Η Αγία Γραφή και το πρόβλημα της διαφθοράς

brown round ornament on white and green textile

Στο σύντομο αυτό κείμενο θα προσπαθήσω να διαπραγματευτώ κάποιες πλευρές αυτού του πρωτεϊκού φαινομένου που ονομάζεται «διαφθορά» και των Λόγων που έχουν αναπτυχθεί γύρω από αυτό στη χώρα μας, με αφορμή τη βαθιά και πολυεπίπεδη κρίση που μαστίζει την Ελλάδα, αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο. Κατόπιν θα προσπαθήσω να συνδέσω τις σκέψεις αυτές με τα μηνύματα του Λόγου του Θεού.

Η διαφθορά, μια έννοια με πολλές σημασίες, σχετίζεται με όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής μας ζωής. Αν σε προηγούμενες δεκαετίες ο όρος «διεφθαρμένος» παρέπεμπε πρωτίστως σε σεξουαλικές ή άλλες ηθικές παρεκτροπές, σήμερα σχετίζεται περισσότερο με οικονομικές ή πολιτικές ατασθαλίες και αδικήματα, αν και η σύνδεση με την ευρύτερη έννοια της ηθικής δεν έχει πλήρως χαθεί.

H Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank) ορίζει ως «διαφθορά» (corruption) την κατάχρηση δημόσιων αξιωμάτων ή εξουσιών με σκοπό την αποκόμιση κάποιας μορφής προσωπικού οφέλους. Αντίστοιχα, όπως γράφουν οι Shore και Haller (2005), στην πλειοψηφία τους οι κοινωνικοί επιστήμονες μελετούν το φαινόμενο της διαφθοράς εκκινώντας από δύο θεωρητικές αφετηρίες. Σύμφωνα με την πρώτη, η διαφθορά αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό κάποιων κοινωνιών ή κοινωνικών συστημάτων, τα οποία δεν απολαμβάνουν απλόχερα τα αγαθά της δημοκρατίας και της ανοιχτής κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό και με φυσικό τινά τρόπο, η διαφθορά φαίνεται να αφορά κυρίως μη δυτικές χώρες, σχετίζεται δε με την υπανάπτυξη, τη φτώχεια, την έλλειψη εκπαίδευσης, την καταπίεση των γυναικών, τον φονταμενταλισμό, τον φανατισμό κλπ. Και μόνον η απλή αναφορά όλων αυτών των δεινών, φέρνει συνειρμικά στο νου μας ασιατικές και αφρικανικές χώρες. Αντίθετα, όταν συναντούμε εκφάνσεις διαφθοράς στην επονομαζόμενη Δύση, τείνουμε να τα προσεγγίζουμε ως ατυχείς καταστάσεις, εξαιρέσεις που σύντομα μπορούν και πρέπει να διορθωθούν. Σύμφωνα με τη δεύτερη θεωρητική αφετηρία, η έρευνα σχετίζεται με ζητήματα αλληλεπίδρασης που αφορούν στη συμπεριφορά υποκειμένων μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια της δημόσιας σφαίρας. Το κλασικότερο παράδειγμα αποτελεί ο δημόσιος υπάλληλος που χρησιμοποιεί τη θέση του προς ίδιον όφελος. 

Παρά τη χρησιμότητά τους, τα παραπάνω θεωρητικά εργαλεία για την κατανόηση της διαφθοράς δεν είναι τα καλύτερα δυνατά. Πρώτα απ’ όλα, ο ορισμός της διαφθοράς που προτείνει η Παγκόσμια Τράπεζα είναι προβληματικός, καθώς αντιλαμβάνεται τη διαφθορά σε επίπεδο ατόμων και μάλιστα εκείνων που σχετίζονται με τη δημόσια διοίκηση και την πολιτική. Τα γεγονότα όμως των τελευταίων ετών στην Ελλάδα και αλλού έχουν καταδείξει ότι η διαφθορά συναντάται το ίδιο εύκολα και στον ιδιωτικό τομέα, συχνά δε σχετίζεται όχι μόνο με άτομα, αλλά με ολόκληρους θεσμούς, οργανωτικές, γραφειοκρατικές, ακόμη και κρατικές δομές.

