Εις το όνομα ποιου;

blue flags on poles near building during daytime

Η διαμάχη για την αναφορά ή μη του ονόματος του Θεού στο Προοίμιο του Ευρωπαϊκού Συντάγματος

Το Προοίμιο ενός Συντάγματος δεν προσφέρεται αυτό καθ’ εαυτό για πολιτική αντιπαράθεση, πόσο μάλλον για μια διαμάχη, σαν αυτή που ταλάνισε κυριολεκτικά τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) πριν από κάποια χρόνια. Ήταν ένα θέμα, που αφενός άγγιξε βαθιά την πλατιά μάζα των ευρωπαίων πολιτών και τους έκανε να αντιδράσουν ανάλογα, καθότι η συζήτηση για την συνταγματική ολοκλήρωση της ΕΕ βρισκόταν καθημερινά στην επικαιρότητα, αλλά αφετέρου και την ευρωπαϊκή επιστημονική κοινότητα επειδή αφορούσε στην προβολή νέων ιδεών, επιλογών και προτάσεων για την δομή, την οργάνωση και την λειτουργία της ΕΕ, όπως αποδεικνύεται από την πληθώρα των γραπτών σε επιστημονικά περιοδικά και βιβλία μέχρι σήμερα.

Το ερώτημα ήταν: να υπάρξει ρητή αναφορά στον Θεό και στην χριστιανική ευρωπαϊκή κληρονομιά, στο Προοίμιο του μελλοντικού Συντάγματος της Ευρώπης; Αυτή η ερώτηση  χώρισε κορυφαίους νομικούς, θεολόγους, κοινωνιολόγους, φιλοσόφους και άλλους επιστήμονες σε δύο στρατόπεδα με την αρχική πρόταση να είναι θετική.

Τι είναι το Προοίμιο ενός Συντάγματος και ποια η σημασία του; 

Από νομικής πλευράς1 το Προοίμιο είναι ένα είδος πανηγυρικού λόγου, που απαντάται σε κείμενα με τα οποία τίθενται κανόνες δικαίου, συνήθως συνταγματικοί, χωρίς να αποτελεί μέρος του ίδιου του κανόνα αλλά συνδέεται με αυτόν κατά τρόπο αναπόσπαστο. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι εντελώς διαφορετική από την ξερή τεχνική γλώσσα ενός συνταγματικού κειμένου και σκοπό έχει να «συνδιαλλαχθεί» με τον απλό πολίτη και όχι με τον επαγγελματία νομικό, που θα ασχοληθεί κυρίως με το κείμενο στη συνέχεια. 

