Η ευαγγελική θέση στις νέες μορφές οικογένειας

couple walking barefoot with a child at the garden

Είναι με ιδιαίτερη και δικαιολογημένη ανησυχία που η Εκκλησία του Χριστού παρατηρεί πλέον τις εξελίξεις, και που προειδοποιεί για τις συνέπειες. Οι παράγοντες που για πολλούς εγγυώνται την ευημερία και τη συνέχιση του πολιτισμού εν γένει τίθενται διαρκώς υπό αμφισβήτηση, αμφισβήτηση ενδεδυμένη με μια πολεμική στάση απέναντι σε “παραδοσιακά, οπισθοδρομικά και καταπιεστικά” συστήματα σκέψης και ζωής, καθώς πλέον ο Δυτικός κόσμος –και ολοένα και περισσότερο ο Ελληνικός κόσμος- φαίνεται να επιθυμεί να αποτινάξει τα κατάλοιπα των  Χριστιανικών καταβολών του και να τεθεί στην υπηρεσία του αφηγήματος περί προόδου, διεγερμένος από μία επιθυμία που τον ωθεί προς ένα ασαφές τι, αλλά τον απομακρύνει από ένα φαινομενικά σαφές κάτι.

Δεν είναι λίγοι αυτοί –Χριστιανοί και μη- που προειδοποιούν για τις συνέπειες των τοποθετήσεων που έχουν να κάνουν με τον ορισμό του φύλου, με το εύρος του σεξουαλικού προσανατολισμού και –κατά αναπόφευκτη συνέπεια- με τον ορισμό και το status της οικογένειας μέσα στην κοινωνία, που θα αναδυθεί μέσα από τις παρούσες ζυμώσεις. Αν μη τι άλλο, σε πολλές περιπτώσεις η Εκκλησία φαίνεται να βρίσκεται σε κατάσταση αμηχανίας, την οποία δυστυχώς διαχειρίζεται – αν και ευτυχώς όχι πάντα – είτε με θλιβερή σιωπή, είτε με αναίτια και ανεξέλεγκτη οργή. Παρόλα αυτά, όπως έχει τονιστεί από ιδιαίτερα σημαντικές κι επιδραστικές προσωπικότητες στο Χριστιανικό χώρο, η παρούσα κατάσταση περιλαμβάνει και μία θετική πτυχή: την κινητοποίησή μας, την κινητοποίηση της Εκκλησίας, την αφύπνισή μας από το “δογματικό μας λήθαργο” όπως είχε πει και ο Immanuel Kant -αν και όπου απαντά κάτι τέτοιο- ώστε να σκύψουμε επάνω από τις Γραφές με καθαρό βλέμμα και με τη διάκριση που χαρίζει το Άγιο Πνεύμα και που θα μας επιτρέψει να κηρύξουμε το Λόγο του Θεού σε γλώσσα που γίνεται μεν κατανοητή και που προδίδει δε ότι έχουμε ακούσει προσεκτικά τα μηνύματα της εποχής μας. Και θα είναι με αυτό τον τρόπο που θα φανερωθεί ότι – όχι σε λίγες περιπτώσεις – το μήνυμα των Γραφών είχε διαστρεβλωθεί, είτε λόγω άγνοιας, είτε λόγω αδιαφορίας, είτε λόγω εσφαλμένης ρητορικής εκ μέρους μας, παράγοντες που θάμπωσαν το μεγαλείο της Χριστιανικής αφήγησης. Και μακάρι ο Θεός να δώσει σε όλους μας τη σοφία που χρειαζόμαστε. 

