Σχέση εργαζόμενου – εργοδότη κατά το πρότυπο του απ. Παύλου

three men sitting while using laptops and watching man beside whiteboard

Το μεσοδιάστημα μεταξύ της κατάρρευσης του κομμουνιστικού καθεστώτος και της ανερχόμενης πτώσης του καπιταλισμού βρίσκει τους περισσότερους Έλληνες να ταλαντεύονται μεταξύ δύο μεγάλων πολιτικοοικονομικών ελλείψεων. Η κρίση του μεσοδιαστήματος πιέζει τον Έλληνα πολίτη να διαλέξει κάτι μεταξύ γκρεμού και ρέματος. Πιο συγκεκριμένα, το εργασιακό σύστημα από το οποίο εξαρτώνται εκατομμύρια άνθρωποι φαίνεται να χάνει την αξιοπιστία του, χωρίς τις υποσχόμενες εναλλακτικές. Πώς μοιράζεται η δικαιοσύνη μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη;

Η ανάγκη για διευκρίνιση των αρχών της Καινής Διαθήκης στο θέμα της εργασιακής σχέσης εργαζόμενου-εργοδότη έχει γίνει πιο απαραίτητη σήμερα από ποτέ, επειδή μέσα στην κρίση, ο χριστιανός πολίτης αναζητάει τις χριστιανικές αρχές που θα τον οδηγήσουν σε μια κατανόηση του ρόλου του μέσα στην κοινωνία. Μολονότι η Καινή Διαθήκη διαθέτει αρκετό υλικό για να αναπτύξει κάποιος μια ολοκληρωμένη θεολογία της εργασίας, στο άρθρο αυτό θα περιοριστούμε στην αντίληψη του απ. Παύλου της σχέσης εργαζόμενου-εργοδότη. Πιο συγκεκριμένα, θα εξετάσουμε τις οδηγίες του απ. Παύλου στους δούλους και κυρίους της εποχής του όπως αυτές εμφανίζονται στην Εφεσίους 6:5-9. 

Η εργασιακή σχέση δούλου – κυρίου την εποχή της Καινής Διαθήκης

Προτού περιγράψουμε τις χριστιανικές αρχές που διέπουν τη σχέση εργαζόμενου-εργοδότη σύμφωνα με την Εφ. 6:5-9 (και Κολ. 3:22–4:1), ερχόμαστε αντιμέτωποι με την εξής πιθανή αντίρρηση: Πώς δικαιολογείται η εφαρμογή αρχών που διέπουν μια σχέση δούλου-κυρίου την εποχή της Καινής Διαθήκης στη σημερινή εργασιακή σχέση μεταξύ εργαζόμενου-εργοδότη; Με ποιο τρόπο η δουλεία της Καινής Διαθήκης παραλληλίζεται με το σημερινό οικονομικό εργασιακό σύστημα; Που βασίζεται η προϋπόθεση ότι οι οδηγίες που δίνει ο απ. Παύλος στους δούλους και κυρίους της εποχής του παραπέμπουν σε εργασιακή σχέση ανάλογη αυτής του 21ου αιώνα; 

Πρωταρχικά, κάνουμε λάθος εάν αξιολογούμε το αρχαίο σύστημα δουλείας προϊδεασμένοι από την σημερινή μας αντίληψη περί δουλείας. Ο τρόπος με τον οποίο λειτούργησε η δουλεία τα τελευταία πεντακόσια χρόνια, με την εισαγωγή έγχρωμων Αφρικανών στην Ευρώπη και Βόρεια Αμερική, και την άθλια μεταχείρισή τους, διαφέρει αρκετά από το σύστημα δουλείας που συναντάμε στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία του 1ου αιώνα μ.Χ.

Η δουλεία στην εποχή της Καινής Διαθήκης αποτελεί κοινή οικονομική πολιτική και αποδεκτό εργασιακό σύστημα, κάτω από το οποίο οι δούλοι όχι μόνο είχαν συγκεκριμένα δικαιώματα, αλλά και αμείβονταν για την εργασία τους1. Με εξαίρεση την κατηγορία των δούλων που εργάζονταν στους αγρούς, τα ορυχεία ή τις γαλέρες (αστικοί δούλοι), συναντάμε μια «μεσαία τάξη» δούλων, οι οποίοι αποτελούσαν μεγάλο μέρος του εργασιακού δυναμικού της αρχαίας κοινωνίας (οικιακοί δούλοι). Οι δούλοι της τελευταίας κατηγορίας ανήκαν σε ιδιώτες και αποτελούσαν μέρος της ευρύτερης οικογένειας που υπηρετούσαν (οίκος). Ενώ κάποιοι από αυτούς εργάζονταν ως σερβιτόροι, κηπουροί, καθαριστές, κ.α., ανάμεσά τους βρίσκουμε δούλους που εργάζονταν ως τραπεζίτες, γιατροί, γραμματείς, επενδυτές, επιστάτες, δάσκαλοι, λογιστές, ποιητές, φιλόσοφοι, ή μουσικοί. Έτσι, οι οικιακοί δούλοι εκπαιδεύονταν για να προσφέρουν υπηρεσίες ανάλογες της εξειδίκευσής τους, ενώ ταυτόχρονα είχαν δικαίωμα ιατρικής περίθαλψης, συμμετείχαν στα κοινά (γιορτές, θέατρα, κτλ.), και σε κάποιες περιπτώσεις, έχαιραν το δικαίωμα εξαγοράς της ελευθερίας τους εάν είχαν τα χρήματα2. Σε κάποιες περιπτώσεις, ο δούλος είχε δικαίωμα απόκτησης δικών του δούλων, ακόμα και αγοράς ακινήτων. Είναι φυσικό, λοιπόν, ένας δούλος που εργαζόταν σε μια ευκατάστατη οικογένεια να απολάμβανε μεγαλύτερες απολαβές και να ζούσε σε καλύτερες συνθήκες διαβίωσης από έναν φτωχό πολίτη3. Έτσι, δεν μας εκπλήσσει τo σχόλιο του Bartchy το οποίο επισφραγίζει την εντύπωση που έχουμε χτίσει μέχρι τώρα: «οι περισσότεροι δούλοι είχαν καλή μεταχείριση», γι’ αυτό και «οι περισσότεροι δούλοι του πρώτου αιώνα είχαν αποδεχτεί τη θέση τους και ήταν ικανοποιημένοι»4.

