Λούθηρος, ο θεολόγος του ανθρώπου

O Λούθηρος είναι ο κατεξοχήν θεολόγος του ανθρώπου. Η κύρια συνεισφορά του στη χριστιανική θεολογία είναι το ότι υπήρξε ένας από τους λίγους θεολόγους που έθεσε το ερώτημα γύρω από το νόημα της ύπαρξης του ανθρώπου στο κέντρο του θεολογικού του στοχασμού. 

Η αρχαία εκκλησία εστίασε την προσοχή της στη δογματική διατύπωση του μυστηρίου της Τριάδας ή στην αποσαφήνιση του προσώπου του Χριστού. Αργότερα η μεσαιωνική σχολαστική θεολογία επιχείρησε την λογική τεκμηρίωση της ύπαρξης του Θεού. Ο Λούθηρος και γενικά η Αναμόρφωση ασχολήθηκαν περισσότερο με την ταυτότητα και το νόημα της ύπαρξης του ανθρώπου.  Βέβαια, όταν μιλά για τον άνθρωπο εννοεί τον άνθρωπο coram Deo. Δηλαδή, αναφέρεται στον άνθρωπο “ενώπιον του Θεού.” Γι’ αυτό άλλωστε διάφοροι υποστηρίζουν ότι το κέντρο της θεολογίας του Λουθήρου δεν είναι η ανθρωπολογία αλλά η σωτηριολογία. Με άλλα λόγια, δεν είναι μια γενική σπουδή γύρω από τον άνθρωπο αλλά η απάντηση στο ερώτημα πώς ο άνθρωπος μπορεί να σταθεί ενώπιον του Θεού, ή αλλιώς πώς ο άνθρωπος σώζεται;2

Προλεγόμενα

Πριν περάσουμε να δούμε τη θεολογική πρόταση του Λουθήρου, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το ανθρωπολογικό ερώτημα, είναι χρήσιμο να κάνουμε διάφορες απαραίτητες διευκρινίσεις και επισημάνσεις. 

Πρέπει πρώτα να διευκρινίσουμε ότι αν και υποστηρίζουμε πως το περιεχόμενο της θεολογικής πρότασης του Λουθήρου είναι ανθρωπολογικό, η θεολογική του μέθοδος είναι απόλυτα θεοκεντρική. Κινούμενος μέσα στο φιλοσοφικό ρεύμα του Οκκαμισμού και του νομιναλισμού ο Λούθηρος σκέφτεται και θεολογεί μόνο μέσα στο πλαίσιο του sola scritptura. Δηλαδή μόνο μέσα στα όρια της αποκάλυψης που ο Θεός θέλησε να δώσει στον άνθρωπο. Μαθαίνω, λοιπόν, ποιος είμαι ακούγοντας τον Θεό να μου μιλά και το μόνο που ξέρω για μένα είναι αυτό που ο Θεός θέλησε να αποκαλύψει. Δεν γνωρίζω μέσα από λογικές αναγωγές και φιλοσοφικούς στοχασμούς αλλά ακούγοντας τον Θεό μέσα από τον Λόγο Του. Αυτός ο Λόγος δεν αποκαλύπτει μόνο αλλά και δημιουργεί. Δεν περιγράφει αυτό που προϋπάρχει αλλά το φέρνει στην ύπαρξη. Ο Λούθηρος λοιπόν σε όλη τη διάρκεια του θεολογικού του στοχασμού παλεύει με αυτόν τον αποκεκαλυμμένο και αποκαλυπτικό Λόγο. Είναι ένα βιβλικός θεολόγος. Φτάνει στα συμπεράσματά του παλεύοντας με τα βιβλικά κείμενα. Σας θυμίζω την περίφημη φράση του:

“Ολόκληρα μερόνυχτα μοχθούσα πάνω στις επιστολές του [απ. Παύλου] ώσπου επιτέλους κατάλαβα…”.3  

Ο μελετητής του Λουθήρου όμως καλείται να λάβει υπόψη του, εκτός από τα σχόλια και τις διαλέξεις του πάνω σε διάφορα βιβλία της Αγίας Γραφής, και ένα πληθωρικό και ανομοιογενές corpus που περιλαμβάνει διατριβές, κατηχήσεις, κηρύγματα, επιστολές ακόμη και ύμνους. Επίσης πρέπει να ληφθεί υπόψιν η επισήμανση ότι όταν μιλούμε για “θεολογία του Λουθήρου” αυτή δεν είναι κάτι στατικό, κλειστό και μονοσήμαντο.4 Ο γνωστός αναμορφωτής διαμόρφωσε τη θεολογία του κατά τη διάρκεια της τριαντατετράχρονης θυελλώδους πορείας και διακονίας του. Για κάποιους μάλιστα παραμένει ερώτημα ανοιχτό το κατά πόσον “προτεστάντης” ήταν ή έγινε τελικά ο Λούθηρος. Γενικά, λοιπόν, είναι δύσκολο να εντοπίσουμε ένα κέντρο στη θεολογία του. Το έργο αυτό γίνεται πιο δύσκολο αν λάβουμε υπόψη μας ότι σε αντίθεση με τη Σούμα του Ακινάτη ή τους Θεσμούς του Καλβίνου, ο Λούθηρος δεν άφησε κάποιο κεντρικό, συνοπτικό έργο στο οποίο να παραθέτει συστηματικά τη θεολογία του.5 Όμως, παρά τις δυσκολίες αυτές, εμείς θα υποστηρίξουμε ότι το ανθρωπολογικό ερώτημα έχει σημαίνουσα θέση στη σκέψη του και στη θεολογική συνεισφορά του.

