Υπάρχει μία περίεργη έννοια ελευθερίας που συνδέεται τόσο με τη Δημιουργία όσο και την Αποκάλυψη του Θεού μέσα σε αυτή. Αυτό με άλλα λόγια σημαίνει ότι ο στοχασμός γύρω από το κάτι που υπάρχει αντί για το τίποτα και η παρουσία του Δημιουργού μέσα σε αυτό δεν μπορούν να προσεγγιστούν με παραγωγικό στοχασμό, με λογικά αξιώματα που είναι διάφανα και ενσωματωμένα στον ανθρώπινο Λόγο και βάσει των οποίων με λογικές διεργασίες μπορούμε να φτάσουμε σε μία ασφαλή και σωστή άποψη περί της πραγματικότητας, συμπεριλαμβανομένου του Θεού. Τόσο η δημιουργία όσο και η παρουσία του Θεού είναι έννοιες και καταστάσεις που πρέπει να διερευνηθούν με τη σωστή καθοδήγηση, πράγματα που αφορούν το εδώ και το τώρα, με τεράστιο υπαρξιακό βάρος αλλά και μία αύρα μυστηρίου που συντηρεί την πίστη μας και αλληλεπιδρά με αυτή με έναν γόνιμο και σαγηνευτικό τρόπο. Όπως συμβαίνει πάντα βέβαια, το ζήτημα δεν είναι απλό ούτε απλοϊκό και ο περιορισμένος χώρος μάς αναγκάζει να αναφερθούμε στις πτυχές του που θεωρούμε σημαντικότερες και πιο ωφέλιμες. Υπάρχουν πολλά ερωτηματικά που έχουν τεθεί μέσα στους αιώνες σχετικά με την παρουσία και αποκάλυψη του Θεού μέσα στον κόσμο που δημιούργησε. Μερικές από τις ερωτήσεις που αναδύθηκαν και που μας απασχολούν ακόμη αφορά τον εμμενή αλλά και υπερβατικό χαρακτήρα της ύπαρξης του Θεού, το είδος της αποκάλυψής Του, αλλά και το ποιες προϋποθέσεις υπάρχουν ώστε αυτή να οδηγήσει κάποιον σε σώζουσα πίστη αλλά και σε γνήσια γνώση του Θεού των Χριστιανικών γραφών. Αρκεί, για παράδειγμα, ο ανθρώπινος Λόγος να μεταχειριστεί μία επαγωγική μέθοδο μέσα από την καθημερινή παρατήρηση και τα αισθητηριακά δεδομένα ώστε να φτάσει σε γνώση του Θεού; Σε τελική ανάλυση είναι ωφέλιμος οποιοσδήποτε στοχασμός περί της αποκάλυψης του Θεού στη Δημιουργία ή αρκεί ένα παράλογο άλμα προς την πίστη σε Αυτόν και η εσωτερική εμπειρία για να μπορέσουμε να κάνουμε λόγο για γνώση του Θεού και σχέση μαζί Του; Μπορεί να υπάρξει φυσική θεολογία (natural theology) ή οι γνωσιοθεωρητικές μας ικανότητες έχουν τόσο διαφθαρεί από την αμαρτία που τελικά πρέπει να αποδεχθούμε την ανάγκη μας για μία ειδική αποκάλυψη (special revelation) που τελικά θα μας οδηγήσει στα σωστά συμπεράσματα; Και αν ισχύει το δεύτερο, ποια η θέση της γενικής αποκάλυψης (general revelation) στην έρευνά μας; Αυτά και άλλα πολλά είναι που περιστρέφονται γύρω από μία διερεύνηση της αποκάλυψης του Θεού μέσα στον κόσμο που Αυτός δημιούργησε. Ακριβώς όμως επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα να ασχοληθούμε εις βάθος με όλα τα προαναφερθέντα θα πρέπει εκ των προτέρων να ομολογήσουμε ότι θεωρούμε πως το μέσο της αποκάλυψης του Θεού στον άνθρωπο για μία υγιή πίστη και γνήσια γνώση Του είναι πρωτίστως και κυρίως η Αγία Γραφή και ότι μπορούμε να προχωρήσουμε στην εξέταση του ζητήματος που μας απασχολεί μόνο εφόσον έχουμε κάνει αυτή την παραδοχή.
