Κωνσταντίνος Μεταλληνός – Ένας χριστιανός με λαμπρό μυαλό και μεγάλη καρδιά

(Αφιέρωμα στα εξήντα χρόνια από τον θάνατό του)

Τον Κωνσταντίνο Μεταλληνό τον πρωτογνώρισα στα δώδεκά μου χρόνια. Εκείνο που μου έκανε αμέσως εντύπωση ήταν η φωτεινή του μορφή, το πλατύ καλοκάγαθο χαμόγελό του και η ακτινοβολία της προσωπικότητάς του. Και βρήκα πως είχε απόλυτα δίκιο ο πατέρας μου, που από χρόνια πριν μου μιλούσε γι’ αυτόν, και που τον αγαπούσε και τον θαύμαζε απεριόριστα. Άλλωστε τον Μεταλληνό αν τον γνώριζες έστω και λίγο, δε γινόταν να μην τον αγαπήσεις˙ είτε συμφωνούσες μαζί του σε όλα όσα πίστευε και κήρυττε, είτε όχι˙ είτε ήσουν αδελφός και φίλος, είτε ιδεολογικά αντίθετος. Δεν ξέρω πόσοι υπήρξαν στην ιστορία της εκκλησίας του Χριστού που να τους ταιριάζει απόλυτα εκείνο που πρωτογράφτηκε στον Λόγο του Θεού για τον Βαρνάβα, με όλη τη βαθιά και πολύπτυχη σημασία της έκφρασης: «ανήρ αγαθός και πλήρης Πνεύματος Αγίου». Φοβάμαι πως τέτοιοι υπήρξαν πολύ λίγοι. Σίγουρα ένας απ’ αυτούς –από τους πρώτους- ήταν ο Μεταλληνός. Σήμερα ο χαρακτηρισμός «αγαθός» έχει χάσει τη βαθιά του σημασία και τον πλούτο του. Η έννοια της λέξης διαστρεβλώθηκε. Ίσως γιατί οι πιο πολλοί νομίζουν πως η καλοσύνη είναι αδυναμία, κι ακόμη συνδέουν την αγαθότητα με τη μειωμένη νοημοσύνη. Δεν υπάρχει πιο όμορφη εικόνα από εκείνη του ανθρώπου που είναι καλός ακριβώς επειδή είναι εσωτερικά δυνατός, που η αγαθότητά του πηγάζει από την ίδια τη φιλοσοφία του κι από τον πλούτο της ψυχής του, που διαποτίζει τον χαρακτήρα του βγαλμένη από την ίδια τη δυνατή του προσωπικότητα, κι όλα αυτά σφραγισμένα με τη δύναμη και δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Πολλοί παρερμηνεύουν τη φράση της επί του Όρους Ομιλίας: «όστις σε ραπίση εις την δεξιάν σου σιαγόνα, στρέψον εις αυτόν και την άλλην», δίνοντάς της έναν τόνο κακομοιριάς και κάποια δόση μαζοχισμού. Λάθος. Ο Κύριος μας ζητά να είμαστε μεγαλόψυχοι και να παραβλέπουμε και να συγχωρούμε κι αυτό είναι αξιοπρέπεια κι αρχοντιά, και δεν έχει καμιά σχέση με τη μιζέρια και τον υποκριτικό «πτωχοπροδρομισμό» μερικών. Φτάνει να γνώριζες λιγάκι τον Μεταλληνό και θα καταλάβαινες πώς πραγματοποιούνται όλα αυτά σ’ έναν άνθρωπο.

Θα ήταν ουτοπία να προσπαθήσω να σκιαγραφήσω τον Μεταλληνό μέσα σε λίγες γραμμές. Άλλωστε πολλοί μαθητές κι επίγονοί του το έχουν κάνει μέχρι σήμερα με μεγάλη επιτυχία. Κι ο Γεράσιμος Ζερβόπουλος στο βιβλίο του «Έπεσε ο Δυνατός», ολοφάνερα επηρεασμένος στο ύφος του από την περίφημη βιογραφία του Μαρτίνου Λούθηρου «Εδώ Στέκομαι» που είχε μεταφράσει ο ίδιος, μας έδωσε μια ολόπλευρη παρουσίαση της προσωπικότητας του μεγάλου χριστιανού, τόσο που δύσκολα θα μπορούσε να προσθέσει κανένας κάτι πρωτότυπο. Ήταν όμως άραγε ο βιογράφος του Κώστα Μεταλληνού πραγματικά τόσο επηρεασμένος από το περιεχόμενο της βιογραφίας του Μαρτίνου Λούθηρου όσο μας φαίνεται, ή μήπως κι ο Μεταλληνός έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τον μεγάλο μεταρρυθμιστή;