Αντίστοιχα, το μειονέκτημα των δύο κυρίαρχων προσεγγίσεων του φαινομένου της διαφθοράς, όπως ορθά επισημαίνουν οι Shore και Haller, είναι η αναγωγή της διαφθοράς σε δείκτη που καθιστά ορατό πόσο καλά μια κοινωνία διακρίνει μεταξύ της ιδιωτικής και της δημόσιας σφαίρας. Γνωρίζουμε όμως από ανθρωπολογικές και άλλες μελέτες, αλλά και από την ίδια την καθημερινότητά μας, ότι η διχοτόμηση της πραγματικότητας σε δύο αλληλοαποκλειόμενες, απολύτως διακριτές και ουσιαστικά αντιθετικές μεταξύ τους σφαίρες, αυτή του ιδιωτικού βίου και εκείνη των δημόσιων υποθέσεων, αποτελεί μια αυθαίρετη και διφορούμενη πολιτισμική κατηγοριοποίηση. Οι τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι διαχειρίζονται τη ζωή τους προσωπικά, οικογενειακά, κοινωνικά, επαγγελματικά, είναι απίστευτα ποικίλοι και δεν επιτρέπουν τέτοιου τύπου δυισμούς. Τα παραδείγματα αφθονούν: ο εξάδελφός που είναι εφοριακός, ο προσωπάρχης από το χωριό μου, ο επιθεωρητής από την εκκλησία μου, ο υπάλληλος πολεοδομίας που ήταν συμμαθητής μου. Πού σταματά η ιδιωτική σφαίρα και πού αρχίζει η δημόσια είναι δύσκολο να καθορισθεί. Και ας μη νομίζει κανείς ότι το ζήτημα αυτό αφορά μόνο στην Ελλάδα, τον ευρωπαϊκό Νότο, την περιφέρεια. Και οι Γερμανοί και οι Γάλλοι και οι Σουηδοί έχουν εξαδέλφους, συμμαθητές και συντοπίτες.

Ας κοιτάξουμε λοιπόν γύρω μας το βομβαρδισμένο τοπίο της μιας Ευρώπης, χτυπημένης από την οικονομική κρίση, τη φτώχια, την ανεργία και το ρατσισμό. Γίνεται φανερό ότι, πρώτον, η διαφθορά δεν αποτελεί θλιβερό προνόμιο κάποιων «λιγότερο ανεπτυγμένων» και «λιγότερο δημοκρατικών» κοινωνιών στην Αφρική ή την Κεντρική Ασία, ούτε αφορά κατ’ αποκλειστικότητα φαύλους δημόσιους υπαλλήλους. Τα σκάνδαλα της αμερικανικής εταιρίας Enron και της γερμανικής Siemens, καταδεικνύουν την αγαστή όσο και ένοχη συνεργασία του ιδιωτικού με το δημόσιο τομέα σε αδιαφανείς και ποινικά κολάσιμες υποθέσεις. Επιπροσθέτως, τα κάθε λογής φακελάκια, οι μαύρες αμοιβές μεταξύ ιδιωτών συναλλασσομένων και οι αποκλίσεις μεταξύ αναγραφόμενων τιμών και πραγματικών ποσών που αλλάζουν χέρια σε μύριες όσες συναλλαγές, δεν εμπλέκουν δημόσιους λειτουργούς. Και βέβαια, οι προαναφερθείσες υποθέσεις, αλλά και πολλές ακόμη που ο καθένας μπορεί να ανακαλέσει στη μνήμη –όπως οι παράνομες χρηματοδοτήσεις πολιτικών κομμάτων τύπου Helmut Kohl στη Γερμανία ή οι «ευτυχείς» αλλαγές νομοθεσίας σε όφελος συγκεκριμένων συμφερόντων τύπου Silvio Berlusconi στην Ιταλία– δεν συνέβησαν στη Μαύρη Αφρική ή στην κεντρική Ασία, αλλά στις ΗΠΑ και σε κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Φαίνεται λοιπόν πως η διαφθορά, όπως και η φημισμένη παρ’ ημίν «διαπλοκή», ευδοκιμεί στο πλαίσιο κάθε πολιτικού συστήματος και κάθε πολιτισμικού πλαισίου (Gellner, 1977).

Οι πικρές αυτές αλήθειες μας αναγκάζουν να αναθεωρήσουμε δύο βασικές θέσεις της κυρίαρχης συντηρητικής ιδεολογίας που μεταξύ των υποστηρικτών της επονομαζόμενης οικονομίας της αγοράς έχουν αποκτήσει χαρακτηριστικά εξ αποκαλύψεως αλήθειας, της ανοιχτής κοινωνίας και του αυταπόδεικτου της ορθότητας του δυτικού τρόπου αντίληψης της πραγματικότητας. Η πρώτη αφορά στην παγκοσμιοποίηση και η δεύτερη στην έλλειψη αντικειμενικότητας στους κυρίαρχους λόγους περί διαφθοράς, όπως τους περιγράψαμε ανωτέρω.

Όσον αφορά στην πρώτη, την παγκοσμιοποίηση, όπως δείχνουν τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας αλλά και η απτή καθημερινότητά μας, η παλαιότερη αντίληψη περί κάποιου είδους πρακτικής αν όχι ηθικής ανωτερότητας του δυτικού πολιτικού και οικονομικού μοντέλου απέναντι στον υπαρκτό σοσιαλισμό της Ανατολικής Ευρώπης και των δορυφόρων της, αλλά και απέναντι στα κράτη του επονομαζόμενου Τρίτου Κόσμου όχι μόνον δεν ευσταθεί, αλλά καταργείται εν τοις πράγμασι μέσω των διαδικασιών παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, που σήμερα προβάλλουν ως μονόδρομος προς την πρόοδο και την ευμάρεια.