Όσον αφορά τα θεολογικά ίχνη που έχει αφήσει ο Θεός στη δημιουργία, σε μία πρώτη προσέγγιση αυτά σχετίζονται με την έννοια της ιερότητας όπως αυτή απαντά σε πολλές ανθρώπινες δραστηριότητες, όχι απαραίτητα θρησκευτικές, αλλά και με την ύπαρξη της θρησκείας αυτής καθ’ αυτής. Ένα υπέροχο παράδειγμα Χριστιανικής απολογητικής μας προσφέρεται από τον απόστολο Παύλο στο 17ο κεφάλαιο των Πράξεων, κατά την αφήγηση του οποίου ο απόστολος δεν δίνει τη μαρτυρία του στον Άρειο πάγο ξεκινώντας με περίπλοκα φιλοσοφικά επιχειρήματα, αλλά με μία διαπίστωση: Αθηναίοι, σας βλέπω ευλαβέστατους από κάθε άποψη1. Ο Παύλος διέκρινε την ανθρωπολογική αλήθεια που όλοι μας γνωρίζουμε, ότι δηλαδή οι άνθρωποι γύρω του χαρακτηρίζονταν από ένα θρησκευτικό αίσθημα, το οποίο και εκδηλωνόταν με συγκεκριμένους τρόπους στο πολιτιστικό τους πλαίσιο. Μέσα από το βλέμμα της Αγίας Γραφής η εικόνα του Θεού βάσει της οποίας και δημιουργήθηκε ο άνθρωπος περιλαμβάνει την αντίληψη του ιερού και του υπερβατικού, την ανάγκη για θρησκεία, την αυθόρμητη τάση της λατρείας ενός προσώπου, ενός πράγματος ή μίας κατάστασης, γεγονός που στα Χριστιανικά μάτια μας μαρτυρεί τη θεϊκή προέλευση της οντολογικής μας ταυτότητας. Σίγουρα, η έννοια της θρησκείας πλέον αντιμετωπίζει την εχθρότητα των ακραίων υπέρμαχων της φιλελεύθερης κοινωνίας, αλλά η θρησκεία μπορεί να πάρει πολλές μορφές όπως προαναφέραμε, γεγονός που από μόνο του έχει ιδιαίτερη σημασία, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς τον κανονιστικό ρόλο που διαδραματίζει το αντικείμενο της λατρείας στη ζωή του λατρευτή του. Η ανθρώπινη ύπαρξη συνοδεύεται από πράξεις λατρείας και υποταγής σε κάτι ανώτερο, πράγμα αυταπόδεικτο, ενδεικτικό της ιδιαιτερότητας της φύσης μας. Η σημασία της αντίληψης του ιερού και της υποταγής σε αυτό έχει επισημανθεί από πολλούς, όπως επίσης και οι προσπάθειες αυτές να καταπνιγούν. Χαρακτηριστικό είναι το άρθρο του σύγχρονου φιλοσόφου Roger Scruton με τίτλο “Οι άνθρωποι πεινούν για το Ιερό. Γιατί δεν μπορούν να το κατανοήσουν οι νέοι αθεϊστές;”2 ο οποίος υποστηρίζει την ανάγκη του ανθρώπου να θρησκεύει ως αναπόσπαστο τμήμα της ανθρωπινότητάς του και ότι καθεστώτα που προσπάθησαν να καταπνίξουν αυτή την τάση κατέρρευσαν. Δεν μας εκπλήσσει η παραδοχή του Scruton φυσικά, αλλά πρέπει να την έχουμε υπόψη μας ως μία ανθρωπολογική σταθερά που συνάδει με τις αλήθειες της Αγίας Γραφής. Η θρησκεία, η ιερότητα, η λατρεία, η αναζήτηση νοήματος με όλες τις μεταφυσικές συνέπειες και προϋποθέσεις, το θείο αυτό καθ’ εαυτό, όλες αυτές είναι έννοιες για τις οποίες ο άνθρωπος δεν χρειάζεται περαιτέρω εξήγηση κι επιχειρηματολογία ακριβώς επειδή συνοδεύουν το υπαρξιακό του DNA, μαρτυρώντας στους υποψιασμένους Χριστιανούς τη θεία προέλευσή του και αποτελώντας έδαφος επάνω στο οποίο ο Χριστιανός μπορεί να σταθεί για να συζητήσει με τον μη-Χριστιανό για κάτι που όλοι λίγο-πολύ έχουν εμπειριστεί και για το οποίο δεν χρειάζονται ορισμό.