Είναι αδύνατο να μιλήσω ως Ευαγγελικός Χριστιανός για τις Νέες προσεγγίσεις στην οικογένεια – άρα αναπόφευκτα στο γάμο – χωρίς να αναφερθώ στις “παλιές”, όπου με το χαρακτηρισμό “παλιές” δεν εννοούμε τίποτε άλλο από τις αντιλήψεις περί οικογενείας και γάμου όπως αυτές τροφοδοτούνται από το όραμα των Γραφών, με τη μορφή που χαρακτήριζε ανέκαθεν το Δυτικό κόσμο.  Εξάλλου όπως προαναφέραμε η προοδευτική αυτή κίνηση συνιστά πρόοδο μόνο εφόσον αυτή έχει να κάνει με την απομάκρυνση από παραδοσιακούς ορισμούς και – από τη δική μας οπτική γωνία – από τους ορισμούς και τις περιγραφές που απαντούν στην Αγία Γραφή. Κι επειδή η οικογένεια έχει ως αφετηρία της το γάμο και το όλο πλαίσιο που τον περιβάλλει, ας επενδύσουμε λίγο χρόνο στη διερεύνηση αυτού βάσει των βιβλικών προτύπων. Αυτό επιβάλλεται από την ίδια τη Γραφή, δεδομένου ότι η ίδια η Γραφή έχει ως αφετηρία της και ως κατάληξή της ένα γάμο, γεγονός που δίνει μία μεγαλειώδη διάσταση τόσο στο γάμο όσο και στην οικογένεια. Η αφήγηση της Γενέσεως είναι που θέτει τα πρότυπα περί γάμου -κάτι που επαναλαμβάνεται κι επιβεβαιώνεται από το στόμα του ίδιου του Κυρίου μας- καθώς θεμελιώνει ταυτόχρονα την ανθρωπολογία μας. Γνωρίζουμε όλοι μας ότι στην αρχή, μέσα στην τελειότητα της Δημιουργίας υπήρξε μία μοναδική παραφωνία: ο Αδάμ, ο πρώτος άνθρωπος, ήταν μόνος, και αυτό ήταν το μόνο πράγμα που δεν ήταν καλό (Γεν.2:18). Ως σύντροφό του (η λέξη που μεταχειρίζεται η μετάφραση των LXX είναι βοηθός, μετάφραση της αντίστοιχης Εβραϊκής) ο Θεός τού χάρισε τη γυναίκα, έναν άνθρωπο με σημαντικές διαφορές από τον άντρα, και η δημιουργία της από το ίδιο του το σώμα αποτελεί μία σημαντική ένδειξη της συμπληρωματικότητας μεταξύ των δύο, καθώς επίσης υπόρρητα μας πληροφορεί ότι στην ένωση των δύο και μόνο μπορεί να υπάρξει αρμονία, κάτι εξάλλου που δείχνει η συμπληρωματικότητα που χαρακτηρίζει ολόκληρη τη δημιουργία (ουρανός-γη, νερό-στεριά, φυτά-ζώα κτλ.) Από το πρώτο κεφάλαιο έχουμε επίσης την πληροφορία ότι “δημιούργησε ο Θεός τον άνθρωπο σύμφωνα με τη δική Του την εικόνα, κατ’ εικόνα Θεού τον δημιούργησε, τους δημιούργησε άντρα και γυναίκα (1:27). Τους ευλόγησε και τους είπε: να κάνετε πολλά παιδιά ώστε να πολλαπλασιαστείτε, να γεμίσετε τη γη και να κυριαρχήσετε σ’ αυτήν (1:28)”, μία πληροφορία που συμπληρώνεται από την εντολή που ακολουθεί στο 2ο κεφάλαιο, ότι ο άντρας για την ένωσή του με τη γυναίκα “θα εγκαταλείπει τον πατέρα του και τη μητέρα του και θα ενώνεται με τη γυναίκα του – θα γίνονται ένα σώμα” (2:24). Μέσα σε αυτά τα εδάφια έχουμε τις βασικές αρχές που καθοδηγούν τη σκέψη μας επάνω στον ορισμό του γάμου και της οικογένειας, τα οποία συνιστούν ένα πανάρχαιο όραμα με υπέροχες θεολογικές προεκτάσεις. Ο άντρας και η γυναίκα, διαφορετικοί μεταξύ τους αλλά με την ίδια έμφυτη αξία, συνιστούν από κοινού “άνθρωπο”, και μέσα από τη σεξουαλική ένωση μπορούν να δημιουργήσουν οικογένεια, σύμφωνα με την εντολή κι ευλογία του Θεού όπως απαντά στο 1ο κεφάλαιο της Γενέσεως. Η δημιουργία της γυναίκας ως βοηθός του άντρα δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση ένδειξη υποβάθμισης του θηλυκού γένους, αφού επανειλημμένα ο ίδιος ο Θεός αναφέρεται ως “βοηθός του Ισραήλ” – με το κείμενο να κάνει χρήση της ίδιας λέξης, όπως για παράδειγμα στο πολύ όμορφο εδάφιο “κανείς θεός δεν είναι σαν το Θεό σου, Ισραήλ, που δρασκελάει τους ουρανούς για να σε βοηθήσει, κι ιππεύει τις νεφέλες σ’ όλη του τη μεγαλοπρέπεια” (Δευτ.33:26). Αντίθετα, δείχνει ότι ο άντρας μπορεί να εκπληρώσει την αποστολή που του ανέθεσε ο Θεός μόνο με την παρουσία της γυναίκας δίπλα του ως βοηθού του, γεγονός που οφείλει να καθησυχάσει όσους φοβούνται ότι η “υπηρεσία” ή η θέση του “βοηθού” στη Γραφή ισοδυναμεί με αδυναμία ή υποβάθμιση, όπως εξάλλου μάς έδειξε και ο ίδιος ο Κύριός μας. 

