι που η πίστη τους είναι αδύνατη… Αν κάποια τροφή μπορεί να γίνεται αιτία να σκοντάφτει και να πέφτει ο αδερφός μου, εγώ δεν θα βάλω ποτέ κρέας στο στόμα μου, για να μη γίνω αιτία να πέσει ο αδερφός μου» (Α΄ Κορ. 8:9, 13). Δεν μπορώ να κάνω ό,τι θέλω γιατί αφενός το σώμα μου τώρα είναι ναός του Θεού, ναός του Αγίου Πνεύματος (ο περιορισμός της πίστης) κι αφετέρου οι άλλοι μπορεί να έχουν αδύναμη πίστη (ο περιορισμός της αγάπης). 

Πέρα όμως, από τους περιορισμούς πίστης και αγάπης, δεν εξαρτάται από το τι θα φάω ή τι θα πιω, το αν θα με δεχθεί ο Θεός, ούτε το αν θα ανήκω στην Εκκλησία Του: «Δεν είναι οι τροφές που θα καθορίσουν τη θέση μας απέναντι στο Θεό· ούτε αν δε φάμε κάποια απ’ αυτές χάνουμε κάτι ούτε αν φάμε αποκτάμε κάτι παραπάνω»  (Α΄ Κορ. 8:8). Το ίδιο γράφει και στη Ρωμαίους στο κεφάλαιο 14: «Μην ξεχνάτε πως η βασιλεία του Θεού δεν είναι φαγητά και ποτά, αλλά δικαιοσύνη, ειρήνη και χαρά, που δίνει το Άγιο Πνεύμα» (Ρωμαίους 14:17). Ο Θεός δεν με δέχεται με βάση το τι τρώω ή τι πίνω. Με δέχεται «εν Χριστώ», με βάση την αξία του Χριστού (όχι τη δική μου)!! Αν ανήκω στον Χριστό, δεν έχει σημασία τι θα φάω και τι θα πιω, σημασία έχει να το κάνω με πίστη στο Θεό (ως ελεύθερος από την αμαρτία άνθρωπος, για να Τον τιμήσω) και χωρίς να ενοχλήσω κάποια αδύναμη συνείδηση. Υπάρχουν περιπτώσεις αδύναμης συνείδησης. Υπάρχουν αδελφοί οι οποίοι ελευθερώθηκαν από δύσκολες καταστάσεις, βγήκαν από τον αλκοολισμό και δεν τους είναι εύκολο να ξαναπιούν κρασί. 

Το ίδιο ισχύει και για τις μέρες και τις γιορτές: «Άλλοι κάνουν διάκριση ανάμεσα στις μέρες, ενώ άλλοι τις θεωρούν όλες ίδιες. Ας κάνει καθένας ό,τι νομίζει σωστό. Όποιος τιμάει μια ορισμένη μέρα το κάνει για να τιμήσει τον Κύριο· κι όποιος δεν τιμάει μια ορισμένη μέρα, κι αυτός το κάνει για να τιμήσει τον Κύριο» (Ρωμαίους 14:5-6). Υπάρχουν αδελφοί (αναφέρομαι στις κατά τόπους διαμαρτυρόμενες εκκλησιαστικές παραδόσεις) που τηρούν τη μέρα του Κυρίου με ένα συγκεκριμένο τρόπο, ενώ άλλοι όχι. Κάποιοι αδελφοί από σεβασμό στον Κύριο την Κυριακή δεν θα πάνε για να κολυμπήσουν το καλοκαίρι. Κάποιοι άλλοι δεν θα αγοράσουν εφημερίδα. Κάποιοι τρίτοι δεν θα το κάνουν αυτό. Προσέξτε τι γράφει: «ας κάνει καθένας ότι νομίζει σωστό». Γιατί; Επειδή είναι θέμα προσωπικής συνείδησης. Η μέρα ανήκει στον Κύριο. 