Συνήθως εκτίθενται οι λόγοι που οδήγησαν σε ορισμένη ρύθμιση, οι οποίοι αποδίδουν το πνεύμα του νομοθέτη ή παρουσιάζονται συνοπτικά οι στόχοι. Ένα τέτοιο είναι για παράδειγμα, το Προοίμιο του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης (23.5.1949) όπου υπάρχει αναφορά στον Θεό: «…με επίγνωση της ευθύνης του (ο γερμανικός λαός) ενώπιον Θεού και των ανθρώπων…»2 και γίνεται κατανοητή ως οριστική απόρριψη κάθε απολυταρχικής μορφής οργάνωσης της κρατικής εξουσίας και συγκεκριμένα ως ρητή απόρριψη κάθε άθεου καθεστώτος εθνικοσοσιαλιστικής εμπνεύσεως. Στο Σύνταγμα της Ιρλανδίας αναφέρεται: «Εις το Όνομα της Παναγιότατης Αγίας Τριάδος, από την Οποία πηγάζει πάσα Εξουσία και στην Οποία πρέπει σε κάθε περίπτωση και σε ύψιστο βαθμό να ευθυγραμμίζουμε όλες τις πράξεις και ενέργειές μας, τόσο ως άτομα όσο και ως κράτη… αναγνωρίζουμε…». Επίσης στο Σύνταγμα της Πολωνίας, «… με επίγνωση της ευθύνης μας ενώπιον του Θεού ή και ενώπιον της ίδιας της συνειδήσεώς μας…» και της Σλοβακίας, όπου αναφέρεται γενικά η επίγνωση της ευθύνης με την έννοια της πνευματικής κληρονομιάς των Αγίων Κύριλλου και Μεθόδιου. Αντίθετα, στο γαλλικό Σύνταγμα διακηρύσσεται στο Προοίμιο ρητά η δέσμευση του γαλλικού λαού από τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και της Εθνικής Κυριαρχίας, όπως αυτά καθορίστηκαν από την Διακήρυξη του 1789 (Λαϊκή (laique) Δημοκρατία) και περιέχει επίκληση στην παρουσία «…του Υπέρτατου Όντος…». Στα περισσότερα ευρωπαϊκά συντάγματα που θεμελιώνονται στην ιδέα της δημοκρατικής νομιμοποίησης, το Προοίμιο περιέχει συνήθως αναφορά στο λαό, αναγνωρίζοντάς τον ως αποκλειστική πηγή της συντακτικής εξουσίας, χωρίς θρησκευτική αναφορά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το Σύνταγμα της Ισπανίας (1978) και το Σύνταγμα της Πορτογαλίας (1976), που απέφυγαν την θρησκευτική επίκληση παρότι είναι δύο, ως προς τον θρησκευτικό προσανατολισμό τους, καθολικά κράτη. Το ελληνικό Σύνταγμα δεν διαθέτει Προοίμιο, έχει όμως Προμετωπίδα: «Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος», η οποία απαντάται σε όλα σχεδόν τα ελληνικά Συντάγματα3 και ανήκει έτσι στην συνταγματική παράδοση του ελληνικού Κράτους. 

Τα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν τις ιστορικές και πολιτιστικές καταβολές τους το καθένα και επίσης διαφορετικές συνταγματικές παραδόσεις. Μπορεί να είναι συμβολική μόνο η αναφορά στον Θεό, σε κάποια ευρωπαϊκά Συντάγματα ή και η αντανάκλαση των αρχών και αξιών, που διέπουν μια ορισμένη κοινωνία, σε άλλα. Αλλά το ερώτημα ήταν, εάν θα έπρεπε να μπει στο Προοίμιο του ευρωπαϊκού Συντάγματος.

Η συζήτηση για ένα Ευρωπαϊκό Σύνταγμα

Η ιστορία ξεκίνησε το 19994 και εν όψει της μεγάλης διεύρυνσης της ΕΕ. Η αδυναμία λήψεως ομόφωνων αποφάσεων, οι τεράστιες ανισότητες, το πλήθος ετερόκλητων λαών και συγκρουόμενων συμφερόντων οδήγησε στη σκέψη έγκρισης μιας Συνταγματικής Συνθήκης, που θα δέσμευε ως Καταστατικός Χάρτης όλα τα κράτη μέλη και θα οδηγούσε και σε πολιτική ένωση, εκτός από την οικονομική που υπήρχε μέχρι τότε. Ανατέθηκε σε ειδικό όργανο, την Συνέλευση (Convention), η εκπόνηση του σχεδίου του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως ονομάστηκε. Πρόεδρος της Συνέλευσης εξελέγη ο αντιπρόσωπος της Γερμανίας, και πρώην ομοσπονδιακός πρόεδρος, Roman Herzog, ο οποίος και παρουσίασε ένα ευρύ κείμενο, αποτέλεσμα πολύμηνων επιστημονικών συζητήσεων και πολιτικών αντιπαραθέσεων, που είχε επεξεργαστεί η Συνέλευση, αποτελούμενη από 62 αντιπροσώπους από όλα τα κράτη μέλη. 