Πριν από αρκετά χρόνια είχα κάνει μια ομιλία σχετική με τον Μαρτίνο Λούθηρο. Στο τέλος με πλησίασε κάποιος φίλος και παρατήρησε: «πολύ μου θύμισε τον Μεταλληνό ο Λούθηρος». Το είχα σκεφτεί κι εγώ πιο πριν, πως οι δυο αυτές προσωπικότητες βάδισαν κάπως παράλληλα, κι έχουν αρκετά κοινά μεταξύ τους, «τηρουμένων των αναλογιών», φυσικά, κι ανεξάρτητα από την παγκόσμια απήχηση κι επίδραση του Μαρτίνου Λούθηρου. Και οι δύο στάθηκαν ανυποχώρητοι αγωνιστές της πίστης ενάντια στα πνευματικά σκοτάδια που τους περιστοίχιζαν. Απεριόριστα ειλικρινείς και οι δύο, είχαν το προνόμιο να τους αποκαλυφθεί ο Θεός χωρίς τη μεσολάβηση και την κατήχηση ανθρώπων που ν’ ανήκουν σ’ ορισμένα θρησκευτικά δόγματα. Έμειναν έτσι εντελώς ανεπηρέαστοι, μόνοι απέναντι στον Θεό και με οδηγό τον Λόγο Του και τη συνείδησή τους, πολεμώντας ηρωικά τις δυνάμεις του σκότους και τον σατανά προσωπικά, που την παρουσία του και την καταστρεπτική του δράση την ένιωθαν ιδιαίτερα έντονα, από πικρή μάλιστα προσωπική εμπειρία.

Ο ένας –ο Λούθηρος,- πιστό τέκνο της καθολικής εκκλησίας ανακάλυψε τις πλάνες της με τη μελέτη της Βίβλου, και το διακήρυξε αψηφώντας τις συνέπειες. Ο άλλος –ο Μεταλληνός,- πνεύμα από τη φύση το ανήσυχο κι ερευνητικό, βρήκε την αλήθεια ξεκινώντας κυριολεκτικά από το μηδέν, και ακόμα πιο κάτω, από την απιστία και τον αθεϊσμό κι από την «αντιπάθεια εναντίον της θρησκείας εν γένει», σύμφωνα με δική του έκφραση. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος σκόπευαν να ιδρύσουν δική τους εκκλησία. Η ειλικρίνεια και η αγνότητά τους τους έκανε να πιστεύουν πως θα μπορούσαν να μένουν στην εκκλησία των πατέρων τους επηρεάζοντάς την προς την πλευρά της ορθής διδασκαλίας και συμβάλλοντας στην αναμόρφωσή της. Διαψεύστηκαν κι οι δύο στις ελπίδες τους, κι αναγκάστηκαν ν’ ακολουθήσουν ανεξάρτητη πνευματική πορεία, δημιουργώντας καινούργιες εκκλησίες χωρίς ανθρώπινη παράδοση και με βιβλική μονάχα βάση. Ο Λούθηρος ήταν από ιδιοσυγκρασία ορμητικός κι αυθόρμητος, και καμιά φορά και αρκετά υπερβολικός στις εκφράσεις του –ήταν άλλωστε τέτοιο το πνεύμα της εποχής κι ο εχθρός τόσο δυνατός που χρειάζονταν γερά όπλα και ατσαλένια νεύρα να τον αντιμετωπίσεις. Ο Μεταλληνός ήταν η προσωποποίηση της πραότητας, της ευγένειας, της αγάπης και της δημοκρατικότητας, κι αυτός ήταν ίσως ο λόγος που με τόση άνεση κατεύθυναν εναντίον του τα πυρά τους και οι εχθροί, κι αρκετές φορές και οι «οικείοι της πίστεως». Σίγουρα δεν ήταν πλασμένος για την εκκλησιαστική τάξη κι αυστηρότητα και για τον θρησκευτικό δογματισμό, φαινόμενα που με την ακρίβεια φυσικού νόμου –δυστυχώς- ακολουθούν αργά ή γρήγορα την ίδρυση μιας εκκλησίας. Πνεύμα ανεξάρτητο κι αδέσμευτο, πίστεψε με πάθος στον ελεύθερο στοχασμό μη θεωρώντας κανένα δόγμα και καμιά διδασκαλία σα δεδομένα, κι ασφαλώς μην επιθυμώντας οι δικές του διδασκαλίες και απόψεις ν’ αναγορευθούν σε θρησκευτικά δόγματα, όπως δυστυχώς συνέβη κυρίως μετά τον θάνατό του. Έχω στα χέρια μου ένα γράμμα του με ημερομηνία 14 Απριλίου 1939, που απευθύνεται στον τότε εργάτη της εκκλησίας Πατρών Θεοφάνη Ζαφειρόπουλο. Ο τελευταίος σε αρκετά έντονο ύφος είχε αντικρούσει τη γνωστή διδασκαλία του Μεταλληνού για τον ευαγγελισμό των νεκρών που στηρίζεται σε ορισμένα εδάφια της Πρώτης Επιστολής του Πέτρου, και που εκθέτει και ο Γεράσιμος Ζερβόπουλος στο βιβλίο του «Έπεσε ο Δυνατός» (σελ. 102). Γράφει λοιπόν ανάμεσα σε άλλα ο Μεταλληνός στον Ζαφειρόπουλο:

«Έλαβα την αδελφική σου [επιστολή] και ευχαριστώ δια το ενδιαφέρον της αγάπης σου. Δεν είναι τα πράγματα τόσο σοβαρά όσον φαίνεται που τα επήρες. Εν καιρώ, Θεού θέλοντος, μπορούμε να μαζευτούμε ολίγοι αδελφοί και να μελετήσωμεν και το ζήτημα αυτό και να συζητήσωμεν επ’ αυτού… Εν καιρώ μπορούμε να τα πούμε αφού η συζήτησις έχει την θέσιν της και μεταξύ των αποστόλων ακόμη του Χριστού (Πραξ. ιε’ 7). Ειρήνευσον λοιπόν και σπεύδε βραδύτερον, διότι ούτε σημαίαν τινα εκάμαμε πλην της δια του Αίματος του Χριστού Σωτηρίας, ούτε ζητώντας επήγαμε για να εύρωμε το εδάφιον του Πέτρου, αλλά απλώς το συναντήσαμεν στον δρόμον μας εις την κατά σειράν ερμηνείαν της επιστολής».

Η σύγκριση ωστόσο του Λούθηρου και του Μεταλληνού με τις ομοιότητες και τις διαφορές τους δε σταματά ως εδώ. Λιτοί και οι δύο στην καθημερινή τους ζωή χωρίς ιδιαίτερες πολυτέλειες . Και οι δύο αγνοούσαν την έννοια της αποταμίευσης και την αξία του χρήματος σκορπώντας το απλόχερα σ’ όσους είχαν ανάγκη, και μάλιστα τον Λούθηρο μονάχα η προνοητικότητα της γυναίκας του και το πρακτικό της πνεύμα τον έσωσαν από την οικονομική καταστροφή.  Αγαπούσαν, ωστόσο, τις νόμιμες γήινες απολαύσεις που έχει χαρίσει στον άνθρωπο ο Θεός, με πρώτο και καλύτερο το καλό φαΐ και το καλό κρασί, με μέτρο πάντα και χωρίς παρεκτροπές. Ήταν άλλωστε φανερό αυτό και στους δύο απ’ τις σωματικές τους διαστάσεις. Συνέπεια εξάλλου του άνετου χαρακτήρα τους και της ευχαρίστησής τους για τη ζωή ήταν και η πλατιά τους καρδιά, το ανοιχτόκαρδο γέλιο τους και το χιούμορ τους. Συνεχώς περιστοιχίζονταν και οι δύο στο τραπέζι από νεαρούς μαθητές τους, που μερικοί από αυτούς φιλοξενούνταν μόνιμα στο σπίτι τους. (Φυσικά, αρκετά απ’ όσα έκαναν και οι δυο δε θα μπορούσαν να τα κατορθώσουν χωρίς τη βοήθεια των άξιων συζύγων τους). Οι μαθητές του Λούθηρου –ή ένας τουλάχιστον από αυτούς- σημείωσαν αρκετές από τις «κουβέντες του τραπεζιού» του δασκάλου που κυκλοφόρησαν σε βιβλία μετά τον θάνατό του. Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να γινόταν κάτι τέτοιο κι από κάποιον από τους μαθητές του Μεταλληνού.

