Οι θρησκείες και ο Χριστός

brown puzzle maze

Το άρθρο αυτό δεν αποσκοπεί σε λεπτομερή μελέτη των θρησκειών και της όποιας αντίθεσής τους με τις διακηρύξεις του Ιησού Χριστού, αλλά επιχειρεί να παρουσιάσει μια γενική εικόνα που επικρατεί στις σημερινές δυτικές κοινωνίες και που συνοψίζεται με τους όρους ‘συγκρητισμός’ και ‘πλουραλισμός’. Επίσης, επιχειρεί να εξετάσει έννοιες όπως «αμαρτία» και «σωτηρία» στις επικρατούσες θρησκείες, σε σύγκριση με τη Βίβλο και τον Χριστιανισμό.

1. Οδηγούν όλα τα μονοπάτια στον Θεό (συγκρητισμός);

Μια αρχαία βουδιστική παραβολή διδάσκει πως ο θεός κατοικεί στην κορυφή ενός απόκρημνου βουνού. Στους πρόποδές του βρίσκονται άτομα που προσπαθούν να τον πλησιάσουν ακολουθώντας διαφορετικά μονοπάτια. Κάποια μονοπάτια είναι ελικοειδή, άλλα ακολουθούν μια πιο άμεση διαδρομή. Τελικά όλα τους συγκλίνουν προς την κορυφή, εκεί που βρίσκεται ο θεός.

Στο βιβλίο τους «Συνομιλία με τον Θεό»1, οι χριστιανοί απολογητές Τζέημς Πόρτερ Μόρλαντ και Τιμ Μύλχοφ ερωτούν «Ποιος περιμένει στην κορυφή»; Εξηγούν πως η αδυναμία αυτής της παραβολής βρίσκεται στο γεγονός ότι αγνοεί δύο δεδομένα. Πρώτον, αποτυγχάνει να λάβει στα σοβαρά τους ισχυρισμούς που διατυπώνονται από διάφορες θρησκευτικές προσωπικότητες και, δεύτερον, αποσιωπά τις όποιες υπαρκτές αντιφάσεις ανάμεσα στις θρησκείες. 

Ο Ιησούς Χριστός είναι απόλυτος με τον απίστευτα αποκλειστικό ισχυρισμό Του ότι Εκείνος είναι η αληθινή οδός προς τον Θεό. Μάλιστα διακηρύττει: «Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή. Κανείς δεν μπορεί να έρθει στον Θεό παρά μόνο μέσω εμού» (Ιωάν. 14/6). Η παραβολή των πολλών μονοπατιών προς την κορυφή του βουνού αμφισβητεί τη δύναμη των λόγων αυτών του Χριστού.

Επίσης, ως αληθινός οπαδός του Αλλάχ, ένας Μουσουλμάνος πρέπει να απαγγέλλει δημόσια: «Δεν υπάρχει Θεός εκτός από τον Αλλάχ και ο Μωάμεθ είναι ο προφήτης του». Ο Μωάμεθ θα χλεύαζε την ιδέα ότι το Ισλάμ είναι απλώς ένας δρόμος προς τον Θεό. 

O Ινδουισμός, αντιθέτως, συμφωνεί με το δίδαγμα της παραβολής. Υποστηρίζει ότι η αλήθεια αποτελείται ακόμη και από αντίθετες πεποιθήσεις, οι οποίες μπορούν να συνυπάρχουν. Η αντίληψη αυτή ονομάζεται ‘συγκρητισμός’, και θεωρεί ως κεντρικό ισχυρισμό της παραβολής αυτής πως «όλες οι θρησκείες είναι αληθινές, ειδικά ο Ινδουισμός», γράφουν χαρακτηριστικά ο Μόρλαντ και ο Μύλχοφ, παρά τους ισχυρισμούς περί ουδετερότητας της ινδουιστικής αντίληψης. 

Φαίνεται πως η παραβολή αυτή αποτελεί θέση «βολική» για κάποιους που δεν ενδιαφέρονται για τη θρησκεία και απλώς τη χρησιμοποιούν ως εργαλείο για την επίτευξη πολιτικών σκοπών (συγκρητισμός) ή και για κάποιους που απλώς δεν είναι καλά πληροφορημένοι.2 

