Η κοινή χάρη και η φυσική θεολογία

person sitting on black surface looking to sky

Εισαγωγή

Στη χριστιανική θεολογία, κανένα δόγμα δεν στέκεται μόνο του, αλλά το καθένα αλληλεπιδρά με τα υπόλοιπα και υφίσταται ως αναφορά προς αυτά. Επομένως, μια συζήτηση περί του δόγματος της κοινής χάρης θα πρέπει να συμπεριλάβει τον συσχετισμό του με άλλα δόγματα, ώστε ο τρόπος που μιλάμε για τον Θεό και τα έργα του, δηλαδή η θεολογία μας, να έχει μια συνοχή. 

Λόγω περιορισμένου χώρου, το άρθρο αυτό θα ασχοληθεί συγκεκριμένα με το δόγμα της κοινής χάρης όσον αφορά τη σύνδεσή του με το δόγμα της θείας αποκάλυψης. Το κύριο ερώτημα που θα μας απασχολήσει είναι: Κινδυνεύει η διδασκαλία της κοινής χάρης να γίνει μια μορφή φυσικής θεολογίας; Για να απαντήσουμε αυτό το ερώτημα, θα πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσουμε τους όρους που χρησιμοποιούμε.

Το θεολογικό λεξικό του Ουεστμίνστερ (Westminster) δίνει τον ακόλουθο ορισμό για την κοινή χάρη: «Η παγκόσμια, μη-σωτήρια χάρη κατά την οποία χαρίζονται στην ανθρωπότητα ευλογίες φυσικής διατήρησης, ευχαρίστησης, μάθησης, ομορφιάς, κτλ., ως εκφράσεις της καλοσύνης του Θεού. Στην αναμορφωμένη θεολογία, αναφέρεται κυρίως ως αντιπαραβολή με την ειδική ή σωτήρια χάρη του Θεού.»

Στο ίδιο λεξικό, δίνεται ο ακόλουθος ορισμός για τη φυσική θεολογία: «Η γνώση του Θεού που επιτυγχάνεται μέσω της θείας αποκάλυψης στον φυσικό κόσμο και που καθίσταται προσβάσιμη στην ανθρώπινη λογική… Μερικοί Διαμαρτυρόμενοι υποστηρίζουν αυτή τη θεολογία, ενώ άλλοι, όπως ο Καρλ Μπαρτ (1886-1968), την απορρίπτουν.»

Ομοιότητες και διαφορές μεταξύ του δόγματος της ειδικής χάρης και της φυσικής θεολογίας

Ήδη από τους ορισμούς αρχίζει να γίνεται φανερός ο τρόπος με τον οποίο τα δύο αυτά δόγματα μπορεί να σχετίζονται. Από την πλευρά της μη-σωτήριας κοινής χάρης γίνεται μια διάκριση με την ‘ειδική χάρη’ που σώζει τους εκλεκτούς του Θεού από την απώλεια. Παρομοίως, στην περίπτωση της φυσικής θεολογίας γίνεται μια [σιωπηρή] αντιπαράθεση με την ειδική αποκάλυψη, η οποία φανερώνεται μέσω της Αγίας Γραφής και επικοινωνεί ιδιαίτερα στοιχεία του Θεού (π.χ. την τριαδικότητα) και των έργων Του (π.χ. τον σταυρό και την ανάσταση). Και τα δύο αυτά δόγματα, λοιπόν, μιλούν για κάτι το οποίο είναι προσβάσιμο σε όλη την ανθρωπότητα και που μάλιστα επικοινωνεί κάτι για το πρόσωπο του Θεού. Εφόσον οι ευλογίες του Θεού είναι «εκφράσεις» της καλοσύνης Του, εκφράζουν ότι είναι καλός. Κι εφόσον ο Θεός αποκαλύπτεται στον φυσικό κόσμο και η ανθρώπινη λογική έχει πρόσβαση σε αυτή την αποκάλυψη, ένας άνθρωπος με λογική μπορεί να καταλάβει τουλάχιστον ότι ο Θεός είναι ο δημιουργός. 