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που συνήλθε στις 7 Δεκεμβρίου 2000 στην Νίκαια της Γαλλίας5 ανακήρυξε πανηγυρικά αυτό το κείμενο, ως τον «Ευρωπαϊκό Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων», σύμφωνα με τις διατάξεις του οποίου όφειλαν κατ’ αρχάς όλα τα Όργανα της ΕΕ, αλλά κατ’ επέκτασιν και όλα τα  κράτη μέλη, στο εξής να συμμορφώνονται. Επρόκειτο για ένα σημαντικό βήμα στην πορεία προς ένα συνεκτικότερο σύστημα προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων το οποίο θα εγγυάτο το ίδιο επίπεδο προστασίας σε όλα τα κράτη μέλη, σε περιπτώσεις που ισχύει η νομοθεσία της ΕΕ και αποτελεί τον πυρήνα της Ένωσης6.

Στη διατύπωση του κειμένου του Προοιμίου όμως, που ούτως ή άλλως ήταν από την αρχή τα μέλη της Συνέλευσης σε σφοδρή αντιπαράθεση μεταξύ τους, πήραν τον λόγο και άλλοι εξωτερικοί παράγοντες, όπως οι Εκκλησίες και φυσικά ο Τύπος. Προφανής ήταν η ερώτηση σχετικά με το θεμέλιο επάνω στο οποίο θα έπρεπε να «χτιστεί» το Σύνταγμα της Ευρώπης. Θα έπρεπε αυτό να αναφερθεί ρητά στο Προοίμιο ή καλύτερα στο ίδιο το κείμενο του Συντάγματος; Ήταν η αναφορά στον Θεό ένα τέτοιο θεμέλιο;

Οι τρεις μεγάλες εκκλησίες στον ευρωπαϊκό χώρο, η Καθολική, η Διαμαρτυρόμενη και η Ορθόδοξος, δια των αντιπροσώπων τους είχαν ζητήσει να γίνει στο Προοίμιο ρητή αναφορά στο όνομα του Θεού με την έννοια ότι στο μελλοντικό Σύνταγμα, με την επίκληση του ονόματος του Θεού θα αναγνωριζόταν, ότι πηγή των διατάξεων και οι ηθικές αξίες που αυτές θα αντιπροσώπευαν θα είχαν την πηγή τους  στον Θεό. Παράλληλα θα αναγνωριζόταν πανηγυρικά ο ιστορικός ρόλος του Χριστιανισμού στην διαμόρφωση των ηθικών αξιών και στον ρόλο που με τη σειρά τους διαδραμάτισαν στην ολοκλήρωση της Ευρώπης.

Τα κράτη μέλη στα εθνικά Συντάγματα των οποίων υπήρχε μια τέτοια επίκληση στο Προοίμιο και επιθυμούσαν μια ανάλογη και για το ευρωπαϊκό ήταν κυρίως: η Γερμανία, η Ελλάδα και η Ιρλανδία. Τα κράτη μέλη από τα Συντάγματα των οποίων έλειπε μια παρόμοια επίκληση δεν έβλεπαν τον λόγο γιατί να υπάρχει στο μελλοντικό Σύνταγμα για την Ευρώπη και πρωτοστάτησαν στο να μη αναγραφεί τελικά. Σθεναρά αρνητική ήταν η στάση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας, με τον τότε Πρωθυπουργό, Lionel Jospin, να τηλεφωνεί στον επικεφαλής της Συνέλευσης, Roman Herzog, ότι η Γαλλία δεν πρόκειται σε καμιά περίπτωση να δεχθεί την παραμικρή αναφορά στον Θεό, έστω και ως «θρησκευτική κληρονομιά» της Ευρώπης, στο μελλοντικό συνταγματικό κείμενο. Από αυτή τη στιγμή η αναφορά σε οτιδήποτε είχε να κάνει με την χριστιανική πίστη, ήταν, σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο, μπλοκαρισμένη.

