Πώς χάσαμε το τραίνο. Αναμνήσεις, βιώματα, ολίγη ιστορία και ακόμη λιγότερη… θεολογία (Μέρος Β’)

concrete building interior

Ποιοι είναι οι μεγάλοι εχθροί της εκκλησίας του Χριστού, από εκείνους που παρεμποδίζουν την ομαλή πνευματική της πορεία, εξαφανίζουν την –εσωτερική και εξωτερική- ειρήνη και τελικά καταστρέφουν την πίστη και εξατμίζουν και τα τελευταία ίχνη αγάπης;

Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά τους. Είμαι βέβαιος πως όλοι συμφωνούμε ότι η ύπαρξη της εκκλησίας και η ομαλή πνευματική ζωή του κάθε πιστού ατομικά στηρίζεται πάνω σε δύο πυλώνες: στην πίστη και στην αγάπη, όπως προκύπτει από ολόκληρο το περιεχόμενο της Αγίας Γραφής και “κωδικοποιείται” στον περίφημο Ύμνο της Αγάπης του αποστόλου Παύλου. Εξάλλου από –πολύ πικρή- πείρα γνωρίζουμε (ιδιαίτερα όσοι μετρούμε άφθονα χρόνια εκκλησιαστικής θητείας) ότι ο ακραίος δογματικός φανατισμός που επιμένει ακόμη και στην παραμικρότερη δογματική λεπτομέρεια είναι ένα από τα πιο δραστικά δηλητήρια ενάντια στην αγάπη, μ’ άλλα λόγια ροκανίζει έναν από τους δύο βασικούς πυλώνες όπου στηρίζεται η εκκλησία του Χριστού. Και σπεύδω να διαβεβαιώσω τους “καραδοκούντες” ότι άλλο πράγμα είναι ο δογματικός φανατισμός, και άλλο η εμμονή πάνω στις βασικές αλήθειες της πίστης όπως περιέχονται μέσα στην Αγία Γραφή.

Για αρκετά χρόνια –για ν’ αναφέρω ένα μόνο χαρακτηριστικό παράδειγμα από την ιστορία- ο Λούθηρος βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με τον επίσης μεγάλο μεταρρυθμιστή, τον Τσβίγγλιο, για κάποια διαφορά τους σχετικά με το Δείπνο του Κυρίου (τη Θεία Ευχαριστία) που εμείς σήμερα θα τη θεωρούσαμε εντελώς επουσιώδη. Κάτι τέτοιες δογματικές διαφορές, άπειρες σε αριθμό, είναι που κατέστρεψαν τον σύνδεσμο της αγάπης ανάμεσα σε αμέτρητες ομάδες πιστών, κυρίως στις εκκλησίες που προήλθαν από τη μεταρρύθμιση, μεταβάλλοντας αρκετούς πιστούς σε φανατικούς φιλόθρησκους “οπαδούς”. Και το άλλο εξίσου δραστικό δηλητήριο που ακυρώνει την αγάπη ανάμεσα σε αδελφούς (αυτό κυρίως σε τοπικές εκκλησίες) είναι ο φθόνος, ο πιο ύπουλος εχθρός που σέρνεται σαν φίδι ανάμεσα στους πιστούς και καταστρέφει και το τελευταίο ίχνος αγάπης, τόσο που η όποια αναφορά περί αγάπης να καταντά νεκρό γράμμα και ν’ ακούγεται σαν κακόγουστο αστείο. Ας κρατήσουμε όμως τον φανατισμό κι ας αφήσουμε τον φθόνο, που είναι έξω απ’ το θέμα μας, για κάποια άλλη φορά.