Υπάρχει, ωστόσο, μια κρίσιμη διαφορά μεταξύ των δύο δογμάτων, και ο σκοπός αυτού του άρθρου είναι να προτείνουμε γιατί πρέπει αυτή η διαφορά να διατηρηθεί. Το δόγμα της κοινής χάρης – σε αντίθεση με το δόγμα της φυσικής θεολογίας – ενώ ισχυρίζεται ότι οι ευλογίες του Θεού είναι εκφράσεις της καλοσύνης Του, δεν ισχυρίζεται ότι οι άνθρωποι μπορούν να γνωρίσουν την καλοσύνη του Θεού με αποκλειστική αναφορά στα δώρα Του. Με άλλα λόγια, το δόγμα της κοινής χάρης περιγράφει το γεγονός ότι ο Θεός προσφέρει κάποια δώρα και όχι το τι μπορούν να καταλάβουν οι άνθρωποι για τον Θεό βάσει αυτών των δώρων. Η φυσική θεολογία, δε, όχι μόνο δηλώνει ότι ο Θεός αποκαλύπτεται στον φυσικό κόσμο (έργο Θεού), αλλά ισχυρίζεται, επίσης, ότι μέσω της ανθρώπινης λογικής και μόνο μπορεί κανείς να κατανοήσει την γενική αποκάλυψη του Θεού. 

Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, γιατί οι συντάκτες του λεξικού Ουεστμίνστερ θεώρησαν αναγκαίο να προσθέσουν στον ορισμό ότι κάποιοι Διαμαρτυρόμενοι, όπως ο Καρλ Μπαρτ, απέρριψαν το δόγμα της φυσικής θεολογίας. Διότι είναι μεγάλη δήλωση να πει ένας Διαμαρτυρόμενος χριστιανός που πιστεύει στην απόλυτη εξαχρείωση του ανθρώπου ότι ο άνθρωπος με τη λογική του και μόνο μπορεί να αποκτήσει οποιαδήποτε γνώση Θεού. Όπως γράφει ο Πολ Χέλμ για τη θεολογία του Καλβίνου, η φυσική γνώση που είχε ο άνθρωπος για τον Θεό χάθηκε στην πτώση και παρόλο που ο άνθρωπος συνεχίζει να είναι ένα θρησκευτικό ον, «η θρησκευτικότητά του είναι πλέον διαστρεβλωμένη…[και] παράγει είδωλα.»

Προτού συνεχίσουμε να ανιχνεύουμε τη σχέση μεταξύ των δύο δογμάτων (κοινή χάρη και θεία αποκάλυψη), ίσως βοηθήσει να κάνουμε μια πολύ σύντομη αναφορά στο ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε η θέση του Μπαρτ απέναντι στη φυσική θεολογία.

Καρλ Μπαρτ και φυσική θεολογία

Η αρνητική στάση του Μπαρτ απέναντι στη φυσική θεολογία έμεινε σταθερή καθ’όλη τη διάρκεια της θεολογικής του πορείας. Στα πρώιμα χρόνια της θεολογικής του πορείας, το ερέθισμα, το οποίο τον οδήγησε να εμμείνει σε μια τόσο κάθετη θέση, ήταν το γεγονός ότι σχεδόν όλοι οι Γερμανοί καθηγητές του δήλωναν δημόσια την υποστήριξή τους στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και μάλιστα τολμούσαν να επιχειρηματολογούν θεολογικά για τη θέση τους. Ο Μπαρτ, απογοητευμένος από τους θεολογικούς του μέντορες, διέκρινε ότι εκείνο το οποίο συγκροτούσε τελικά τη θεολογία τους, ήταν η πολιτική τους ιδεολογία, παρά η αποκάλυψη του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Η θέση προτεραιότητας που έδιναν αυτοί οι θεολόγοι στην ανθρώπινη εμπειρία, στο πώς έμοιαζε να εξελίσσεται η ιστορία μέσα στη δική τους πολιτισμική στιγμή, τους οδήγησε στη διαμόρφωση ενός Θεού, που ο Μπαρτ δεν μπορούσε να  αναγνωρίσει ως τον Θεό της Βίβλου. 