Μπορεί κάποιος να πει (το λέω γιατί στο μυαλό μας, πολλές φορές υπάρχει αυτή η σκέψη). «Είναι αυτοί χριστιανοί; Όχι βέβαια! Πού είναι την Κυριακή το βράδυ; Πού είναι την Τετάρτη; Οι πραγματικοί χριστιανοί είναι εδώ και προσεύχονται. Για τους άλλους δεν είμαι σίγουρος!» Μπορείς πραγματικά μέσα από την Γραφή να υποστηρίξεις πως όποιος δεν πηγαίνει κάθε Τετάρτη στην Εκκλησία, δεν είναι γνήσιος χριστιανός; Κι ανάποδα όποιος έρχεται αυτός είναι αληθινά πνευματικός;  Δεν προσπαθώ να πω, πως δεν είναι σημαντικά αυτά. Όλα είναι σημαντικά. Αλλά δεν αποτελούν όρο για να με δεχθεί ο Θεός, ούτε φυσικά δεν αποδεικνύεται πάντα η πνευματικότητα του ανθρώπου, που τα κάνει. Αν πηγαίνει Εκκλησία επειδή το πιστεύει κι επειδή αγαπάει το Θεό, έχει νόημα. Αν, όμως, πηγαίνει για να είναι καλός ο ίδιος στα μάτια του, ή για να γίνει αποδεκτός από τον Θεό με αυτόν τον τρόπο, ή από τους άλλους, χάνει το νόημά του.

Ποιο είναι το σημαντικό εδώ; Υπάρχουν θέματα για τα οποία δεν μπορώ να επιβάλλω στον άλλο τον τρόπο με τον οποίο εγώ υπακούω στο Θεό. Και κυρίως δεν μπορώ να πω στον άλλον, πως αν δεν τηρήσεις την Κυριακή όπως εγώ, τότε δεν είσαι πνευματικός και δεν αγαπάς το Θεό. Δεν αφήνει τέτοιο περιθώριο ο Λόγος του Θεού όταν διαβάζω «Μην αφήνετε, λοιπόν, κανέναν να σας κρίνει για ζητήματα φαγητών ή ποτών ή πως δεν τηρείτε τις γιορτές, τις νουμηνίες ή τα Σάββατα»  (Κολ. 2:16). Γιατί; «Αυτά ήταν απλώς σκιά της πραγματικότητας που επρόκειτο να έρθει, και η πραγματικότητα αυτή είναι τώρα ο Χριστός» (Κολ. 2:17). Οι θρησκευτικές γιορτές, οι αργίες, οι ομαδικές νηστείες, οι νουμηνίες είχαν σκοπό να ετοιμάσουν τον άνθρωπο να δεχθεί τον Μεσσία. Ο Χριστός όμως, ήρθε. Ο Θεός με συμφιλίωσε με τον εαυτό Του. Με δέχθηκε χάρη στον Χριστό που με συγχώρησε.  Δεν χρειάζεται να τα τηρώ αυτά για να με δεχθεί. Αν με κρίνουν, ότι δεν είμαι γνήσιος χριστιανός επειδή τρώω κρέας την Παρασκευή ή επειδή την Κυριακή πήγα βόλτα με την οικογένειά μου, αυτή είναι μια λάθος κρίση. Είναι λάθος είτε άλλοι με κρίνουν, είτε εγώ τους κρίνω, με βάση τέτοιου είδους κριτήρια. Δεν υπάρχουν όροι τέτοιοι για να με δεχθεί ο Θεός. Ο μόνος όρος είναι ο Χριστός.

«Ας μη σας κατακρίνει κανένας απ’ αυτούς που τους αρέσει μια δήθεν ταπεινόφρονη λατρεία των αγγέλων, που βυθίζονται σε ψεύτικα οράματα και χωρίς λόγο υπερηφανεύονται με το υποδουλωμένο στην αμαρτία μυαλό τους. Αυτοί δεν είναι ενωμένοι με το Χριστό, που είναι η κεφαλή. Απ’ αυτήν τρέφεται, συγκρατείται κι αυξάνει όλο το σώμα με τις αρθρώσεις και τους μυώνες του, όπως το θέλει ο Θεός» (Κολ. 2:18-19).  

Στο εδάφιο 18 διαβάζουμε για ένα άλλο είδος  νομικισμού. Η μυστική γνώση, η λατρεία των αγγέλων, τα οράματα μπορούν να εξελιχθούν σε νομικιστικό εκφοβισμό γιατί υποστηρίζουν πως, «αν δεν έχεις τέτοιες εμπειρίες δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για την πνευματικότητά σου». Ο εκφοβισμός ασκείται με την «κατάκριση». Για αυτό λέει ‘κανείς να μη σας κατακρίνει, μην τους ακούτε!’ 