Η αλήθεια περί του γάμου ως απαραίτητης προϋπόθεσης για τον ορισμό της οικογένειας δεν περιορίζεται στη Γένεση, αλλά εμπλουτίζεται από την αποκάλυψη που προσφέρεται στην Καινή Διαθήκη και που ολοκληρώνει το όραμα της Γραφής περί του γάμου. Στο Εφεσ.5:32 διαβάζουμε ότι τα λόγια της Γενέσεως που θεμελιώνουν το γάμο αποτελούν αντανάκλαση της αγάπης του Χριστού για την Εκκλησία Του – αλήθεια η οποία στρέφει το βλέμμα μας στο γάμο που λαμβάνει χώρα στο Αποκ.21:1-2, με την Νέα Ιερουσαλήμ που κατεβαίνει από τον ουρανό σαν στολισμένη νύφη που περιμένει τον άντρα της- μίας αγάπης που ορίζει πλέον τη σχέση του άντρα και της γυναίκας μέσα στο γάμο, ως σχέση αγάπης και υποταγής σε αυτή την αγάπη, σύμφωνα με τα πρότυπα Χριστού κι Εκκλησίας. Η σχέση όμως Χριστού κι Εκκλησίας είναι σχέση διαθήκης, και ανάλογα, ο γάμος είναι διαθήκη μεταξύ δύο ανθρώπων, ενός άντρα και μίας γυναίκας, με τον ίδιο το Θεό να την επικυρώνει. Και σε αυτό το σημείο μπορούμε να σκιαγραφήσουμε τη βιβλική αντίληψη της οικογένειας: πρόκειται για την οντότητα εκείνη που δημιουργείται μετά τη Διαθηκική και σεξουαλική ένωση ενός άντρα και μίας γυναίκας, με διακριτούς ρόλους και διακριτά χαρακτηριστικά, με σκοπό την απόκτηση απογόνων, οι οποίοι θα μεγαλώνουν σε περιβάλλον διαθηκικής δέσμευσης, αγάπης, αμοιβαίας υποταγής και υπηρεσίας,  πιστότητας, και στην περίπτωση των Χριστιανών μέσα σε περιβάλλον όπου διδάσκονται οι αλήθειες της Αγίας Γραφής, όπου λαμβάνει χώρα αμοιβαία πνευματική ενίσχυση και καθοδήγηση επάνω στις αλήθειες του Λόγου του Θεού, σε συνθήκες που τροφοδοτούνται και αναζωογονούνται από τη συμμετοχή της οικογένειας στην Εκκλησιαστική ζωή. Εξάλλου η ίδια η αναφορά του Παύλου στο συμβολισμό του γάμου δεν βγάζει νόημα έξω από την εκκλησία, τον αποδέκτη της διαθηκικής αγάπης του Χριστού, τον Πνευματικό Ισραήλ, του οποίου τις ευλογίες γεύεται και η ίδια η οικογένεια. Η οικογένεια στα Χριστιανικά μάτια, λοιπόν, λαμβάνει τη σημασία της μέσα από αρχαίες υποσχέσεις και εντολές, είναι μεστή θεολογικών αληθειών που διατρέχουν την ανθρώπινη ιστορία και τροφοδοτείται από αυτό που τροφοδοτεί την ίδια την ανθρώπινη ιστορία, δηλαδή τη Διαθήκη. 

