Πώς χάσαμε το τραίνο. Το “δόγμα” της κοινής χάρης, η εν τω κόσμω παρουσία του χριστιανού και η αποτυχία της εκκλησίας (Μέρος Α’)

concrete building interior

Τον Μάρτιο του 2021 το περιοδικό μας δημοσίευσε αφιέρωμα στο “δόγμα” της κοινής χάρης. Για μένα προσωπικά το γεγονός αυτό αποτέλεσε ιδιαίτερα ευχάριστη έκπληξη. Δεν ξέρω πόσοι από τους αναγνώστες μας γνωρίζουν κάποια πράγματα για το σημαντικό αυτό “δόγμα” που στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για δόγμα, αλλά για αυταπόδεικτη αλήθεια, από τις πιο βασικές που ανέπτυξε η θρησκευτική μεταρρύθμιση και που ξεχάστηκε ή και πολεμήθηκε από κατοπινές γενιές πιστών, τόσο που να έχουμε χάσει ένα μεγάλο μέρος από την ομορφιά της χριστιανικής ζωής και από τα σπουδαία κι ανεκτίμητα δώρα που μας έχει χαρίσει ο Θεός με τη Δημιουργία Του και ο Ιησούς Χριστός με το πέρασμά Του από τη γη μας.

Τι λέει το δόγμα της κοινής χάρης; απλούστατα, κάτι που μονάχα όσοι ζουν σε εικονική πραγματικότητα θα μπορούσαν να το αρνηθούν. Κι αυτό δυστυχώς είναι συνηθισμένο φαινόμενο σε φανατικούς θρησκευτικούς κύκλους που αβασάνιστα πολλές φορές συνθηματοποιούν φράσεις από τον Λόγο του Θεού απομονώνοντάς τες από τα συμφραζόμενα, ή ακόμη και ακολουθούν διδασκαλίες που δεν αισθάνονται την ανάγκη να τις στηρίξουν στην Αγία Γραφή.

Πριν από μερικά χρόνια είχα μιλήσει στο συνέδριό μας της Θεσσαλονίκης για τον μεγάλο ολλανδό θεολόγο, πνευματικό ποιμένα, δημοσιογράφο, συγγραφέα και για τέσσερα χρόνια πρωθυπουργό της Ολλανδίας, τον Αβραάμ Κόιπερ1 (Abraham Kuyper, 1837-1920) που αξιοποίησε και ανέπτυξε όσο κανείς άλλος το δόγμα της κοινής χάρης που διατύπωσε πρώτος ο Ιωάννης Καλβίνος. Από εκείνη την ομιλία που δημοσιεύτηκε και στο περιοδικό μας παραθέτω ένα απόσπασμα σαν απάντηση στο παραπάνω ερώτημα.

“Ναι, είναι γεγονός ότι η ανθρώπινη καρδιά είναι τελείως διεφθαρμένη, ο «φυσικός» άνθρωπος είναι ανίκανος να πράξει από μόνος του το καλό, και μόνο η αναγεννητική δύναμη του Σταυρού μπορεί να τον αλλάξει. Τότε όμως πώς να εξηγήσουμε τις υπέροχες πράξεις ανθρωπισμού πολλές φορές από μέρους μη αναγεννημένων, την τιμιότητα, τη γλυκύτητα και την ευγένεια κάποιων άλλων; ποιος χάρισε στους ανθρώπους την έμπνευση, την ικανότητα και τη σοφία να προχωρήσουν στην επιστήμη, στην τεχνολογία, στην τέχνη, στα θαυμαστά επιτεύγματα του πνεύματος; Ο φανατικός, ο απόλυτος, ο φονταμενταλιστής, αν προτιμάτε, αυτός που πιστεύει μονάχα στην λογική του άσπρου και του μαύρου, κλείνει τα μάτια στην πραγματικότητα. Όχι, αυτά όλα είναι ένα τίποτε, δεν έχουν καμιά αξία, «η δικαιοσύνη ημών είναι ως ρυπαρόν ιμάτιον» και «εν τω ανθρώπω δεν κατοικεί αγαθόν» – εδάφια που χρησιμοποιούνται με διαστρεβλωμένη έννοια – και επομένως ας απορρίψουμε σαν διεφθαρμένο και βλαβερό οτιδήποτε προέρχεται από ανθρώπους που δεν πιστεύουν ή που ψάχνουν και δεν έχουν βρει ακόμη τον δρόμο τους.