Λίγα χρόνια μετά, όταν η πλειονότητα των Γερμανών χριστιανών θα υποστήριζαν ανεπιφύλακτα το Τρίτο Ράιχ, αναμένοντας ότι η πρόνοια το Θεού θα οδηγούσε το Γερμανικό έθνος σε ισχύ μέσω του Χίτλερ, ο Μπαρτ διέκρινε ότι όλο αυτό ήταν και πάλι το ίδιο φρικτό αποτέλεσμα μιας ‘φυσικής θεολογίας’. Ήταν πεπεισμένος ότι, όταν ένας Χριστιανός επιλέγει να κάνει θεολογία με βάση «τη λογική, τον νόμο, την ιστορία, ή μια ενδογενή ανθρώπινη ικανότητα» και όχι με βάση τον Λόγο του Θεού, «ανοίγεται η πόρτα στη θεοποίηση πεπερασμένων ανθρώπων.» 

Σαφώς και αυτή η ιστορία είναι περίπλοκη, όπως είναι περίπλοκος και ο τρόπος που ο Μπάρτ κατανοεί τον «Λόγο του Θεού», καθώς και οι θεολογίες στις οποίες έκανε κριτική. Ωστόσο, μέσα σε αυτές τις λίγες προτάσεις μάς δίνεται ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούμε να καταλάβουμε κάποιες αντιπαραθέσεις-ανησυχίες σχετικά με το δόγμα της ‘φυσικής θεολογίας’. 

Πώς όμως συνδέονται τα παραπάνω με την κοινή χάρη; 

Η κοινή χάρη και το δόγμα της θείας πρόνοιας

Επειδή το δόγμα της κοινής χάρης αναφέρεται στη συνεχιζόμενη ενασχόληση του Θεού με τη δημιουργία Του, ανήκει στο ευρύτερο δόγμα της θείας πρόνοιας. Παρότι η ανθρωπότητα είναι απόλυτα εξαχρειωμένη, ο Θεός μέσα στην πρόνοιά Του συνεχίζει να δίνει διάφορα αγαθά και να αποτρέπει την αμαρτία στον βαθμό που να μην οδηγηθεί η ανθρώπινη κοινωνία στην αυτοκαταστροφή. Μέσα στην παράδοση αυτού του δόγματος, που ξεκίνησε με τον Καλβίνο και αναπτύχθηκε ιδιαίτερα από τους Ολλανδούς αναμορφωμένους θεολόγους Αβραάμ Κάιπερ και Χέρμαν Μπάβινκ, διατηρήθηκε η διδασκαλία ότι ένα βασικό αγαθό που δίνει ο Θεός στην πεσμένη ανθρωπότητα είναι η πολιτισμική ανάπτυξη. Αν και υπήρξαν σημαντικές διαφορές μεταξύ αυτών των θεολόγων όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίον θα έπρεπε να επιτευχθεί η πολιτισμική ανάπτυξη, υπήρχε συμφωνία στο ότι υπάρχουν στοιχεία στον ανθρώπινο πολιτισμό που είναι καλά και επομένως μπορούν να κατανοηθούν ως δώρα Θεού – ως, δηλαδή, αποτελέσματα της θείας πρόνοιας. 

Ο Αγγλικανός θεολόγος Άντριου ΜακΓκόαν επικροτεί το δόγμα της κοινής χάρης, ακριβώς χάριν της αναγνώρισης του ανθρώπινου πολιτισμού ως αγαθού, σε αντίθεση με άλλες χριστιανικές παραδόσεις που θέλουν η χριστιανική ζωή να χαρακτηρίζεται από έναν αποχωρισμό από τον ‘κόσμο’. Η κοινή χάρη, μάλιστα, όπως την κατανοούσε και ο Μπάβινκ, είναι μια άρνηση της Ρωμαιοκαθολικής διχοτομίας της φύσης και χάρης. Η χάρη του Θεού διέπει όλη την ανθρώπινη ύπαρξη, δεν προστίθεται στη φύση, σαν η φύση να μην ήταν αποτέλεσμα της θείας χάρης.