Οι εκκλησίες στο σύνολό τους δεν ικανοποιήθηκαν καθόλου από το τελικό αποτέλεσμα. Τόσο η Διάσκεψη Ευρωπαϊκών Εκκλησιών (ΚΕΚ) όσο και η Επιτροπή  της Ευρωπαϊκής Διάσκεψης των Καθολικών Επισκόπων με μια κοινή ανακοίνωσή τους στις 18 Δεκεμβρίου 2002 τόνισαν, μεταξύ άλλων, την επιθυμία τους να αναφερθεί στο Προοίμιο ότι:

  • «Η Ένωση έχοντας επίγνωση της πολιτιστικής, πνευματικής και θρησκευτικής κληρονομιάς της …»
  • «Με ευθύνη ενώπιον του Θεού και με ανάλογη ευθύνη ενώπιον άλλων ανθρώπινων κοινώς παραδεκτών θεσμών …»

Η δεύτερη ευκαιρία για εκδήλωση της δυσαρέσκειάς τους δεν άργησε να έρθει και δη στη «Συνέλευση για το Μέλλον της Ευρώπης» , που έλαβε χώρα από τον Φεβρουάριο 2002 έως τον Ιούλιο 2003. Καλά, πλέον, προετοιμασμένες οι εκκλησίες, κυρίως από την Γερμανία και την Πολωνία, πήραν μέρος ενεργητικά στην διαμόρφωση των προτάσεων, μέσω των αντιπροσωπειών τους στις Βρυξέλλες. Αντιλαμβανόμενες ότι υπήρχε και πάλι σθεναρή αντίθεση από άλλα κράτη μέλη σχετικά με την αναφορά του Θεού στο Προοίμιο, αντιπρότειναν την δημιουργία μιας ξεχωριστής «ευρωπαϊκής θρησκευτικής διάταξης», στο κείμενο, η οποία, όπως ήταν αναμενόμενο, προσέκρουσε και πάλι στην αντίθεση της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου. Η Συνέλευση δεν κατάφερε να συμβιβάσει τις διαφορετικές γνώμες και αντιλήψεις περί οποιασδήποτε «θρησκευτικής» αναφοράς στο Προοίμιο.

Στο πλευρό των εκκλησιών και των διαφόρων χριστιανικών οργανώσεων, τάχθηκε, ανέλπιστα, μια μεγάλη μερίδα του Τύπου, πανευρωπαϊκά. Κανένα άλλο θέμα – και υπήρχαν πολλά και σοβαρά εκείνη την εποχή! – δεν είχε μονοπωλήσει τα πρωτοσέλιδα εφημερίδων και περιοδικών, όσο το θέμα αυτό. Η αναφορά στις χριστιανικές ρίζες της Ευρώπης ήταν ένα θέμα κύριας αναφοράς, που φαινόταν να ενώνει την πλειοψηφία των ευρωπαίων πολιτών ώστε να εργαστούν ομαδικά για την ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού ονείρου. Οι συνθήκες όμως δεν ήταν ευνοϊκές και λόγω της σθεναρής αντίστασης της Γαλλίας.

Στις 17 και 18 Ιουνίου 2004 υπεγράφη στη Ευρωπαϊκή Σύνοδο των Βρυξελλών το τελικό κείμενο, που δόθηκε στα κράτη μέλη για επικύρωση. Στο Προοίμιο δεν γίνεται αναφορά στον Θεό, ούτε στη χριστιανική κληρονομιά της Ευρώπης. Το μόνο που επετεύχθη ήταν, να επιτραπεί να υπάρξουν διαφορετικές αποδόσεις στις έντεκα τότε επίσημες μεταφράσεις του κειμένου, όπως για παράδειγμα στην ελληνική και γερμανική μετάφραση, «Εμπνεόμενοι από την πολιτιστική, τη θρησκευτική και την ανθρωπιστική κληρονομιά της Ευρώπης…» και την γαλλική να περιέχει την ουδέτερη διατύπωση «…πνευματική και πολιτιστική κληρονομιά της Ευρώπης…», το οποίο υιοθετήθηκε επίσης από το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιταλία.