Ο άνθρωπος ενώπιον Θεού και ανθρώπων

Το βασικό πρόβλημα του ανθρώπου είναι η αμαρτία του. Δηλαδή, “η προς τον ίδιο τον εαυτό της κυρτωμένη καρδία”.6 Για τον Λούθηρο η αμαρτία είναι μια οντολογική εσωστρέφεια, μια κλειστή, αυτάρκης, εγωκεντρική ροπή. 

Θεραπεία και σωτηρία λοιπόν για τον άνθρωπο είναι η ανάκτηση του ετεροπροσδιορισμού του και ενός εξωστρεφούς προσανατολισμού. Είναι το να ζήσει όχι πλέον κλεισμένος στον εαυτό του αλλά “ενώπιον Θεού” και “ενώπιον των ανθρώπων.”  Μέσα σε αυτές τις σχέσεις ο άνθρωπος γίνεται αληθώς άνθρωπος. Αυτές, ο Λούθηρος τις ονομάζει ως τα “δύο είδη δικαιοσύνης.” Η διάκριση αυτής της διττής τυπολογίας έχει τόση σημασία για τη σκέψη του Λουθήρου ώστε στο φημισμένο υπόμνημά του στην προς Γαλάτας την ονομάζει: “η θεολογία μας”.7 Συγκεκριμένα μιλά για την παθητική και την ενεργητική δικαιοσύνη.

Η πρώτη είναι αυτή που ο Δημιουργός χαρίζει στα δημιουργήματά του μέσω της δημιουργικής και ανα-δημιουργικής δύναμης του Λόγου Του. Σε αυτήν ο άνθρωπος απλώς ανταποκρίνεται με πίστη. Είναι η δικαιοσύνη που λαμβάνει χώρα coram Deo, ενώπιον του Θεού. Η δικαιοσύνη μου, στην “παθητική” της έκφραση είναι δωρισμένη σε μένα από τον Θεό. Δεν κάνω κάτι εγώ για αυτήν. Μου δίνεται και τη λαμβάνω δια της πίστεως. Δεν συνεισφέρω κάτι εγώ, δεν την κερδίζω, δεν την αξίζω. Μου χαρίζεται sola gratia και την αποκτώ sola fide

Από την άλλη, όμως, υπάρχει και η “ενεργητική” δικαιοσύνη η οποία πραγματώνεται ενώπιον του κόσμου coram mundi, “ενώπιον των ανθρώπων”. Στο πλαίσιό της με ευθύνη εκπληρώνω την κλήση που μου εμπιστεύθηκε ο Θεός φροντίζοντας για το κοινό καλό. 

Τα δύο αυτά είδη δικαιοσύνης θα τα αναλύσουμε στη συνέχεια, αφού όμως πρώτα εξετάσουμε μερικές άλλες πτυχές της ανθρωπολογίας του Λουθήρου.

Η άνθρωπος και η ριζική αμαρτωλότητά του

Το αρχικό πλαίσιο μέσα από το οποίο ξεκινά τον στοχασμό του ο Λούθηρος είναι η θεολογία της via moderna όπως εκπροσωπείται από τον Γουλιέλμο του Όκκαμ και τον Γαβριήλ Μπηλ, την “συναγωγή του σατανά”8 όπως τους αποκαλεί, με την παροιμιώδη κομψότητά του. Γι’ αυτούς η προπατορική αμαρτία ήταν μια εξωτερική ποινική κατάσταση η οποία δεν έχει αφήσει κάποιο ίχνος μέσα στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος κατά συνέπεια μπορεί με τις φυσικές δυνάμεις του να τηρεί τις εντολές του Θεού, να Τον αγαπά και να αγαπά τον πλησίον του. Η δυνατότητα αυτή εξηγείται μέσα από την έννοια της “συντήρησης” σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος παρά την πτώση του έχει διατηρήσει μια “σπίθα” αγαθότητας ικανή να γεννά καλά έργα. Ο άνθρωπος λοιπόν καλείται να κάνει το καλύτερο που μπορεί και “σ’ αυτόν που κάνει ό,τι μπορεί ο Θεός δεν του αρνιέται τη χάρη Του”.9 

Ο Λούθηρος τελικά θα εκλάβει την άποψη αυτή ως Πελαγιανισμό και θα ακολούθησει την Αυγουστίνεια αντίληψη για την αμαρτία ως ριζική και συστατική κατάσταση του ανθρώπου. 