Το γεγονός ότι ο γάμος και η οικογένεια φανερώνουν ως έννοιες όλο τους το μεγαλείο όταν είναι θεμελιωμένες στην ιστορία και το συμβολισμό της Αγίας Γραφής, κι ευδοκιμούν καθώς τρέφονται μέσα από τη ζωή της εκκλησίας, δεν ακυρώνει το γεγονός ότι αλληλεπιδρούν επίσης με όλα όσα λαμβάνουν χώρα μέσα στην ευρύτερη κοινωνία, καθώς το ολοένα μεταβαλλόμενο τοπίο των κοινωνικών φαινομένων όχι μόνο έχει επιπτώσεις στην αντίληψή μας περί γάμου και οικογένειας αλλά και στην ίδια την οικογενειακή ζωή (και ισχύει φυσικά και το αντίστροφο, δηλαδή ο γάμος και η οικογένεια επιδρούν ευεργετικά επάνω στην κοινωνία), αλλά επίσης μας ωθεί να στοχαστούμε από την αρχή όχι περί της σημασίας αυτών των εννοιών αλλά το πώς θα εκπληρώσουν το ρόλο τους μέσα στην εκάστοτε κοινωνία. Καθώς πλέον ζούμε σε συνθήκες που εξυψώνουν την ατομική επιλογή – σε σημείο που να αποτελεί ίσως την πιο ισχυρή κανονιστική αρχή στο τι είναι καλό για τον καθένα – κάτι που έχει συνέπειες που θα θίξουμε στη συνέχεια, δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στο γάμο – κάτι που όπως είπαμε είναι άρρηκτα δεμένο με την οικογένεια, αφού αποτελεί την απαρχή της αλλά θέτει και τα θεμέλια που θα καθορίσουν την ευρωστία της – ως ελεύθερη επιλογή μεταξύ δύο ανθρώπων, ως ένα συμβόλαιο το οποίο υπογράφεται από τους συζύγους ελεύθερα και αυθόρμητα, γεγονός που παραβλέπει τις πολυάριθμες πτυχές του. Ο John Witte Jr., ένας σύγχρονος λόγιος, μελετητής του θεσμού του γάμου, τονίζει ότι ο γάμος είναι κάτι το πολυδιάστατο, με τις διαστάσεις αυτές να πρέπει να διατηρηθούν αναλλοίωτες στην αντίληψή μας. Πρόκειται για “συμβόλαιο, υπογεγραμμένο με την αμοιβαία συγκατάθεση του ζευγαριού, και που υπόκειται στη θέληση και τις προτιμήσεις τους. Ο γάμος είναι πνευματική σχέση, που υπόκειται στο πιστεύω, τον κώδικα, την τελετουργία και τους κανόνες της θρησκευτικής κοινότητας. Ο γάμος είναι μία κοινωνική δομή, που υπόκειται σε νόμους της πολιτείας περί περιουσίας, κληρονομιάς και στις προσδοκίες της τοπικής κοινότητας. Ο γάμος είναι ένας φυσικός θεσμός, που υπόκειται στους φυσικούς νόμους που μας διδάσκει ο λόγος και η συνείδηση, η φύση και το έθιμο”. Και προχωρά λέγοντας (και με ασφάλεια μπορούμε να εφαρμόσουμε  τα παρακάτω λόγια και στην οικογένεια): “Είναι σπουδαίος διαμεσολαβητής μεταξύ ατομικότητας και κοινότητας, αποκάλυψης και λόγου, παράδοσης και μοντερνισμού…είναι λιμάνι για τον εαυτό και προάγγελος της κοινότητας, σύμβολο θείας αγάπης και δομή έλλογης συγκατάθεσης, διαρκές αρχαίο μυστήριο και διαρκώς μοντέρνα εφεύρεση”.  