Οι παραπάνω πεποιθήσεις είναι πράγματι θετικά στοιχεία του δόγματος, καθώς αναγνωρίζουν την πρόνοια του Θεού, που δια της χάρης δημιουργεί και διατηρεί τον κόσμο, και καθώς αναγνωρίζουν στοιχεία της δημιουργίας ως καλά. 

Ωστόσο, μένουμε με το πρόβλημα της ανθρώπινης αμαρτίας, η οποία αδυσώπητα μας οδηγεί στην κατασκευή ειδώλων, στην αντικατάσταση του Θεού με τις ανθρώπινες αξίες. Καθώς λοιπόν αναγνωρίζουμε τα παραπάνω θετικά, η σκέψη μας θα πρέπει να συνοδεύεται από την εξής βασική θεολογική πεποίθηση για το δόγμα της θείας πρόνοιας που μας την υπενθυμίζει ο Καρλ Μπαρτ: Η πίστη στη θεία πρόνοια είναι πίστη στον ίδιο τον Θεό. Ο Μπαρτ κάνει μια τέτοια δήλωση, που από μόνη της ίσως φαίνεται προφανής, επειδή στο δικό του πλαίσιο είχε διακρίνει την τάση να ταυτίζεται η πρόνοια του Θεού με τη φιλοσοφία της ιστορίας, όπως και με διάφορες κοσμοθεωρίες. Στην εποχή του, κυκλοφορούσαν διάφορες φιλοσοφικές θεωρίες και μοντέλα για την εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας και ήταν πειρασμός για τον κάθε θεολόγο να υιοθετήσει αυτές τις θεωρίες και να αποδώσει στο περιεχόμενό τους την ενέργεια του Θεού. Μια τέτοια πρακτική, όμως, διαμαρτυρήθηκε ο Μπαρτ, δεν είναι κάτι άλλο παρά μια πράξη ειδωλολατρίας, διότι στη θέση του κυρίαρχου και ελεύθερου Θεού έμπαινε ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα. Με άλλα λόγια, όλες αυτές οι θεωρίες δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια νέα εκδοχή της φυσικής θεολογίας. 

Η πολιτική έκταση αυτής της ειδωλολατρίας φαίνεται στο παράδειγμα των «Γερμανών Χριστιανών» που έβλεπαν στην άνοδο του Φύρερ σημάδια της θείας πρόνοιας. Ο Φίλιπ Ζίγκλερ, στο άρθρο του «Η Χρήση της Θείας Πρόνοιας στη Δημόσια Θεολογία», περιγράφει τον τρόπο με τον οποίον οι Γερμανοί Χριστιανοί ερμήνευσαν τη δική τους πολιτιστική στιγμή μέσα από το πρίσμα της πρόνοιας του Θεού. Στις κατηγορίες «εθνικότητα, κοινωνική ταυτότητα και έθνος», οι Χριστιανοί αυτοί έβλεπαν ενθουσιωδώς δομές που δόθηκαν από τον Θεό και μέσα από τις οποίες, ο Θεός, θα οδηγούσε το Γερμανικό κράτος στο λαμπρό πεπρωμένο του. Μάλιστα οι δομές αυτές, για τους Γερμανούς Χριστιανούς, δεν ήταν απλώς δώρα Θεού αλλά «νόμοι» που ταυτίστηκαν με τον ίδιο τον «νόμο του Θεού». Η ταύτιση αυτή είναι ο κίνδυνος που ελλοχεύει όταν ακρίτως ονομάζουμε «δώρα Θεού» στοιχεία της δικής μας κουλτούρας, διότι την ίδια στιγμή κάνουμε μια δήλωση για το ποιος είναι ο Θεός σε σχέση με αυτά τα δώρα, με αποτέλεσμα να λατρεύουμε «τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα» (Ρω 1:25). Με μάτια προσκολλημένα σε ανθρώπινα κτίσματα, συστήματα, κινήματα και όχι στον Θεό Πατέρα του Ιησού Χριστού, η θεία πρόνοια γίνεται μια αφηρημένη έννοια που θεοποιεί το ανθρώπινο. Η περίπτωση των Γερμανών Χριστιανών μάς διδάσκει πόσο εύκολα μια απόλυτη εξαχρειωμένη ανθρωπότητα μπορεί να ερμηνεύσει κάτι τόσο φρικτό ως έκφραση της θείας χάρης. 