Το γεγονός ότι κάποιος μπορεί να βρει παραδείγματα εκμετάλλευσης δούλων την εποχή της Καινής Διαθήκης (και είμαι σίγουρος υπάρχουν αρκετά)5 δεν σημαίνει ότι η δουλεία της εποχής εκείνης αντιστοιχεί στην αθλιότητα του συστήματος της σύγχρονης δουλείας, ή ότι η δουλεία του 1ου αιώνα μ. Χ. δεν αντιστοιχεί σε ανάλογο εργασιακό σύστημα6. Παραδείγματα καταπίεσης και εκμετάλλευσης υπάρχουν ως πιθανότητα σε κάθε εργασιακό σύστημα, σε όλους τους αιώνες. Για παράδειγμα, το οικονομικό σύστημα του Φεουδαλισμού του μεσαίωνα της Ευρώπης οδήγησε στην εκμετάλλευση των αγροτών, καθώς και η αναζήτηση φθηνού εργατικού δυναμικού δημιούργησε τα προλεταριάτα του 17ου και 18ου αιώνα μ. Χ. Παρόλα αυτά, ενώ τέτοια οικονομικά συστήματα μπορούν να χαρακτηριστούν άδικα, δεν παύουν να ορίζουν την εργασιακή σχέση της εποχής τους, μια σχέση εργαζόμενου-εργοδότη7.

Συμπεραίνουμε, λοιπόν, πως το σύστημα της δουλείας στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία του 1ου αιώνα περικλείει ένα ευρύ φάσμα δούλων (αστικούς και οικιακούς), στο οποίο αναμφίβολα συναντάμε περιπτώσεις εκμετάλλευσης, αλλά και αρκετές περιπτώσεις προνομιούχων. Παρόλη την άδικη φύση του συστήματος, δεν παύει να λειτουργεί ως το κατεξοχήν εργασιακό σύστημα της εποχής, ιδιαίτερα όσον αφορά την κατηγορία των οικιακών δούλων. Θυμίζουμε ότι όταν ο απ. Παύλος απευθύνεται στους δούλους και τους κυρίους της εποχής του (στο Εφ. 6:5-9 και Κολ. 3:22–4:1), απευθύνεται σε οικιακούς δούλους, το είδος της δουλείας που αντιστοιχεί στην σημερινή εργασιακή ιδέα εργαζόμενου-εργοδότη8. Εάν αυτό ισχύει, τότε μπορούμε με σχετική ασφάλεια να αντλήσουμε αρχές από τις προτροπές του απ. Παύλου για σήμερα, έχοντας πάντοτε υπόψη τις διαφορές των δύο εργασιακών συστημάτων (του 1ου αιώνα και του σημερινού).

Θεολογικές αρχές που διέπουν τη σχέση εργαζόμενου – εργοδότη

Προτού αναφερθούμε στις συγκεκριμένες υποχρεώσεις εργαζόμενου και εργοδότη, αξίζει να σημειώσουμε ότι οι οδηγίες του απ. Παύλου στους εργαζόμενους και εργοδότες της εποχής του θεμελιώνονται σε δύο βασικές θεολογικές αρχές: την κυριότητα του Ιησού Χριστού και την τελική ανταπόδοση του Θεού για κάθε πράξη. Η θεμελίωση αυτή ενισχύει την πεποίθησή μας ότι οι προτροπές του απ. Παύλου έχουν διαχρονική αξία. Έτσι, η συμπεριφορά εργαζόμενου και εργοδότη διαμορφώνεται από την χριστολογική πραγματικότητα ότι ο Ιησούς υπάρχει ως Κύριος όλων, αλλά και από την εσχατολογική αλήθεια ότι μια μέρα όλοι θα ανταμειφτούν ανάλογα με τις πράξεις τους9.

Η Χριστολογική Αρχή. Ένας υπαινιγμός στην χριστολογική αρχή είναι η επανάληψη της ιδέας ὡς τῷ Κυρίῳ. Αυτή η ιδέα επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά στις φράσεις ὡς τῷ Χριστῷ (Εφ. 6:5), ὡς δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ (Εφ. 6:6), ὡς τῷ Κυρίῳ (Εφ. 6:7)10, παρὰ τοῦ Κυρίου (Εφ. 6:8),ὁ Κύριός ἐστιν ἐν οὐρανοῖς (Εφ. 6:9), και θυμίζει σε εργαζόμενο και εργοδότη ότι η οποιαδήποτε εργασιακή σχέση ορίζεται από τη βασική θεολογική αλήθεια ότι ο Ιησούς υπάρχει ως Κύριος όλων, εργαζόμενου και εργοδότη. Η ιδέα πίσω από τις φράσεις αυτές είναι ότι δούλοι και αφέντες έχουν πρώτα υποχρέωση υπηρεσίας στον Χριστό, οπότε η επίγεια ευθύνη εργασίας ή επίβλεψης, αν γίνει με σωστή προδιάθεση και καρδιά, ανάγεται σε λειτούργημα υπηρεσίας στον Χριστό. Ο χώρος εργασίας μεταμορφώνεται σε πεδίο υπηρεσίας, όπου, ανεξάρτητα από ρόλους, ο ένας αποβλέπει στο καλό του άλλου. 