Έτσι πέρα από τις αμαρτίες, υπάρχει η “βασική, σημαίνουσα και θανάσιμη αμαρτία”, η αρχέγονη και πρωταρχική αμαρτία. Ο Λούθηρος δεν ενδιαφέρεται μόνο για τις εκδηλώσεις της αμαρτίας αλλά και για το βάθος της, το σημείο εκκίνησής της, την πηγή της. Επίσης όμως ενδιαφέρεται και για την έκτασή της. Εδώ τον βλέπουμε να απομακρύνεται απ’ Αυγουστίνο καθώς απορρίπτει την νεοπλατωνική ανθρωπολογία του. Κατανοεί την Παύλεια αντίθεση μεταξύ “σάρκας” και “πνεύματος” θεολογικά. Απορρίπτει την αντίληψη κατά την οποία η “σάρκα” αφορά τη σωματική διάσταση του ανθρώπου, τις αισθήσεις, τις επιθυμίες, την εγκοσμιότητά του και είναι κατά συνέπεια η “έδρα” της αμαρτωλότητας ενώ από την άλλη το “πνεύμα” αφορά έναν εκλεπτυσμό της ανθρώπινης ύπαρξης που εκ φύσεως στρέφεται στον Θεό. Για τον Λούθηρο είναι το άνθρωπος στην ολότητά του (totus homo) που είναι υποδουλωμένος στην αμαρτία.10 

H έννοια της ριζικής αμαρτίας που αναδεικνύεται κυρίως στις διαλέξεις του στην προς Ρωμαίους το 1515/16 συνιστά ρήξη όμως και με τη σχολαστική θεολογία.11 Για την τελευταία η σχέση κληρονομημένης αμαρτίας ως ροπής με τις ατομικές αμαρτίες ως πράξη είναι σχεδόν απούσα. Για τον Λούθηρο όμως υπάρχει μια σαφής διαλεκτική σύνδεση μεταξύ τους. Η αμαρτία δεν είναι απλώς κάποιες πράξεις αλλά είναι ένας προσανατολισμός που τις γεννά. 

Προσανατολισμός όμως προς τα πού;

Ακολουθώντας τον Αυγουστίνο ο Λούθηρος ορίζει τη ριζική αμαρτία ως προσανατολισμό προς το εγώ, ως εγωκεντρισμό. Το πρόβλημα της αμαρτίας του ανθρώπου είναι η περήφανη αυτοαναφορικότητα, η φιλαυτία και η εσωστρέφειά του. Η ανθρώπινη φύση “ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό της και αναζητά το συμφέρον της και σε κάθε περίσταση αγνοεί και προσπερνά ό,τι βρίσκεται στον δρόμο της. Προσπερνά ακόμη και τον Θεό κάνοντας σαν να μην Τον βλέπει και είναι απολύτως εγωκεντρική… Βάζει τον εαυτό της στη θέση που ανήκει στους άλλους, ακόμη και στη θέση που ανήκει στον ίδιο τον Θεό και επιδιώκει τους δικούς της σκοπούς και όχι αυτούς του Θεού. Γι’  αυτόν τον λόγο γίνεται το κύριο και σημαντικότερο είδωλό της”.12 Η αμαρτία είναι η ειδωλοποίηση του εγώ. 

Ο Λούθηρος όμως προχωρά ένα βήμα παραπέρα. Η αμαρτωλότητα δεν ορίζεται μόνο με όρους κακίας και ανυπακοής. Πολλές φορές η αμαρτωλότητα εκφράζεται ως υπακοή και ως περήφανη δικαιοσύνη. Το εγώ μας αποζητά “το συμφέρον και την επιδίωξη των σκοπών του ακόμη και μέσα από την ευλάβεια”.13 Η πεμπτουσία της θρηκευτικότητας είναι η προσπάθεια του ανθρώπου να χειραγωγήσει τον Θεό για την επίτευξη των εγωιστικών σκοπών του. Έτσι η έννοια της αμαρτίας και συνακόλουθα της μετάνοιας, διευρύνεται. Ο άνθρωπος δεν καλείται να μετανοήσει μόνο για την κακία του αλλά κυρίως για την καλοσύνη του. Με τον όρο καλοσύνη μιλούμε εδώ για τη θρησκευτικότητα που θεωρούμε ότι τεκμηριώνει εκ μέρους μας δικαίωμα και απαίτηση ενώπιον του Θεού.

Η αμαρτωλότητά μας, αντίστοιχα, δεν εκφράζεται μόνο με την ανυπακοή μας αλλά ακόμη και κάποιες φορές κυρίως μέσα από τα καλά μας έργα.14 Δεν υπάρχει κάτι άλλο που να υποδαυλίζει την υπερηφάνεια και τη φιλαρέσκεια από τα ηθικά επιτεύγματά μας. Αν λοιπόν η πεμπτουσία της αμαρτωλότητας είναι η υπερηφάνεια και η φιλαρέσκεια, καταλαβαίνουμε εύκολα ότι δεν υπάρχει κάτι άλλο που μας κάνει πιο αμαρτωλούς από την αυτάρεσκη καλοσύνη μας. 