Το δόγμα της θείας πρόνοιας, λοιπόν, στο οποίο εντάσσεται η κοινή χάρη, έχει μια ιδιαίτερη ιστορία κατάχρησης. Ακόμα και ο Αβραάμ Κάιπερ, ένας σοβαρός αναμορφωμένος χριστιανός θεολόγος, προσδίδει στο δόγμα της κοινής χάρης, κάποια ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά, καθώς υποστηρίζει ότι εν τέλει μόνο τα Χριστιανικά έθνη συνεισφέρουν καθοριστικά στην ανάπτυξη της ανθρωπότητας. Γράφει ο Κάιπερ: «Αυτοί (οι χριστιανοί) κυριαρχούν στον κόσμο. Δική τους είναι η δύναμη πάνω από αυτό τον κόσμο. Στέκονται στο πλάι του Θεού ως υπεύθυνοι για αυτό τον κόσμο». Για τον Κάιπερ, η ανάπτυξη της ανθρωπότητας θα ερχόταν τελικά μέσα από τα χριστιανικά συστήματα – σχολές, εφημερίδες, πολιτικά κόμματα, μάλιστα ο ίδιος τελικά γίνεται πρωθυπουργός της Ολλανδίας (1901-1905). Το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα των προσπαθειών του Κάιπερ δεν συγκρίνονται με την ιδεολογία και πρακτική των χριστιανών υποστηρικτών του Τρίτου Ράιχ, ωστόσο, μπορούμε να διακρίνουμε στη σκέψη του την ίδια πεποίθηση ότι το έργο της θείας πρόνοιας είναι διακριτό στην ανάπτυξη της ανθρωπότηταςκαι έρχεται μέσα από την πολιτική και πολιτισμική ισχύ. Ένα λογικό επακόλουθο μιας τέτοιας θεολογίας είναι ότι η πολιτική και πολιτισμική ισχύ είναι σημάδια της θείας πρόνοιας. Εντούτοις, ένα από τα κεντρικά βιβλικά χωρία που υποστηρίζει το δόγμα της κοινής χάρης – «τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Mτ. 5:45) – μας δείχνει ότι το θέλημα του Θεού δεν φανερώνεται με αποκλειστική αναφορά στα ιστορικά γεγονότα και το ανθρώπινο βίωμα. Αν ο Θεός στείλει τον ήλιο σε έναν άδικο άνθρωπο, ο ήλιος δεν αποτελεί απόδειξη ότι ο Θεός είναι με το μέρος του, ούτε η βροχή στον δίκαιο αποδεικνύει ότι ο Θεός είναι εναντίον του. 

Η αναγνώριση ότι ο πεπερασμένος άνθρωπος είναι ανίκανος να διακρίνει τις προθέσεις του Θεού πίσω από τα δώρα που δίνει, σε συνδυασμό με την αναγνώριση ότι ο αμαρτωλός άνθρωπος αντικαθιστά τον Θεό με τα ίδια δώρα, θα πρέπει να μας οδηγούν συνεχώς στην ομολογία ότι η πραγματική πίστη στη θεία πρόνοια είναι πίστη στον ίδιο τον Θεό.