Πόσο επιφανειακή, χωρίς βάθος και χωρίς ουσιαστική γνώση είναι αυτή η άποψη… Μελετώντας εθνικούς συγγραφείς, τονίζει ο Καλβίνος, το θαυμαστό φως της αλήθειας που  υπάρχει στα έργα τους μας θυμίζει, ότι «ο ανθρώπινος νους όσο κι αν ξέπεσε και διαστρεβλώθηκε από την αρχική του ακεραιότητα, είναι ακόμη στολισμένος και προικισμένος με θαυμαστά δώρα από τον Δημιουργό του. Εάν πιστεύουμε ότι το Πνεύμα του Θεού είναι η μοναδική πηγή αλήθειας, δεν θα απορρίψουμε ούτε θα περιφρονήσουμε την ίδια την αλήθεια, όπου κι αν εμφανισθεί, εκτός αν θέλουμε να προσβάλουμε το Πνεύμα του Θεού». Είναι αγνωμοσύνη απέναντι στον Θεό, συνεχίζει παρακάτω, να μην αναγνωρίζουμε ούτε καν εκείνο που ομολόγησαν οι ειδωλολάτρες αρχαίοι συγγραφείς που με το λίγο πνευματικό φως τους αναγνώρισαν ότι η φιλοσοφία, η νομοθεσία, οι τέχνες είναι επινοήσεις που προέρχονται από τους θεούς που λάτρευαν. «Ας μάθουμε λοιπόν από τέτοια παραδείγματα», καταλήγει, «πόσες καλές ιδιότητες έχει αφήσει ο Κύριος στην ανθρώπινη φύση, παρόλο που αυτή απογυμνώθηκε από εκείνο που είναι αληθινά αγαθό». ( Ι. Καλβίνου: «Θεσμοί Χριστιανικής Θρησκείας», μετάφραση Αντώνη Κουλούρη, Τόμος Β’, σελ. 54-59).

Φτάνει μάλιστα ο Καλβίνος να υποστηρίζει, στηριζόμενος σε διάφορα μέρη κυρίως της Παλιάς Διαθήκης όπου εκτίθεται πλήρης η ανατομία ενός ολόκληρου λαού σ’ όλες τις πλευρές της καθημερινής ζωής, ότι όπως ο Θεός διάλεξε τον λαό Ισραήλ για ν’ αποκαλύψει πρώτα σ’ αυτούς ολόκληρο τον πνευματικό Του πλούτο με το σχέδιο της σωτηρίας του ανθρώπου, κατά τον ίδιο τρόπο διάλεξε άλλους λαούς για να τους καθοδηγήσει σε άλλους τομείς, όπως π.χ. τους αρχαίους Έλληνες για να τους εμπνεύσει και να τους διδάξει, πρώτους αυτούς, τους κανόνες της τέχνης, το μέτρο, την αρμονία, την ομορφιά, τη φιλοσοφία της τέχνης, για να τα μεταδώσουν αυτοί στη συνέχεια σε ολόκληρη την ανθρωπότητα.2

Είναι λοιπόν ανίκανος ο άνθρωπος από μόνος του να αποκτήσει αγαθή φύση, κάτι που γίνεται μονάχα με τη θεία επέμβαση, τη θεία χάρη που αναγεννά τον αμαρτωλό άνθρωπο, ωστόσο «ο Κύριος ανατέλλει τον ήλιο Του επί δικαίους και αδίκους», που σημαίνει ότι η αγαθότητά Του και η φροντίδα Του εκτείνεται σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα με ό,τι  όμορφο, ό,τι ευχάριστο, ό,τι άξιο για ν’ ασχοληθεί κανείς μαζί του, που όλα αυτά αποτελούν δώρα της «ειδικής –ή ιδιόμορφης- χάρης» του Θεού («peculiar grace» στ’ αγγλικά), σύμφωνα με τον όρο του Καλβίνου, που μεταμορφώνεται σε «common grace» -«διάχυτη», ας πούμε, ή «κοινή» χάρη, στον Κόιπερ.

Εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει πόσο οι φωτεινές αυτές αντιλήψεις απέχουν παρασάγγας από τις αστήρικτες θεωρίες που αναπτύχτηκαν αργότερα από κάποιους σκοταδιστές θρησκευόμενους, για τους οποίους ακόμη και η μουσική αποτελεί σατανικό κατασκεύασμα, καθώς προέρχεται από κάποιον Ιουβάλ, μακρινό απόγονο του Κάιν, που αναφέρεται στο βιβλίο της Γένεσης.”

Αυτά λοιπόν ο Καλβίνος και οι επίγονοί του, που έδωσαν στους πρώτους κυρίως αιώνες μετά τη μεταρρύθμιση τόσο θαυμαστά επιτεύγματα σ’ όλους τους τομείς της επιστήμης, της τέχνης, της πολιτικής δημοκρατίας, της εργασιακής ηθικής. Κι όσο για τον μεγάλο πρωτοπόρο της μεταρρύθμισης, τον Μαρτίνο Λούθηρο, δίνουμε ένα μονάχα δείγμα γραφής του σε έναν μόνο τομέα του πνεύματος, στη λογοτεχνία, μαζί με κάποια σχετικά σχόλια του Γιώτη Κανταρτζή, ποιμένα της πρώτης ευαγγελικής εκκλησίας της Αθήνας, από τους λίγους πνευματικούς οδηγούς στις ευαγγελικές εκκλησίες του τόπου μας (που δυστυχώς σπανίζουν και σε πολλές άλλες χώρες) που έχουν συνειδητοποιήσει πόσο ωφέλιμη και απαραίτητη είναι η πνευματική3 καλλιέργεια για κάθε χριστιανό ατομικά και γενικότερα για κάθε τοπική εκκλησία.

 Γράφει λοιπόν ο Λούθηρος:

“Είμαι πεπεισμένος ότι δίχως γνώση της λογοτεχνίας η γνήσια θεολογία δεν μπορεί να διαρκέσει. Όταν τα “γράμματα” βρίσκονται σε στασιμότητα και κάμψη, το ίδιο συμβαίνει και στη θεολογία. Με αυτό θέλω να πω ότι δεν υπήρξε ποτέ μία ιδιαίτερη αποκάλυψη και κατανόηση του Λόγου Θεού εάν δεν την προετοίμασε από πριν ανοίγοντας τον δρόμο σαν ένας Ιωάννης Βαπτιστής, μία άνθηση των  “γραμμάτων”… Σίγουρα η επιθυμία μου είναι να υπάρχουν όσο το δυνατό περισσότεροι ποιητές και ρήτορες γιατί βλέπω σε αυτές τις σπουδές, περισσότερο παρά οπουδήποτε αλλού, ότι οι άνθρωποι ετοιμάζονται να είναι κατάλληλοι για να κατανοήσουν τις ιερές αλήθειες… Γι’ αυτό σας προτρέπω, εάν ο λόγος μου έχει κάποια βαρύτητα, να παρακινήσετε τους νέους σας να είναι επιμελείς στη μελέτη της ποίησης και της ρητορικής τέχνης”.

Και βέβαια είναι γνωστή η τεράστια συμβολή του ίδιου του Λούθηρου στη διαμόρφωση και στη διάδοση της γερμανικής σαν γραπτής γλώσσας, με αφετηρία τη μετάφρασή του της Αγίας Γραφής, καθώς και στην καλλιέργεια και στην καθιέρωση της μουσικής ως βασικού στοιχείου της λατρείας στην ευαγγελική λουθηρανική εκκλησία, κυρίως με το χορικό (choral) που κορυφώνεται με το έργο του μεγάλου Ιωάννη Σεβαστιανού Μπαχ.

