Εκ των υστέρων*, η Ρενέ συνειδητοποίησε ότι δεν είχε και τόσο νόημα να επιστρέψει στη μητέρα της. Μπορούσε ακόμα να ακούει τους υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς της μητέρας της να αντηχούν στο κεφάλι της: αχάριστη, κακομαθημένη, μπελάς. Αλλά ύστερα απ’ όλα όσα είχαν συμβεί, η Ρενέ λαχταρούσε να της συμπεριφερόταν στοργικά η μητέρα της, να την κρατά και να την παρηγορεί και να της λέει ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Είχε μόλις ζήσει μια μεγάλη και ξαφνική τραυματική εμπειρία· ένιωθε ευάλωτη και μόνη. Είχε ανάγκη από στήριξη και τη μητρική αγκαλιά.
Ακόμα στο μυαλό της περνούσαν εικόνες απ’ όλα αυτά που της είχαν συμβεί. Πώς η ζωή της άλλαξε τόσο ξαφνικά; Τι έκανε για να αξίζει κάτι τέτοιο; Τι θα γίνει τώρα; Ποιο θα είναι το μέλλον της; Όλα αυτά γυρνούσαν διαρκώς στο μυαλό της και δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της.
Δυστυχώς, όμως, η μητέρα της κάθε άλλο παρά στοργική ήταν. Της είπε ότι ο πατέρας της θα τη σκότωνε όταν μάθαινε ότι την είχαν βιάσει, ότι πλέον δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος. Ήταν περισσότερο ο τρόπος που το είπε, ο τρόπος που της είπε ότι κανείς δε θα την ήθελε τώρα, ότι θα έπρεπε να έρθει να ζήσει με τη μητέρα και την αδερφή της, γιατί ήταν οι μόνες που μπορούσαν να ασχοληθούν με εκείνη.
Η Ρενέ προερχόταν από ένα αυστηρό συντηρητικό περιβάλλον. Ήξερε τον πατέρα της πολύ καλά. Θα μπορούσε κάλλιστα να την κατηγορήσει για το ότι κάποιοι άντρες μπήκαν στο σπίτι τους και τη βίασαν. Έτσι, η Ρενέ έφυγε από το σπίτι του πατέρα χωρίς να του πει γιατί και πήγε να μείνει με τη μητέρα της, η οποία πάντα ευνοούσε τα αδέρφια της, και της έλεγε πόσο άχρηστη ήταν και πόσο μεγάλο βάρος ήταν για την οικογένεια. Οι γονείς της είχαν χωρίσει χρόνια τώρα.
Στο παρελθόν, είχε πιστέψει ότι με το διαζύγιο η κακοποίηση της μητέρας της θα τελείωνε οριστικά. Δεν ήξερε, όμως, ότι θα χειροτέρευε. Λίγες εβδομάδες αφότου επέστρεψε στο σπίτι της, εκείνη αποφάσισε ότι οι τέσσερίς τους θα έπρεπε να μετακομίσουν σε άλλη χώρα. Θα επισκέπτονταν τη θεία της Ρενέ εκεί. Φυσικά, δεν ήθελε να πάει. Είχε ήδη ξεκινήσει τις σπουδές της και ήθελε να συνεχίσει τα μαθήματά της. Είχε κάνει τόσα όνειρα και τόσο διάβασμα γι’ αυτή τη σχολή. Όμως, δεν είχε και άλλη επιλογή. Οι τέσσερις τους εγκατέλειψαν το μεγάλο και άνετο σπίτι τους λίγο μετά τη λήψη της απόφασης.