Η παραβολή «αποτυγχάνει να αντιμετωπίσει τις κραυγαλέες αντιφάσεις μεταξύ των θρησκειών», γράφουν οι Μόρλαντ και Μύλχοφ. Κεντρικό της σημείο αποτελεί η πεποίθηση ότι όλες οι θρησκείες είναι ίδιες στις βασικές τους πεποιθήσεις, καθιστώντας τες έτσι έγκυρα μονοπάτια στην αναζήτηση του Θεού. Είναι όμως όλες οι θρησκείες ίδιες; Αυτό που παρουσιάζεται άμεσα στον απροκατάληπτο ερευνητή είναι η απάντηση που δίνει η κάθε μια από τις θρησκείες στο ερώτημα «ποιος περιμένει στην κορυφή». Για τους Βουδιστές, δεν περιμένει κανείς. Οι Βουδιστές δεν γνωρίζουν καμία προσωπική θεότητα ή θεό. Για τους Ινδουιστές, στην κορυφή βρίσκονται χιλιάδες θεοί και θεές. Τον Iνδουισμό χαρακτηρίζει η κεντρική θέση που κατέχει η λατρεία ενός πλήθους θεών, που αναπαρίστανται σε ιερές εικόνες και ειδώλια. Για τους Μουσουλμάνους, μόνο ένας θεός περιμένει. Το να ισχυρίζεται κανείς ότι περισσότεροι από ένας κάθονται στην κορυφή παραβιάζει την ύψιστη πεποίθηση ενός Μουσουλμάνου, επειδή ο Αλλάχ είναι ένας (Σούρα 112/1-4). Για τους Ιουδαίους, μόνο ένας Θεός περιμένει, ο Γαχβέ – ο Θεός του Μωυσή, του Αβραάμ και του Ισραήλ. Για τους Χριστιανούς, στέκεται στην κορυφή του βουνού ο τριαδικός Θεός, ο Θεός Πατέρας, ο Θεός Υιός και ο Θεός  Άγιο Πνεύμα. Ενώ όλες οι μονοθεϊστικές θρησκείες, το Ισλάμ, ο Ιουδαϊσμός και ο Χριστιανισμός, υποστηρίζουν ότι μόνο ένας Θεός βρίσκεται στην κορυφή, οι Μουσουλμάνοι και οι Ιουδαίοι διαφωνούν έντονα με τη χριστιανική αντίληψη της Τριάδας.

Για ό,τι αφορά την αναζήτηση του Θεού, οι Μόρλαντ και Μύλχοφ προτείνουν τον «λαβύρινθο» ως καταλληλότερη παραβολή2. Η πρόκληση της παραβολής αυτής συνίσταται στο να ψάξει και να βρει κανείς το ένα και μοναδικό μονοπάτι που οδηγεί στο κέντρο του. Κάποιες διαδρομές οδηγούν αμέσως σε αδιέξοδο. Άλλες προχωρούν βαθιά στον λαβύρινθο πριν συναντήσει κανείς το αδιέξοδο. Υπάρχουν μονοπάτια που τρέχουν παράλληλα το ένα με το άλλο, έως ότου το ένα απ’ αυτά να «χτυπήσει» σε τοίχο, ενώ το άλλο να συνεχίζει. Και εξηγούν γιατί το παράδειγμα του λαβύρινθου αποτελεί γι’ αυτούς ένα πιο ταιριαστό αφήγημα περί αναζήτησης του Θεού.

Καταρχήν, επειδή δίνει αξία στην εξερεύνηση και την αυτο-ανακάλυψη. Ο μόνος τρόπος, για να αξιολογήσει κανείς την αποτελεσματικότητα μιας διαδρομής, είναι να εξετάσει πού εκείνη οδηγεί. Οδηγεί σε αδιέξοδο ή στο κέντρο; Ο σοβαρός αναζητητής του Θεού πρέπει να αξιολογεί προσεκτικά τις διαδρομές που υποστηρίζουν οι ανταγωνιστικές θρησκείες. Ελλείψεις που βρέθηκαν σε μια διαδρομή αναγκάζουν τον έντιμο αναζητητή να εγκαταλείψει ένα μονοπάτι και να αναζητήσει ένα άλλο.

Έπειτα, η θεώρηση των θρησκειών ως λαβύρινθου με πολλαπλές διαδρομές που κατευθύνονται προς διαφορετικές κατευθύνσεις, αναγνωρίζει τις τρελά αντιφατικές απόψεις τους. Σε έναν λαβύρινθο, οι συμμετέχοντες έρχονται αντιμέτωποι με επιλογές που τους στέλνουν σε εντελώς διαφορετικές κατευθύνσεις. Κατευθυνόμενος στον λαβύρινθο, ο αναζητητής αποδέχεται την πρόκληση να βρει το μοναδικό μονοπάτι που οδηγεί στο κέντρο. 

Επίσης, όπως σε κάθε λαβύρινθο, μερικές φορές ορισμένες διαδρομές κατευθύνονται προς την ίδια κατεύθυνση ή κινούνται παράλληλα μεταξύ τους. Οι δρόμοι των Μουσουλμάνων, των Ιουδαίων και των Χριστιανών κινούνται παράλληλα μεταξύ τους όσον αφορά την πεποίθηση ότι ο Θεός είναι ένας. Ο Ινδουισμός και ο Βουδισμός είναι δρόμοι παράλληλοι όσον αφορά την πίστη στους νόμους του Κάρμα και της Μετενσάρκωσης. 