Και το σχόλιο του Γιώτη Κανταρτζή:

“Αυτά έγραψε ο Μαρτίνος Λούθηρος πριν πολλά χρόνια. Δυστυχώς όμως οι απόγονοί του συχνά έφτασαν να αποθαρρύνουν ως άχρηστη και να καταδικάζουν ως κοσμική και αμαρτωλή κάθε ενασχόληση με τη λογοτεχνία και τα μυστικά της. Αυτό όμως που ουσιαστικά ο Λούθηρος μας λέει είναι ότι η εκτίμηση της λογοτεχνικής διάστασης της Αγίας Γραφής πέρα από απολαυστική είναι και χρήσιμη γιατί μας ανοίγει καινούργιους ορίζοντες στην κατανόηση του μηνύματος της Βίβλου. Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τη Βίβλο ως θεολογικό βιβλίο θα πρέπει να την εκτιμήσουμε και ως λογοτεχνικό βιβλίο.”

Εδώ θα θυμίσω στους τακτικούς αναγνώστες μας τη σειρά τριών άρθρων μου με τον τίτλο “Ο Κομισάριος και ο Γιόγκι”, που δημοσιεύτηκε πριν λίγους μήνες στο περιοδικό μας. Όπως είχαμε πει και τότε, τα δύο αυτά άκρα εκπροσωπούνται από ανθρώπους διαφόρων κατηγοριών, που έχουν όμως κάποια κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ τους. Και συγκεκριμένα, στον “κομισάριο” κυριαρχεί η λογική που στην ακραία μορφή μπορεί να καταλήξει στον (αθεϊστικό συνήθως) ορθολογισμό, και στον συναισθηματικό και παρορμητικό “γιόγκι” που και πάλι στην ακραία του μορφή φτάνει στον (υπερθρησκευτικό συνήθως) παραλογισμό. Κι αυτό μπορεί να συμβεί σε κάθε μορφή θρησκείας, κι ακόμη και στις αθεϊστικές “θρησκείες”. Ας αφήσουμε όμως την παραπέρα ανάλυση στη φαντασία του καθενός.

Ας θυμηθούμε ακόμη ότι τα δύο άκρα, όπως συμβαίνει συνήθως, ξεχειλίζουν από φανατικούς και μονοκόμματους θρησκευόμενους χωρίς χιούμορ και καλή διάθεση –και συνακόλουθα χωρίς μεγάλα αποθέματα αγάπης, που φυλάγονται μόνο για τους πολύ “δικούς”. Αντίθετα απ’ όλους αυτούς, στον μεσαίο χώρο κυκλοφορούν κυρίως όσοι έχουν αντιληφθεί το νόημα της αληθινής εν Χριστώ ελευθερίας, που διαθέτουν φαντασία κι ευαισθησία, και όντας απαλλαγμένοι από δογματικές προκαταλήψεις και αγκυλώσεις  φτάνουν στο πιο ψηλό σκαλοπάτι, εκείνο της αγάπης και της συγχωρητικότητας πολύ πιο εύκολα από τους υπόλοιπους. Κι όπως είναι φυσικό, οι περισσότεροι από εκείνους που δέχονται το δόγμα της κοινής χάρης ανήκουν σ’ αυτόν ακριβώς τον χώρο. Να πούμε όμως και κάτι άλλο: Δεν είναι εύκολο να ανήκει κανείς σ’ αυτή την κατηγορία. Οι πιο πολλοί νιώθουν ασφαλείς καταφεύγοντας στα άκρα όπου απλά συμμορφώνονται με κάποιους κανόνες –”μη πιάσης, μη γευθής, μη εγγίσης”, όπως σκιαγραφεί το σχετικό σκηνικό ο απόστολος Παύλος- κι έτσι έχουν το κεφάλι τους ήσυχο, αντίθετα μ’ εκείνους που μη φορώντας τον προστατευτικό, όπως νομίζουν, μανδύα του νομικισμού βρίσκονται εκτεθειμένοι απέναντι σ ολόκληρο το περιεχόμενο της Αγίας Γραφής, που σύμφωνα μ’ αυτό οφείλουν να ρυθμίζουν τη ζωή τους. Κάτι που απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και πνευματική φροντίδα – “εαυτούς εξετάζετε εάν είσθε εν τη πίστει, εαυτούς δοκιμάζετε” – και φυσικά δεν συμφέρει και τόσο πολύ… Κι αυτό είναι ο λόγος, το ξαναλέμε, που καταφεύγουν στην “ασφάλεια” των δύο άκρων. “Πάντα δοκιμάζετε, το καλόν κατέχετε [ωστόσο] από παντός είδους κακού απέχεσθε” μας παροτρύνει ο απόστολος Παύλος. Πού να κάθεσαι τώρα και να σκοτίζεις το μυαλό σου με τέτοιους γρίφους… Απλά συμμορφώνεσαι με κάποιες “συνταγές” κι έτσι γλυτώνεις και τον κίνδυνο να χαρακτηριστείς “κοσμικός” και ν’ αποχαρακτηριστείς και από “αναγεννημένος”…