Στην πραγματικότητα, αυτό που διαπιστώνουμε είναι το αντίθετο, ότι δηλαδή η παγκοσμιοποίηση και η απορρύθμιση των οικονομικών και ενίοτε των πολιτικών συστημάτων, έχει κατά πολύ πλατύνει το πεδίο δραστηριοτήτων και τις δυνατότητες οικονομικής και πολιτικής διαφθοράς. Ο λόγος είναι απλός: όσο μεγαλύτερο και πλατύτερο το εύρος του πεδίου μέσα στο οποίο πραγματοποιούνται συναλλαγές και κλείνονται συμφωνίες, τόσο μικρότερη είναι η δυνατότητα στιβαρών εθνικών και υπερεθνικών θεσμών να επέμβουν νομικά. Δεν σημαίνει φυσικά αυτό ότι η παγκοσμιοποίηση μόνο δεινά έχει να προσφέρει. Τα καλά της είναι παγκοίνως γνωστά και αποδεκτά, καλόν όμως είναι να θυμόμαστε και τις εγγενείς αδυναμίες της. 

Όσον αφορά στη δεύτερη εκ των δύο βασικών θέσεων της κυρίαρχης ιδεολογίας που οι προαναφερθείσες σκέψεις περί διαφθοράς μάς αναγκάζουν να αναθεωρήσουμε, αυτή έχει να κάνει με το βαθύτατα πολιτικό χαρακτήρα των σχετικών φαινομένων αλλά και της λύσης που κατά κανόνα προτείνεται. Όπως είδαμε, τόσο ο ορισμός της Παγκόσμιας Τράπεζας για τη διαφθορά, όσο και οι δύο κυρίαρχες προσεγγίσεις για τη μελέτη του φαινομένου, συσχετίζουν τη διαφθορά πρωταρχικά με το δημόσιο τομέα και τη δυσλειτουργία ή –σε συγκεκριμένες περιπτώσεις μη δυτικών κρατών– συνέργια τομέων του κρατικού μηχανισμού. Στη βάση αυτού του συλλογισμού, όλοι οι διεθνείς οργανισμοί, συμπεριλαμβανομένων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, αλλά και οι περισσότερες κυβερνήσεις δυτικών κρατών, προτάσσουν ως λύση του προβλήματος ένα Λόγο που κατά κανόνα στηρίζεται στις έννοιες της «απορρύθμισης», της «ιδιωτικοποίησης» και της «χρηστής διακυβέρνησης». Μην πάμε μακριά˙ η καθ’ ημάς Τρόικα αποτελεί τα καλύτερο παράδειγμα αυτής της λογικής.

Μ’ άλλα λόγια, τόσο ο ορισμός της διαφθοράς (του προβλήματος δηλαδή) όσο και ο τρόπος καταπολέμησής της (η προτεινόμενη λύση), ενοχοποιούν με φυσικό θα λέγαμε τρόπο την ίδια την έννοια της δημόσιας σφαίρας. Μάλιστα, η συνταγή που προτείνεται είναι εξαιρετικά απλή: με μικρότερο/λιγότερο δημόσιο και με όλες τις συναλλαγές εκτεθειμένες στην αδήριτη πειθαρχία των αγορών, τη διαρκή προσπάθεια συμπίεσης του κόστους και την αποτελεσματικότητα της αυθεντικής επιχειρηματικότητας, οι δυνατότητες για διαφθορά θα μειωθούν στο ελάχιστο.

Και η Enron; Η Siemens; Οι ντόπιες και ξένες εταιρείες που αγοράζουν μπιρ παρά αυτά που «το ένοχο δημόσιο ξεπουλά»; Οι λαθρέμποροι καυσίμων, τσιγάρων, όπλων, ανθρώπων, ναρκωτικών; Οι οικοπεδοφάγοι εμπρηστές; Οι συστηματικοί καταστροφείς του περιβάλλοντος μέσω βιομηχανικής κλίμακας ρύπανσης; Οι λογιστές και δικηγόροι των φορολογικών παραδείσων; Οι ασύδοτοι ειδικοί του χρηματιστηρίου, των ελληνοποιήσεων ξένων πολιτών αλλά και προϊόντων, του εμπορίου βρεφών και οργάνων; Οι πωλητές προϊόντων «μαϊμού»; Οι έμποροι ακατάλληλων προς βρώση τροφίμων;

Δεν αναφέρομαι εδώ άκριτα και συνολικά στον ιδιωτικό τομέα, του οποίου τις ικανότητες εξαίρω και θαυμάζω, ούτε σε μικροκατεργαρέους που κοιτάνε κάπως να τη «βγάλουν καθαρή», ούτε καν στους γνωστούς υπόπτους που κοσμούν με υποθέσεις τους τις τηλεοράσεις μας κάτω από τα «άρον, άρον σταύρωσον αυτούς» του λαού των τηλεπαραθύρων: τους μεγαλογιατρούς, τους μεγαλοδικηγόρους, τους κάθε λογής παράγοντες, τα «λαμόγια» και όλους αυτούς που αφενός επιτρέπουν σε εμάς επιφανειακά να αισθανόμαστε τίμιοι και καθαροί, και αφετέρου να απαιτούμε «επιτέλους να κάνει κάτι το κράτος!» (το οποίο στη συνάφεια της διαφθοράς πολλοί θέλουν διακαώς να ελαχιστοποιήσουν).