Η αμαρτία ως ριζική και πηγαία δύναμη στη ζωή του ανθρώπου στην οντολογική πληρότητά του αποτελεί το κέντρο της ανθρωπολογίας του Λουθήρου. Στο γνωστό έργο του “Η δουλεία της θέλησης” απευθυνόμενος στον Έρασμο στο τέλος του έργου γράφει,

“Επιπλέον, σε επαινώ και σε συγχαίρω πολύ για κάτι ακόμα, επειδή σε αντίθεση με όλους τους άλλους μόνο εσύ μου επιτέθηκες σε αυτό που είναι το πραγματικό ζήτημα, η ουσία του ζητήματος της αντιλογίας και δεν με κούρασες με ασχετοσύνες  σχετικά με τον παπισμό, το καθαρτήριο, τα συγχωροχάρτια και άλλα παρόμοια ασήμαντα ζητήματα… με τα οποία σχεδόν όλοι μέχρι τώρα με κυνηγούν δίχως επιτυχία. Εσύ και μόνον εσύ έχεις δει το ζήτημα από το οποίο εξαρτώνται τα πάντα και στόχευσες στο ζωτικό σημείο· γι’ αυτό σε ευχαριστώ ειλικρινά, επειδή χαίρομαι  να αφιερώσω στο ζήτημα αυτό όση προσοχή μου επιτρέπουν ο χρόνος και η άνεσή μου”.15

Για τον σημαντικό μελετητή του Λουθήρου, Heiko Oberman, είναι ακριβώς αυτό το σημείο στο οποίο η Μεταρρύθμιση απομακρύνεται και διαφοροποιείται από την όποια σχέση της με τα προτάγματα του κινήματος της Αναγέννησης και του Ουμανισμού. Για τον Λούθηρο λοιπόν ο πυρήνας της θεολογικής του πρότασης χτίζεται πάνω στη θέση ότι ο μετα-πτωτικός άνθρωπος έχει μια θέληση υπόδουλη, δέσμια. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πώς ο άνθρωπος στερείται κάθε ηθικής δυνατότητας και ικανότητας. Ο άνθρωπος μπορεί και πρέπει να είναι ενάρετος “ενώπιον των ανθρώπων”. Αυτή είναι η “ενεργητική” ή “αρμόζουσα” δικαιοσύνη, απαραίτητη για να υπάρχει ανθρώπινη κοινωνία.16 Διακρίνεται όμως απόλυτα και αυστηρά από τη δικαιοσύνη που βιώνεται “ενώπιον του Θεού”.17 Για την τελευταία ο άνθρωπος είναι απολύτως και ριζικά ανίκανος καθώς είναι στραμμένος “κυρτωμένος” στον εαυτό του.

Ο άνθρωπος ως γυμνό υποκείμενο και η συνάντηση με τον Θεό της χάρης

Είδαμε ήδη ότι ο Λούθηρος απομακρύνθηκε από τον Ουμανισμό του Εράσμου αλλά και από τις βασικές αρχές της via moderna. O άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να γίνει αποδεκτός από τον Θεό. Πώς λοιπόν είναι δυνατόν να σταθεί ενώπιον της απαίτησης του Θεού όταν δεν μπορεί να κάνει κάτι για να την εκπληρώσει;

Εδώ αξίζει να αναφέρουμε και την αντίληψή του για τον Νόμο ως αρχής που ουσιαστικά λειτουργεί ως “θανατική προσταγή” αναδεικνύοντας την “κατάσταση του εκπεσόντoς ανθρώπου”.18  Η συνθήκη του ανθρώπου χαρακτηρίζεται από τραγικότητα. Ξέρω, ως άνθρωπος, ότι στέκομαι ενώπιον του Θεού με τον Νόμο να με καταδικάζει και ταυτόχρονα ξέρω ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα για αυτό.

Εδώ όμως πρέπει να προσθέσουμε και κάτι ακόμη. Πιστεύω ότι μια ιδιαίτερα σημαντική αλλά κάπως παραγνωρισμένη συνεισφορά του μεγάλου Μεταρρυθμιστή είναι ότι θέτει τον άνθρωπο να στέκεται μπροστά στον Θεό ως γυμνή ατομικότητα. Μέσα στη μεσαιωνική θρησκευτικότητα η σχέση του ανθρώπου συμβαίνει πάντα μέσα σε ένα πλαίσιο συλλογικότητας και βιώνεται μέσω ενός πυκνού συστήματος διαμεσολαβήσεων. Η εκκλησία με τη συλλογικότητά της, τις τελετές της, τους αγίους της, τις προσευχές της, το ιερατείο της και γενικά τις διαδικασίες της κ.λπ. στέκει ως θεσμός διαμεσολάβησης του ανθρώπου προς τον Θεό. Υπ’ αυτήν την έννοια και ως θεσμός προστασίας. Το άτομο δεν αντικρίζει ποτέ τον Θεό άμεσα, κατάματα, προσωπικά. Η ριζοσπαστικότητα της πρότασης του Λουθήρου είναι το ότι με μια κίνηση αφαιρεί όλο αυτό το πλέγμα ασφάλειας και φέρνει το άτομο ενώπιον του Θεού. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η θυροκόλληση των ενενήντα πέντε θέσεων για τα συγχωροχάρτια μπορεί να ειδωθεί και να αξιολογηθεί πρεπόντως. Είναι η αρχή του γκρεμίσματος αυτού του πλαισίου ασφάλειας που η εκκλησία παρείχε στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος για πρώτη φορά θα βρεθεί γυμνός ενώπιον του Θεού. 