Τέλος, η παραβολή του λαβύρινθου επιτρέπει στους ταξιδιώτες να αναγνωρίσουν τις ομοιότητες που τυχόν υπάρχουν, καθώς τα μονοπάτια κατευθύνονται προς την ίδια κατεύθυνση, έστω και αν μόνο ένα από αυτά οδηγεί στο κέντρο. Οι Χριστιανοί πιστεύουν ότι ο Θεός, ως κάποιος που στέκεται πάνω από τον λαβύρινθο, γνωρίζει ποια μονοπάτια οδηγούν σε αδιέξοδο και ποιο είναι αυτό που βρίσκει τον στόχο του. Ο Θεός της Βίβλου δεν αρκείται με το να φωνάζει από μακριά για να καθοδηγήσει και να κατευθύνει τους ανθρώπους. Έτσι, ‘κατεβαίνει’ κυριολεκτικά στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, για να τους οδηγήσει. Είναι θεμελιώδης για τον Χριστιανισμό η πεποίθηση ότι στον Χριστό «όλη η πληρότητα της Θεότητας ζει σε σωματική μορφή» (Κολ. 2/9). Από το θεϊκό του πλεονέκτημα, ο Ιησούς Χριστός αποκαλύπτει ότι εκείνος είναι το μονοπάτι που δημιούργησε ο Θεός για να οδηγήσει τους ανθρώπους μέσα από τον λαβύρινθο της ζωής.

2. Είναι όλες οι θρησκείες αληθινές (πλουραλισμός);

Στο βιβλίο του «Γιατί να πιστεύει κανείς», ο επιστήμονας και απολογητής Νιλ Σένβι, περιγράφει πως στο ερώτημα αν ο Χριστιανισμός είναι αληθινός, πολλοί απαντούν: «Σαφώς, ο Χριστιανισμός είναι αληθινός επειδή όλες οι θρησκείες είναι αληθινές!» Αυτή η πεποίθηση απεικονίζεται συχνά στην παραβολή των τυφλών και του ελέφαντα: Έξι τυφλοί περπατούν μέσα στη ζούγκλα και πέφτουν επάνω σε έναν ελέφαντα. Καθένας από αυτούς πιάνει ένα διαφορετικό μέρος του ζώου. Ο πρώτος τυφλός αρπάζει τον χαυλιόδοντα του ζώου και λέει: «Ο ελέφαντας είναι σκληρός και μυτερός, σαν δόρυ». Ο δεύτερος τυφλός πιάνει το αυτί του ελέφαντα και λέει: «Όχι! Ένας ελέφαντας είναι μαλακός και επίπεδος, σαν βεντάλια». Ο τρίτος τυφλός, που κρατά την ουρά του ελέφαντα, λέει: «Όχι, κάνετε και οι δύο λάθος. Ο ελέφαντας είναι μακρύς, λεπτός και εύκαμπτος, σαν σχοινί». Και οι έξι συνεχίζουν να μαλώνουν μέχρι που ένας σοφός έρχεται και τους λέει, ότι κρατούν όλοι έναν ελέφαντα. Οι δηλώσεις τους είναι όλες αληθινές, αλλά η καθεμία από αυτές περιέχει μόνο ένα μέρος της αλήθειας. Το ηθικό δίδαγμα της παραβολής είναι ότι η θρησκευτική αλήθεια είναι πολύ λεπτή και πολύπλοκη, για να περιέχεται σε οποιαδήποτε θρησκευτική παράδοση. Όλες οι θρησκείες είναι αληθινές, αλλά καμία από αυτές δεν είναι αποκλειστικά αληθινή.3

Το πιο σοβαρό πρόβλημα με αυτό που χαρακτηρίζεται ‘πλουραλισμός’ είναι το γεγονός ότι δε λαμβάνει στα σοβαρά ισχυρισμούς που διατυπώνονται από συνειδητούς οπαδούς των διάφορων θρησκειών. Για παράδειγμα, γράφει ο Σένβι, «έχω περιστασιακά φιλικές συζητήσεις με συντηρητικούς μουσουλμάνους σχετικά με τη συγκριτική αξιοπιστία του Κορανίου και της Βίβλου. Είμαστε πρόθυμοι να ακούσουμε ο ένας τον άλλον, να διορθώσουμε ο ένας τις παρεξηγήσεις του άλλου και να συμμετάσχουμε σε μια πολιτισμένη συζήτηση. Σε αυτή τη διαδικασία, προσπαθούμε και οι δύο να καταλάβουμε καλύτερα τι πιστεύει ο άλλος. Ενώ ο διάλογος μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι διαφωνούμε ουσιαστικά σε πολλά θέματα, μπορούμε αυτό να το κάνουμε με αμοιβαίο σεβασμό»4.