Η κυριότητα του Χριστού επάνω σε όλους, εργαζόμενο και εργοδότη, σηματοδοτεί μια κάθετη εργασιακή υποχρέωση του κάθε ατόμου, η οποία συνενώνει όλα τα κοινωνικά στρώματα κάτω από την εξής βασική αρχή: την υπηρεσία του Χριστού. Η αρχή αυτή, παρόλο που εφαρμόζεται στο υπάρχων (ελλιπές) εργασιακό σύστημα, σπρώχνει προς τον επαναπροσδιορισμό του, αξιολογώντας τις υποχρεώσεις δούλων και αφεντών με ένα νέο κριτήριο, αυτό της υπακοής στον Χριστό. Έτσι, οι δούλοι δεν αξιολογούνται με κριτήριο την πιστότητά τους στο θέλημα του αφέντη τους (παρά την υπηρεσία που προσφέρουν), αλλά με κριτήριο την πιστότητά τους στο θέλημα του Θεού (Εφ. 6:6). Παρόμοια και οι αφέντες αξιολογούνται από τον Κύριο (Εφ. 6:9), δηλ. καλούνται να εξετάσουν εάν η διαχείριση του εργατικού δυναμικού αντιστοιχεί στο θέλημα του Θεού. Εργαζόμενοι και εργοδότες, δούλοι και αφέντες, όλοι λειτουργούν ως υπηρέτες του ίδιου Κυρίου, έχοντας ίση μεταχείριση από έναν Θεό που δεν είναι προσωπολήπτης (Εφ. 6:9). 

Η έμφαση, λοιπόν, δεν δίνεται στην αναθεώρηση του υπάρχων συστήματος, αλλά στην ανασυγκρότηση των ανθρώπινων σχέσεων, ώστε το πρόβλημα να τεθεί στη σωστή του βάση: το σύστημα υπολειτουργεί, επειδή οι ανθρώπινες σχέσεις υπολειτουργούν. Η χριστολογική αρχή έχει τη δύναμη να μεταμορφώσει τις εργασιακές σχέσεις μέσα στην κοινωνία, και δεν αποσκοπεί στην άμεση εξωτερική αναδιάρθρωση του εκάστοτε εργασιακού συστήματος, αλλά στην εσωτερική αναδιάρθρωση των σχέσεων μέσα από την εντολή της αγάπης και της αλληλεγγύης (ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις, Εφ. 5:21). Γι’ αυτό το λόγο, ο απ. Παύλος δεν προσπαθεί να καταλύσει το εργασιακό σύστημα της δουλείας (παρόλη την άδικη φύση του συστήματος), αλλά εμφυτεύει σε δούλους και αφέντες την αρχή της κυριότητας του Χριστού και την υποχρέωση της υποταγής σε Αυτόν, ο οποίος εντέλει την αγάπη. Η εντολή αυτή της αγάπης (και της αλληλεγγύης) μεταφράζει την υποχρέωση των δούλων για υπακοή ως κάτι που γίνεται με την καρδιά ή την ψυχή (ἐν ἁπλότητι τῆς καρδίας στο 6:5, και ἐκ ψυχῆς στο 6:6), πράττοντας τελικά αυτό που είναι «αγαθό» για τον άλλο (Εφ. 6:8). Ως αποτέλεσμα, οι υποχρεώσεις εργαζόμενων και εργοδοτών, όποιες κι αν είναι αυτές, γίνονται κανάλια μέσα από τα οποία η αγάπη του Θεού υπηρετεί και τις δύο πλευρές. 

Η Εσχατολογική Αρχή. Η εσχατολογική θεμελίωση της προτροπής του απ. Παύλου φανερώνεται από την χρήση της μετοχής εἰδότες, η οποία εμφανίζεται δύο φορές, η μια απευθυνόμενη στους δούλους (Εφ. 6:8, δες και Κολ. 3:24) και η άλλη στους κυρίους (Εφ. 6:9, δες και Κολ. 4:1). Η ιδέα πίσω από την χρήση της μετοχής είναι ότι δούλοι και κύριοι καλούνται να υπακούσουν στις οδηγίες του απ. Παύλου «επειδή γνωρίζουν»11 την βαθύτερη θεολογική αλήθεια που τους παραθέτει. Έτσι, στην περίπτωση των δούλων, η εντολή να υπακούν τους κατά κόσμο κυρίους τους (Εφ. 6:5) συνοδεύεται από την εσχατολογική αιτία, «επειδή γνωρίζετε ότι για το καλό που κάνει κανείς θα ανταμειφθεί από τον Κύριο, είτε είναι δούλος είτε είναι ελεύθερος» (Εφ. 6:8). Αλλά και στην περίπτωση των αφεντών, η εντολή να φέρονται παρόμοια στους δούλους συνοδεύεται από ανάλογη αιτία, «επειδή γνωρίζετε ότι ο δικός τους και ο δικός σας Κύριος είναι στους ουρανούς· και Αυτός δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε πρόσωπα» (Εφ. 6:9).

Η γνώση της ίσης μεταχείρισης από τον Θεό στην τελική κρίση (χωρίς προσωποληψία ή εύνοια) προσθέτει στην αρχή της κυριότητας του Χριστού μια εσχατολογική προοπτική. Όχι μόνο ο Χριστός είναι Κύριος όλων, αλλά το τέλος του καθενός εξαρτάται από το καλό που έπραξε ως υπηρεσία στον Θεό. Έτσι, η κατάληξη του πιστού δεν εξαρτάται από το αν αδικήθηκε, αν ζημιώθηκε ή όχι, αλλά από το αν ο ίδιος αδίκησε, αν ζημίωσε τον άλλο ή όχι (Εφ. 6:8 και Κολ. 3:24-25). Η άδικη πράξη του άλλου, εργαζόμενου ή εργοδότη, δεν αποτελεί αυτόματη δικαίωση του εαυτού. Η αλήθεια αυτή αναθεωρεί την πράξη της αδικίας, ως πράξη που αυτομάτως καθιστά δικαιώματα στον αδικημένο. Όλοι οι παράγοντες σε μια εργασιακή σχέση (και κατ’ επέκταση σε μια ανθρώπινη σχέση) καλούνται να ενεργήσουν για το καλό ή προς το συμφέρον του άλλου. Κι αυτή η μεταστροφή προς το καλό θα τους δικαιώσει στην τελική κρίση.