Η εμπειρία αυτή γεννά άγχος και τρόμο. Περιμένει να συναντήσει τον οργισμένο Θεό της απαίτησης. Είναι όμως στο σημείο αυτό που ο άνθρωπος αναπάντεχα και απροσδόκητα συναντά τον Θεό της χάρης!19  

Τον Θεό που δεν απαιτεί αλλά υπόσχεται. Τον Θεό που δεν κρίνει τον άνθρωπο με δικαιοσύνη αλλά του δωρίζει τη δικαιοσύνη Του.

Ο Λούθηρος περιγράφει αυτή την εμπειρία μέσα από μια περίφημη αυτοβιογραφική αναφορά:

“Ολόκληρα μερόνυχτα μοχθούσα πάνω στις επιστολές του [Παύλου] ώσπου επιτέλους είδα τη σχέση, που υπάρχει μεταξύ της δικαιοσύνης του Θεού και της διακήρυξης “ο δίκαιος θα ζήσει εκ πίστεως”. Τότε κατάλαβα ότι η δικαιοσύνη του Θεού είναι φιλάνθρωπη συγκατάβαση με την οποία ο Θεός, λόγω της χάρης και του ελέους Του, μας δικαιώνει με βάση την πίστη μας. Αισθάνθηκα τότε τον εαυτό μου αναγεννημένο και μέτοχο του παραδείσου μέσα από τον οποίο πέρασα από ανοιχτές πόρτες. Ολόκληρη η Γραφή πήρε για μένα ένα καινούργιο νόημα. Πριν η φράση “δικαιοσύνη Θεού” γέμιζε την καρδιά μου με μίσος μα τώρα μου έγινε μια φράση ανέκφραστα γλυκιά. Αυτό το χωρίο του Παύλου ήταν για μένα η πύλη των ουρανών”.20

Η “θεολογία του Σταυρού” και το παράδοξο της σωτηρίας

Η εμπειρία της δικαίωσης όπως την παρουσιάζει ο Λούθηρος έχει στον πυρήνα της το παράδοξο. Ενώ περιμένω τον Θεό της κρίσης, συναντώ τον Θεό της χάρης. Τη στιγμή που βουλιάζω απελπισμένος στην άβυσσο της κόλασης βρίσκω τον Θεό να με αρπάζει με το χέρι της αγάπης Του. Ενώ σκύβω το κεφάλι κάτω από την καταδικαστική ετυμηγορία του Νόμου, στα αυτιά μου ηχεί η δωρεά της δικαίωσης.