Η έννοια της ιερότητας και αυτή της ηθικής είναι διαπλεκόμενες. Το ιερό πάντα συνοδεύεται από ηθικές προσταγές και ταυτόχρονα το ηθικό σύστημα που κατευθύνει τις επιλογές μας πάντα περιβάλλεται από μία αύρα ιερότητας, χωρίς απαραίτητα να περιλαμβάνει το θεϊκό στοιχείο, όπως και προαναφέραμε. Η ίδια η έννοια της ηθικής, η ύπαρξή της, εγείρει με τη σειρά της μία σειρά ερωτηματικών. Ενδεικτικά είναι τα λόγια του Francis Schaeffer:
“Αν κάποιος ξεκινήσει με το απρόσωπο, όπως και να ορίσει αυτό το απρόσωπο, δεν υπάρχει τελικό νόημα για την ηθική3 …Υπάρχει φιλοσοφική αναγκαιότητα της ύπαρξής Του και του γεγονότος ότι (ο Θεός) δεν σιωπά τόσο στη μεταφυσική όσο και την ηθική4.”
Για τον Χριστιανό Schaeffer η ηθική χρειάζεται το προσωπικό στοιχείο ως θεμέλιο του σύμπαντος, γεγονός που για τον ίδιο η ίδια η ύπαρξη κάποιας αντίληψης περί σωστού ή λάθους δείχνει προς την ύπαρξη ενός προσωπικού Θεού ως θεμελιωτή του κόσμου. Οι ηθικές προσταγές όμως είναι αντιληπτές από όλους, αφού οι προαναφερθείσες έννοιες του σωστού και του λάθους, όπως του καλού και του κακού, είναι βαθύτατα ριζωμένες στις ανθρώπινες διαισθήσεις, χωρίς να είναι απαραίτητη η πίστη σε κάποιον θεό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της διανόησης αποτελεί ο Immanuel Kant, ένας από τους επιδραστικότερους φιλοσόφους όλων των εποχών, ο οποίος χωρίς να διακηρύττει ανοιχτά το Θεό της Αγίας Γραφής5 έχτισε τη φιλοσοφία του γύρω από τον καθολικό ηθικό νόμο, την Κατηγορική Προσταγή, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη όχι μόνο με την ταυτότητα του ανθρώπου, αλλά και με την ίδια την αξία του. Η επίδραση του Kant είναι εμφανής μέχρι και σήμερα, και πολύς λόγος γίνεται για το καθήκον (έναν παγκόσμιο ηθικό νόμο) ως την κυρίαρχη ηθική αρχή, ιδίως τη στιγμή που ο ηθικός σχετικισμός φαίνεται να αντιμετωπίζεται με καχυποψία6. Μία προσεκτική παρατήρηση του κόσμου μας μάς οδηγεί εξάλλου στο συμπέρασμα ότι και η ίδια η απόρριψη αναλλοίωτων ηθικών αρχών στη σύγχρονη επικρατούσα κοσμοθεωρία προβάλλεται ως καθήκον, γεγονός που μας δείχνει ότι η έννοια της ηθικής, ό,τι μορφή κι αν πάρει, είναι κάτι που ο άνθρωπος δεν μπορεί να αποφύγει, ακριβώς επειδή, όπως και η αντίληψη του ιερού, είναι συνδεδεμένη άρρηκτα με τον πυρήνα της ύπαρξής του, αποτελώντας ακόμη ένα κίνητρο για τη διακήρυξη του Ευαγγελίου και των αληθειών της Αγίας Γραφής με θάρρος, δεδομένου ότι