Συμπεράσματα: κινδυνεύει η κοινή χάρη να γίνει μια μορφή φυσικής θεολογίας;

Το άρθρο αυτό ξεκίνησε περιγράφοντας τις ομοιότητες και τις διαφορές μεταξύ του δόγματος της κοινής χάρης και της φυσικής θεολογίας και πρότεινε ότι μια κύρια διαφορά τους θα πρέπει να διατηρηθεί: Η κοινή χάρη – σε αντίθεση με τη φυσική θεολογία – παρόλο που αναγνωρίζει ότι ο Θεός δίνει αγαθά δώρα σε όλη την ανθρωπότητα, δεν υποστηρίζει την ικανότητα του ανθρώπου να κάνει δηλώσεις για το πρόσωπο του Θεού βάσει αυτών των δώρων. Ύστερα, είδαμε μερικούς λόγους για τους οποίους ο Καρλ Μπαρτ απέρριψε τη φυσική θεολογία και πώς συνεχίστηκε αυτή η συζήτηση στο πλαίσιο του δόγματος της θείας πρόνοιας. Είδαμε ότι ένας βασικός λόγος, για τον οποίον ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει θεολογικές δηλώσεις βάσει των αγαθών στη ζωή του, είναι επειδή η αμαρτωλότητά του συχνά θα τον οδηγήσει σε μια διαστρεβλωμένη εικόνα, του τι είναι πραγματικά αγαθό. Η υπερεκτίμηση των Γερμανών Χριστιανών για το έθνος τους τούς οδήγησε σε έναν Θεό εθνικιστή. Είδαμε επίσης ότι ακριβώς η κοινή χάρη του Θεού, όπως περιγράφεται στον Ματθαίο 5:45, αποτρέπει τον άνθρωπο από το να βγάζει συμπεράσματα για τις προθέσεις του Θεού με βάση τα δώρα που του δίνονται. Εν ολίγοις, το γεγονός ότι η χάρη του Θεού διακατέχει όλη τη δημιουργία, δεν καθιστά τους ανθρώπους ορθούς ερμηνευτές του αγαθού και του κακού, όμως ούτε και η σωστή διάκριση μεταξύ των δύο ικανώνει έναν άνθρωπο να διακρίνει τις προθέσεις του Θεού πίσω από αυτά. 

Επιστρέφουμε λοιπόν στο ερώτημα: Κινδυνεύει η κοινή χάρη να γίνει μια μορφή φυσικής θεολογίας;

Μια διδασκαλία περί κοινής χάρης που δίνει θέση προτεραιότητας στα αγαθά, που, [πιθανόν] χαρίζει ο Θεός, αντί για τον ίδιο τον Δωρητή, θα οδηγηθεί πολύ γρήγορα σε μια διαστρεβλωμένη εικόνα αυτού του Θεού. Επομένως, αν είναι το δόγμα της κοινής χάρης να θωρακιστεί από οποιαδήποτε μορφή φυσικής θεολογίας, θα πρέπει να έχει ως αφετηρία και κριτήριό της τον Θεό που αποκαλύπτεται στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. To επίκεντρο της κοινής χάρης είναι συγκεκριμένα ο Θεός της Βίβλου, και τίποτα άλλο. Ο γενικός χαρακτήρας της κοινής χάρης δεν πρέπει να βγάλει από το επίκεντρό του αυτόν τον συγκεκριμένο Θεό του ευαγγελίου. Μόνο υπό το δικό Του φως, μόνο με αναφορά στη δική Του αποκάλυψη του Λόγου Του, μπορούν να αναγνωριστούν τα αγαθά που χαρίζει στην κτίση Του ως πραγματικά αγαθά. Η ελπίδα, λοιπόν, να θωρακιστεί το δόγμα αυτό από τη φυσική θεολογία, δεν σημαίνει ότι κλείνεται στον εαυτό του. Έχει ρόλο, σκοπό, κάτι μας προσφέρει. Μας προτρέπει να ανοίξουμε τα μάτια μας, να παρατηρήσουμε τον κόσμο γύρω μας που υπερχειλίζει με τη χάρη του Θεού, και να αναζητήσουμε τον ζωντανό Χριστό μέσα σε αυτόν, διότι αν πραγματικά η χάρη είναι αυτό που συναντάμε, μόνο σε Εκείνον μπορεί να μας οδηγήσει.