Το παράδοξο βρίσκεται στον πυρήνα της θεολογικής σκέψης του Λουθήρου επειδή ο Λουθήρος είναι “θεολόγος του Σταυρού”.21 Για τον Λούθηρο υπάρχουν δύο τρόποι να κάνεις θεολογία. Υπάρχει ο “θεολόγος της δόξας” και ο “θεολόγος του Σταυρού”. Ο πρώτος βαδίζει με τη λογική του κόσμου, με τα φαινόμενα, και προσπαθεί να κατανοήσει τον Θεό μέσα από τα ανθρώπινα δεδομένα. Ο Σταυρός όμως μας προτείνει έναν άλλο τρόπο πρόσληψης της πραγματικότητας. Στον Σταυρό κυριαρχεί το παράδοξο. Εκεί ισχύει το “πληγωμένου κραυγή κι όμως νίκης ωδή” που γράφει ο ευαγγελικός υμνογράφος. Η δικαίωση δια της πίστεως έχει νόημα μόνο μέσα στο πλαίσιο αυτής της νέας οπτικής, της “θεολογίας του Σταυρού”. Τα ανθρώπινα δεδομένα θέλουν τα πάντα να λειτουργούν με βάση την αμοιβαιότητα, με σχέσεις αιτίας – αιτιατού: “επειδή/για αυτό”, ή με σχέσεις συναλλαγής: “σου δίνω/μου δίνεις”. Σας θυμίζω τo σύνθημα της via moderna: “κάνεις ό,τι μπορείς και ο Θεός σου δίνει τη χάρη Του”. Αντίθετα στον Σταυρό λαμβάνει χώρα το αινιγματικό και μυστηριώδες: Αυτός που είναι αναμάρτητος γίνεται αμαρτία ώστε ο αμαρτωλός να γίνει δικαιοσύνη Θεού δι’ Αυτού. Αυτό είναι το παράδοξο της δικαίωσης. Δεν δικαιώνεται ο άγιος ή ο άξιος αλλά ο αμαρτωλός. Και αυτό το παράδοξο δεν βρίσκεται μόνο στην αφετηρία της σωτηρίας αλλά και στο διαρκές βίωμά της. Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες θεολογικές συνεισφορές του Λουθήρου είναι το ανθρωπολογικό σχήμα για τον πιστό άνθρωπο που τον θέλει να είναι “ομοίως (ταυτοχρόνως) δίκαιος και αμαρτωλός”. Ενώ μέχρι τότε η σχολαστική θεολογία θεωρούσε τη δικαιοσύνη ως ουσιώδη μεταμόρφωση του ανθρώπου, όπως ήδη είδαμε για τον Λούθηρο είναι μια διακήρυξη του Θεού. Η δικαίωση του ανθρώπου είναι “το βλέμμα του Θεού επάνω του”. Είναι μια διακήρυξη από τον Θεό για τον άνθρωπο που γεννά το παράδοξο ο άνθρωπος να είναι και δίκαιος και αμαρτωλός. Το πώς γίνεται αυτό το εξηγεί μέσα από μια αναλογία. Κάποιος είναι άρρωστος αλλά εμπιστεύεται τον γιατρό που του υπόσχεται βέβαιη θεραπεία και στο στο μεταξύ υπακούει τον γιατρό και τις οδηγίες του. Είναι ο άνθρωπος άρρωστος ή υγιής; Με βάση το πράγμα είναι άρρωστος αλλά με βάση την υπόσχεση του γιατρού είναι υγιής, μάλιστα τα πρώτα σημάδια της θεραπείας έχει ξεκινήσει να τα βλέπει ήδη. Το ίδιο ισχύει και με τη δικαίωση του ανθρώπου. Μιλώντας για “διακήρυξη” ας θυμηθούμε το νομιναλιστικό πλαίσιο σκέψης του Λουθήρου. Ο Λόγος του Θεού δεν περιγράφει αλλά δημιουργεί, φέρνει στην ύπαρξη την πραγματικότητα. Όπως γράφει στην τελευταία θέση του disputatio της Χαϊδελβέργης, “Η αγάπη του Θεού δεν περιμένει να βρει αλλά δημιουργεί αυτό που της είναι ευάρεστο”. Η διακήρυξη της δικαίωσης λοιπόν δεν είναι απλώς ένα παιχνίδι με τις λέξεις αλλά είναι μία βιωματική πραγματικότητα.

Ο άνθρωπος “ενώπιον του κόσμου”

Στο μεγαλύτερο μέρος της μελέτης μας ασχοληθήκαμε με αυτό που ο Λούθηρος ονόμαζε “παθητική” δικαιοσύνη. Με τη δικαιοσύνη που μας δίνει ως δώρο και αφορά τον άνθρωπο “ενώπιον του Θεού”. Ήδη όμως είδαμε ότι για τον σπουδαίο Αναμορφωτή υπάρχει και ένα άλλο είδος δικαιοσύνης, η “ενεργητική”. Αυτή αφορά τον άνθρωπο στη σχέση του με τον πλησίον και γενικότερα με τον κόσμο. Έχοντας βεβαιότητα για τη θέση του “ενώπιον του Θεού” μπορεί να εστιάσει στο πώς θα ζήσει “μέσα στον κόσμο”. 

Η σχέση των δύο αυτών διαστάσεων αποτυπώνεται στη γνωστή δήλωσή του στο έργο του Η Ελευθερία του Χριστιανού όταν υποστηρίζει ότι

“ο άνθρωπος είναι απολύτως κύρος του εαυτού και δεν είναι υποτελής σε κανέναν. Ο άνθρωπος είναι απολύτως χρεώστης υπηρέτης όλων, υποτελής σε όλους”.22

Είναι μέσα από την ασφάλεια της δικαίωσης δια της πίστης που ο άνθρωπος ελεύθερα γίνεται υπηρέτης του πλησίον του. Δεν έχει κάτι να κερδίσει ή να αποδείξει. Είναι ήδη αποδεκτός και αγαπημένος. Μπαίνει μέσα στον κόσμο για να υπηρετήσει και να προσφέρει. 

Τι εννοούμε όμως μιλώντας για “κόσμο”; Ένα άλλο σημείο ρήξης με τις Μεσαιωνικές αντιλήψεις είναι η απόρριψη της ιεράρχησης του κόσμου σε μια ανώτερη σφαίρα του “ιερού” και σε μια κατώτερη του “κοινού”. 