Τι ισχύει όμως για τις νέες μορφές οικογένειας αυτές καθ’ αυτές; Προφανώς και η απάντησή μας είναι ότι αποτελούν παραφωνία μέσα στο σχέδιο του Θεού για τον άνθρωπο και μέσα στο θεολογικά πλούσιο πλαίσιο που περιβάλλει το γάμο και την οικογένεια μέσα στην Αγία Γραφή, άρα και στην αίσθηση προέλευσης, ταυτότητας και πεπρωμένου που το συνοδεύει. Αλλά, όπως πάντα, τα πράγματα είναι πολυδιάστατα, δεδομένου ότι η παρατήρησή μας μάς δείχνει ότι οι εναλλακτικές αυτές μορφές οικογένειας συνοδεύονται κι ενισχύονται από διάφορα φαινόμενα και πολλούς παράγοντες. Η δυσπιστία –αν όχι απόρριψη- προς τις παραδοσιακές δομές σκέψης, τις μεγάλες αφηγήσεις και ιδιαίτερα στην αποκάλυψη ως παράγοντα που συνοδεύει την αλήθεια –απόρροια μίας επικούρειας θεώρησης, μίας φυσιοκρατικής επιστήμης και μιας τεχνοκρατούμενης κοινωνίας-, οδηγεί στην απόρριψη οδοδεικτών προς το σωστό και το λάθος, και σε πολλές περιπτώσεις απόρροια των ίδιων των εννοιών “σωστό και λάθος”. Η ερμηνεία πολλών φαινομένων ως “κοινωνικά κατασκευάσματα” –απόρροια του μεταμοντερνισμού- αφήνει πολλές δομές και πρακτικές μετέωρες, στερώντας τους το βάθος, την ισχύ και τον κανονιστικό χαρακτήρα που ανέκαθεν τις συνόδευε. Η ομοφυλοφιλική επανάσταση και ο φεμινισμός έστρωσαν το δρόμο ώστε να αναδυθεί η αντίληψη περί του φύλου ως κάτι το ρευστό και της σεξουαλικής προτίμησης ως κάτι που δεν επιδέχεται κριτική, αφού πηγάζει αποκλειστικά και μόνο από τη θέληση του ατόμου και την ιερότητα με την οποία πρέπει να την αντιμετωπίζουμε (τι αντιφατική πρόταση αλήθεια!). Και ολόκληρη η ρητορική περί αξιοπρέπειας και αποδοχής που ενισχύεται από την αναφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα, στερείται πια ολότελα των θεολογικών της θεμελίων και έχει καταστεί ένα παιχνίδι εξουσίας και δύναμης, με τον πιο δυνατό να είναι αυτός που φωνάζει περισσότερο – κι έχει την εύνοια των ΜΜΕ, καθώς μεταχειρίζεται έννοιες που διεγείρουν τα ένστικτα των μαζών. Μέσα στο περιβάλλον αυτό της αμφισβήτησης παραμένει αναλλοίωτη  μία από τις βασικότερες ανάγκες του ανθρώπου, μία διαχρονική κινητήριος δύναμη πίσω από τις επιλογές του ατόμου από καταβολής κόσμου και –κατά πολλούς- ένας οδοδείκτης προς τον ίδιο το Θεό: η ανάγκη για οικειότητα, αγάπη, συμπόρευση μέσα σε μία ζωή που καθίσταται ολοένα και πιο δύσκολη ή ανταγωνιστική. Το ισχυρό αυτό κίνητρο είναι αδύνατο να ξεριζωθεί από την ανθρώπινη “ψυχή” μια και ο άνθρωπος ως διϋποκειμενικό ον μέρος του νοήματος θα το αναζητήσει αναπόφευκτα σε σχέσεις. Αλλά αν η δύναμη αυτή συνδυαστεί με τους άνωθι παράγοντες που διαμόρφωσαν τη στάση της σύγχρονης κοινωνίας (ή μέρους αυτής) θα καταλήξει αναπόφευκτα σε φαινόμενα που είναι γνωστά σε όλους μας: μονογονεϊκές οικογένειες από επιλογή, μονογονεϊκές οικογένειες ως αποτέλεσμα διαζυγίου –αν και όταν αυτό είναι απόρροια της εύκολης απόρριψης της διάστασης του γάμου ως Διαθήκη εφ’ όρου ζωής, ομοφυλοφιλικά ζευγάρια με δυνατότητα υιοθεσίας, συγκατοίκηση και δημιουργία οικογένειας χωρίς την τελετή περάσματος του γάμου, και τέλος, οικογένειες που πληρούν επιφανειακά τις προϋποθέσεις που θέτει ο Λόγος του Θεού, παρόλα αυτά στερούνται των βασικών βιβλικών θεμελίων για το γάμο, παρά την κοινωνική αποδοχή που ίσως απολαμβάνουν, προδίδοντας μία επιφανειακή στάση προς το θεσμό του γάμου και της οικογένειας γενικότερα. 