Αναφέρομαι πιο πολύ σε πανίσχυρα και πολυπληθή συμφέροντα που ζουν από τη διαφθορά, συμφέροντα που έχουν τη δυνατότητα να ρυθμίζουν την καθημερινότητά μας ανάλογα με τα κέρδη τους. Οι Λόγοι περί διαφθοράς, τους οποίους θίξαμε ανωτέρω, αφήνουν όλους αυτούς, τόσο ως άτομα όσο και ως δομές, στο απυρόβλητο, παραβλέποντας έτσι ότι ίσως όλος αυτός ο συρφετός να μην αποτελεί απλά την κακοφορμισμένη πληγή ενός ακέραιου κατά τα άλλα κοινωνικού συστήματος, αλλά ένα εγγενές χαρακτηριστικό του, την «αθέατη πλευρά» του, την τεράστια μάζα εκείνων που βάζουν το ατομικό συμφέρον, κέρδος και καλοπέραση, πάνω απ’ όλα˙ εκείνων που υπηρετούν τον εαυτό τους πλουτίζοντας εις βάρος των κορόιδων και εις βάρος κάθε έννοιας δημόσιου αγαθού. Για όλα αυτά, οι ανωτέρω Λόγοι περί διαφθοράς δεν φαίνεται να έχουν και πολλά να πουν.

Πέραν τούτου, ας μην ξεχνάμε ότι η συρρίκνωση της δημόσιας σφαίρας που οι Λόγοι αυτοί ευαγγελίζονται στο όνομα της «κάθαρσης»  –πόσα χρόνια ακούμε αυτή τη λέξη;– είναι κάτι το εξαιρετικά ευρύ, ακόμη  και με σαφείς ανθρωπολογικές, φιλοσοφικές και θεολογικές προεκτάσεις. Ας αναλογιστούμε μόνο ότι η επονομαζόμενη δημόσια σφαίρα είναι πολύ πιο πλατιά απ’ αυτό που ονομάζουμε στην καθημερινότητά μας δημόσιο τομέα, καθώς σχετίζεται με την ίδια την αξία που αποδίδεται σε έννοιες όπως δημόσια εκπαίδευση, δημόσια υγεία, δημόσιες συγκοινωνίες, κλπ, έννοιες που για κάποιους συγκρίνονται δυσμενώς με την εκ προοιμίου θετική αντίληψη για την ιδιωτική πρωτοβουλία και τις αγορές, ως βασικών φορέων κοινωνικής προόδου. Ανθρωπολογικά, θεμέλιο ενός τέτοιου Λόγου αποτελεί ο άνθρωπος-ιδιώτης και όχι ο πολίτης, ο αυτάρεσκος άνθρωπος-καταναλωτής και όχι το ενεργό στα κοινά υποκείμενο.

Μου φαίνεται πιο ορθό λοιπόν, να υποστηρίξουμε ότι οι Λόγοι περί διαφθοράς που κυριαρχούν γύρω μας, περιγράφουν μέρος της πραγματικότητας, αποσιωπώντας τις «αθέατες πλευρές» της, και προτείνουν ως γιατρικό σ’ ένα απόλυτα πολιτικό και βαθύτατα δομικά συστημικό πρόβλημα μια σειρά τεχνοκρατικών διορθώσεων, οι οποίες εδράζονται στο ίδιο δηλητηριασμένο πρότυπο που μας έχει καταστρέψει: τον άνθρωπο-ιδιώτη, φορέα ενός σκληρού (νεοφιλελεύθερου) ορθολογισμού και ενός λογιστικού πνεύματος, που ενώ ευαγγελίζεται μηδενική ανοχή στα ζητήματα διαφθοράς, φιλοσοφικά βασίζεται στη θεοποίηση του ατομικού συμφέροντος και του κέρδους, στην πηγή δηλαδή απ’ όπου αντλεί η διαφθορά τη δύναμή της. Και ας μη νομίσει κανείς ότι καταφέρομαι εναντίον του κέρδους αυτού καθ’ αυτού. Καταφέρομαι, θρηνώ και οργίζομαι όταν το κέρδος αναβαθμίζεται σε βωμό επάνω στον οποίο ο άνθρωπος θυσιάζει το κάθε τι άλλο. Πρόκειται για ένα πλέγμα αξιών και πρακτικών που μεταξύ άλλων –σήμερα γνωρίζουμε– έχει καταδικάσει στην ανέχεια και στην ανεργία εκατομμύρια ανθρώπους που κάποτε ανήκαν στη μεσαία τάξη, το καμάρι –και ορθώς– του δυτικού συστήματος. Αν ο υπαρκτός σοσιαλισμός αποδείχθηκε ένα στυγνό, διαβολικό και διεφθαρμένο καθεστώς, οι νικητές του 1989 έχουν και αυτοί χάσει σημαντικά την αίγλη τους. Μήπως λοιπόν πρέπει να ψάξουμε αλλού για απαντήσεις; Μήπως πρέπει να σταθούμε κριτικά απέναντι στα σχήματα αυτού του κόσμου, που θεολογικά γνωρίζουμε ότι «παρέρχεται», αλλά στην πράξη αποτελεί –τουλάχιστον επί του παρόντος– τον τόπο όπου καλούμαστε να ξεδιπλώσουμε την πραγματικά ανθρώπινη κατάστασή μας, λουσμένη όμως σ’ ένα φως άλλο, πιο λαμπερό και αδιάφθορο;