Ο Λούθηρος είναι ο θεολόγος που έφερε τον άνθρωπο με έναν νέο τρόπο μπροστά στον Θεό αλλά επίσης που έφερε τον Θεό με έναν νέο τρόπο πίσω στον κόσμο και στον άνθρωπο! Η απόρριψη του μεσαιωνικού μοντέλου διαχωρισμού του κόσμου σε σφαίρες και η εξύψωση και ιεροποίηση της κοσμικής σφαίρας ως πεδίου ενδιαφέροντος, ενέργειας και ευλογίας του Θεού έφερε μια “κοπερνίκεια επανάσταση”.23 Στο έργο του Η κατάσταση του γάμου το 1522 διακωμωδεί τον μεσαιωνικό άνθρωπο που αναλογίζεται το εάν πρέπει να παντρευτεί ή όχι. Γράφει,

“Αλίμονο, θα πρέπει να νανουρίζω το μωρό, να πλένω τις πάνες του, να φτιάχνω το κρεβάτι του, να μυρίζω την μπόχα του, να ξενυχτώ μαζί του, να το παρηγορώ όταν κλαίει, να γιατρεύω τις πληγές του και από πάνω να φροντίζω και για την γυναίκα μου, να προμηθεύω για αυτήν, να αγωνίζομαι στην δουλειά μου, να φροντίζω κι αυτό και το άλλο, να κάνω και το ένα και το άλλο, να ανέχομαι και αυτό και εκείνο και όποια άλλη πίκρα ή αγγαρεία συνεπάγεται ο γάμος. Μα καλά, γιατί να καταδικάσω έτσι τον εαυτό μου; Ω φτωχέ και άθλιε άνθρωπε μου, παντρεύτηκες γυναίκα; Φύγε όσο πιο μακριά γίνεται από αυτήν την αθλιότητα και πίκρα. Είναι προτιμότερο να μείνεις ελεύθερος και να ζήσεις μια ειρηνική και ανέμελη ζωή. Να τι θα κάνω, θα γίνω ιερέας ή καλόγηρος και θα αναγκάσω και τα παιδιά μου να κάνουν το ίδιο”.24

Υπάρχει ένα περίφημο απόφθεγμα που αποδίδεται στον γερμανό Μεταρρυθμιστή, αν και μάλλον είναι αμφιβόλου προελεύσεως. Θέλει τον Λούθηρο να λέει ότι αν μάθαινε ότι ο κόσμος θα τελειώσει αύριο αυτός σήμερα θα φύτευε ένα δέντρο! Αν και, όπως είπαμε, δεν ξέρουμε αν τελικά το είπε ή όχι εντούτοις συνοψίζει πιστά τις απόψεις του για τον ρόλο του ανθρώπου σε σχέση με τον Θεό και τον κόσμο. Θα φύτευε ένα δέντρο για να απολαύσει την ομορφιά του ως αντανάκλαση της αγαθότητας του Θεού αλλά και για να φέρει καρπούς με τους οποίους θα φροντίσει τον πλησίον του. Στην ίδια συνάφεια αξίζει να κάνουμε μία, έστω και σύντομη, αναφορά στην άποψη του Λουθήρου για την εργασία μια και είναι της μόδας να γίνεται αναφορά στην “προτεσταντική εργασιακή ηθική”. Ο επαναστάτης καλόγερος από την Βιτεμβέργη περιέγραψε την εργασία ως “κλήση-κάλεσμα” από τον Θεό. Με αυτό ήθελε να τονίσει την ιερότητά της. Οι διάφορες αυτές “κλήσεις” είναι διάφορα “προσωπεία του Θεού” με τα οποία ο Θεός είναι παρών και ενεργός μέσα στον κόσμο. Η πρόνοια του Θεού ενώ θα μπορούσε να γίνει με άμεσο τρόπο, σύμφωνα με τη βουλή του Θεού γίνεται μέσα από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Ο Θεός θα μπορούσε να δίνει με έναν άμεσο τρόπο γάλα στους ανθρώπους. Θέλησε όμως να το δίνει μέσα από την εργασία του κτηνοτρόφου και του γαλατά. Αυτοί έχουν μια κλήση και έναν ρόλο που είναι ιερός καθώς αποτελούν τα ‘προσωπεία του Θεού’ για να δώσει τα δώρα Του στους ανθρώπους. Γι’ αυτό και μπορεί να πει ότι από τον γαλατά που αρμέγει το γάλα, τη γυναίκα που καθαρίζει το σπίτι και τον ιερέα που μοιράζει την κοινωνία όλοι επιτελούν έργο Θεού.

Επίλογος

“Αν έμενες αποκλεισμένος σε ένα νησί ποιον θα διάλεγες για παρέα σου; Τον Καλβίνο ή τον Λούθηρο;” Αυτό ρωτήθηκε ένας γνωστός καθηγητής ιστορίας της Μεταρρύθμισης όταν περνούσε από συνέντευξη για να αναλάβει μια έδρα σε γνωστό θεολογικό σχολείο. Απάντησε, “Με τον Καλβίνο θα είχα σίγουρα βαθιές θεολογικές συζητήσεις αλλά μάλλον μετά από λίγο θα βαριόμουν. Με τον Λούθηρο ίσως οι συζητήσεις μας να μην ήταν και τόσο καλοζυγισμένες και ακριβείς αλλά είναι τόσο ανθρώπινος και αγαπούσε τόσο τη ζωή που σίγουρα θα διάλεγα αυτόν”.