Κάποιες διευκρινίσεις

Στο θέμα, ή μάλλον στην ομάδα θεμάτων που διαλέξαμε, τίποτε δεν βαδίζει πάνω σε μονόδρομο. Υπάρχουν πολλοί παράδρομοι και πισωγυρίσματα, και οι διάφορες απόψεις ανακατεύονται μεταξύ τους δημιουργώντας καινούργιες “υβριδικές” καταστάσεις, κι όλα κρίνονται από το τελικό αποτέλεσμα κι από την εικόνα που προκύπτει από τη σύνθεση ποικίλων –συγγενών- ρευμάτων. Ποιος θα φανταζόταν, ας πούμε, ότι από τον ανυποχώρητο και σε μια πρώτη ματιά μονόχνωτο Ιωάννη Καλβίνο θα ξεκινούσε ένα πνευματικό κίνημα που θα επηρέαζε εντελώς ευεργετικά, όσο κανένα άλλο παρόμοιο, την πορεία του δυτικού πολιτισμού σ’ όλους του τους τομείς, στην πολιτική δημοκρατία, στην εκπαίδευση, στην επιστήμη, στην τέχνη… Μήπως όμως αυτή η φαινομενική “ανακολουθία” οφείλεται σε δική μας λαθεμένη εκτίμηση; μήπως ξεχνάμε ότι ο μεγάλος μεταρρυθμιστής ήταν φανατικά προσηλωμένος στις διδασκαλίες του Λόγου του Θεού, απ’ όπου άντλησε και το “δόγμα” της κοινής χάρης που οι πιο πολλοί από μας, παρασυρμένοι από το ρεύμα του πιετισμού, το έχουμε σβήσει από την πνευματική μας ζωή φτωχαίνοντάς την και στεγνώνοντάς την από τους πλούσιους πνευματικούς της χυμούς; Σήμερα, το μοναδικό κίνημα μέσα στους κόλπους του προτεσταντισμού που ασχολείται σοβαρά με την τέχνη σε όποια μορφή της (με μειωμένη ίσως επίδοση στη μουσική που αντίθετα ανθεί μόνιμα στον λουθηρανισμό) είναι το κίνημα του “νεοκαλβινισμού” που ακολουθεί τη γραμμή του Αβραάμ Κόιπερ, που –το ξαναλέμε- βασίστηκε στη διδασκαλία της κοινής χάρης του Καλβίνου. Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο που εδώ απλά το αναφέρουμε ελπίζοντας να επανέλθουμε με περισσότερες λεπτομέρειες.

“Κόσμος”, κοσμοφοβία και η έννοια του “πνευματικού”

Ακούμε συχνά μέσα στις εκκλησίες μας καθώς και σε συντροφιές πιστών να γίνεται λόγος για τον “κόσμο” και για το “πνεύμα του κόσμου”, για τον “σαρκικό” και τον “πνευματικό” χριστιανό (κάποιος νεαρός που είχε έρθει πρόσφατα από άλλη εκκλησία, μου εκμυστηρεύθηκε με… αίσθημα ενοχής: “παίζω μπάσκετ σε μια ομάδα -σαρκική απασχόληση”…)  και κάθε τόσο ακούμε να “πιπιλίζονται” στερεότυπες φράσεις όπως “πρέπει να διαφέρουμε από τον κόσμο” κι άλλα παρόμοια. Ξέρουμε ακόμη ότι αυτές οι έννοιες αναφέρονται συχνά μέσα στον Λόγο του Θεού. Κι εδώ ακριβώς γεννιέται το ερώτημα: τι εννοούμε επαναλαμβάνοντας αυτές τις λέξεις-έννοιες (που σε κάποιες περιπτώσεις έχουν καταντήσει απλά συνθήματα χωρίς περιεχόμενο) και τι εννοεί η Αγία Γραφή με αυτές; μήπως έχουμε ξεχάσει ότι η Αγία Γραφή απεικονίζει τον κόσμο με “την επιθυμία της σαρκός, την επιθυμία των οφθαλμών και την αλαζονεία του βίου” κι εμείς ψάχνουμε αλλού κι αλλού; μήπως τα κριτήριά μας του “κοσμικού” και του “πνευματικού” έχουν αλλοιωθεί από την πιετιστική μας παράδοση κι έχουν απομακρυνθεί από τις αρχές της Αγίας Γραφής;