Και το μόνο τέτοιο φως είναι ο Λόγος του Θεού –να πάλι η έννοια του Λόγου, που συναντήσαμε πιο πάνω. Εδώ βέβαια αναφέρεται στην Αγία Γραφή, η οποία βεβαίως μας διδάσκει ότι πρέπει να υπάρχει αρμονία μεταξύ πράξης και σκέψης, και ότι η αγάπη για τον Θεό καθρεφτίζεται μέσα από τις σχέσεις μας με τον πλησίον; Αν κάτι δεν χωρά στο Λόγο του Θεού, αυτό είναι η εξατομίκευση, το ατομικό συμφέρον και ο εγωισμός, τα κακά δηλαδή που τρέφουν τη διαφθορά. Αυτό ακριβώς είναι που καθιστά το Λόγο του Θεού φιλοσοφικό, κοινωνικό, ανθρωπολογικό, ηθικό και πολιτικό όπλο ενάντια στη διαφθορά.

Ο Λόγος του Θεού δεν διαχωρίζει μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού βίου· ακόμη περισσότερο, δεν αναφέρεται και δεν αφορά σε άτομα. Ο Λόγος του Θεού απευθύνεται σε πρόσωπα, σε ανθρώπους δηλαδή που κατέχουν θέσεις ή ρόλους μέσα σε κοινωνικές ομάδες και δομές. Μπορεί να είναι δούλοι ή βασιλείς, άνδρες ή γυναίκες, γονείς ή τέκνα, Εβραίοι ή Εθνικοί· όποιοι και να είναι, δεν είναι ποτέ αποκομμένοι από την ευρύτερη κοινωνία ή ομάδα μέσα στην οποία ζουν. Ο Λόγος του Θεού καλεί τον καθένα και την καθεμιά εξ ημών προσωπικά, αλλά όχι ατομικά, να αναγνωρίσουμε και να δεχθούμε τη χάρη Του έτσι ώστε, αφού αναγεννηθούμε, να επικοινωνήσουμε αυτό το φως στις σχέσεις με τους γύρω μας.

Ας δούμε λοιπόν το πρόβλημα της διαφθοράς μέσα σ’ αυτό το πνευματικό πλαίσιο και όχι ως πράξεις ή πρακτικές αποκομμένες από την ευρύτερη συνάφεια της χριστιανικής ζωής. Γιατί τί είναι η διαφθορά –από την πιο μικρή μέχρι την πιο μεγάλη και σοβαρή έκφανσή της– παρά μια πράξη απόλυτης εξατομίκευσης, μια προσπάθεια ατομικού βολέματος πέρα και έξω από τις όποιες αναγκαιότητες της ευρύτερης κοινότητας μέσα στην οποία ζούμε, πέρα και έξω από τους νόμους και τα διατάγματα που έχει θεσπίσει κάθε ευνομούμενη κοινωνία; Ο Ωσηέ, ο Αμώς, ο Μιχαίας και άλλοι προφήτες μιλούν με τα σκληρότερα λόγια για την κοινωνική αδικία που διαπιστώνουν γύρω τους, εστιάζοντας στη δωροδοκία, τις άνομες αμοιβές και πληρωμές, τη μαύρη αγορά, τους υπέρογκους τόκους, την καταπάτηση των νόμων, με λίγα λόγια την πολιτική, οικονομική και ηθική διαφθορά.

Όταν κοιτάζω γύρω μου συχνά μου έρχεται στο μυαλό εκείνο το απόσπασμα από τον Αμώς 6:3-6, όπου με θαυμαστή ειρωνεία ο προφήτης μιλά για τα φιλντισένια ανάκλιντρα, τα τρυφερά αρνάκια, τα κρασιά και τα καλύτερα αρώματα των ισχυρών, προειδοποιώντας για το τέλος τους. Γιατί; Διότι έχουν απομακρυνθεί από τον Θεό και «δεν τους καίγεται καρφί για την καταστροφή του λαού Ισραήλ». Νοιάζονται μόνο για τον εαυτό τους. 

Αλλά και ο Ιησούς κάτι τέτοιο φαίνεται να εννοεί στην ιστορία του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου (Λουκάς 16:19-31). Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί, γιατί ο πλούσιος κατέληξε στον Άδη. Μήπως επειδή δεν είχε καν αντιληφθεί την παρουσία του φτωχού Λαζάρου δίπλα του; Στο κείμενο δεν παρουσιάζεται ως εγκληματίας ή άρπαγας, παρά μάλλον ως πλούσιος ευδαιμονιστής – ή πιο λαϊκά «καλοπερασάκιας».