Η Ρενέ ένιωθε ότι οι καταστάσεις την ξεπερνούσαν. Ζούσε τα πάντα γύρω της σαν ένα κακό όνειρο. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι πραγματικότητα; Τι άλλο της επιφύλασσε το μέλλον, άραγε;
Μόλις έφτασαν στον προορισμό τους, η Ρενέ ανακάλυψε ότι η μητέρα της είχε μια κρυφή ατζέντα στο μυαλό της και αυτός ήταν ο λόγος που είχαν κάνει αυτό το ταξίδι. «Κανείς εδώ δε γνωρίζει τι σου έχει συμβεί», της είπε, «θα κανονίσουμε να παντρευτείς εύκολα και γρήγορα». Εκείνη δεν ήθελε να παντρευτεί, αλλά αυτό, βέβαια, δεν ένοιαζε τη μητέρα της. Δεν την ένοιαζε αν η κόρη της ήταν χαρούμενη κι ευτυχισμένη. Με ένα βλέμμα, η Ρενέ κατάλαβε αμέσως ότι για τη μητέρα της η ίδια ήταν ακόμη ένα βάρος που ήθελε να ξεφορτωθεί και να το φορτώσει σε άλλον, ένα ακόμη πρόβλημα που έπρεπε να λύσει. Δεν την έβλεπε καθόλου ως άνθρωπο, ως μια προσωπικότητα ξεχωριστή, αυτόνομη, με δικαίωμα αυτοδιάθεσης. Έπρεπε απλώς να αποδεχτεί τη μοίρα της και να είναι ευγνώμων για την παρουσία της μητέρας της εκεί και των σχεδίων που έκανε για εκείνη και τη ζωή της. «Γιατί κανείς δε με ρωτά τι θέλω; Γιατί δε βλέπουν το τραύμα της ψυχής μου; Πονάω. Αιμορραγώ. Πάνε να με πουλήσουν σαν εμπόρευμα…»
Όταν τελικά τα σχέδια για τον γάμο δεν ευδοκίμησαν, η μητέρα της αποφάσισε ότι θα έπρεπε να μετακομίσουν ξανά σε άλλη χώρα, αυτή τη φορά σε μια πιο πλούσια χώρα. Καθώς δεν είχαν κανένα ταξιδιωτικό έγγραφο μαζί τους, πλήρωσε έναν λαθρέμπορο να τους μεταφέρει στη Λέσβο μέσω θαλάσσης κι από εκεί θα έβλεπαν πώς θα πήγαιναν στον προορισμό τους. Τα χρήματα δεν ήταν ποτέ πρόβλημα για την οικογένεια.
Η εμπειρία με τη βάρκα ήταν τρομακτική. Τα κύματα χτυπούσαν τις άκρες της και η Ρενέ άρχισε να έχει ναυτία. Προσπάθησε να αγνοήσει τα βλέμματα της μητέρας της καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού τους. Προσπάθησε ν’ αγνοήσει τον τρόπο που μιλούσε στον λαθρέμπορο για εκείνη, λες και ήταν ιδιοκτησία της που έπρεπε να πουλήσει ή να ξεφορτωθεί. Αν η εμπειρία με τη βάρκα ήταν τρομακτική, ο καταυλισμός ήταν πολύ χειρότερος. Η Ρενέ είχε μεγαλώσει σε εύπορο περιβάλλον και οι συνθήκες εκεί, με τις παλιές σκηνές και τους λασπωμένους και βρώμικους ενοίκους, τη σόκαραν. Παντού υπήρχε κόσμος άγνωστος για εκείνη, άνθρωποι ταλαιπωρημένοι, απελπισμένοι που πήγαιναν από δω κι από κει. Το όλο σκηνικό δε θύμιζε καθόλου τον τόπο και τις συνθήκες που μεγάλωσε. Τώρα καλούνταν να ζήσει σε μια άλλη πραγματικότητα, πολύ διαφορετική και αφάνταστα σκληρή. «Από τη μια στιγμή στην άλλη», σκέφτηκε. «Έτσι ξαφνικά, ανατράπηκαν όλα. Γιατί, τι έκανα; Σε τι έφταιξα; Πώς θα ζήσω από δω και πέρα;»
Χάρηκε πάρα πολύ όταν της πρότειναν να μεταφράζει στον καταυλισμό εκεί. Με αυτόν τον τρόπο, μπορούσε κι αυτή να προσφέρει τη βοήθειά της σε ανθρώπους που τη χρειάζονταν. Ήταν κάτι που τη γέμιζε και την ικανοποιούσε. Γνώριζε καλά Αγγλικά και τη μητρική της γλώσσα. Η συνεισφορά της ήταν πολύτιμη. Όμως, το πρόβλημα με τη μητέρα της ήταν ακόμα εκεί. Συνέχιζε να βιώνει ένα συνεχές κύμα προσβολών και ντροπής.