Η ιδέα της εσχατολογικής ανταμοιβής (Εφ. 6:8), λοιπόν, γίνεται το βασικό κίνητρο της υπακοής στις προτροπές του απ. Παύλου. Το κίνητρο αυτό δεν φαίνεται να έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα (δηλ., υπακούω για προσωπικό κέρδος), αλλά μάλλον αποσκοπεί στην άσκηση της υπομονής μέσα στην αδικία, περιμένοντας την τελική δικαίωση του Θεού12. Δούλοι και αφέντες αποβλέπουν στην δικαιοσύνη του Θεού και αναπαύονται στην δικαιοκρισία του Χριστού. Οπωσδήποτε, το κίνητρο για εσχατολογική δικαίωση υπαινίσσεται την ανεπάρκεια των ανθρώπινων εργασιακών συστημάτων να αποδώσουν δικαιοσύνη, και εκπαιδεύει τον πιστό να μην αποβλέπει στο προσωρινό, αλλά στο αιώνιο. Δούλοι κι ελεύθεροι μαζί προσμένουν τη δίκαιη ανταπόδοσή τους, όχι από άνθρωπο, αλλά «παρά Κυρίου» (Εφ. 6:8). 

Όμως, ενώ το παρόν εργασιακό σύστημα από μόνο του δεν αποτελεί εγγύηση δίκαιων συναλλαγών, η εσχατολογική ελπίδα του πιστού μπορεί να το μεταμορφώσει σε αρένα πράξεων δικαιοσύνης. Αυτό συμβαίνει επειδή η ελπίδα του πιστού για απόδοση δικαιοσύνης στο μέλλον ορίζει τις πράξεις του στο παρόν, ώστε οι τωρινές πράξεις να αντανακλούν τη δικαιοσύνη του μέλλοντος. Κάθε φορά, δηλαδή, που ο πιστός (εργαζόμενος ή εργοδότης) επιχειρεί να στολίσει την συμπεριφορά του με πράξεις που βρίσκουν εσχατολογική ανταπόδοση, οι πράξεις αυτές κατ’ ανάγκη εναρμονίζονται με τη δικαιοσύνη του Θεού.

Η υποχρέωση του εργαζόμενου

Περνάμε στις συγκεκριμένες οδηγίες του απ. Παύλου που ορίζουν τη σχέση εργαζόμενου-εργοδότη, με μια μικρή επιφύλαξη. Ενώ δεχόμαστε ότι οι οδηγίες του απ. Παύλου απευθύνονται σε ανάλογη εργασιακή σχέση της εποχής του, το δουλικό σύστημα στο οποίο απευθύνεται διαφέρει σημαντικά από τα σημερινά εργασιακά συστήματα , με αποτέλεσμα η ερμηνευτική μεταφορά των οδηγιών αυτών και εφαρμογή τους στο σήμερα να απαιτεί μια κάποια ερμηνευτική ευαισθησία. Το επιθυμητό αποτέλεσμα είναι να μεταφραστεί η οδηγία του απ. Παύλου στο σήμερα με τρόπο που δεν αλλοιώνει την αρχική του πρόθεση. Θα εξετάσουμε πρώτα την υποχρέωση που θέτει ο απ. Παύλος για τους δούλους.

Η προτροπή του απ. Παύλου στους δούλους της εποχής του περιέχει μόνο ένα κύριο ρήμα, «ὑπακούετε» (Εφ. 6:5), το οποίο και συνοψίζει την υποχρέωση των δούλων στους κυρίους τους. Το υπόλοιπο της ενότητας που απευθύνεται στους δούλους (Εφ. 6:5-8) αποτελεί μια σειρά από δευτερεύουσες προτάσεις που προσδιορίζουν αυτή τη μοναδική υποχρέωση της υπακοής13. Η ευθύνη της υπακοής οφείλεται στους «κατά σάρκα» κυρίους, φράση που μάλλον θέλει να ξεχωρίσει τον «γήινο» αφέντη από τον «ουράνιο» Κύριο (δες Εφ. 6:9), αν και η φράση αυτή ίσως υπαινίσσεται την ενδεχομένως «κατά σάρκα», άδικη συμπεριφορά του γήινου αφέντη. Η υπακοή, λοιπόν, παρουσιάζεται ως υποχρέωση χωρίς όρους14.

Ένας πρώτος προβληματισμός εγείρεται, στη σκέψη ότι η προτροπή αυτή από μόνη της όχι μόνο δεν αλλάζει την ευθύνη των δούλων της τότε κοινωνίας, αλλά φαίνεται να επιδοκιμάζει την κοινή αντίληψη της εποχής. Πώς είναι δυνατόν ο απ. Παύλος, γράφοντας εμπνευσμένος από το Πνεύμα του Θεού, να μην προείδε την αδικία του δουλικού συστήματος; Κι αν την προείδε, πώς είναι δυνατόν εκείνος που επανειλημμένως δεν δίστασε να ορθώσει την αλήθεια μπροστά στον κίνδυνο του θανάτου, εδώ να «υποχωρεί» από το να εκθέσει την αδικία; Επειδή, ακόμα κι αν ανατρέξουμε σε άλλες Παύλειες επιστολές, θα βρούμε την ίδια ακριβώς οδηγία: οι δούλοι οφείλουν να υπακούν τους κυρίους τους15.

Επαναλαμβάνοντας την υποχρέωση του δούλου για υπακοή, ο απ. Παύλος δεν συστήνει απαραίτητα το σύστημα δουλείας, αλλά ούτε και προσπαθεί να το ανατρέψει με ανταρσία. Η στάση του φαίνεται να εκφράζει μια πρώτη αδιαφορία για την υπονόμευση του πολιτικοοικονομικού συστήματος, όχι επειδή ο πιστός δεν καλείται να αγωνιστεί για την εδραίωση μιας δίκαιης οικονομικής πολιτικής, αλλά επειδή σε κάθε στιγμή καλείται να λειτουργήσει με υπακοή στις υπάρχουσες διατάξεις και νόμους (έως ότου επιτευχθεί κάποια αλλαγή). Παρόμοια συμβουλή δίνεται στη σχέση του πιστού με το αυτοκρατορικό καθεστώς της εποχής του απ. Παύλου στην Ρωμαίους 13:1-7. Η ιδέα, λοιπόν, πίσω από την υποχρέωση της υπακοής είναι η ανάλογη συμμόρφωση του εργαζόμενου με τα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα της εποχής του. 