Ο πλουραλισμός (που στην ουσία δεν πρόκειται για τίποτε άλλο παρά για μια απολυταρχία έκφρασης) αρνείται τη διαφωνία ανάμεσα στις θρησκείες, επειδή δέχεται αξιωματικά την ιδέα ότι οι διαφορετικές θρησκείες συμφωνούν σε όλα τα ουσιαστικά ζητήματα. Ανεξάρτητα από το πόσο ένας Χριστιανός επιμένει πως η θεότητα του Ιησού είναι θεμελιώδης για τον Χριστιανισμό, και ανεξάρτητα από το πόσο ένας Μουσουλμάνος επιμένει ότι η θεότητα του Ιησού είναι ασυμβίβαστη με το Ισλάμ, ο πλουραλισμός απαντά ότι τόσο ο Χριστιανός όσο και ο Μουσουλμάνος ‘σφάλλουν’ επιμένοντας στις θέσεις τους. Με άλλα λόγια, ο πλουραλισμός τις θεωρεί συμβιβάσιμες και αλληλοσυμπληρούμενες ως προς την ολική αλήθεια, έστω κι αν λογικά πρόκειται για αμοιβαία αποκλειόμενες απόψεις. 

Για χάρη της ειρήνης και για να αποφευχθούν διχόνοιες ανάμεσα στους οπαδούς των θρησκειών, οι πλουραλιστές προτιμούν να περιορίζουν την ελευθερία του λόγου, παρά να επιτρέπουν μια ειλικρινή και πολιτισμένη διαφωνία ανάμεσά τους. Είναι σαν να λένε στους οπαδούς των θρησκειών, Χριστιανούς, Μουσουλμάνους, Ιουδαίους, Βουδιστές και Ινδουιστές: «Όλοι κάνετε λάθος σχετικά με την αποκλειστική φύση της πνευματικής πραγματικότητας. Η δική μας άποψη για την πνευματική πραγματικότητα είναι η σωστή». Έτσι, το δίδαγμα της παραβολής που αρχικά παρουσιάζεται ως ανεκτικό απέναντι στις θρησκείες, καταντάει αποκλειστικό, αυταρχικό5.

3. Τι διδάσκουν οι θρησκείες περί αμαρτίας και σωτηρίας;

Στο βιβλίο του ο Σένβι κάνει εκτενή ανάλυση του θέματος αυτού αναφερόμενος στις θρησκείες6 και επισημαίνει τα εξής: 

Και στα τρία κύρια δόγματα του Χριστιανισμού, στην Ορθοδοξία, στον Καθολικισμό, καθώς και στον Προτεσταντισμό βρίσκει κανείς συχνά μια ποικιλομορφία σκέψεων και πρακτικών, που καθιστά δύσκολο να διακρίνει κανείς τι διδάσκει ο Χριστιανισμός πάνω σ’ ένα συγκεκριμένο θέμα. Όσον αφορά όμως στα θέματα «αμαρτία» και «σωτηρία» υπάρχει ουσιαστική συμφωνία σε όλες τις δογματικές αποχρώσεις του Χριστιανισμού και καθ’ όλη την ιστορία τους. Ένας Χριστιανός – είτε είναι Ορθόδοξος, Καθολικός ή Διαμαρτυρόμενος – θεωρεί ότι οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως αμαρτωλοί. Παρόμοια, και τα τρία κύρια δόγματα του Χριστιανισμού διδάσκουν ότι δεν αρκεί μια απλή ηθική βελτίωση, αλλά χρειάζεται ένας Σωτήρας που μπορεί να κάνει για εμάς αυτό που εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε για τον εαυτό μας. Ο Χριστιανισμός διδάσκει ξεκάθαρα ότι οι άνθρωποι είναι ριζικά αμαρτωλοί και έχουν ανάγκη από Σωτήρα. Τι γίνεται όμως με τις άλλες θρησκείες; 

Σύμφωνα με τον Βουδισμό, το κεντρικό πρόβλημα της ανθρώπινης ύπαρξης δεν είναι η αμαρτία, αλλά η δυστυχία και ο πόνος. Βλέπουμε την έμφαση αυτή στις βασικές διδασκαλίες του Βούδα, οι οποίες είναι γνωστές ως οι Τέσσερις Ευγενείς Αλήθειες: «Πρώτον, το να ζεις σημαίνει να υποφέρεις· δεύτερον, ο πόνος προκαλείται από την προσκόλληση· τρίτον, για να εξαλειφθεί ο πόνος πρέπει να εξαλειφθεί η προσκόλληση· τέταρτον, μπορεί να εξαλειφθεί η προσκόλληση ακολουθώντας την Ευγενή Οκταπλή Ατραπό»7.