Δεν ξέρω σε πόσες εκκλησίες και σε ποιο βαθμό κυριαρχεί στις μέρες μας αυτό το πνεύμα κι αυτή η νοοτροπία. Πολύ φοβάμαι ότι σήμερα διατρέχουμε περισσότερο άλλους κινδύνους, όπως εκείνον της πνευματικής αδιαφορίας και της πνευματικής χαλαρότητας –κι αυτό κυρίως ανάμεσα στις νεότερες γενιές- ή, ακόμη χειρότερα, της εκτροπής από τον αληθινό δρόμο του ευαγγελίου. Κι αυτό το τελευταίο “ανθεί” σε μεγάλες χώρες ανάμεσα σε πλατιές μάζες πιστών – ή “πιστών” – που αρκετοί απ’ αυτούς “δεν γνωρίζει η αριστερά τους τι ποιεί η δεξιά τους” και φυσικά όχι με την καλή έννοια… Ωστόσο, πιστεύω, και τα δύο άκρα, και του “κομισάριου” και του “γιόγκι” εξακολουθούν και “καλά κρατούν” ακόμη και σήμερα και στη δική μας τη χώρα, και απ’ ότι φαίνεται και σε πολλές άλλες. Άλλωστε και τα δύο έχουν γερές βάσεις μέσα στην ιστορία της εκκλησίας από τα πρώτα της κιόλας βήματα. Ο θρησκευτικός, φανατισμός, βλέπετε, όπως κι ο κάθε άλλου είδους φανατισμός, είναι σύμφυτος με τον ανθρώπινο χαρακτήρα σε σημαντικό, σε συντριπτικό σχεδόν ποσοστό. Κι ο ίδιος ο Λούθηρος, που βέβαια δεν χαρακτηριζόταν –ιδιαίτερα σε κάποια θεολογικά θέματα- από μετριοπάθεια, βρέθηκε αντιμέτωπος με ακραίες ομάδες αναβαπτιστών που κόντεψαν με τον ακραίο φανατισμό τους να καταστρέψουν το έργο της μεταρρύθμισης. Κι όταν εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα, προς το τέλος του 17ου αιώνα είχε αρχίσει να “ξεφτίζει” στη Γερμανία το πνευματικό κίνημα του Λούθηρου, γεννήθηκε μια άλλη κίνηση, εκείνη των “πιετιστών” –”ευσεβιστών” – που ναι μεν έδωσαν μια νέα ευεργετική ορμή στην πνευματική ζωή του μεταρρυθμιστικού κινήματος, παραμέλησαν όμως ή και στάθηκαν από αρνητικοί μέχρι εχθρικοί στην υπόλοιπη πνευματική  ζωή, στην τέχνη και στον πολιτισμό –την κουλτούρα- με την όποια μορφή της. Πολύ εύστοχα ο αμερικανός καθηγητής Robert Webber στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του “Επανεκτιμώντας την Ευαγγελική Ανώτερη Εκπαίδευση” (“Reshaping Evangelical Higher Education”) δίνει μια γλαφυρή όσο και ξεκάθαρη περιγραφή της ιστορικής αυτής ανατροπής που επηρέασε καθοριστικά το ευαγγελικό κίνημα μέχρι τις μέρες μας. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα σε μετάφραση  από τον βιβλίο μου “Πάνω στο Τεντωμένο Σχοινί”, σελ 55.