Το ανατρεπτικό στοιχείο στη σκέψη του απ. Παύλου, επομένως, δεν βρίσκεται στην ιδέα της υπακοής, αλλά στον τρόπο της υπακοής. Εκείνο που ανατρέπει τα δεδομένα της εποχής δεν είναι ότι οι δούλοι καλούνται να υπακούσουν τους κυρίους τους, αλλά το πώς θα υπακούσουν. Και σε αυτό το σημείο αξίζει να παραθέσουμε τα πέντε στοιχεία που χαρακτηρίζουν την εργασιακή προσφορά του χριστιανού εργαζόμενου, η οποία προτρέχει να ξεχωρίσει τον εαυτό της από μια τυπική συμμόρφωση υπακοής: 

  1. με φόβο και τρόμο (Εφ. 6:5)
  2. με απλότητα καρδιάς (Εφ. 6:5)
  3. όπως θα υπακούατε τον Χριστό (Εφ. 6:5)
  4. όχι για τα μάτια, για να είστε αρεστοί στους ανθρώπους, αλλά για να εκπληρώνετε ολόψυχα το θέλημα του Θεού ως δούλοι Χριστού (Εφ. 6:6)
  5. καλόβουλα, σαν να δουλεύετε για τον Κύριο και όχι για τους ανθρώπους (Εφ. 6:7)

Συνεπώς, η ευθύνη του εργαζόμενου προς τον εργοδότη (και κατ’ επέκταση προς τον Θεό) αποκτά την εξής ανατρεπτική διάσταση: ο εργαζόμενος καλείται να αποκτήσει συγκεκριμένο εργασιακό ήθος με ιδιαίτερα ποιοτικά γνωρίσματα. Η «απλότητα καρδιάς» παραπέμπει στην ειλικρίνεια και τη γνησιότητα του εργαζόμενου σε αντίθεση με το ήθος της υποκρισίας και την παραποίηση της αλήθειας. Η αναφορά στην «ολόψυχη υπακοή» (ὑπακούετε) αποτρέπει την τυπική συμμόρφωση που θέλει να καταφύγει στο ελάχιστο (ὡς ἀνθρωπάρεσκοι), και επιστρατεύει την ψυχή που επιθυμεί να προσφέρει το μέγιστο δυνατό. Η ολόψυχη συμμετοχή του εργαζόμενου εκπληρώνει και «το θέλημα του Θεού». Επιπλέον, η «καλόβουλη» διάθεση (μετ’ εὐνοίας) με την οποία εργάζεται ο πιστός αποκλείει τη νωθρότητα, και προάγει το πνεύμα του ενθουσιασμού16. Το συγκεκριμένο ήθος καθίσταται αναγκαίο στον χριστιανό εργαζόμενο επειδή έχει αποκτήσει έναν άλλο Κύριο, τον Χριστό, και η εργασιακή του απασχόληση εντάσσεται κάτω από την επίβλεψή Του, οπότε η οποιαδήποτε υπηρεσία γίνεται ὡς τῷ Χριστῷ (Εφ. 6:5), ή ὡς τῷ Κυρίῳ (Εφ. 6:7).

Τέλος, η φράση «με φόβο και τρόμο» πιθανότατα δεν ερμηνεύεται με την άκαμπτη κυριολεκτική έννοια της καλλιέργειας φοβίας και τρομάρας, ανησυχίας και πανικού, αλλά πιο πιθανό αναφέρεται στην εθελούσια ανοχή των ρόλων ευθύνης στην εργασιακή σχέση δούλου-αφέντη17. Η έκφραση «φόβος και τρόμος» χρησιμοποιείται συχνά στην Παλαιά Διαθήκη για να περιγράψει την πληρότητα της εξουσίας ενός καθεστώτος, είτε καλού είτε κακού (π.χ., Γεν. 9:2, Εξ. 15:16, Δευτ. 2:25, Ψαλ. 2:11), αλλά την συναντάμε επίσης στην Καινή Διαθήκη για να δηλώσει την πλήρη συμμόρφωση ή ενδοτική στάση των πιστών προς την ηγεσία της εκκλησίας (Α’ Κορ. 2:3, Β’ Κορ. 7:15, Φιλ. 2:12). Οπωσδήποτε, η αναγνώριση και αποδοχή των εργασιακών ρόλων, όπως και το εύρος των δικαιωμάτων που αντιστοιχούν σε εργαζόμενο και εργοδότη, διαφέρει από μια κοινωνία σε άλλη, και από το ένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα στο άλλο. Επομένως, ο προσδιορισμός «με φόβο και τρόμο» ουσιαστικά προσθέτει στο ήθος του εργαζόμενου συγκατάβαση με την πραγματικότητα του αφεντικού ή προϊσταμένου όπως αυτή ορίζεται από την κοινωνία, σε αντίθεση με το ήθος του στασιαστή, από τον οποίο απουσιάζει ο ανάλογος σεβασμός των εργασιακών ρόλων18.

Καταλήγουμε, λοιπόν, στην ευθύνη διαμόρφωσης ενός χριστιανικού ήθους για όλους τους εργαζόμενους. Διοικητικά στελέχη, καθαρίστριες, δάσκαλοι, υπάλληλοι γραφείου, γιατροί, πωλητές, δικηγόροι, αστυνόμοι, ιερείς, κ.α., όλοι έχουν την υποχρέωση να αναδείξουν τα ποιοτικά γνωρίσματα του χριστιανού: συγκατάβαση με τους  εργασιακούς ρόλους που αποδίδει η κοινωνία, ειλικρίνεια, ολόψυχη υπηρεσία, και καλή διάθεση, όπως θα υπάκουε κανείς τον Χριστό. 