Ενώ οι Βουδιστές αναγνωρίζουν την ηθική διάσταση της ζωής και μάλιστα μοιράζονται πολλές ηθικές εντολές με άλλες θρησκείες, δεν βλέπουν τα ανθρώπινα όντα ως εκ φύσεως αμαρτωλά και αποξενωμένα από τον Θεό. Πράγματι, ορισμένα παρακλάδια του Βουδισμού, όπως ο Βουδισμός Ζεν, είναι μη θεϊστικά. Το θέμα της ανάγκης του ανθρώπου για σωτηρία είναι λίγο πιο περίπλοκο. Σύμφωνα με τον Χιούστον Σμιθ, καθηγητή θρησκευτικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας Μπέρκλεϋ, οι αρχικές διδασκαλίες του Βούδα επικεντρώθηκαν εξολοκλήρου στην αυτοβοήθεια.8

Στον Ινδουισμό, το θεμελιώδες πρόβλημα που πρέπει να ξεπεραστεί είναι ο κύκλος της μετενσάρκωσης ή αυτό που ονομάζεται «σαμσάρα»: οι κακές ενέργειες στην παρούσα ζωή μας, οδηγούν σε κακό κάρμα και σε πόνο και ταλαιπωρία στην επόμενη μετενσάρκωση, ενώ οι καλές μας πράξεις οδηγούν σε μια καλύτερη μετενσάρκωση. Οι κακές πράξεις περιλαμβάνουν όχι μόνο ηθικές παραβάσεις αλλά και οποιαδήποτε παραβίαση του καθήκοντός μας, του «ντάρμα»9. Ο τελικός στόχος του Ινδουισμού είναι η «μόκσα», η απελευθέρωση από τον κύκλο της μετενσάρκωσης, αν και κάποιες σχολές του Ινδουισμού διαφωνούν για το τι συμβαίνει συγκεκριμένα. Η «μόκσα» επιτυγχάνεται με τρείς βασικούς τρόπους: τη γνώση, τα έργα και την αφοσίωση. Ο τρόπος της γνώσης βασίζεται στη Βεδαντική φιλοσοφική ιδέα ότι ενώ τα σώματα, οι σκέψεις και όλα τα φυσικά αντικείμενα είναι ψευδαισθήσεις (μάγια), κάθε μεμονωμένη ψυχή (άτμαν) είναι πραγματική επειδή είναι ομοιότυπη με την «κοσμική ψυχή» (Μπράχμαν). 

Έτσι, ο Ινδουιστής στον δρόμο της γνώσης επιδιώκει να βιώσει την πραγματικότητα της δικής του θεϊκότητας μέσω, αφενός, της απόσυρσής του από τον κόσμο και, αφ’ ετέρου, του διαλογισμού. Ο τρόπος των έργων χαρακτηρίζεται από την εκπλήρωση του καθήκοντός του απέναντι στους άλλους και την κοινωνία, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τον καρπό των κόπων του. Ο Χιούστον Σμιθ συγκρίνει τη δέσμευση αυτή στην υπηρεσία με μια «ριζική μειωτική δίαιτα» που είναι «σχεδιασμένη να λιμοκτονεί το πεπερασμένο εγώ», έτσι ώστε ο ασκούμενος να μπορεί να επιτύχει την υπέρβαση10. Τέλος, ο τρόπος της αφοσίωσης επιστρατεύει τη βοήθεια ενός από τους πολλούς θεούς του Ινδουισμού για να επιτύχει την «μόκσα». Αντί να την επιδιώκει μέσω διαλογισμού ή έργων, την αναζητά ως δώρο από τον θεό στον οποίο είναι αφοσιωμένος. Όπως και στον Βουδισμό, ο Ινδουισμός αποκλίνει από τον Χριστιανισμό ως προς την αντίληψή του για την ανθρώπινη κατάσταση. Ενώ ο Ινδουισμός αναγνωρίζει την ύπαρξη ηθικών αδυναμιών, δεν βλέπει την ανθρώπινη φύση ως καθολικά και ριζικά διεφθαρμένη. Έτσι, οι θρησκείες της μετενσάρκωσης και του κάρμα διδάσκουν ότι τα ανθρώπινα όντα δεν είναι όλα ίσα στην πνευματική τους ωριμότητα, και αυτό λόγω της συμπεριφοράς τους σε προηγούμενες ζωές.