«Ο πιετισμός έδωσε μια ισχυρή ώθηση στις αξίες της εντιμότητας, της καθαρής ζωής, της φροντίδας και του ενδιαφέροντος για τον πλησίον, στην αντίληψη της μεγάλης αποστολής για τον ευαγγελισμό. Ωστόσο η αντιπάθεια του κινήματος απέναντι στην τέχνη, στην επιστήμη και στον πολιτισμό στο σύνολό του, το διαμόρφωσε σ’ ένα είδος χριστιανισμού που είχε απήχηση μονάχα στους αγράμματους και τους απαίδευτους [to the illiterate and untrained]. Ο πιετισμός ήταν άρνηση της διδασκαλίας  της δημιουργίας του Θεού που τόσο όμορφα είχε διατυπωθεί από τους μεταρρυθμιστές. Ήταν άρνηση μιας χριστιανικής κοσμοθεωρίας και βιοθεωρίας που έβλεπε τον κόσμο αυτόν σαν τον ωραίο κόσμο που δημιούργησε ο Θεός, και που καλούσε τους χριστιανούς στην προσπάθεια να επηρεάσουν τον κόσμο για χάρη και στ’ όνομα του Χριστού, φέρνοντας τη χριστιανική αντίληψη σ’ όλες τις τέχνες, στις επιστήμες και στον πολιτισμό. Το αποτέλεσμα σε πολλούς τομείς, όπως ήταν φυσικό, υπήρξε καταστρεπτικό. Ο διχασμός ανάμεσα στην πίστη και στη ζωή άρχισε να γίνεται ολοφάνερος. Η πίστη άρχισε απλά ν’ ακολουθεί πορεία παράλληλη προς τη ζωή, αντί να διαποτίζει ολόκληρη τη ζωή. Χάραξε τα χνάρια για έναν απομονωτισμό, που το ενδιαφέρον του για τη γιατρειά και τη φροντίδα της ψυχής συνοδευόταν πολύ συχνά από την έλλειψη φροντίδας κι ενδιαφέροντος για το σώμα και τον κόσμο» […]. «Έτσι», καταλήγει ο Webber, «ενώ οι πιστοί ευαγγελικοί ασχολούνταν με τη διάδοση του ευαγγελίου στη διάρκεια του 19ου αιώνα, οι μοντερνιστές4 ανενόχλητοι ασχολούνταν με το να καταστρέφουν το διανοητικό οικοδόμημα που αφορούσε στην πίστη και στο ευαγγέλιο του Χριστού».

Ελάτε τώρα να κάνουμε ένα “damage control”, έναν απολογισμό ζημιών –και κερδών- από αυτή την ιστορία που μας διηγήθηκε ο καθηγητής R. Webber και που σημείωσε την – οριστική; – αλλαγή, ή μάλλον την εκτροπή της πορείας του ευαγγελικού κινήματος στους επόμενους αιώνες, μέχρι και στις μέρες μας.