Η σχέση με το Θεό και η καθαρή ζωή δεν επιβεβαιώνεται από οράματα και μυστικές αποκαλύψεις, αλλά όταν είμαι ενωμένος με τον Χριστό: «Αυτοί δεν είναι ενωμένοι με το Χριστό, που είναι η κεφαλή. Απ’ αυτήν τρέφεται, συγκρατείται κι αυξάνει όλο το σώμα με τις αρθρώσεις και τους μυώνες του, όπως το θέλει ο Θεός» (Κολ. 2:19).  Η μόνη ελπίδα μας ως άτομα κι ως Εκκλησία είναι να συγκρατούμαστε από τον Χριστό, και να αυξάνουμε στον Χριστό, που είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας. Αν ο άνθρωπος που μπαίνει στις συνάξεις μας, εισπράττει πως για να πάει στον ουρανό, πρέπει να πάρει μέρος σε τελετές, ή πρέπει να έχει την μία ή την άλλη εμπειρία, είμαστε λάθος.  Ο Χριστός σώζει. Μόνο ο Χριστός σώζει. Αν αποτυγχάνουμε να δείξουμε τον Χριστό, τότε χάσαμε το στόχο μας και τον λόγο της ύπαρξής μας. Ο σκοπός μας δεν είναι να προσέξουν οι άνθρωποι τον τρόπο λατρείας μας. Ούτε να παρατηρήσουν το τι κάνουμε εμείς σωστά ενώ οι άλλοι λάθος. Αν δεν δείξουμε Χριστό, δεν έχουμε λόγο πνευματικής ύπαρξης. Είμαστε ένα σωματείο ανθρώπινο, θρησκευτικού χαρακτήρα μεν, αλλά ανθρώπινο.  

Αφού, λοιπόν, πεθάνατε μαζί με το Χριστό και λυτρωθήκατε από τα στοιχεία του κόσμου, γιατί ζείτε σαν να είστε υποταγμένοι σ’ αυτά; Και γιατί δέχεστε να σας επιβάλλουν απαγορεύσεις,  όπως: «μην ακουμπήσεις αυτό, μη γευτείς το άλλο, μην αγγίξεις εκείνο» (Κολ. 2:20-21). 

Ο θρησκευτικός εκφοβισμός του νομικισμού ‘τρέφεται’ με την εθελούσια στέρηση. Πρέπει να στερείσαι για να σε δεχθεί ο Θεός. Δεν αναφέρεται στο πνεύμα της θυσίας που πρέπει να μας διέπει για να μπορούμε να υπηρετούμε. Μιλάμε για υποχρεωτική αποχή «μην ακουμπήσεις, μην γευθείς, μην αγγίξεις», επειδή έτσι μόνο σε δέχεται ο Θεός. 

Συναντάς ανθρώπους που δεν κάνουν μπάνιο, γιατί έτσι γίνονται πιο άγιοι. Υπάρχουν άλλοι που λένε, πως αν παντρευτείς δεν μπορείς να ζήσεις άγια ζωή. Υπάρχουν τρίτοι που θα πουν πως μόνο αν τα πουλήσεις όλο κι έρθεις μαζί μας, θα φανερώσει αν είσαι αληθινός χριστιανός. Η Εκκλησία που θέτει κανονισμούς ως κριτήρια γνησιότητας του χριστιανισμού, δεν γνωρίζει τι σημαίνει να πεθάνεις με τον Χριστό και να αναστηθείς με τον Χριστό! Αναγέννηση σημαίνει πως ελευθερώνεσαι από καθετί που βαστάει τον κόσμο αυτό υπόδουλο. Γίνεσαι καινούργιο κτίσμα!! Τα παλιά φεύγουν κι όλα γίνονται καινούργια. Υπάρχεις με ένα εντελώς νέο τρόπο.