Ως Αβρααμική θρησκεία, το Ισλάμ είναι πολύ πιο κοντά στον Χριστιανισμό, από τον Ινδουισμό ή τον Βουδισμό, στην αντίληψή του για τον Θεό και το σύμπαν. Το Ισλάμ διδάσκει ότι υπάρχει μόνο ένας Θεός, ο οποίος είναι ο Δημιουργός και ο Συντηρητής του σύμπαντος και ο οποίος είναι καλός, δίκαιος και άγιος. Αναγνωρίζει, επίσης, ότι η αμαρτία είναι μια ηθική προσβολή που προκαλεί την οργή του Θεού και μας καθιστά υπόχρεους στην κρίση του. Ωστόσο, υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ χριστιανικής και ισλαμικής αντίληψης περί αμαρτίας. Καταρχάς, οι Μουσουλμάνοι αρνούνται ότι η φύση του ανθρώπου είναι αλλοιωμένη από την αμαρτία. Αντίθετα πιστεύουν ότι ο άνθρωπος γεννιέται σε μια κατάσταση φυσικής αγνότητας («φίτρα») και οδηγείται να αμαρτάνει εξ αιτίας των επιρροών του περιβάλλοντος, της οικογένειας και της κοινωνίας. 

Ο Τζον Εσποσίτο, καθηγητής θρησκειολογίας στο Πανεπιστήμιο Τζώρτζταουν στην Ουάσιγκτον της Αμερικής, γράφει ότι στο Ισλάμ, «αμαρτία δεν είναι κατάσταση ύπαρξης· είναι αποτέλεσμα μιας πράξης ανυπακοής, αποτυχίας να κάνουμε ή να μην κάνουμε αυτό που ο Θεός διατάζει ή απαγορεύει. Τα ανθρώπινα όντα δεν είναι από τη φύση τους αμαρτωλά»11. Η μουσουλμάνα συγγραφέας Σουζάν Χανίφ το διατυπώνει αυτό ως εξής: «κάθε άνθρωπος έρχεται στον κόσμο αθώος και αναμάρτητος» και γράφει τις πράξεις του «πάνω στην άψογη tabula rasa της φύσης [του]»12. Σε ό,τι αφορά την ανάγκη για σωτηρία, η Χανίφ αναφέρει  ότι επειδή τα ανθρώπινα όντα μπορούν να πλησιάσουν τον Θεό άμεσα, «δεν υπάρχει ανάγκη για Σωτήρα, και σε κάθε περίπτωση ο Θεός ο Ύψιστος μόνος μπορεί να σώσει».13 Στο βιβλίο του «Ο Θεός δεν είναι ένας», ο Στίβεν Προθέρο, πρόεδρος του τμήματος θρησκευμάτων στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, προσθέτει: «Η αμαρτία δεν είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει το Ισλάμ. Ούτε υπάρχει ανάγκη για σωτηρία από την αμαρτία»14. Ενώ το Ισλάμ κατανοεί το έλεος και τη συγχώρηση του Θεού, δίνει λίγη μόνο έμφαση στο γεγονός ότι ο Θεός σώζει.

Επειδή, τόσο ο Ιουδαϊσμός όσο και ο Χριστιανισμός αναγνωρίζουν τις Εβραϊκές Γραφές, την Παλαιά Διαθήκη, ως θεόπνευστες, μοιράζονται μεταξύ τους πολλές πεποιθήσεις για τη φύση του Θεού και τα ηθικά μας καθήκοντα ως ανθρώπων. Όπως οι Μουσουλμάνοι και οι Χριστιανοί, οι Ιουδαίοι πιστεύουν ότι η αμαρτία είναι προσβολή κατά του Θεού. Ωστόσο, οι Εβραίοι – όπως και οι Μουσουλμάνοι – διαφωνούν με τους Χριστιανούς σε ό,τι αφορά τη ριζοσπαστική φύση της αμαρτίας. Για παράδειγμα, ο ραβίνος Ρούβεν Χάμερ δηλώνει ξεκάθαρα: «Ο Ιουδαϊσμός διδάσκει ότι τα ανθρώπινα όντα δεν είναι στη βάση τους αμαρτωλά. Ούτε ερχόμαστε στον κόσμο κουβαλώντας το φορτίο της αμαρτίας που διέπραξαν οι πρόγονοί μας ούτε είμαστε μολυσμένοι από αυτό». Και η Εβραϊκή Εικονική Βιβλιοθήκη αναφέρει: «Οι Ιουδαίοι πιστεύουν ότι ο άνθρωπος έρχεται στον κόσμο χωρίς αμαρτία, με ψυχή αγνή, αθώα και αμόλυντη. (…) Ο άνθρωπος αμαρτάνει επειδή δεν είναι τέλειο ον και όχι, όπως διδάσκει ο Χριστιανισμός, επειδή είναι εγγενώς αμαρτωλός»16.