Η υποχρέωση του εργοδότη

Έχοντας συνοψίσει την ευθύνη του εργαζόμενου σε μια εντολή, «ὑπακούετε» (Εφ. 6:5), την οποία και έχρισε με χριστιανικό ήθος (Εφ. 6:5-8), ο απ. Παύλος δεν αισθάνεται ότι έχει πολλά να προσθέσει στην υποχρέωση του εργοδότη, αφού κι αυτή συνοψίζεται παρόμοια: «τὰ αὐτὰ ποιεῖτε πρὸς αὐτούς» (Εφ. 6:9). Με την έκφραση «τὰ αὐτὰ ποιεῖτε», ο απ. Παύλος παραπέμπει ασφαλώς στο ήθος που έχει ήδη αναπτύξει για τον εργαζόμενο. Με την ίδια έκφραση, όμως, φαίνεται να αποδίδει ίση βαρύτητα στις υποχρεώσεις εργαζόμενων και εργοδοτών μπροστά στον Θεό19. Οπωσδήποτε, η συγκεκριμένη εντολή της «υπακοής» δεν μεταφέρεται στους εργοδότες, ώστε οι εργοδότες να υπακούν τους δούλους. Όμως, το γεγονός της κυριότητας του Χριστού επάνω σε δούλο και αφέντη, υπό μια έννοια, καλεί και τις δύο πλευρές να υποταχθούν ο ένας στον άλλο (ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ, Εφ. 5:21). Αυτή η αλήθεια επιβεβαιώνει την προηγούμενη παρατήρησή μας ότι η έμφαση στις οδηγίες για τους δούλους δεν βρίσκεται στην εντολή της «υπακοής», αλλά στο ήθος του πώς υπακούω. Παρόμοια, οι εργοδότες καλούνται να εξετάσουν τον τρόπο με τον οποίο διοικούν τον εργαζόμενο. Ο τρόπος διοίκησης του εργοδότη, εάν ντυθεί το κατάλληλο χριστιανικό ήθος, καταλήγει να υπηρετεί τον εργαζόμενο.  

Έτσι, ο εργοδότης καλείται κι αυτός να ειλικρινείς, γνήσιος, ολόψυχος και καλόβουλος στις υποχρεώσεις του απέναντι στον εργαζόμενο, που σημαίνει ότι παραμερίζει την οποιαδήποτε υποκρισία, ψέμα, και αδικία. Όπως ο εργαζόμενος εργάζεται ολόψυχα και αποδίδει το μέγιστο, έτσι κι ο εργοδότης οφείλει να προσφέρει το μέγιστο δυνατό σε κάθε εργαζόμενο. Όπως ο εργαζόμενος συμβάλει με μια ευχάριστη διάθεση ζήλου, το ίδιο κι ο εργοδότης οφείλει να καλλιεργήσει μια ανοιχτή διάθεση αναγνώρισης και επαίνου. Στην προς Κολοσσαείς επιστολή βρίσκουμε την επιπλέον οδηγία: «να δίνετε στους δούλους σας ό,τι είναι δίκαιο κι αντάξιο της εργασίας τους» (Κολ. 4:1). Ίσως και η αναφορά στον χαρακτήρα του Θεού ότι δεν είναι προσωπολήπτης να μην βρίσκεται εδώ τυχαία (Εφ. 6:9), αλλά να υπαινίσσεται την ευθύνη του εργοδότη να μιμηθεί τον Θεό σε αυτό το χαρακτηριστικό. 

Τέλος, ο απ. Παύλος προσθέτει στο εργασιακό ήθος του εργοδότη ένα ακόμα γνώρισμα: «αφήστε κατά μέρος τις απειλές» (Εφ. 6:9). Η εξήγηση αυτή θυμίζει στον εργοδότη τον περιορισμό της εξουσίας του, κι ότι δεν έχει δικαίωμα κατάχρησης του εργασιακού του ρόλου. Μάλιστα, η στέρηση του δικαιώματος της απειλής δεν προστατεύει μονάχα τον δούλο από τη βία, αλλά υπονομεύει κι αυτό ολόκληρο το σύστημα της δουλείας. Κι εδώ επανερχόμαστε στην πρότασή μας ότι το χριστιανικό εργασιακό ήθος, όταν ενσαρκωθεί στις ζωές των πιστών, έχει τη δύναμη να μετασχηματίσει τις εργασιακές σχέσεις σε βαθμό που αναδεικνύει ψήγματα της πολιτείας του Θεού. Ίσως ο απ. Παύλος (και ο Χριστός;) οραματίστηκε την ανατρεπτική φύση του ευαγγελίου να δρα μέσα από την καρδιά και μέσα από τις ανθρώπινες σχέσεις, για να αγγίξει την κοινωνία και το πολιτικοοικονομικό σύστημα του κόσμου20.

Το συμπέρασμα αυτό συμβαδίζει με την χριστολογική και εσχατολογική θεμελίωση του απ. Παύλου. Σε αυτή την θεμελίωση είδαμε ότι ο σκοπός των οδηγιών προς εργαζόμενο και εργοδότη δεν είναι η αναδιάρθρωση του εργασιακού συστήματος, αφού η έλλειψη δικαιοσύνης μέσα στην κοινωνία έχει βαθύτερα αίτια, αλλά ο ανασχηματισμός των ανθρώπινων σχέσεων στην εργασία και το χτίσιμο ενός χριστιανικού εργασιακού ήθους. Το ήθος αυτό, όταν εφαρμοστεί επιτυχώς, έχει τη δύναμη να αναδείξει τη δικαιοσύνη του Θεού και να παράγει μια γεύση της εσχατολογικής πολιτείας του Θεού.