Αντίθετα, η παλιά «θρησκευτική ευρωπαϊκή διάταξη», που αφορούσε στις εκκλησίες και τις θρησκευτικές κοινότητες συμπεριελήφθη, ως προτάθηκε, στο τελικό συνταγματικό κείμενο, στο άρθρο Ι-52:

  1. « Η Ένωση σέβεται και δεν θίγει το καθεστώς που έχουν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο οι εκκλησίες και οι θρησκευτικές ενώσεις ή κοινότητες στα κράτη μέλη.
  2. Η Ένωση σέβεται επίσης το καθεστώς που έχουν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο οι φιλοσοφικές και μη ομολογιακές οργανώσεις.
  3. Η Ένωση διατηρεί ανοιχτό, διαφανή και τακτικό διάλογο με τις εκκλησίες και τις οργανώσεις αυτές αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερη ταυτότητα και συμβολή τους».

Με την «Συνθήκη της Λισαβόνας» (2007), όπως ονομάστηκε επίσημα το συνταγματικό αυτό εγχείρημα και την μη αναφορά τελικά στο Όνομα του Θεού στο Προοίμιο, πήρε τέλος μια αντιπαράθεση που κυριολεκτικά ταλάνισε τους εκκλησιαστικούς, νομικούς και άλλους πολιτικο-θρησκευτικούς κύκλους στην Ευρώπη.

Τόσος θόρυβος για το τίποτα;

Όταν αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο προέκυψε η ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης, ως διέξοδος στους μέχρι τότε συνεχείς πολέμους μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών και στον αλληλοσπαραγμό των λαών τους για οικονομικό όφελος και κυριαρχική ισχύ, οι ιδρυτές της διακήρυσσαν ότι το όραμά τους για την ενωμένη Ευρώπη στηριζόταν στις αξίες της χριστιανικής πίστης και δη στην συμφιλίωση, την ειρηνική συνύπαρξη, την αγάπη προς τον πλησίον και την αλληλεγγύη. Η συμφιλίωση των δύο παραδοσιακά εχθρικών χωρών, της Γερμανίας και της Γαλλίας, με οδηγό την χριστιανική αγάπη προς τον πλησίον ακόμη και του εχθρού, έλαβε χώρα πανηγυρικά και αμέσως μετά τον πόλεμο, στον περίφημο Καθεδρικό Ναό της Ρεμς στην Γαλλία, όπου οι δύο ηγέτες, Ντε Γκωλ και Αντενάουερ, προσευχήθηκαν από κοινού. Την ιδέα για ένωση την διατύπωσε ως πολιτική πρόταση ο Γάλλος διανοητής Ζαν Μονέ, ενώ ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας, Ρομπέρ Σουμάν την υιοθέτησε και την προώθησε στον τότε Γερμανό Καγκελάριο Κόνραντ Αντενάουερ, στον Ιταλό Ντε Γκάσπερι και τον Βέλγο Ανρί Σπάακ, όλοι τους βαθύτατα πιστοί χριστιανοί. Σίγουρα ο άμεσος στόχος τους ήταν η ειρήνη στην Ευρώπη και η ασφάλεια, αλλά και η βαθύτερη επιθυμία τους για εσωτερική αλλαγή, να δαμάσουν οι ίδιοι μέσα τους το μίσος που εκ των περιστάσεων έτρεφαν ο ένας για τον άλλον και να είναι πλέον συγχωρητικοί μεταξύ τους. Πίστευαν στον Θεό και στην δύναμή Του να αλλάξει τα δεδομένα και αγωνίστηκαν με τον τρόπο τους και με ειρηνικά μέσα για αυτό. Είχαν ζήσει την φρίκη του πολέμου και δεν είχαν καιρό για θεωρητικές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις λέξεων. Η θρησκεία δεν τους ενδιέφερε γιατί ποτέ δεν αποτέλεσε τον «κοινό παρονομαστή» στους λαούς της Ευρώπης γι’ αυτό άλλωστε και δεν επένδυσαν επάνω της. Άλλωστε, και στα τότε αντιμαχόμενα στρατόπεδα, η έννοια «Θεός» και «Χριστιανισμός» ήταν μεγέθη από όλους κατανοητά και πιστευτά. Αλλά μήπως αυτό άνοιξε έστω λίγο την κουρτίνα του ορίζοντα της ευθύνης τους κατά την διάρκεια των μαχών; 