4. Η διαφορά που κάνει ο Ιησούς Χριστός

Εν κατακλείδι, σχεδόν όλες οι θρησκευτικές θεωρίες διακηρύττουν ότι μπορούμε να εξιλεωθούμε για τις ηθικές μας αποτυχίες, τις οποίες και αναγνωρίζουν.17 Με άλλα λόγια, λειτουργούν ως τραπεζικός λογαριασμός: Συσσωρεύοντας αρκετή ηθική πίστωση, μπορούμε να αντισταθμίσουμε τις ηθικές μας υποχρεώσεις. Αλλά οποιοσδήποτε προβληματισμός σχετικά με την πραγματική φύση της ηθικής αποτυχίας δείχνει ότι ένας τέτοιος συλλογισμός είναι εξαιρετικά αμφίβολος. Οι συγγραφείς της Βίβλου υπογραμμίζουν την απελπιστική ηθική μας κατάσταση, αλλά μιλούν επίσης για τη χάρη της συγχώρεσης που προσφέρει ο Θεός (βλ. Ιωάν. 3/16, Ρωμ. 3/23-24 και Εφ. 2/8-9). 

Σε αντίθεση με την ιδέα τέτοιου είδους ‘ηθικού μητρώου’, η Βίβλος προσφέρει δύο παρομοιώσεις για την αμαρτία που καταδεικνύουν την ανάγκη μας για σωτηρία: πρώτον, την αμαρτία ως παράβαση ενός θεϊκού ηθικού νόμου και, δεύτερον, την αμαρτία ως σκλαβιά εξάρτησης.

Η ιδέα ότι η αμαρτία είναι παράβαση του ηθικού νόμου του Θεού είναι ίσως η πιο κοινή αντίληψη: ο Θεός μάς έδωσε τις Δέκα Εντολές και τον Χρυσό Κανόνα, και η παραβίαση αυτών των εντολών αποτελεί αμαρτία. Η κατανόησή μας περί αμαρτίας είναι βέβαια ανεπαρκής, επειδή είναι μονομερής, αλλά—όσον αφορά το θέμα—σωστή. Ωστόσο, πολύ λίγοι θεωρούν την αμαρτία ως παράβαση του ηθικού νόμου του Θεού, με οικτρά, βεβαίως, επακόλουθα. Όπως και στην Παλαιά Διαθήκη, το κεντρικό  θέμα της Καινής Διαθήκης, συμπεριλαμβανομένων των δηλώσεων του ίδιου του Ιησού, είναι ότι η αμαρτία είναι παράβαση του νόμου του Θεού και ότι «ο μισθός της αμαρτίας είναι θάνατος» (Ρωμ. 6/23).

Μια δεύτερη βιβλική αντίληψη για την αμαρτία είναι αυτή της δουλείας. Αμαρτάνουμε ασύστολα, επειδή ενεργούμε τυφλά και κάτω από την επήρεια των επιθυμιών μας. Με άλλα λόγια: είμαστε σκλάβοι της αμαρτίας. Στην επιστολή του προς τους Ρωμαίους, ο απόστολος Παύλος ρωτά: «Δεν ξέρετε πως σ’ όποιον δείχνετε δουλική υπακοή, σ’ αυτόν και ανήκετε ολοκληρωτικά; Έτσι, ή ανήκετε στην αμαρτία, και τότε σας περιμένει ο αιώνιος θάνατος ή υπακούτε στον Θεό, και σας προσμένει η σωτηρία μαζί του» (Ρωμ. 6/16). Ο Ιησούς εξέφρασε την ίδια σκέψη ως απάντηση στους θρησκευτικούς ηγέτες που έδειξαν να προσβάλλονται στην πρότασή του ότι μπορούσε να τους ελευθερώσει από τη σκλαβιά τους. Τους είπε: «Σας βεβαιώνω πως όποιος αμαρτάνει είναι δούλος της αμαρτίας. Ο δούλος όμως δεν ανήκει για πάντα σε μια οικογένεια, ενώ ο γιος ανήκει σ’ αυτήν για πάντα. Αν, λοιπόν, σας ελευθερώσει ο Υιός, τότε θα είστε πραγματικά ελεύθεροι» (Ιωάν. 8/34–36). Για να χρησιμοποιήσουμε τη σύγχρονη ορολογία, θα μπορούσαμε να αντικαταστήσουμε τη λέξη ‘δουλεία’ με τη λέξη ‘εθισμός’. Ο εθισμός είναι καταστροφική συνήθεια που δεν μπορούμε να τη σταματήσουμε και που ελέγχει τη ζωή μας. Ο εξαρτημένος μπορεί να είναι σε άρνηση και να επιμένει ότι μπορεί να σταματήσει ανά πάσα στιγμή που θα θελήσει. Ή μπορεί να ξέρει ότι ο όποιος εθισμός τού καταστρέφει τη ζωή και κυριολεκτικά τον σκοτώνει. Είτε έτσι είτε αλλιώς, ο εθισμός είναι ο αφέντης. Το να θεωρούμε την αμαρτία ως ένα είδος δουλείας είναι χρήσιμο συμπλήρωμα της θεώρησής της ως παράβασης του θεϊκού ηθικού νόμου.