Επίλογος

Είδαμε, λοιπόν, ότι το πρότυπο του απ. Παύλου στη σχέση εργαζόμενου-εργοδότη δεν φαίνεται να περιλαμβάνει κάποια πολιτικοοικονομική διάσταση, αλλά ένα συγκεκριμένο εργασιακό ήθος, το οποίο θεμελιώνεται σε δύο βασικές θεολογικές αλήθειες: (1) ο Χριστός είναι Κύριος όλων (και συνεπώς εργοδότης όλων), και (2) οι πράξεις εργαζόμενου και εργοδότη θα βρουν την ανάλογη ανταμοιβή τους στην τελική κρίση. Και οι δύο αυτές αλήθειες, η χριστολογική και η εσχατολογική, ξεσκεπάζουν την αδυναμία των ανθρώπινων συστημάτων να αποδώσουν δικαιοσύνη, και κινητοποιούν τον πιστό να πλαισιώσει τις εργασιακές του σχέσεις βάσει της δικαιοσύνης του Θεού. Έτσι, παρόλο που ο απ. Παύλος φαίνεται να αδιαφορεί για την άμεση ανατροπή του οικονομικού εργασιακού συστήματος της εποχής του, όσο άδικο κι αν είναι αυτό, εκείνο που ανατρέπεται είναι το ήθος της εργασιακής σχέσης εργαζόμενου-εργοδότη, το οποίο ήθος αποτελεί την «αιχμή του δόρατος» όσον αφορά την ανασυγκρότηση των κοινωνικών δομών. Η ειλικρίνεια, η ολόψυχη και καλόβουλη διάθεση, η αλληλεγγύη, και η δίκαιη συναλλαγή που επιθυμεί το μέγιστο καλό του άλλου, ανοίγει την πόρτα στην θεία δικαιοσύνη του μέλλοντος να δράσει στο παρόν. Έτσι, ο πιστός μέσα στον εργασιακό του χώρο γίνεται αγωγός της βασιλείας του Θεού και, κατ’ επέκταση, πραγματικός υπηρέτης του Χριστού.