Σιγά σιγά η όλη κατάσταση άρχισε να την κατακλύζει. «Αν είμαι πραγματικά τόσο βάρος», σκέφτηκε με πικρία, «τότε γιατί να μη βγάλω και τους δύο από τη μιζέρια μας». Έτσι κι έκανε. Ή, τουλάχιστον, προσπάθησε να το κάνει. Δυο φορές προσπάθησε να βάλει τέλος στη ζωή της, αλλά δεν τα κατάφερε. Εκείνη την εποχή ένιωθε λιγότερο σαν θαύμα και περισσότερο σαν κατάρα. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν να βάλει τέλος στον πόνο που βίωνε. Δεν το άντεχε άλλο. Ο πόνος της ήταν αβάσταχτος και η πληγή της ψυχής της συνέχιζε να αιμορραγεί.
Μια μέρα, ένας άντρας άρχισε να της μιλάει μέσα από τον φράχτη του καταυλισμού. Ήταν ευγενικός και δεν της φερόταν σαν να ήταν διαφορετική επειδή βρισκόταν εκεί. Την αντιμετώπισε σαν φίλη και άρχισε να της μιλά με ενθουσιασμό στη φωνή του για τον Ιησού. Η Ρενέ ήταν δύσπιστη, αλλά φαινόταν πραγματικά να το πιστεύει, και φαινόταν, κατά κάποιον τρόπο, χαρούμενη. Η Ρενέ δεν ήταν σίγουρη ότι θα μπορούσε ποτέ να γίνει χαρούμενη κι ευτυχισμένη. Θα ανακουφιζόταν, αν μπορούσε απλώς να κοιμηθεί και να μην ξυπνήσει. Ήξερε ότι, ακόμα και όταν μιλούσαν με τον άνθρωπο αυτόν, η μητέρα της προσπαθούσε να την πουλήσει σε κάποιον άντρα. Ο φίλος της τής είπε ότι τόσο αυτός όσο και άλλοι θα προσεύχονταν για εκείνη, ότι ο Ιησούς θα μπορούσε να την ελευθερώσει απ’ ό,τι περνούσε, θα μπορούσε να κάνει ένα θαύμα, ότι την αγαπούσε.
Η Ρενέ δεν καταλάβαινε πώς αυτός ο τύπος αγάπης θα μπορούσε να είναι αληθινός. Η μητέρα της έλεγε ότι την αγαπάει καθώς της φώναζε και τις απηύθυνε προσβολές. Δεν έμοιαζε καθόλου με τον τύπο της αγάπης που περιέγραψε εκείνος ο φίλος.
Προσπάθησε μία ακόμη φορά να δώσει τέλος στη ζωή της και ύστερα σκοτάδι κάλυψε τα πάντα. Ξύπνησε στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου. «Είναι θαύμα», άκουσε κάποιον να λέει. Εκείνη την ώρα, κατάλαβε τι είχε συμβεί. Είχε προσπαθήσει να αυτοκτονήσει ξανά και είχε επιζήσει. Ήταν πραγματικά ένα θαύμα. Ο Θεός την είχε σώσει όχι μία φορά, αλλά τρεις!
Εκείνη τη στιγμή, ήρθε στο μυαλό της η εικόνα εκείνου του φίλου να προσεύχεται γι’ αυτήν, και κατάλαβε και πίστεψε όλα όσα της είχε πει. Ήταν δύσκολο να φανταστεί ότι του είχε μιλήσει μόλις το προηγούμενο απόγευμα. Της φαινόταν ότι όλα είχαν αλλάξει.
Μόλις ένιωσε καλύτερα, ζήτησε μια Αγία Γραφή και άρχισε να διαβάζει όλ’ αυτά που της είχε πει εκείνο το απόγευμα. Αποφάσισε ότι ήθελε να γνωρίσει τον Ιησού. Βέβαια, θα ήταν ένα ακόμη πράγμα που η μητέρα της θα μισούσε σε εκείνη, αλλά δεν την ενδιέφερε τώρα που η μητέρα της θα τη μισούσε. Δε φοβόταν πια.