Για πολλά χρόνια συνήθιζα να δίνω ομιλίες –μουσικά βραδινά σε διάφορες εκκλησίες αναλύοντας το καλλιτεχνικό και πνευματικό περιεχόμενο μεγάλων έργων της χριστιανικής μουσικής (“Μεσσίας” του Χαίντελ, “Δημιουργία” του Χάυντν, “Χριστουγεννιάτικο Ορατόριο” και “Κατά Ματθαίον Πάθη” του Μπαχ, “Γερμανικό Ρέκβιεμ” του Μπραμς κ.α.). Θυμάμαι μάλιστα ότι κάποια αγαπητή φίλη και αδελφή, με σημαντική πνευματική δραστηριότητα σήμερα, μου είχε εξομολογηθεί ότι η πρώτη της ουσιαστική επαφή με τη πίστη του Χριστού ήταν ένα απ’ αυτά τα μουσικά βραδινά με τον “Μεσσία” του Χαίντελ.

Σε κάποια λοιπόν απ’ αυτές τις εκκλησίες είχα διαπιστώσει ότι είχα γίνει δεκτός με αρκετή δυσφορία, κάπου αλλού είχε δηλωθεί δημόσια ότι τέτοιου είδους εκδηλώσεις θα έπρεπε να γίνονται σε ξεχωριστές αίθουσες κι όχι στον χώρο της εκκλησίας (κάτι που απ’ όσο ξέρω δεν έχει ακουστεί ούτε για ορθόδοξους ούτε για καθολικούς ναούς, που στο κάτω-κάτω θεωρούνται πιο “ιεροί” από τους προτεσταντικούς) και τέλος κάποια κυρία συγγενής μου μου δήλωσε ξεκάθαρα: «Μα, Στέφανέ μου, αυτές οι εκδηλώσεις δεν είναι πνευματικές»… Και θυμάμαι ακόμη πριν αρκετά χρόνια, που κάποια συντροφιά νεαρών χριστιανών μουσικών είχε συγκροτήσει μια ορχήστρα κλασικής μουσικής με φιλόδοξα σχέδια, και είχε αρχίσει τις πρόβες της με την περίφημη σουίτα “Μουσική των Νερών” (“Watermusic”) του Χαίντελ, πως κάποιοι “κοσμοφοβικοί” πρεσβύτεροι αγανάκτησαν: «Πώς; Με κοσμικό κομμάτι αρχίζετε;” και τους κατάργησαν…

Ο αμερικανός ιστορικός, φιλόσοφος και θεολόγος Greg Forster στο βιβλίο του “Χαρά για τον Κόσμο” (“Joy for the World” -Crossway Wheaton Ill. 2014) παρατηρεί ότι «ένας σημαντικός αριθμός εκκλησιών στις ΗΠΑ “ανθεί πνευματικά” (spiritually) όταν αρνείται να υποκύψει στον πειρασμό να ανθίσει πολιτιστικά (culturally)». Μ’ άλλα λόγια, για ένα πολύ μεγάλο αριθμό ευαγγελικών χριστιανών ισχύει ο κανόνας: «Κουλτούρα ή πνευματικότητα˙ το ένα αποκλείει τα άλλο». Και φυσικά μέσα στο περιεχόμενο της “κουλτούρας” ένα μεγάλο μέρος καταλαμβάνει η τέχνη σε οποιαδήποτε μορφή της. Είναι ένα φαινόμενο που ασφαλώς δεν παρατηρείται μόνο στις ΗΠΑ και που επεκτείνεται όσο τα κάθε είδους –ακραία τις πιο πολλές φορές- ευσεβιστικά και χαρισματικά κινήματα εξακολουθούν να καταλαμβάνουν όλο τον “προσφερόμενο χώρο”.

Ω τλήμων (ταλαίπωρη) τέχνη!