Συχνά ο Λόγος του Θεού μιλά απαξιωτικά για τον πλούτο (Ματθαίος 19:16-30, Λουκάς 18:18-30, Μάρκος 10:17-27), όμως ας μη βιαστούμε να βγάλουμε συμπέρασμα. Νομίζω ότι το πρόβλημα έγκειται περισσότερο στον άνομο πλουτισμό και, κυρίως ίσως, στην αναγωγή του πλούτου –και άρα του προσωπικού συμφέροντος– σε απόλυτη αξία, κάτι που αποκόπτει τον άνθρωπο από την κοινωνία, μετατρέποντάς τον από πρόσωπο σε άτομο. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι σαφώς διεφθαρμένος, καθώς δεν χρησιμοποιεί τον πλούτο του, και κατ’ επέκταση τη ζωή του, προς δόξα Κυρίου.

Όμως ο Λόγος του Θεού μιλά και για κάτι άλλο, για τον απλό λαό, τους καθημερινούς ανθρώπους, για παράδειγμα τους υιούς Ισραήλ του B’ Βασιλέων 17, που συχνά πυκνά εγκαταλείπουν τον Κύριο τρέχοντας πίσω από διάφορα είδωλα, είτε υλικά, που παραπέμπουν στην κλασική ειδωλολατρία, είτε σωματικά –το σώμα ως είδωλο– που παραπέμπουν στην πορνεία, μια έννοια που αναφέρεται σ’ ένα πεδίο πολύ ευρύτερο από αυτό της στενά εννοούμενης σεξουαλικότητας. Και βέβαια όλα αυτά αποτελούν διαφθορά, ανομία, αμαρτία. Άρα δεν είναι μόνον οι πλούσιοι και οι ισχυροί επιρρεπείς στη διαφθορά, αλλά όλοι οι άνθρωποι ανεξαιρέτως.

Τι όμως βρίσκεται στη βάση όλων αυτών των εκφάνσεων της διαφθοράς, είτε αυτή είναι πρωτίστως οικονομική είτε πολιτική είτε σωματική είτε ηθική είτε θρησκευτική; Ας το ξαναπούμε: ο ατομικισμός και η αποξένωση από τον Θεό και τον κόσμο που Εκείνος έπλασε, η άρνηση κατάφασης στην έννοια του πλησίον. Αν δεν κατανοήσουμε τη διαφθορά κάθε είδους ως προσπάθεια του ανθρώπου να προτάξει το ατομικό συμφέρον, καταστρατηγώντας (όπως οι ισχυροί της εποχής του Αμώς) ή παραβλέποντας τις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου (όπως ο πλούσιος της παραβολής με τον φτωχό Λάζαρο), της δημόσιας σφαίρας ύπαρξης, της κοινότητας, της εκκλησίας, τότε φοβούμαι ότι απέχουμε από το Λόγο του Θεού. Του φωνάζουμε «Κύριε! Κύριε!» αλλά πέραν τούτου ουδέν.

Η διαφθορά λοιπόν είναι ένα ολικό φαινόμενο, πολυδιάστατο και δυναμικό, που αφορά όλους μας. Το αναγνωρίζουμε αυτό βέβαια όταν κουνώντας το κεφάλι παραδεχόμαστε «ότι δεν υπάρχει δίκαιος, ουδέ εις» (Ρωμαίους 3:10), τείνουμε όμως να το ξεχνούμε στις καθημερινές μας δοσοληψίες. Αν η διαφθορά είναι, όπως προσπάθησα να δείξω, ένα βαθύ συστημικό φαινόμενο που ξεπερνά τα σύνορα πολιτικών και οικονομικών πρακτικών και ιδεολογιών· αν απλώνεται σ’ ολόκληρο το φάσμα της ανθρώπινης πολιτισμικής ποικιλίας· αν είναι συνέπεια της απομάκρυνσης του ανθρώπου από τον Θεό· αν είναι σημάδι ενός μικρού καθημερινού θανάτου και φθοράς˙ τότε όλοι μας συμμετέχουμε σ’ αυτή. Κι’ ας μην πάμε στα μεγάλα, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μπορεί κανείς να πει ότι ο λαός του Θεού αποφεύγει ενστικτωδώς. Ας πάμε στα μικρά, που είναι συχνά τόσο δυσδιάκριτα ώστε λανθάνουν της προσοχής μας και σ’ αυτό μοιάζουν με τους ιούς και τα μικρόβια: μικρά, αόρατα και επικίνδυνα.