Γι’ αυτό χρειαζόμαστε συγχώρεση, αλλά χρειαζόμαστε και κάτι περισσότερο από μια απλή συγχώρεση. Χρειαζόμαστε και μεταμόρφωση. Έχουμε ανάγκη κάποιον που σώζει από τη δουλεία, σπάει τις αλυσίδες μας και μας οδηγεί στην ελευθερία.

Η σωτηρία και η αποκατάσταση που προσφέρει ο Θεός παρέχουν λύση και στα δύο αυτά προβλήματα. Όμως, στην περίπτωση της αμαρτίας ως εθισμού, η αμαρτία δεν θεραπεύεται μόνο με τη συγχώρηση, επειδή η αμαρτία υποδουλώνει. Ένας συγχωρημένος εξαρτημένος δεν παύει να είναι εθισμένος. Ακόμα χειρότερα, για έναν εθισμένο που έχει αφυπνιστεί στο γεγονός ότι ο εθισμός του τον σκοτώνει, η συγχώρηση χωρίς θεραπεία είναι τραγικά ελλιπής. Όταν συνειδητοποιούμε ότι η αμαρτία δηλητηριάζει τη σχέση μας με τους άλλους και δηλητηριάζει τη σχέση μας με τον Θεό, δεν θέλουμε απλώς συγχώρηση, ζητάμε θεραπεία. Η απάντηση του Θεού στην αμαρτία που κατοικεί στις καρδιές μας είναι η αναγέννηση. 

Όταν στρεφόμαστε στον Ιησού με μετάνοια και εμπιστοσύνη, ο Θεός όχι μόνο μας συγχωρεί αλλά και μας μεταμορφώνει. Ο Ιησούς προσφέρει λύτρωση που όχι μόνο σώζει από την οργή, αλλά και αποκαθιστά τη σχέση μας με τον Θεό. Όταν ο Θεός μας σώζει, μας γεμίζει με την παρουσία του δίνοντάς μας νέες επιθυμίες και μια καινούργια ζωή. 

Αυτό κάνει τον Ιησού Χριστό να διαφέρει. Καμία άλλη θρησκεία δεν το προσφέρει αυτό.

  1. J.P. Moreland, Tim Muehlhoff, The God Conversation, 2η έκδοση, Grand Rapids: InterVarsity Press, 2017, σ. 47-52.
  2. Όπ., σ. 52.
  3. Neil Shenvi, Why Believe? A Reasoned Approach to Christianity, Wheaton: Crossway, 2022, σ. 17-19.
  4. Όπ.., σ. 18.
  5. Βλ. και Timothy Keller, The Reason for God: Belief in an Age of Scepticism, Νέα Υόρκη: Penguin, 2008), σ. 8–14.   
  6. Shenvi, όπ., σ. 174-191
  7. Winfried Corduan, Neighboring Faiths: A Christian Introduction to World Religions, 2η έκδ., Downers Grove: IVP Academic, 2012, σ. 320
  8. Huston Smith, The World’s Religions: Our Great Wisdom Traditions, 2η έκδ., Νέα Υόρκη: HarperOne, 1991, σ. 104
  9. Δηλαδή την υφιστάμενη τάξη της Φύσης και της ανθρώπινης ζωής και τη συμπεριφορά που θεωρείται ότι εναρμονίζεται με αυτήν.   
  10. Smith, όπ., σ. 41
  11. John L. Esposito, Islam: The Straight Path, 3η  έκδ., Νέα Υόρκη: Oxford University Press, 1998, σ. 27
  12. Suzanne Haneef, What Everyone Should Know about Islam and Muslims, 11η έκδ., Σικάγο: Kazi, 1993, σ. 182
  13. Haneef, όπ., σ. 183
  14. Stephen Prothero, God Is Not One: The Eight Rival Religions That Run the World, Νέα Υόρκη: HarperOne, 2011, σ. 31-32
  15. Reuven Hammer, Entering the High Holy Days: A Complete Guide to the History, Prayers, and Themes, Philadelphia: Jewish Publication Society, 2005, σ. 30
  16. «Issues in Jewish Ethics: Judaism’s Rejection of Original Sin» (Θέματα Ιουδαϊκής Ηθικής: Η απόρριψη του προπατορικού αμαρτήματος από τον Ιουδαϊσμό), The Jewish Virtual Library, https://​​​www​​​.jewish​​​virtual​​​library​​​.org/ (αναζήτηση 22/11/2022)
  17. Βλ. Shenvi, όπ., σ. 212-226

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top