  1. Για μια πληρέστερη περιγραφή της δουλείας την εποχή της Καινής Διαθήκης, δες την εξαιρετική έρευνα των Markus Barthκαι Helmut Blanke, The Letter to Philemon (Grand Rapids: Eerdmans, 2000), σελ. 1-83. Επίσης, δεςτονW. L. Westermann, The Slave Systems of Greek and Roman Antiquity (MAPS 40. Philadelphia: American Philosophical Society, 1955), και τον S. Scott Bartchy, ΜΑΛΛΩΝΧΡΗΣΑΙ: First Century Slavery and the Interpretation of 1 Corinthians 7:21 (SBLDS 11.Missula, MT: Scholars Press, 1973), όπως και το άρθρο του στο Anchor Bible Dictionary (6:65-73).
  2. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κικέρωνα, οι δούλοι θα έπρεπε να ελευθερώνονται κάθε επτά χρόνια ή έως ότου φτάσουν τα τριάντα. Αρκετοί απελευθερωμένοι δούλοι αποκτούσαν δικαιώματα και θέσεις εξουσίας μέσα στην κοινωνία. Για παράδειγμα, ο γνωστός ποιητής Οράτιος ήταν γιος απελευθερωμένου δούλου, όπως επίσης και ο Φήλιξ, επίτροπος (procurator)της Ιουδαίας κάτω από τον αυτοκράτορα Κλαύδιο, ήταν απελευθερωμένος δούλος (Πρ. 24:22-27).
  3. Barth και Blanke, Philemon, σελ. 3-4, 11-15.Ο Harrill σημειώνει ότι οι σκλάβοι βρίσκονταν σε όλες τις οικονομικές τάξεις της κοινωνίας, κι έτσι δεν αποτελούσαν ταξική ομάδα από μόνοι τους (J. A. Harrill, “Slavery,”σελ. 1126, στο Dictionary of New Testament Background [Downers Grove: Inter Varsity Press, 2000]).
  4. Bartchy, ΜΑΛΛΩΝ ΧΡΗΣΑΙ, σελ. 72.Ο Πλούταρχος επίσης γράφει για την καλή μεταχείριση των δούλων από τους Ρωμαίους: «την εποχή εκείνη, μεταχειρίζονταν τους δούλους (οικέτας) με μεγάλη επιείκεια» (Πλούταρχος, Βίος Κοριολάνου, 24.5). Πρόσφατα έχει γίνει μια προσπάθεια ιστορικής αναθεώρησης της δουλείας με τον Richard Horsley να θέλει να ζωγραφίσει μια πιο απαισιόδοξη εικόνα της δουλείας του 1ου αιώνα. ΟHorsley βασίζεται σε προηγούμενη έρευνα του Orlando Paterson (δες Richard A. Horsley, “The Slave Systems of Classical Antiquity and Their Reluctant Recognition by Modern Scholars,” σελ. 19-66, και“Paul and Slavery: A Critical Alternative to Recent Readings,” σελ. 153-200, στο τεύχος Slavery in Text and Interpretation [Semeia 83/84. Atlanta: Society of Biblical Literature, 1998]).
  5. Για παράδειγμα, δες τη μεταχείριση των δούλων όπως περιγράφεται από τον Διόδωρο Σικελιώτη, Ιστ. Βιβλ. 34/35.2.1-48.
  6. O Finley επιχειρηματολογεί ότι η δουλεία κάτω από το Ρωμαϊκό δίκαιο αποτελούσε μια μορφή εξαρτώμενης εργασίας (M. I. Finley, Ancient Slavery and Modern Ideology, New York: Viking, 1980). Το είδος της δουλείας όπως περιγράφεται σε κείμενα της κλασικής Ελλάδας δεν αντιστοιχεί στη δουλεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας την εποχή της Καινής Διαθήκης (Harrill,“Slavery,” σελ. 1125).
  7. Στην περίπτωση που κάποιος επιμείνει στην αντίρρηση ότι η δουλεία της Καινής Διαθήκης δεν μπορεί να θεωρηθεί εργασιακό σύστημα της εποχής του, επειδή αυτή αντιτίθεται στις σημερινές αρχές εργασιακού δικαίου, απαντούμε ότι ακόμα και σε αυτή την περίπτωση οι οδηγίες του απ. Παύλου μπορούν να παράγουν διαχρονικές αρχές που διέπουν τη σχέση εργαζόμενου-εργοδότη. Πρώτα, οι οδηγίες του απ. Παύλου από τη φύση τους φαίνεται να ανακαλούν τη σχέση δούλου-κυρίου εμφυσώντας στη σχέση αυτή αρχές που ανατρέπουν την εκμετάλλευση και προωθούν μια σχέση δίκαιης συναλλαγής. Κι έπειτα, όταν ο απ. Παύλος ζητάει από τους δούλους να υπακούν τους κυρίους τους ενώ βρίσκονται σε μια τέτοια «απαράδεκτη» για τα σημερινά δεδομένα σχέση, είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι μια παράλληλη αρχή ισχύει όταν οι συνθήκες είναι ευνοϊκότερες. Επίσης, όταν ο απ. Παύλος ζητάει από τους κυρίους της εποχής του να φέρονται δίκαια στους δούλους, πόσο περισσότερο θα περιμέναμε να ισχύει αυτή η προτροπή σήμερα που τα δικαιώματα ενός εργαζομένου είναι κοινώς αποδεκτά.
  8. Το γεγονός ότι οι οδηγίες του απ. Παύλου στην Εφ. 6:5-9 και Κολ. 3:22–4:1 είναι μέρος ενός ευρύτερου «οικιακού κώδικα» δείχνει ότι ο απ. Παύλος μάλλον αναφέρεται σε οικιακούς δούλους. Οι «οικιακοί κώδικες» ήταν αρκετά διαδεδομένοι στην αρχαία κοινωνία και εμφανίζονται αλλού με την ίδια δομή: σχέση του άντρα με τη γυναίκα, τα παιδιά, και τους δούλους (τους «οικιακούς κώδικες» αναφέρουν οι Αριστοτέλης, Άρειος ο Δίδυμος, Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, Φίλωνας, Ιώσηπος Φλάβιος. Για παραπομπές σε αυτούς δες Frank Thielman, Ephesians [BECNT. Grand Rapids: Baker Academic, 2010], σελ. 367).
  9. Δες Markus Barth, Ephesians 4-6 (ΑΒ 34Α. New York: Doubleday, 1960), σελ. 756.
  10. Δες τις ανάλογες φράσεις στην Κολ. 3:22, 23, 24, και 4:1. ΔεςPeter O’ Brien, The Letter to the Ephesians (PNTC. Grand Rapids: Eerdmans, 1999), σελ. 448.
  11. Ερμηνεύουμε την επιρρηματική μετοχή ως μετοχή αιτίας («επειδή γνωρίζετε»), αν και θα μπορούσε να είναι και χρονική («καθώς γνωρίζετε»). Thielman, Ephesians, σελ. 407. Και στις δύο περιπτώσεις, η μετοχή επικοινωνεί το κίνητρο πίσω από την υπακοή (Ernest Best, A Critical and Exegetical Commentary on Ephesians [ICC. London: T&T Clark, 1998], σελ.578, καιAndrew T. Lincoln, Ephesians [WBC 42.Dallas: Word Books, 1990], σελ.422).
  12. Στα αντίστοιχα εδάφια στην Κολοσσαείς, ο άδικος αμείβεται σύμφωνα με την αδικία του, ενώ ο δίκαιος λαμβάνει «την ανταπόδοση της κληρονομιάς» (Κολ. 3:24-25).
  13. Thielman, Ephesians, σελ. 405.
  14. Παρόμοιο συμπέρασμα βγάζει και ο Lincoln, Ephesians, σελ. 420.
  15. Εκτός από την Εφ. 6:5και Κολ. 3:22, δες Α’ Τιμ. 6:1-2, Τίτος 2:9-10, και Α’ Κορ. 7:21-24. Επίσης, το υπόλοιπο της Γραφής φαίνεται να συμφωνεί με τη στάση αυτή: Α’ Πετ. 2:18-21. 
  16.  O’ Brien, Ephesians, σελ. 452.
  17. Ο Bestερμηνεύει τη φράση με αναφορά στο «σεβασμό» (Best, Ephesians, σελ. 576).
  18. Η φράση «φόβος και τρόμος» εμφανίζεται στο Ενώχ Β’ 66:2 σε συνδυασμό με παρότρυνση για αποχή από την αδικία και προσκόλληση στην δικαιοσύνη.
  19.  Lincoln, Ephesians, σελ. 423. O’ Brien, Ephesians, σελ. 453-54.
  20. Ο Αριστοτέλης αναπτύσσει τον «οικιακό κώδικα» ως μέρος της πολιτικής του φιλοσοφίας, αφού σύμφωνα με τον ίδιο, κάθε κράτος αποτελείται από «οίκους». Συνεπώς, οι οδηγίες που δίνονται στον «οικιακό κώδικα» έχουν την πρόθεση να διαμορφώσουν την πολιτεία. Πιο συγκεκριμένα, ο Αριστοτέλης γράφει ότι αφού η έρευνα των πάντων ξεκινάει από τα μικρότερα μέρη τους, και αφού το πρώτο και μικρότερο μέρος του «οίκου» είναι αφέντης και δούλος, άντρας και γυναίκα, πατέρας και παιδιά, έχουμε την υποχρέωση να εξετάσουμε πρώτα το πολίτευμα και τον χαρακτήρα καθεμιάς από αυτές τις τρεις σχέσεις (ΑΡΙΣΤ. Πολ.Α’ 1253b.1-3). Η κρατική δικαιοσύνη, λοιπόν, εφόσον απασχολείται με σχέσεις όπως αυτές του «οίκου», ενσαρκώνεται στη σύσταση των σχέσεων αυτών. Δες τα σχόλια του Thielman, Ephesians, 366-67.

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top