Όσο καιρό ήταν στο νοσοκομείο, ανέφερε την κακοποίηση από τη μητέρα της. Πέρασε κάποιες πολύ δύσκολες μέρες εκεί, αλλά τελικά η κοινωνική λειτουργός την παρέπεμψε στο Κοινοτικό Σπίτι Δάμαρις. Δεν το είχε ξανακούσει, αλλά ο φίλος αυτός της είπε ότι ήταν ένα ασφαλές μέρος και ότι υπήρχαν χριστιανοί εκεί.
Το Κοινοτικό Σπίτι Δάμαρις διαθέτει ξενώνα και προσφέρει ένα μακροπρόθεσμο Ημερήσιο Πρόγραμμα συναισθηματικής αποκατάστασης τραύματος και απόκτησης δεξιοτήτων ζωής. Η Ρενέ ήθελε μια ευκαιρία να ξαναρχίσει τη ζωή της. Να ξεπεράσει όσα της είχαν συμβεί και να μάθει να ζει ανεξάρτητη και ενδυναμωμένη. Έτσι, αποφάσισε να πάει.
Ήταν καλό να βρίσκεται μακριά από τη μητέρα της και σε ένα νέο περιβάλλον, αλλά επίσης της έπεφτε βαρύ. Τις περισσότερες φορές μπορούσε να παραμείνει ήρεμη, αφήνοντας τα πράγματα να κυλήσουν μόνα τους. Έδωσε τον καλύτερό της εαυτό για να προοδεύσει στο Ημερήσιο Πρόγραμμα. Μερικές φορές ένιωθε ανήσυχη, σα να έπρεπε να κοιτάζει συνεχώς πίσω από την πλάτη της. Επίσης, ήταν δύσκολο να βρίσκεται κοντά σε τόσους πολλούς νέους ανθρώπους. Δεν έλειπαν και οι κρίσεις πανικού.
Άλλες φορές, διαπίστωνε ότι ήταν πολύ εύκολο να λέει απλώς «ναι» σε όλα. «Τι θα γίνει», αναρωτήθηκε, «αν απογοητεύσω κάποιον;» Αλλά αυτό ακριβώς, όπως το να μάθει να μαγειρεύει και να καθαρίζει, ήταν κάτι το οποίο μπορούσε να το δουλέψει. Και το έκανε.
Η Ρενέ αρίστευσε στο πρόγραμμα του Δάμαρις και μάλιστα συνέχισε τις σπουδές της. Από εδώ και στο εξής, ήταν προσεκτική, αφοσιωμένη και μπορούσε να κοιτάξει το μέλλον με ελπίδα. Της φαινόταν ότι η ζωή έκρυβε γι’ αυτήν πολλές ακόμη χαρές.
Κοιτάζοντας πίσω, μπορεί να δει ότι πολλά πράγματα πήγαν στραβά. Βλέπει ότι οι άνθρωποι της είχαν συμπεριφερθεί άσχημα, ότι η μητέρα της ήταν σκληρή. Αλλά εκ των υστέρων, μπορεί επίσης να δει πώς ο Θεός τα χρησιμοποίησε όλ’ αυτά για να τη φέρει κοντά Του. Η Ρενέ δεν είναι σίγουρη αν θα είχε μάθει να Τον εμπιστεύεται, με άλλον τρόπο. Όσο κι αν υπάρχουν πράγματα που θα προτιμούσε να μην της είχαν συμβεί, κακοποίηση που θα προτιμούσε να μην είχε υποστεί, παίρνει δύναμη βλέποντας πώς ο Θεός ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσει όλ’ αυτά για τους σκοπούς Του. Σίγουρα δεν μπορούσε να δει τον Θεό να εργάζεται όταν αυτά συνέβαιναν, αλλά η εκ των υστέρων συνειδητοποίηση της αγάπης του Θεού είναι κάτι μοναδικό για εκείνη.
*Μια αληθινή ιστορία ωφελούμενης από το Κοινοτικό Σπίτι Δάμαρις