Όντως ο Λούθηρος είναι ένας ανθρώπινος θεολόγος γιατί είναι ο θεολόγος του ανθρώπου.  Έφερε τον άνθρωπο μπροστά στον Θεό αλλά και τον Θεό κοντά στον άνθρωπο με τρόπους που μέχρι τότε δεν είχε φανταστεί ή τολμήσει κανείς. Γι’ αυτό και κλείνω με τον τρόπο με τον οποίο κλείνει μία από τις επιστολές που έστειλε στη γυναίκα του την “Κάτη” στις 2 Ιουλίου του 1540,

“Και τώρα σε αφιερώνω στον Θεό. Πες στον Λυκάονα (το παρατσούκλι του υπηρέτη) να μην παρακοιμάται και παραμελεί τα μούρα. Επίσης πες του να σερβίρει το κρασί στη σωστή ώρα. Να είστε όλοι ευτυχισμένοι και να προσεύχεστε. Αμήν”25

 Το παρόν κείμενο αποτελεί ομιλία που πραγματοποιήθηκε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο στις 13 Μαΐου 2017 με αφορμή την επέτειο  των 500 χρόνων από τη Θρησκευτική Μεταρρύθμιση,  στο πλαίσιο ημερίδας με θέμα: «Μαρτίνος Λούθηρος και η Μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα».

  1. Η ημερίδα ήταν υπό την αιγίδα του Τμήματος Κοινωνιολογίας της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου και συνδιοργανώθηκε από το «Εργαστήριο Κοινωνιολογίας για την Παιδεία και τον Πολιτισμό» του τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και από το «Ελληνικό Ιστορικό Ευαγγελικό Αρχείο».
  2. Ο Paul Althaus γράφει “Theology is thus concerned neither with an objective doctrine of God nor with an anthropology that asks questions about man other than those involving his relationship to God” στο βιβλίο The Theology of Marin Luther (Minneapolis: Fortress Press, 1966), σελ. 9. Δες επίσης Bernhard Lohse, Martin Luther’s Theology: Its Historical and Systematic Developments (Minneapolis: Fortress Press, 2006), 35.
  3.  Όπως αναφέρεται στο βιβλίο του Roland H. Bainton Εδώ Στέκομαι (μετ. Γεράσιμου Ζερβόπουλου, Αθήνα: Εκδόσεις ο Λόγος), σελ. 42
  4. Carl Trueman, Luther on the Christian Life: Cross and Freedom (Wheaton, Illinois: Crossway, 2015),σελ.160
  5. Scott Hendrix, “Luther,” στον συλλογικό τόμο The Cambridge Companion to Christian Doctrine  σελ. 39
  6. Δημ. Τσελλεγίδης, Η σωτηριολογία του Λουθήρου, (Θεσσαλονίκη: Εκδ. Πουρναράς, 1999), σελ. 33
  7. Ως άνω, σελ. 35
  8. Ως άνω, σελ. 34
  9. Robert Kolb και Charles P. Arand, The Genius of Luther’s Theology, Α Wittenberg Way of Thinking for the Contemporary Church (Grand Rapids, Michigan: Baker Academic, 2008), σελ. 64
  10. Althaus, σελ. 154
  11. Bernard Lohse, Martin Luther’s Theology: Its Historical and Systematic Development (Minneapolis: Fortress Press, 2011), σελ. 249.
  12. Althaus, σελ. 147.
  13. Ως άνω
  14. Ως άνω, σελ. 149
  15. Martin Luther, The Bondage of the Will , μετάφραση στα Αγγλικά J.I.Packer και O.R. Johnston, (New Jersey: Fleming H. Revell Company, 1957)
  16. Carl R. Trueman, σελ. 162
  17. Althaus, 143
  18. Θάνος Λίποβατς, Ο Μαρτίνος Λούθηρος και η επανάσταση της Μεταρρύθμισης (Αθήνα: Εκδ. Πόλις, 2017), σελ. 28.
  19. “Η ψυχή λαχταρά να ζήσει αιώνια, δεν θέλει να καταδικαστεί. Επιθυμεί να βρει ένα Θεό χάρη και να μπορέσει να σταθεί ενώπιον της κρίσης ενός οργισμένου Θεού; Δεν θέλει να καταδικαστεί από την αμαρτία και τον Νόμο ή να πάει στην κόλαση – όλα αυτά είναι οι πόθοι της ψυχής και φανερώνουν μία πνευματική πείνα και δίψα” Έργα Λουθήρου 23:43
  20. Εδώ Στέκομαι, σελ. 42.
  21. Carl R. Trueman, Luther, 62
  22. A Reformation Reader, επιμ. Denis R. Janz, (Minneapolis: Fortress Press, 1999), σελ. 100
  23. Carter Lindberg, “Do Lutherans Shout Justification but Whisper Sanctification?”, Lutheran Quarterly 13 (1999): 109.
  24. Robert Kolb και Charles P. Arand, The Genius of Luther’s Theology (Grand Rapids, Michigan: Baker Academic, 2008), σ. 111.
  25. Reformation Reader, σελ. 80.

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top