  1. Με τον όρο «δόγμα» αναφέρομαι στις ιστορικές διδαχές της Εκκλησίας και όχι σε εκκλησιαστικές αποχρώσεις.
  2. “grace, common” in The Westminster Dictionary of Theological Terms (2d ed.; ed. Donald K. McKim; Louisville: WJK, 2014),304. 
  3. “natural theology” in Αυτ., 452.
  4. Paul Helm, Calvin at the Centre (Oxford: Oxford University Press, 2010), 318.
  5. Ο τρόπος βέβαια που διατύπωσε αυτή του την στάση άλλαξε σημαντικά μέσα στα χρόνια.
  6. Keith L. Johnson, “Barth on Natural Theology,” pp. 95-107 in The Wiley Blackwell Companion to Karl Barth (2 vols; eds. George Hunsinger and Keith L. Johnson; Chichester: Wiley, 2020), 95-6. 
  7. Christophe Chalamat, “Barth and Protestant Liberalism,” pages 133-47 in The Oxford Handbook of Karl Barth (eds. P.D. Jones and P. Nimmo; Oxford: OUP, 2019), 139.
  8. Andrew McGowan, “Providence and Common Grace,” pp. 109-28 in The Providence of God (eds. Francesca Aran Murphy and Philip G. Ziegler; London: T&T Clark, 2009), 112.
  9.  Αυτ.., 109-28.
  10. Βλ. Αυτ., 119.
  11. Αυτ., 123-6.
  12. Αυτ., 117.
  13. Karl Barth, Church Dogmatics III.3 (eds.T.F. Torrance and G.W. Bromiley; trans. G.W. Bromiley; London: T&T Clark, 2010), 17.
  14. Αυτ., 21. 
  15. Οι φράση “Γερμανοί Χριστιανοί” εδώ δεν περιγράφει όλους τους Χριστιανούς της Γερμανίας κατά την περίοδο του Ναζισμού, αλλά την πλειονότητα των Χριστιανών Προτεσταντών που αποκαλούσαν τους εαυτούς τους “Γερμανοί Χριστιανοί” για να δείξουν την απόλυτη ταύτισή τους με το Τρίτο Ράιχ.
  16. Philip G. Ziegler, “The Use of Providence in Public Theology,” pp. 307-25 in The Providence of God. 
  17. Αυτ., 314.
  18. Η ιστορία αυτή δεν περιορίζεται στην περίπτωση των Ναζί. Στο ίδιο άρθρο, ο Ζίγκλερ γράφει επίσης για την πολιτική χρήση της έννοιας μεταξύ των Αγγλικών Πουριτανών Χριστιανών του 17ου αιώνα, αν και στη δική τους περίπτωση, γινόταν με περισσότερη επιφυλακτικότητα και αναφορά στη Βίβλο. Αυτ., 309-14. Η γλώσσα της θείας πρόνοιας έχει μια στενή και διαχρονική σχέση με την πολιτική ιστορία γενικότερα, όπως και τη χριστιανική πολιτική συγκεκριμένα, όπως δείχνει ο Στίβεν Ουέμπ στο άρθρο του “Από τον Προυδέντιο Μέχρι τον Πρόεδρο Μπους: Θεία Πρόνοια, Αυτοκρατορία και Παράνοια.” Stephen Webb, “From Prudentius to President Bush: Providence, Empire and Paranoia,” pp. 231-54 in The Providence of God. Βλ. επίσης, Willie James Jennings, The Christian Imagination: Theology and the Origins of Race (New Haven: Yale University Press, 2010), 92-3.
  19. David L. Stubbs, “Kuyper’s Common Grace and Kelsey,” pp. 314-339 in Journal of Reformed Theology 10 (2016): 335-6.
  20. Αυτ. 
  21. McGowan, “Providence and Common Grace,” 114-15.
  22. Charles Matthews, “Providence and Political Discernment,” pp. 255-74 in The Providence of God, 261.

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top