Αυτές οι απαγορεύσεις αναφέρονται σε πράγματα που είναι καταδικασμένα να φθαρούν μετά τη χρήση τους· πρόκειται για κανόνες που στηρίζονται σε ανθρώπινες διατάξεις και διδασκαλίες. Βέβαια, αυτές οι διατάξεις έχουν μια εξωτερική εμφάνιση σοφίας, που εκδηλώνεται σαν θρησκεία στηριγμένη στο ανθρώπινο θέλημα, σαν ψευτοταπεινοφροσύνη και περιφρόνηση του σώματος. Δεν έχουν όμως καμιά αξία και το μόνο που κάνουν είναι να ικανοποιούν το αμαρτωλό φρόνημα (Κολ. 2:22-23).  

Όταν η χαρά του Χριστού, η χαρά της παρουσίας του Χριστού μειώνεται, τότε οι κανόνες παίρνουν τη θέση της. Με κανόνες προσπαθούμε να διατηρήσουμε αυτό που η δύναμη του Χριστού δημιούργησε. 

Μπορεί πράγματι κάποιος να δημιουργήσει θεσμούς και οι θεσμοί αυτοί να αντέξουν και στο χρόνο. Όμως, οι θεσμοί αυτοί χωρίς τον Χριστό δεν οδηγούν πουθενά: «Αυτές οι απαγορεύσεις αναφέρονται σε πράγματα που είναι καταδικασμένα να φθαρούν μετά τη χρήση τους· πρόκειται για κανόνες που στηρίζονται σε ανθρώπινες διατάξεις και διδασκαλίες» (Κολ. 2:22). Οι ανθρώπινοι  κανόνες φθείρονται με τη χρήση. Περνάει ο καιρός και γίνονται παλιομοδίτικοι, άχρηστοι, απαρχαιωμένοι. Δεν εξυπηρετούν πια τίποτα. Γίνονται ένα απολίθωμα που ίσως θυμίζει κάτι στους πιο παλιούς.  

Γιατί τελικά φθείρονται; Φθείρονται επειδή ενώ επιφανειακά φαίνονται πολύ πνευματικές διατάξεις, είναι θρησκεία στηριγμένη στη δύναμη της ανθρώπινης θέλησης. Στην πραγματικότητα αυτός που τα τηρεί αυτά, δεν είναι ταπεινός. Είναι περήφανος που τα τηρεί (εδ. 23). Περιφρονούν το σώμα, ενώ δεν χρειάζεται. Το σώμα μας έχει αξία. Εντέλει ικανοποιούν το «εγώ» μας. Μας κάνουν να νοιώθουμε σαν τον Φαρισαίο: «Ο Φαρισαίος στάθηκε επιδεικτικά κι έκανε την εξής προσευχή σχετικά με τον εαυτό του: “Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ που εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους άρπαγας, άδικος, μοιχός, ή και σαν αυτόν εδώ τον τελώνη. Εγώ νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα και δίνω στο ναό το δέκατο απ’ όλα τα εισοδήματά μου”»(Λουκάς 18:11-12).

Θέλω να μοιραστώ ένα παράδειγμα πιο πρόσφατο μιας εκκλησίας την οποία προσπαθώ να παρακολουθώ από κοντά, στη Μινεάπολη της Μιννεσότα. Ο ποιμένας της Εκκλησίας, ο John Piper, είναι από τους θεολόγους και συγγραφείς που με έχουν επηρεάσει σημαντικά. Η Εκκλησία αυτή το 1965 αποφάσισε να προσθέσει στο καταστατικό της μια φράση που αφορούσε τα κοινωνά μέλη της κι έλεγε πως αποφασίζουν το εξή:

«Αποφασίζουμε πως τα μέλη της Εκκλησίας θα απέχουν από την αγορά και τη χρήση κάθε οινοπνευματώδους ποτού».  

Δηλαδή για να είσαι μέλος στην Εκκλησία πρέπει να υποσχεθείς πως δεν θα πιεις ούτε θα αγοράσεις τίποτα οινοπνευματώδες. Αυτό έγινε σε μια περίοδο που τα ποσοστά αλκοολισμού ήταν πολύ ψηλά. Έγινε όμως κι ένα τείχος. Έλεγε ουσιαστικά πως για να είσαι σωστός χριστιανός, και για να ανήκεις στην Εκκλησία μας δεν μπορείς να πίνεις ούτε κρασί, ούτε μπύρα, τίποτα αλκοολούχο. Χρόνια μετά το 1982, οδηγημένοι από αυτές τις περικοπές που σήμερα διαβάσαμε, άλλαξαν το καταστατικό τους ως εξής:

«Αποφασίζουμε να ζητήσουμε τη βοήθεια του Θεού ώστε να απέχουμε από κάθε είδους ναρκωτικό, φαγητό, ποτό ή άλλες πρακτικές οι οποίες βάζουν σε κίνδυνο το σώμα μας και προξενούν κίνδυνο στη δική μας πίστη ή στην πίστη των άλλων». 