Αγαπούσαν και οι δυο την τέχνη και ειδικά τη μουσική –ο Λούθηρος πολύ περισσότερο- και πίστευαν στη χρησιμότητά της για το έργο του Θεού. Ωστόσο εδώ υπάρχει κάποια διαφορά μεταξύ τους: ο Μεταλληνός ήταν κυρίως επιστημονικό και ερευνητικό πνεύμα –ένας Γιώργος Φερεντίνος με τις επιστημονικές του αναζητήσεις και τον ελεύθερο πνευματικό του στοχασμό πουθενά δε θα μπορούσε να ευδοκιμήσει πιο πετυχημένα απ’ όσο κοντά στον Μεταλληνό. Ακόμη και στη διαμόρφωση και διατύπωση της θεολογικής του σκέψης είναι διαποτισμένος από τα μαθηματικά που αποτελούσαν και την ειδικότητά του και μια από τις μεγάλες του αγάπες: «Αν είχα μια δεύτερη ζωή θα την αφιέρωνα στα μαθηματικά», έλεγε. Απέναντι στην τέχνη και ειδικότερα στη μουσική και στην ποίηση, που μ’ αυτήν ασχολήθηκε περισσότερο, στάθηκε κυριολεκτικά «ερασιτέχνης», μ’ άλλα λόγια απλά φίλος της. Ο Λούθηρος δεν είχε καμιά σχέση με τα μαθηματικά, ήταν καθαρός θεολόγος, ήταν όμως μαζί και καλλιτέχνης, γνήσιος καλλιτέχνης, και προπάντων προικισμένος μουσικός. Στηριγμένος στην πλούσια μουσική παράδοση της πατρίδας του και της εκκλησίας όπου ανατράφηκε, διαμόρφωσε τη λατρεία της καινούργιας εκκλησίας παντρεύοντας τα παλιά με νέα στοιχεία που έδωσε ο ίδιος, κι ανοίγοντας τον δρόμο για την ανεπανάληπτη μουσική «άνοιξη» των κατοπινών χρόνων στους κόλπους της ευαγγελικής λουθηρανικής εκκλησίας. Οι υπόλοιποι ευαγγελικοί, οι καλβινιστές, εμποδίστηκαν στη μουσική τους πορεία από το αυστηρό κι ασκητικό πνεύμα του Καλβίνου και δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν τίποτε αξιόλογο στον μουσικό τομέα, μ’ ελάχιστες εξαιρέσεις. Ο Μεταλληνός, που ίδρυσε τη δική του ευαγγελική εκκλησία, δε στηρίχτηκε για τη διαμόρφωση της λατρείας ούτε στη λουθηρανική, ούτε στην καλβινιστική παράδοση –κι αυτό ισχύει σε μεγάλο μέρος και για τον τρόπο που διαμόρφωσε και τη θεολογία του. Άλλωστε δε νομίζω πως ασχολήθηκε ειδικά με τη μελέτη των εκκλησιαστικών παραδόσεων. Και φυσικά, αγνόησε και την παράδοση της ορθόδοξης εκκλησίας. Κι ούτε κι ενδιαφέρθηκε, νομίζω, να διαμορφώσει έναν ορισμένο τύπο λατρείας. Τη σκέψη του την έστρεψε στο κήρυγμα, στη διδασκαλία και στην προσευχή, μ’ άλλα λόγια σε καθαρά άμεσα πνευματικά στοιχεία. Κι όσο για τη μουσική και τη στιχουργία, κανείς, φυσικά, δεν μπορεί ν’ απαιτήσει από έναν άνθρωπο να είναι αυθεντία σε όλα τα θέματα. Η κερκυραϊκή ιταλόφερτη παράδοση του «μπελκάντο» που τόσο αγαπούσε –το ύφος δηλαδή της όπερας και την επτανησιακής καντάδας- είναι τελείως ακατάλληλη να δημιουργήσει από μόνη της λατρευτική μουσική παράδοση. Κάποιοι άλλοι, με περισσότερες ειδικές γνώσεις κι αλλιώτικα χαρίσματα, έπρεπε να διαμορφώσουν τη λατρεία μέσα στην ελεύθερη εκκλησία. Κι αυτοί ή δε βρέθηκαν ή δε θέλησαν, ή εμποδίστηκαν να το κάνουν. Με αποτέλεσμα να επικρατήσει έντονα το προσωπικό ύφος και το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού, ακόμα και σήμερα. Αυτό όμως είναι άλλη ιστορία.