Πριν από αρκετές δεκαετίες κάποιος πνευματικός οδηγός των “ελευθέρων” εκκλησιών, έχοντας επισκεφθεί τον περίφημο καθεδρικό ναό της Κολωνίας στη Γερμανία, είχε δημοσιεύσει σε κάποιο περιοδικό της εκκλησίας εντυπώσεις από την επίσκεψή του, βρίσκοντας ότι “με τα δύο πανύψηλα καμπαναριά και τα γοτθικά τόξα έμοιαζε ο ναός να λογχίζει τον ουρανό”, μιλώντας ακόμη για “τέχνη που σκλαβώνει το πνεύμα” και αναφωνώντας: «Πόσο στ’ αλήθεια η τέχνη στέρησε τη λατρεία στην πρόθυμη, αυθόρμητη και γνήσια εκδήλωσή της, κι ας έχουν αντίθετη γνώμη πολλοί». Και στο τέλος καταλήγοντας: «Η τέχνη αποτελεί ένα περιοριστικό ριντώ [παραπέτασμα] που εμποδίζει τη διάφανη διείσδυση του πνεύματος να κατευθύνει τη λατρεία του στον αληθινό Θεό έξω από κάθε περιορισμό χώρου και χρόνου».

Με συγχωρείτε, αδελφέ μου, αλλά οι δικές μου ευαισθησίες είναι εντελώς διαφορετικές από τις δικές σας. Έχω παρακολουθήσει με την οικογένειά μου στον καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου της Βιέννης την κυριακάτικη λειτουργία κι έχει ανυψωθεί το πνεύμα μου στα ουράνια καθώς ψάλλαμε με τους υπόλοιπους πιστούς τη γερμανική λειτουργία του Σούμπερτ που τόσες φορές την έχουμε ψάλει και με τη δική μας χορωδία στην εκκλησία μας, κι έχω ακούσει ένα “ευαγγελικότατο” κήρυγμα στον υπέροχο καθεδρικό ναό της Φλωρεντίας, κι έχω ζήσει ένα απερίγραπτο πνευματικό βίωμα καθώς στεκόμουν για πολλή ώρα και θαύμαζα στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης την ανεπανάληπτη “Πιετά” του Μιχαήλ Αγγέλου. Και δε δίνω σε κανέναν το δικαίωμα να μου υπαγορεύσει τον τρόπο που μ’ αυτόν θα λατρεύω τον Κύριο, και βέβαια ούτε αναγκάζω κανέναν ν’ ακολουθήσει τον δικό μου δρόμο θεωρώντας τον μοναδικό στην προσέγγιση προς τον Θεό. Να γιατί πιστεύω και χρόνια και χρόνια υποστηρίζω – και στη θεωρία και στη πράξη – ότι μπαίνοντας μέσα στην εκκλησία ο κάθε πιστός –κι ο κάθε επισκέπτης – πρέπει να βρίσκει την κατάλληλη γι’ αυτόν πνευματική τροφή, και μέσα σ’ αυτήν την τροφή περιλαμβάνεται και το είδος και η ποιότητα της τέχνης που προσφέρεται, και πρωταρχικά η μουσική που να ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία του και στις ευαισθησίες του, φτάνει αυτό να γίνεται με σοβαρότητα, με ευπρέπεια (“ευσχημόνως και κατά τάξιν” όπως μας λέει ο απόστολος Παύλος), και με ποιότητα ανάλογη με τη μεγαλοσύνη του Προσώπου στο Οποίο απευθυνόμαστε, κι όχι με τις γνωστές προχειρότητες που μ’ αυτές πολλές φορές ακόμη και ταλαντούχοι καλλιτέχνες υποτιμούν τα ακροατήριά τους. Κι ακόμη αν σας ενοχλεί η αρχιτεκτονική των γοτθικών ναών όπως γράφετε, αγαπητέ αδελφέ, και τη βρίσκετε ασυμβίβαστη με την “εν πνεύματι και αληθεία” λατρεία του Θεού, θα σας συμβούλευα να μην είστε και τόσο απόλυτος και αποκλειστικός στις κρίσεις σας, γιατί η ιστορία εσάς διαψεύδει. Για να σας δώσω ένα μόνο δείγμα, σας μεταφέρω τα όσα σχετικά γράφει στο βιβλίο του “Μια Καρδιά, Μια Ψυχή” ο Άντριου Μέρις, μουσικός διευθυντής σε μεγάλη εκκλησία της Αγγλίας:

«Αναμφίβολα», γράφει ο Μέρις, «μερικοί από τους καθεδρικούς ναούς κτίστηκαν για λόγους κοσμικής προβολής, άλλοι όμως, όπως ο καθεδρικός της Chartres στη Γαλλία, κτίστηκαν σε εποχή μεγάλης πνευματικής αναζωπύρωσης. Εδώ χιλιάδες εθελοντές εργάτες από κάθε κοινωνική τάξη ένωσαν τις προσπάθειές τους για να σηκώσουν αυτό το θαυμάσιο οικοδόμημα για τη δόξα του Θεού. Η δουλειά στο κτίσιμο του ναού θεωρήθηκε σα μια θρησκευτική πράξη που απαιτούσε από τους ανθρώπους να ομολογήσουν και να τακτοποιήσουν τις κακίες και τις εχθρότητες που ένιωθαν ο ένας απέναντι στον άλλον. Σαν αποτέλεσμα πολλοί οδηγήθηκαν σε μια ανανεωμένη πίστη. Όσο κτιζόταν ο ναός πολλοί άρρωστοι αποτέλεσαν θέμα προσευχής πολλών, και πολύ συχνά υψωνόταν αυθόρμητα δοξολογία και λατρεία προς τον Θεό, καθώς ο κόσμος έψαλλε ψαλμούς και ύμνους και προσευχόταν με θέρμη».

Σαν συμπέρασμα

Η τέχνη σε όποια μορφή της και όλες οι υπόλοιπες εκδηλώσεις του πνεύματος, ό,τι συνεκδοχικά ονομάζουμε “κουλτούρα”, πολιτισμό, δε βρήκε τη θέση που της έπρεπε στις πιο πολλές ευαγγελικές εκκλησίες, κι αυτό όλο και περισσότερο στους αιώνες που πλησιάζουν τη δική μας εποχή καθώς απομακρύνονται από την εποχή των πρώτων μεταρρυθμιστών όπου, όπως είδαμε, επικρατούσε ένα εντελώς διαφορετικό κλίμα με τις εξαιρέσεις και τις ιδιομορφίες που γι’ αυτές μιλούμε εδώ και χρόνια. Ιδιαίτερα μάλιστα η μουσική έχει πάρει τη μερίδα του λέοντος σε αμφισβήτηση, κακοποίηση, αδιαφορία και προχειρότητα, έχοντας χαρακτηρισθεί απλά “δευτερεύουσα προσθήκη” για τη λατρεία της εκκλησίας παρά τη σπουδαία θέση όπου την τοποθετεί ο Λόγος του Θεού. Κι από το άλλο μέρος και πάλι η μουσική έχει γράψει κάποιες από τις λαμπρότερες σελίδες στην ιστορία της ευαγγελικής μας εκκλησίας με άξιους εργάτες της σε κάθε εποχή και σε κάθε τόπο. Όλη όμως η αδιαφορία και προχειρότητα που είναι ολοφάνερη διαχρονικά από μέρους των πιο πολλών, ξεκινώντας από τους κατέχοντες θέσεις πνευματικής “ηγεσίας”, επόμενο ήταν να οδηγήσει στην αξιοθρήνητη, συχνά, κατάσταση που βιώνουμε σήμερα. Για αυτά όμως θα μιλήσουμε στην επόμενη και τελευταία, όπως ελπίζουμε, συνέχεια, μαζί με το εξίσου ίσως μεγάλο κεφάλαιο όπου κι εκεί χάσαμε για καλά το τραίνο: το κεφάλαιο του θεάματος, με συνέπειες ίσως πολύ σοβαρότερες από εκείνες της μουσικής.

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top