Ποια η διαφορά ανάμεσα στα δύο; Η πρώτη απόφαση λέει «απογορεύεται να πιεις ή να αγοράσεις οποιοδήποτε αλκοολούχο ποτό». Είναι μια διάταξη που δεν απαιτεί να αγαπάς το Θεό για να την τηρείς. Ούτε να αγαπάς την Εκκλησία του Θεού. Απλά μην το κάνεις. Η δεύτερη απόφαση σε οδηγεί σε αυτοεξέταση. Σε οδηγεί να σκεφτείς «γιατί» πρέπει να προσέχεις.  Σε κατευθύνει στη ρίζα της αγάπης και του αγιασμού. Αν ο Χριστός σε αναγέννησε, τώρα το σώμα σου είναι ναός του Αγίου Πνεύματος, δεν το κάνεις ό,τι θέλεις. Επειδή αγαπάς τον Χριστό!! Σε τελευταία ανάλυση, ότι ισχύει για το κρασί, ισχύει και για το φαγητό, για τα αναψυκτικά και τον καφέ και για καθετί εθιστικό τελικά. Σε όλα μπορώ να γίνω δούλος. Με τη βοήθεια του Θεού θα προσπαθήσω να μην καταναλώνω οτιδήποτε βλάπτει το ναό του Θεού. Επιπλέον δεν θα καταναλώσω κάτι που μπορεί να ενοχλήσει ή να σκανδαλίσει τον αδελφό μου. Ό,τι κι αν κάνω, θα το κάνω για τη δόξα του Θεού, είτε τρώτε, είτε πίνετε, προς δόξα του Θεού πράττετε.

Σαφώς η δεύτερη διάταξη είναι πιο σοφή. Βάζει τα πράγματα στη σωστή τους βάση. Αναγνωρίζει την ανάγκη που έχουμε για τη βοήθεια του Θεού. Οδηγεί να σκεφτείς τους λόγους για τους οποίους δεν θέλεις να κάνεις κάτι. Η αληθινή, βαθειά, πνευματική δικαιοσύνη του Θεού, δεν επιβάλλεται με κανόνες, ούτε νομοθετείται. Η αγιότητα δεν επιβάλλεται. Εμπνέεται. Βεβαίως και η Εκκλησία στέκεται απέναντι σε κάθε εθισμό.  Ο Λόγος του Θεού λέει, «όλα είναι στην εξουσία μου, αλλά εμένα τίποτα δεν θα με εξουσιάσει».

Συμπέρασμα

Χριστιανός είναι αυτός που ανήκει στον Χριστό. Χριστιανός είναι ο άνθρωπος που παραδόθηκε στον Βασιλιά Χριστό.  Χριστιανός είναι αυτός  ζει από τον Χριστό, με τον Χριστό, για τον Χριστό. Χριστιανός είναι αυτός που έδωσε τη ζωή του στο Χριστό με μετάνοια. Ο Χριστός τον δέχτηκε όπως ήταν και τον μεταμόρφωσε. Ξέρει πως είναι αποδεκτός «εν Χριστώ». Τώρα υπηρετεί ελεύθερα. Θυσιάζει με γενναιοδωρία. Προσφέρει απλόχερα. Συγχωρεί τους εχθρούς. Περπατάει το δεύτερο μίλι. Και τώρα με το Πνεύμα του Θεού μέσα του, ζει την καινούργια ζωή ελεύθερος από ανθρώπινες διατάξεις. Ο Χριστός μάς απελευθέρωσε για να είμαστε ελεύθεροι. Παραμένετε, λοιπόν, σταθεροί στην ελευθερία και μην ξαναμπαίνετε κάτω από ζυγό δουλείας (Γαλάτες 5:1). Αμήν. 

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top