Και πρώτα τα κέρδη, που αφορούν σε τρεις κυρίως τομείς: στην ηθική καθαρότητα, στη φιλανθρωπία και στον ευαγγελισμό. Είναι ακριβώς αυτοί οι τρεις τομείς που ανέπτυξε σε μέγιστο βαθμό στη Βρετανία στον επόμενο αιώνα, τον δέκατο όγδοο, και ο μεγάλος χριστιανός ευαγγελιστής Τζων Γουέσλεϋ, ο ιδρυτής του κινήματος των μεθοδιστών. Ήταν μάλιστα τόσο ευεργετικά τα αποτελέσματα του έργου του, ώστε ν’ απολαύσει η χώρα του τα αγαθά μια ειρηνικής κοινωνικής επανάστασης χωρίς να περάσει από μια φρικτή περιπέτεια ανάλογη μ’ εκείνη που έζησε η επαναστατική Γαλλία με τον ‘”διαφωτισμό” της. Και η παράδοση αυτή συνεχίστηκε στον 19ο αιώνα (κυρίως στον  πνευματικό-θρησκευτικό τομέα, καθώς η βιομηχανική επανάσταση έφερε καινούργια κοινωνικά προβλήματα) με τα μεγάλα αναζωπυρωτικά κινήματα σαν εκείνα του Moody  και του Spurgeon μέχρι και στον 20ο αιώνα με τον Billy Graham- κι ας μη μιλήσουμε καλύτερα για το πού κατέληξε σήμερα στις αγγλόφωνες χώρες η λαμπρή αυτή πολύχρονη παράδοση. Και  σημειώνουμε ακόμη πως το κίνημα του Γουέσλεϋ στον 18ο αιώνα υπήρξε πνευματικό και με τις δύο έννοιες της λέξης, και με την θρησκευτική και με την πολιτιστική, καθώς ο μεγάλος αυτός ευαγγελιστής και μεγάλος πνευματικός άνθρωπος άπλωσε το έργο του –μόνος αυτός- και σ’ άλλους τομείς εκτός από τον καθαρά θρησκευτικό και εκείνον της φιλανθρωπίας κατά το πρότυπο των παλιών μεταρρυθμιστών. Κι ας σημειώσουμε ακόμη ότι προέκταση του κινήματος του πιετισμού (με όλα τα πλεονεκτήματα και τις αδύνατες πλευρές του) αποτέλεσαν μετά το κίνημα των μεθοδιστών και άλλα μικρότερα “πιετιστικά” κινήματα, και στη συνέχεια και το πεντηκοστιανικό στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα και το χαρισματικό στα μέσα του εικοστού.

Μέχρι εδώ τα πνευματικά κέρδη από το κίνημα του πιετισμού, που βέβαια δεν είναι το μοναδικό στο είδος του, καθώς προηγήθηκαν άλλα ανάλογα “υπερπνευματικά” κινήματα, όπως εκείνο των αναβαπτιστών από την εποχή ακόμη του Λούθηρου. Είναι άλλωστε τόσο σύνθετη και πολύπλευρη η ιστορία του προτεσταντισμού, που θα χρειάζονταν τόμοι ολόκληροι για να γραφτεί – και υπάρχουν τέτοιοι – και συνεχίζεται ακόμη με μερικές ένδοξες σελίδες και μερικές όχι και τόσο ένδοξες…

Ας έρθουμε τώρα στις ζημιές που είχαν σαν αποτέλεσμα “να χάσουμε το τραίνο”, όπως το ισχυρίζεται και ο τίτλος του άρθρου μας, μ’ άλλα λόγια να ξεχάσουμε και ν’ αρνηθούμε το δόγμα της κοινής χάρης όπως το είχαν διδάξει οι πρώτοι μεταρρυθμιστές, με τα δυσάρεστα αποτελέσματα που απλά σκιαγράφησε ο καθηγητής R. Webber.  Τι μας είπε ο καθηγητής; Για να το πούμε “με δικά μας λόγια”, πως ο πιετισμός αρνήθηκε κι εγκατέλειψε τη διδασκαλία της κοινής χάρης των μεταρρυθμιστών, αντικαθιστώντας την με μια “κοσμοφοβική” νοοτροπία, με μια άρνηση δηλ. του ωραίου κόσμου που έχει δημιουργήσει ο Θεός χαρίζοντάς μας τη φύση με όλες τις ομορφιές της και προικίζοντάς μας με τη δημιουργική φαντασία που έδωσε την τέχνη σε όλη της την πολυμορφία, και με το μυαλό που έδωσε κι εξακολουθεί να δίνει τα ασύλληπτα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας. Δεν προσφέρεται ο περιορισμένος χώρος μας για παραπέρα ανάλυση. Προσωπικά άλλωστε, με όλες τις αδυναμίες και τις ελλείψεις μου, έχω προσπαθήσει για πενήντα τουλάχιστον χρόνια με άρθρα, ομιλίες, μουσικές εκδηλώσεις, να δώσω μια έστω αμυδρή εικόνα –πάντα με την οδηγία και την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος– του πλούτου που χάσαμε και χάνουμε στενεύοντας τα όρια της “εν αφθονία ζωής” που μας χάρισε ο Χριστός.  Ασφαλώς τίποτε δεν είναι απόλυτα άσπρο ή μαύρο. Το επαναλαμβάνουμε διαρκώς για να μην το ξεχνάμε. Πάντα υπάρχουν εξαιρέσεις, πάντα υπάρχουν πρωτοπόροι που ανοίγουν νέους δρόμους –το έχουμε περιγράψει σε πρόσφατα άρθρα. Δυστυχώς όμως, όπως ξέρουμε, είναι αυτές ακριβώς οι εξαιρέσεις που ενισχύουν τον κανόνα και δείχνουν ακόμη πιο φτωχή τη γενική εικόνα.