ο άνθρωπος έχει ήδη γνώση και εμπειρία της ηθικής προσταγής, κάτι που για εμάς τους Χριστιανούς αντανακλά την ηθική που βρίσκεται στην καρδιά του ίδιου του Θεού και κατά συνέπεια της Αγίας Γραφής. Συνοψίζοντας, ας τονίσουμε ότι ο Θεός αποκαλύπτεται στον κόσμο ποικιλοτρόπως, αλλά, σύμφωνα με τα λεγόμενα του αποστόλου Παύλου στο 1ο κεφάλαιο της Προς Ρωμαίους επιστολής, και όπως σχολιάζει ο Peter Jensen,
“η αμαρτία διαστρεβλώνει την πρόσληψη της γενικής αποκάλυψης, αλλά κάνοντάς το, ορίζεται και κρίνεται η ίδια εξαιτίας αυτής της διαστρέβλωσης. Η γενική αποκάλυψη του Θεού παρέχει το έδαφος για τη γενική ανθρώπινη καταδίκη”.
Η γενική αποκάλυψή του Θεού αφορά -εκτός των άλλων- την ίδια την έννοια της θρησκείας αλλά και της ηθικής, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της ανθρώπινης ύπαρξης εν γένει, και για το Χριστιανό που παρατηρεί τον κόσμο μέσα από την Αγία Γραφή, τρανταχτές ενδείξεις της ιδιαίτερης προέλευσης του ανθρώπου. Τελικά αυτό που πρέπει να έχουμε κατά νου είναι ότι η Αγία Γραφή προσκαλεί τον άνθρωπο να δει τον κόσμο μέσα από τα μάτια της, ακριβώς επειδή έχει να πει κάτι για τον κόσμο, για τη δημιουργία. Η δημιουργία είναι σημαντική για το Θεό και η παρουσία του σε αυτήν έχει αφήσει ίχνη τα οποία είναι πολύτιμα για την ευαγγελιστική ή απολογητική μας δραστηριότητα, αφού μπορούμε μέσα από αυτά να χτίσουμε γέφυρες επικοινωνίας με τον κόσμο, ακριβώς επειδή ο Θεός έχει αποκαλυφθεί σε αυτόν, ακόμη κι αν ο κόσμος ηθελημένα κατέπνιξε αυτή την αποκάλυψη. Μεγάλο μέρος των ανθρώπων γύρω μας μοιράζεται κοινές πεποιθήσεις για τη δομή της πραγματικότητας και είναι αποστολή μας να τον προσκαλέσουμε και προκαλέσουμε να δει την πραγματικότητα μέσα από το πρίσμα της Γραφής, ενθυμούμενοι πάντα ότι η γνήσια πίστη είναι σε τελική ανάλυση δώρο του Θεού στον άνθρωπο.
- Πράξ.17:22, Αρχ: Άνδρες Αθηναίοι, κατά πάντα ως δεισιδαιμονεστέρους υμάς θεωρώ.
- Roger Scruton: Humans Hunger for the Sacred. Why Can’t the New Atheists Understand that?”
- Francis Schaeffer, 1990, He Is There and He Is Not Silent, στο Francis A. Schaeffer Trilogy, Wheaton Illinois, Crossway, σελ.295.
- Ibid. σελ.300.
- Αν και βέβαια ο άλλος σπουδαίος φιλόσοφος, ο Arthur Schopenhauer, τον κατηγόρησε ότι μέσα από τη φιλοσοφία του προβάλλει ουσιαστικά την πίστη του στο Θεό.
- James Rachels, 2010, Στοιχεία Ηθικής Φιλοσοφίας, Αθήνα, Εκδόσεις Οχτώ, σελ.37.