Ο σύγχρονος Αμερικάνος πολιτικός φιλόσοφος Michael Walzer έγραψε, καθώς περιέγραψε τις αρχές πίσω από το γάμο και την οικογένεια, ότι “η αγάπη, η στοργή, η φιλία, η γενναιοδωρία, η φροντίδα και ο σεβασμός –όπως και το νόημα της δέσμευσης και του σεξ- δεν είναι μόνο αρχικά, αλλά διαρκώς, σε κάθε χρονική στιγμή, ζητήματα προσωπικής επιλογής”. Για τους εκφραστές της εποχής μας αυτή η τοποθέτηση θα λαμβανόταν αξιωματικά, και όπως έχουμε ήδη πει, πίσω από τις νέες μορφές σεξουαλικότητας και οικογένειας κρύβεται αυτό ακριβώς, δηλαδή η προσωπική επιλογή, στερούμενη κάποιας ανώτερης αρχής που θα την καθοδηγήσει ή κρίνει. Κι αν στο νου μας μπορούμε να φέρουμε μερικά παραδείγματα επιλογών που σαφώς και καθολικά θεωρούνται λανθασμένες, δεν χρειάζεται να εξασκήσουμε τη φαντασία μας για να παραδεχτούμε ότι πολλές από αυτές τις πρακτικές είναι θέμα χρόνου μέχρι να προβληθούν ως αποδεκτές. Επιστρέφοντας στο θέμα μας, μπορεί η προσωπική επιλογή και αυτονομία να γιορτάζονται ως αναγκαίος και καθοριστικός παράγοντας για τη σύναψη σχέσης, για την φανέρωση της σεξουαλικότητας και για τον ορισμό της οικογένειας, αλλά υπάρχουν σκοτεινές πτυχές που δεν τονίζονται. Ένα από τα συμπτώματα της εποχής μας είναι –πέρα από την έμφαση στην ατομική επιλογή- η εξύψωση της διαρκούς συναισθηματικής διέγερσης και του αυθορμητισμού σε ένα περιβάλλον που –όπως πολύ σωστά είπε ο Ευαγγελικός θεολόγος Russell Moore- μετά την απόρριψη της μεταφυσικής θεώρησης του κόσμου και του ανθρώπου έχει καταστεί ένας χώρος Δαρβινικού ανταγωνισμού, με τον ισχυρότερο, πιο εμφανίσιμο, πιο επιτυχημένο άνθρωπο –με τα εκάστοτε πρότυπα- να καταφέρνει να επιβληθεί στους ανταγωνιστές και να απολαμβάνει όσα ο διαδεδομένος τρόπος ζωής έχει να προσφέρει. “Η αγορά της αγάπης- γράφει ο καθολικός θεολόγος David Matzko McCarthy- είναι αμείλικτη”, και η θεμελίωση της ερωτικής σχέσης και της οικογένειας σε ένα τέτοιο περιβάλλον είναι το λιγότερο επισφαλής. Ένας λόγος είναι ο αγώνας για διαρκή επιβεβαίωση της ικανότητας κάποιου να συνεχίσει να διεγείρει συναισθηματικά τον/την σύντροφό του, εφευρίσκοντας διαρκώς νέους τρόπους καταπολέμησης της ρουτίνας που προσφέρει μία μόνιμη σχέση, πόσο μάλλον μία οικογενειακή σχέση. Στον αγώνα για διαρκή επιβεβαίωση της αξίας κάποιου ως συντρόφου, η σταθερότητα και ασφάλεια που προσφέρει η διαθήκη του γάμου, η ισόβια δέσμευση