Ασφαλώς ο Κωνσταντίνος Μεταλληνός δεν έχει ούτε κατά διάνοια την παγκόσμια εμβέλεια του Μαρτίνου Λούθηρου. Ούτε η εποχή που έζησε, ούτε η χώρα όπου έδρασε, ούτε και αρκετοί άλλοι παράγοντες θα ευνοούσαν κάτι τέτοιο. Άλλωστε δε φρόντισε ν’ αναπτύξει «διεθνείς σχέσεις» εκτός από τα τελευταία χρόνια της ζωής του που συνδέθηκε με τις ελεύθερες εκκλησίες της Γερμανίας, όπου τουλάχιστον μέχρι μερικά χρόνια πριν  εξακολουθούσε η μνήμη του να είναι ζωντανή. Ωστόσο εκείνο που ανάμεσα στ’ άλλα αποτελεί μοναδική προσφορά του στο έργο του Θεού στον τόπο μας είναι η ευεργετική επίδραση κι η καλή μαρτυρία του σ’ έναν μεγάλο κύκλο πνευματικών ανθρώπων της αθηναϊκής κοινωνίας, και ιδιαίτερα στην τάξη των ανώτερων κρατικών λειτουργών όπου ανήκε και ο ίδιος. Προσωπικά θεωρώ μια από τις πιο σοβαρές παραλείψεις της ευαγγελικής εκκλησίας στη χώρα μας –κι ίσως και παγκόσμια- το ότι πάντα κλεινόταν κι εξακολουθεί να κλείνεται στον εαυτό της χωρίς δημόσια προβολή κι ανοίγματα σε χώρους έξω από τους τέσσερις τοίχους της εκκλησίας. Δεν πρόκειται βέβαια ν’ ασχοληθούμε τώρα με το φαινόμενο αυτός και τις αιτίες του. Επανειλημμένα άλλωστε έχουμε γράψει γι’ αυτό με πολύ πόνο και πολλή ανησυχία. Κι ακριβώς στον Κωνσταντίνο Μεταλληνό ανήκει η τιμή, πως πρώτος αυτός, κι ίσως και μόνος, ανέδειξε το χριστιανικό ευαγγελικό κίνημα σε σοβαρό παράγοντα της ελληνικής δημόσιας ζωής, φέροντας το μήνυμα του Χριστού με σύγχρονο τρόπο –ήταν αδυναμία του να μιλά στο «μοντέρνο πνεύμα», όπως συνήθιζε να λέει, γράφει ο Γεράσιμος Ζερβόπουλος – σε χώρους εξωεκκλησιαστικούς, όπως η παλιά και η νέα βουλή και η αίθουσα του «Παρνασσού»- με γλώσσα οικεία και με ύφος ευκολοχώνευτο κι όταν ακόμα καταπιανόταν μ’ επιστημονικά θέματα, χωρίς τις στερεότυπες «ξύλινες» θρησκευτικές εκφράσεις που έχουν πολύ τριφτεί από την κακή χρήση κι απωθούν τον σημερινό άνθρωπο. Τ᾽ αποτελέσματα από τούτη τη δραστηριότητα δεν υπήρξαν μόνο ευλογημένα, αλλά και μοναδικά. Εγώ τουλάχιστον δεν ξέρω στην ιστορία του ευαγγελικού κινήματος, ακόμη και παγκόσμια, να υπήρξε αλλού τέτοια άνθιση με τέτοιο υψηλό επίπεδο και με τόσους άξιους χαρισματικούς εκπροσώπους, όπως  στο «μεταλλήνειο» κίνημα των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Άνθρωποι που αποτέλεσαν ξεχωριστές προσωπικότητες με ιδιαίτερα χαρίσματα ο καθένας, που κυριάρχησαν στην ελεύθερη εκκλησία, μαθητές όλοι του Μεταλληνού, δημιούργησαν ένα ανεπανάληπτο πνευματικό κλίμα –«πνευματικό» και με τη θρησκευτική του έννοια αλλά και με την πολιτιστική. Με εκδόσεις όπως το περιοδικό «Σάλπισμα» -ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια της κυκλοφορίας του, αμέσως μετά τον πόλεμο-, με αξιόλογη χριστιανική ποίηση -δεν ξέρω αν αυτή καλλιεργήθηκε άλλοτε κι αλλού τόσο πλούσια και τόσο πετυχημένα- με επιστημονική έρευνα κι ελεύθερο κι αδέσμευτο στοχασμό –αγαθό κι αυτό μεγάλο της έλλειψης όποιας θρησκευτικής παράδοσης, που μπορεί να οδηγήσει σε δρόμους ολισθηρούς, έχει όμως και τα μεγάλα του πλεονεκτήματα,- με δειλά έστω μουσικά ανοίγματα και στην υμνωδία των πιστών και στον χορωδιακό τομέα. (Ας τ᾽ ομολογήσουμε: μπορεί να γκρινιάζουμε πότε-πότε για το μουσικό κλίμα στις ελεύθερες εκκλησίες, πριν όμως από τον Μεταλληνό η ευαγγελική χριστιανική υμνολογία στον τόπο μας και μουσικά και στιχουργικά είχε μεταφέρει αυτούσιο το κλίμα της αυστηρής πουριτανικής Αγγλίας της βικτωριανής εποχής χωρίς καμιά ευκαμψία ή διάθεση προσαρμογής και βελτίωσης). Κι ακόμα, πιστεύω, το αγαθό αυτό πνεύμα επηρέασε ευεργετικά και την ατμόσφαιρα στην ελληνική ευαγγελική εκκλησία, όπου –ας μιλήσουμε ειλικρινά και χωρίς περιφράσεις- με λαμπρή πάντα εξαίρεση τον Γιώργο Χατζηαντωνίου κυριαρχούσε –μιλάμε για τη δεκαετία του ΄40- η βλοσυρότητα και ο τυπικισμός. Αργότερα, στα κατοπινά χρόνια, η παρουσία ανθρώπων όπως ο Άργος Ζωδιάτης, ο Στέλιος Καλοτεράκης, ο Άγγελος Δαμασκηνίδης και άλλοι, έδωσε ακόμη μεγαλύτερη ώθηση στο να δημιουργηθεί ένα τελείως αλλιώτικο πνεύμα.