Ο Διάβολος κρύβεται στη λεπτομέρεια, θα πει κάθε δικηγόρος που σέβεται τον εαυτό του. Αυτά τα ζητήματα (μικρής κλίμακας) φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, η μη έκδοση ή απαίτηση αποδείξεων (πόσοι εξ ημών ζητούμε απόδειξη για το ιδιαίτερο μάθημα του τέκνου μας;), η άκρατη προσπάθεια κάρπωσης νομίμων αγαθών που τα «παραθυράκια» του νόμου προσφέρουν, οι κάθε λογής χάρες και διευκολύνσεις και οι τόσες άλλες καθημερινές ατασθαλίες που δεν γίνονται καν αντιληπτές ως τέτοιες –τόσο μας έχουν διαποτίσει– οφείλουν να αποτελούν αντικείμενο ενδελεχούς προσωπικής ενδοσκόπησης, όχι για να γίνουμε καλύτεροι απ’ τους άλλους, αλλά για να μη μιλάμε χωρίς αντίκρισμα για εκείνο το «αλάτι της γης» και το «φως του κόσμου» (Ματθαίος 5:13). Αν μη τι άλλο, μια τέτοια συναίσθηση της διαφθοράς, μας οδηγεί στη συνεχή εκζήτηση με απόγνωση του Κυρίου, όπως είχε πει ένας κήρυκας, και παράλληλα μας γυμνάζει στην κριτική στάση απέναντι στον κόσμο και τους κάθε λογής αυτόκλητους σωτήρες της όποιας δεξιάς συντήρησης ή αριστερής ουτοπίας.

Αυτή η απόγνωση βέβαια, δεν πρέπει να οδηγεί σ’ ένα συναίσθημα διαρκούς ενοχής ούτε, χειρότερα, να προκρίνεται ως απόδειξη του ρητού «Μαζί τα φάγαμε», όπως αυτάρεσκα και ανερυθρίαστα διατείνονται κάποιοι. Άλλοι τρώνε πολύ και λαίμαργα, άλλοι τρώνε λίγο για να επιβιώσουν, οι περισσότεροι όμως συμμετέχουν σχεδόν ασυναίσθητα. Έχοντας από καιρό χάσει τη σημασία του δημόσιου αγαθού στην πληρότητά της, έχοντας απολέσει την έννοια της ολότητας της ζωής, δηλαδή μιας βαθιάς πολιτικής κατάστασης που μόνον η εγνωσμένη μετοχή στο θείο σχέδιο μπορεί να διαφυλάξει, είναι νομίζω πολύ εύκολο κι εμείς να παρασυρθούμε σ’ αυτό που γίνεται γύρω μας, σ’ αυτό που για την πλειονότητα αποτελεί φυσική κατάσταση… Με το σταυρό στο χέρι δεν μπορείς να προκόψεις κακομοίρη! Aς οπλιστούμε με υπομονή, διάκριση και χριστιανικό ήθος και στα προβλήματα ενός διεφθαρμένου κόσμου ας προτάξουμε ως απάντηση το μήνυμα του Λόγου του Θεού, τόσο από τη ριζοσπαστική-προφητική όσο και από την αγαπητική και μειλίχια πλευρά του.

Ναι λοιπόν: Με το σταυρό στο χέρι, ακόμη και όταν βλέπουμε την ήττα πιο συχνά από το φως της τελικής νίκης, καθώς ακόμη και αν σε προσωπικό επίπεδο προσέχουμε την καθημερινή συμπεριφορά μας, δεν παύουμε να ζούμε σ’ ένα σύστημα (ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης) που βασίζεται στον ατομικισμό και την ιδιώτευση, ένα σύστημα που παράγει πλούσιους καλοπερασάκηδες και φτωχούς Λαζάρους, που στηρίζεται στην οικονομική και συχνά την πολεμική βία, ένα σύστημα που καταστρέφει τη δημιουργία του Θεού σ’ όλα τα επίπεδα, μ’ άλλα λόγια ένα κόσμο διεφθαρμένο. Συμμετέχουμε λοιπόν –αυτό είναι η συνθήκη μέσα στην οποία υπάρχουμε– αν και προσπαθούμε να μην αφήνουμε «να βασιλεύει η αμαρτία» στο θνητό μας σώμα (Ρωμαίους 6:12), έχοντας ελπίδα στη μεσιτεία του μόνου αναμάρτητου. 

Μέχρι όμως να έρθει εκείνη η στιγμή, καλόν είναι –για να χρησιμοποιήσω τα λόγια ενός αδελφού– να ξέρουμε ότι ως ξένοι και παρεπίδημοι, πληρώνουμε την μερίδα μας από το χριστιανικό φόρο πολυτελείας! Ας απέχουμε δηλαδή από τη μεγάλη –όπως και από τη μικρή– διαφθορά, που ίσως να διευκόλυνε προσωρινά τη ζωή και την τσέπη μας, προσδοκώντας να ακούσουμε τη φωνή Εκείνου να μας λέγει «Εύγε, καλέ και έμπιστε δούλε! Αποδείχθηκες αξιόπιστος στα λίγα, γι’ αυτό θα σου εμπιστευτώ πολλά. Έλα να γιορτάσεις μαζί μου» (Ματθαίος 25:21).

Αλλά και κάτι ακόμη.