δύο ανθρώπων και η υπόσχεση για φροντίδα του συντρόφου και των παιδιών στα πλαίσια μίας οικογένειας, δυστυχώς δεν θεωρούνται το αντίδοτο αλλά ένα κακό που πρέπει με κάθε μέσο να αποφευχθεί. Ένας ακόμη λόγος είναι η ίδια η μοναχική ύπαρξη του ατόμου καθώς είτε μόνο του είτε μέσα στα πλαίσια μίας σχέσης ή ενός γάμου καλείται να αντιμετωπίσει τις άνωθι καταστάσεις σε ολοένα πιο εχθρικές κοινωνικές και εργασιακές συνθήκες, χωρίς την υποστήριξη της κοινότητας και χωρίς την ασφάλεια μίας κοσμοθεωρίας που συμφιλιώνει ουσιαστικά το άτομο με την πραγματικότητα, τον κόσμο και τον εαυτό του. Γι’ αυτό είναι που ο ίδιος συγγραφέας τονίζει: “Αν η ελευθερία είναι η αρχή πίσω από την αγάπη, τότε τα δεσμά της άνευ όρων σχέσης πολύ πιθανόν να καταστούν αφόρητα, και η ίδια μορφή γάμου, ως μία δέσμευση αγάπης, αποτελεί πάντα απειλή για τον ίδιο το γάμο”. Μπροστά στο ζευγάρι που μάχεται μόνο του να επικρατήσει ή να επιβιώσει σε έναν κόσμο που στερείται νοήματος, η Χριστιανική κοσμοθεωρία μπορεί και οφείλει να προβάλει το πρότυπο των ανθρώπων που ζωογονούνται από μία αφήγηση, που είναι μέρος μίας κοινότητας δεμένης με δεσμούς αγάπης και πιστότητας –αυτή της εκκλησίας-, η οποία ενθαρρύνει την αμοιβαία στήριξη αλλά και την πιστότητα προς αυτή την αφήγηση, καθώς μέσω της μαθητείας, του κηρύγματος του Λόγου και της συμμετοχής στην τελετουργία και τις δραστηριότητες της εκκλησίας επιδιώκει την ισχυρή θεμελίωση του ατόμου και του ζευγαριού στην ιστορία που αφηγείται ο Λόγος του Θεού και στις αλήθειες που διδάσκει, ενώ ταυτόχρονα δένει τα μέλη της κοινότητας με άρρηκτους δεσμούς αγάπης και αμοιβαίας υπηρεσίας. Κι αυτό είναι το έδαφος μέσα από το οποίο θα αναδυθεί μία υγιής οικογένεια. Μία οικογένεια της οποίας τα μέλη θα μοιράζονται τη αίσθηση της κοινής προέλευσης και κοινού προορισμού, της ίδιας αποστολής,  του ανήκειν στο ίδιο σύνολο ανθρώπων και φυσικά της κοινής υποταγής κάτω από την γεμάτη αγάπη και αλήθεια καθοδήγηση του Κυρίου μας ως αρχηγού και τελειωτή της πίστης μας. Μπροστά σε αυτό το πρότυπο η κοσμοθεωρία που εξυψώνει τον αυθορμητισμό και την ελευθερία στα μάτια μας φαίνεται πολύ ισχνή και είναι αποστολή μας να βρούμε τρόπους να κηρύξουμε γεμάτοι αγάπη την αλήθεια σε έναν κόσμο και απώλεσε την υψηλή του κλήση για να υιοθετήσει ένα φυσιοκρατικό Δαρβινικό μοντέλο, γιορτάζοντας –αλίμονο- αυτή την αλλαγή ως νίκη.