Θα περιοριστούμε κυρίως σε δύο μόνο τομείς: στον τομέα της μουσικής συμπεριλαμβανομένης και της στιχουργίας και στον τομέα του θεάματος, όπου ένα μεγάλο μέρος της εκκλησίας σε παγκόσμια κλίμακα, με λίγες μόνο τοπικές εξαιρέσεις, σημείωσε πλήρη σχεδόν αποτυχία κατεβαίνοντας όλο και βαθύτερα σε σκαλοπάτια φτήνιας κι ευτέλειας (στη μουσική) ή ενεργώντας εντελώς σπασμωδικά κι ανεύθυνα (στο θέαμα). Αυτά όμως στο επόμενο τεύχος, ξεκινώντας από δυο βασικές έννοιες: την έννοια του “κόσμου” και του “κοσμικού” και την έννοια του “πνευματικού” που όπως νομίζω έχουν κακοποιηθεί και διαστρεβλωθεί όσο λίγες από τότε που εγκαταλείφθηκε η διδασκαλία της κοινής χάρης. Προσωπικές απόψεις του γράφοντος, που βέβαια δεν φοράει την τιάρα του αλάθητου Πάπα…

ΥΓ. Θα πρότεινα στους αναγνώστες μου να κρατήσουν το σημερινό άρθρο μέχρι να δημοσιευθεί η συνέχειά του. Τα δυο μέρη έχουν άμεση σχέση μεταξύ τους.

1 Σημ.: Το γράμμα u προφέρεται στην ολλανδική δίφθογγο uy ανάμεσα στα δικά μας ο και α και από παλιά έχει καθιερωθεί στα ελληνικά να προφέρεται με το ο, όπως στο όνομα του γνωστού ολλανδού φυσικού επιστήμονα Χόιγκενς (Huygens), κι ακόμη και σε ονόματα ολλανδών ποδοσφαιριστών που αγωνίζονται στη χώρα μας. Επομένως η απόδοση του ονόματος του Abraham Kyuper σε “Κάιπερ” όπως συνηθίζεται στα ευαγγελικά έντυπα καλό είναι να διορθωθεί για λόγους ομοιομορφίας.

2 Σημ.: βλ. Abraham Kuyper: «Lectures on Calvinism», σελ. 161 και 162 – Grand Rapids Michigan.

3 Σημ.: Ατυχώς στην ελληνική γλώσσα ο όρος “πνευματικός” χρησιμοποιείται με διπλή έννοια, και την θρησκευτική και την πολιτιστική, δημιουργώντας μια σύγχυση άνευ προηγουμένου. Στην αγγλική γλώσσα γίνεται σαφής διαχωρισμός (όπως και στη γαλλική και στις υπόλοιπες λατινογενείς): ο όρος “spiritual” (“πνευματικός”) χρησιμοποιείται μόνο με θρησκευτική έννοια, σε αντίθεση με τον όρο “cultural” που αφορά μόνο στον πολιτιστικό και στον εκπαιδευτικό τομέα. Στη γερμανική μάλιστα ο διαχωρισμός γίνεται ακόμη πιο σαφής: geistlich –πνευματικός με τη θρησκευτική έννοια, geistig-πνευματικός με την πολιτιστική.

4 Σημ.: Με τον όρο «μοντερνιστές» ο συγγραφέας εννοεί τους οπαδούς του αθεϊστικού «διαφωτισμού».

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top