Την ώρα που ο κόσμος βυθίζεται στις αντιφάσεις του και στα προβλήματά του, δεν φθάνει η απλή αποχή από τη διαφθορά, ούτε η προσπάθεια κάποιου ατομικού αγιασμού. Όπως αναφέρει λίγο πιο κάτω ο Ευαγγελιστής, πρέπει να διατηρήσουμε στο κέντρο της προσοχής μας κάθε έναν εκ «τούτων των ελαχίστων» (Ματθαίος 5: 45), των φτωχών δηλαδή και των πεινασμένων, που η ευρύτερη και ειδικότερη διαφθορά του συστήματος του κόσμου παράγει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Και οφείλουμε να το πράττουμε αυτό με δύο τρόπους: (α) τη φιλανθρωπία προς εκείνους και (β) την αδιάκοπη κριτική προς το διεφθαρμένο σύστημα. 

Δεν φθάνει να απέχουμε από τη διαφθορά, πρέπει και να τη μισούμε. Αλλιώς σιγά-σιγά τη συνηθίζουμε και πλέον δεν κάνει εντύπωση ούτε σε εμάς. Και τότε, στη χειρότερη περίπτωση, γινόμαστε σταδιακά μέτοχοι, ενώ στην καλύτερη περίπτωση, κλεινόμαστε στο καβούκι μας αδιαφορώντας για τον πόλεμο γύρω μας και για τα αθώα θύματά του. Το παλιό σύνθημα της Αριστεράς «Η σιωπή είναι συνενοχή» δεν χάνει ποτέ την αξία του. Μπορεί, με τη χάρη του Θεού, ακόμη και τότε κάτι να διασώσουμε (το τομάρι μας;), όμως ο χριστιανισμός μας θα είναι μίζερος και αναιμικός, κάτι που δεν ταιριάζει στον σταυρωμένο Υιό του Θεού «όστις αμαρτία δεν έκαμεν» (A’ Πέτρου 2:22) και τον οποίο ο «Θεός της ειρήνης… αναβίβασε εκ των νεκρών» (Εβραίους 13:20). Ας αφήσουμε τη χάρη του Θεού να μας κυριεύσει ολοκληρωτικά. 

Αν στον κόσμο όλοι περιμένουν τις εκπτώσεις, εμείς ας τις αποφεύγουμε σ’ όλα τα επίπεδα.

  1.  Ο όρος Λόγος (discourse) αναφέρεται σ’ ένα σύνολο αντιλήψεων και πρακτικών σχετικά με μια σφαίρα ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Για παράδειγμα, η εκκλησία αρθρώνει ένα «χριστιανικό Λόγο», δηλαδή αντιλαμβάνεται τους άλλους και τον εαυτό της με ευαγγελικό τρόπο και (συνεπακόλουθα) δρα ανάλογα στην καθημερινότητά της. Από τη σκοπιά αυτή, βλέπουμε ότι οι αντιλήψεις για τον κόσμο και οι τρόποι δράσης μέσα στον κόσμο προσεγγίζονται συνολικά. Ένας Λόγος περί διαφθοράς, λοιπόν, περιλαμβάνει τις σκέψεις μας και τις απόψεις μας για τη διαφθορά, αλλά και τις πράξεις, τα νομοθετήματα, τα μέτρα που παίρνουμε και τις πρακτικές που ακολουθούμε για να την αντιμετωπίσουμε.
  2.  http://www1.worldbank.org/publicsector/anticorrupt/corruptn/cor02.htm
  3. Shore, C. And Haller, D. (eds) 2005. Corruption: Anthropological Perspectives. London: Pluto Press.
  4.  Στην ιστοσελίδα της, η Παγκόσμια Τράπεζα δίνει πολλά παραδείγματα χρηματισμού δημόσιων λειτουργών με αντάλλαγμα συμβόλαια δημόσιων έργων, πρόσβαση σε εξειδικευμένες υπηρεσίες και αγαθά που είναι κλειστά για την πλειοψηφία, την αποφυγή φορολογικών ελέγχων, τη συναλλαγή με τις δικαστικές αρχές, κλπ.
  5. Οφείλουμε πάντως να αναγνωρίσουμε, ότι συγκεκριμένοι τύποι πολιτικής και οικονομικής διαφθοράς σχετίζονται με προβλήματα ανάπτυξης και ολοκλήρωσης του θεσμικού πλαισίου μιας κοινωνίας.
  6.  Gellner, E. 1977. ‘Patrons and Clients’. Στο Gellner, E. and Waterbury, J. (eds) Patrons and Clients. London: Duckworth, σελ. 1-6.
  7.  Η Παγκόσμια Τράπεζα αναφέρεται και στη διαφθορά στον ιδιωτικό τομέα, υποστηρίζει όμως ότι το πρόβλημα είναι σαφώς μεγαλύτερο στον δημόσιο.
  8. Σκεφτείτε ότι η λαθρεμπορία, ας πούμε τσιγάρων, θέλει εκτός από λαθρέμπορους και οδηγούς φορτηγών, ναυτικούς, φορτοεκφορτωτές, λογιστές, δικηγόρους, μπράβους και φυσικά πελάτες… πολλούς πελάτες.

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top