Ξεκινήσαμε με τον άνθρωπο Μεταλληνό. Τον Μεταλληνό της καλής, της ανεπανάληπτης χριστιανικής μαρτυρίας. Πέρα από δραστηριότητες, από χαρίσματα, από πνευματικά αποτελέσματα, αυτό είναι που έχει περισσότερη αξία στα μάτια του Θεού. Κι αυτό αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για μόνιμες και πλούσιες ευλογίες, μαζί με την αδιάκοπη επικοινωνία κι εξάρτηση από τον αιώνιο Πατέρα. Προσωπικά ξέρω περιστατικά όπου η συγχωρητικότητα και το ταπεινό πνεύμα του μεγάλου ανθρώπου του Θεού ξεπέρασαν κατά πολύ τα γνωστά όρια όπου φτάνουν –και δεν τα ξεπερνούν- στην ατομική και στην εκκλησιαστική τους ζωή οι πιο πολλοί χριστιανοί, είτε ανώνυμοι είτε επώνυμοι. Έφτασε μάλιστα κάποτε να επισκεφθεί ηγετικό στέλεχος των εκκλησιών για να του ζητήσει συγνώμη για κάποια αδικία που είχε διαπραχθεί σε βάρος του όχι από τον ίδιο, αλλά από ορισμένους συνεργάτες του- κι αυτό σε μια εποχή έντονων θεολογικών αντιθέσεων.

Ο Φίλιππος Μελάγχθων είχε κάποτε χαρακτηρίσει τον Μαρτίνο Λούθηρο με μια λέξη: «magnanimous» που θα πει στα λατινικά «μεγαλόψυχος» ή, πιο απλά, «μεγάλη καρδιά». Ο ίδιος ακριβώς χαρακτηρισμός –κι ίσως κι ακόμη περισσότερο- ταιριάζει και για τον Κωνσταντίνο Μεταλληνό. Κάτι που θα έπρεπε να διακρίνει γενικά όλους τους χριστιανούς. Που είναι όμως –αλίμονο- τόσο σπάνιο… Μα τόσο σπάνιο…

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top