Κλείνοντας, οφείλουμε να αναλογιστούμε την αποστολή μας από την αρχή μέσα σε ένα ολοένα μεταβαλλόμενο τοπίο και ανάλογα να διαμορφώσουμε την απολογητική μας. Οφείλουμε να θυμηθούμε ποια είναι τα εργαλεία που διαθέτουμε ως Χριστιανοί που καλούνται να είναι φως και άλας σε αυτό τον κόσμο, αλλά και με θεμέλιό μας τις Γραφές να επιλέξουμε τη μέθοδο που θα μας επιτρέψει τα χαρίσματα του Θεού να τα μεταχειριστούμε με το σωστό τρόπο προς όφελος του πλησίον μας και προς δόξα του Θεού. Ενθυμούμενος τον σπουδαίο απολογητή του 20ου αιώνα Francis Schaeffer, επιτρέψτε μου να προτείνω η μαρτυρία μας προς τον κόσμο να είναι γεμάτη συμπόνοια μεν, χωρίς να θυσιάζουμε την αλήθεια δε. Όπως μας υπενθυμίζει ο Άγγλος Χριστιανός καθ. ψυχιατρικής Glynn Harrison, η μάχη μας είναι μάχη μεταξύ αφηγήσεων, μεταξύ ιστοριών. Από τη μία πλευρά έχουμε την αφήγηση της ατομικής αυτονόμησης, η οποία μεταχειρίζεται τη συναισθηματική διέγερση για να υποσχεθεί έναν παράδεισο επί γης εφόσον το άτομο αφεθεί ελεύθερο να επιλέξει επάνω σε ζητήματα φύλου, σεξουαλικότητας, γάμου και οικογένειας. Η δική μας απάντηση θα είναι επίσης μία ιστορία, μία καλύτερη ιστορία, αυτή του σχεδίου του Θεού για την ανθρωπότητα, όπως αναφέρεται στις σελίδες της Αγίας Γραφής. Μία ιστορία που έχει τον ίδιο στο κέντρο ως την πηγή της ειρήνης και της ευτυχίας, μίας ευτυχίας που δεν μπορεί να συγκριθεί με οποιαδήποτε άλλη επίγεια απόλαυση, ενθυμούμενοι πάντα ότι ο πλάστης και δημιουργός είναι Αυτός που γνωρίζει καλύτερα τι είναι ο άνθρωπος, πώς θα εκπληρώσει την ανθρώπινη φύση του και την αποστολή του, και το πώς θα ζήσει την πραγματική ευδαιμονία που υπόσχεται το ευαγγέλιο. Η οργή μας προς τα γεγονότα θα πρέπει να αφήσει χώρο για τα δάκρυά μας για έναν κόσμο που απομακρύνεται από το Θεό, από την πηγή της πραγματικής ειρήνης και συγγραφέα του πεπρωμένου του. Εξάλλου, ως ελεημένοι αμαρτωλοί, δεν μας αρμόζει να διαδραματίζουμε το ρόλο του άδικου κριτή ή του ηθικολόγου επικριτή, παρατηρώντας την κοινωνία από απόσταση, από την ασφάλεια των Χριστιανικών κύκλων ή μέσα από τα παράθυρα των εκκλησιών μας. Αντίθετα, με κάθε ταπεινοφροσύνη οφείλουμε να αφήνουμε το φως και την αλήθεια των Γραφών να λάμψουν τη στιγμή που ταυτιζόμαστε με τον αμαρτωλό που έχουμε απέναντί μας κι ομολογούμε την προσωπική μας ανεπάρκεια, ενώ αφηγούμαστε τη μεγαλειώδη ιστορία του Θεού. Δύο διατυπώσεις που με επηρέασαν είναι οι ακόλουθες κι επιτρέψτε μου να κλείσω με αυτές: Από τη μία πλευρά, ο Γερμανός Ευαγγελικός θεολόγος Dietrich Bonhoeffer είχε πει ότι “είναι στα (αμαρτωλά κι ελεημένα) άτομα και μέσα από αυτά τα άτομα που η εκκλησία ομολογεί και αποδέχεται την ενοχή τηςκαθώς εκπληρώνει την αποστολή της. Τέλος, ο Ρώσος Ορθόδοξος φιλόσοφος Nicholai Berdyaev είχε γράψει ότι “μία νέα Χριστιανική ευσέβεια πρέπει να φανερωθεί στον κόσμο και σε αυτή την ευσέβεια βασίζεται η μοίρα του κόσμου και του ανθρώπου…ο νέος Χριστιανός δεν καταριέται τον κόσμο, ούτε καταδικάζει και αναθεματίζει τους δαιμονισμένους και ειδωλολάτρες, αλλά συμμετέχει στις δοκιμασίες του κόσμου, φέρει στο σώμα του τις τραγωδίες του ανθρώπου”. Και ας ζητήσουμε όλοι τη χάρη του Θεού για την αποστολή που μας έχει δοθεί.

  1.  Στις 23 Σεπτεμβρίου 2017 η Ιερά Μητρόπολις Αλεξανδρουπόλεως φιλοξένησε την Δ’ Διεθνή Συνάντηση για την Οικογένεια. Το θέμα της Συνάντησης ήταν το «άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς» (Γέν. 1,27).  Πραγματοποιήθηκαν τρεις εισηγήσεις, μία από κάθε Ομολογία (Ορθόδοξη, Καθολική, Ευαγγελική). Το κείμενο που δημοσιεύουμε αποτελεί την Ευαγγελική εισήγηση.

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top