Στην προκειμένη περίπτωση της μη αναφοράς του Θεού στο Προοίμιο, ποια ήταν η πραγματική αιτία, που οι εκκλησίες – όλες! – επιθυμούσαν διακαώς την αναγραφή; Θα άλλαζαν ουσιαστικά τα «ήθη και τα έθιμα» των ευρωπαίων πολιτών και θα διαμόρφωναν έτσι ανάλογα τις συμπεριφορές μεταξύ τους; Τα επιχειρήματα εκ μέρους των εκκλησιών – όλων! – ήταν στο σημείο αυτό πενιχρά.

Η χριστιανική θρησκεία σε όλη την μακραίωνη και πολύπλευρη ιστορία της έχει προσφέρει πολλά και είναι ένας από τους στυλοβάτες του ευρωπαϊκού πολιτισμού, με όλες τις ηθικές αξίες και τα ιδανικά που ενέπνευσε και σε μη χριστιανικές κοινωνίες. Η ανάπτυξη της επιστήμης και των τεχνών ήταν επιτεύγματα αυτής της χριστιανικής κουλτούρας και κοινωνίας. Η ανάδειξη της ιδιαιτερότητας του κάθε ανθρώπου επίσης. Ποτέ πριν δεν αξιολογήθηκε ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά και δεν δόθηκε έμφαση στην προσωπικότητα του κάθε ενός ξεχωριστά, όσο στον Χριστιανισμό. Όλα αυτά συνθέτουν την ιστορία της Ευρώπης, ακόμα και οι θρησκευτικοί πόλεμοι και σφράγισαν τον πολιτισμό της. Σε κάθε πόλη και χωριουδάκι, απ’ άκρη σε άκρη της Ευρώπης, υψώνεται τουλάχιστον και μια εκκλησία, μάρτυρας των αρχών και των αξιών του Χριστιανισμού μέχρι σήμερα. 

Η Ευρώπη, ως κλειστή χριστιανική λέσχη λοιπόν; Ασφαλώς όχι! Όλοι οι ευρωπαίοι πολίτες, χριστιανοί και μη, θρησκευόμενοι και μη έχουν τα ίδια δικαιώματα και γίνονται το ίδιο σεβαστά.

Ήταν όμως μια ιδιαίτερη στιγμή, που έπρεπε να επανεξεταστεί ο όρος «Ευρώπη», η ταυτότητά της, ο σκοπός της δημιουργίας της και ίσως να τεθούν νέοι στόχοι. Με την αναφορά  στην χριστιανική κληρονομιά της Ευρώπης και την καταγραφή της στο Σύνταγμα, μήπως θα εγείρονταν υπερβολικές απαιτήσεις  από τους σημερινούς λαούς της Ευρώπης, καθώς τίθεται το ερώτημα, αν πιστεύουν και ειδικά τί πιστεύουν οι ευρωπαίοι πολίτες σήμερα;

Θα μπορούσαν να συνδεθούν οι συνταγματικές διατάξεις της με τον ηθικό νόμο του Θεού; Μπορεί κανείς στο Όνομά Του να συντάξει συνταγματικούς κανόνες συμπεριφοράς που κατά πρώτο λόγο είναι αποτέλεσμα ανθρωπίνων πολιτικών ιδεολογιών; Δεν ήταν πρώτος ο Χριστός που διακήρυξε, «απόδοτε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ»;

Μια μονολεκτική τυπική αναφορά στον Θεό και στην χριστιανική κληρονομιά, ως θεμέλιο αλλά και όραμα για το μέλλον της Ευρώπης, μπορεί αυτό καθ’ εαυτό να λογιζόταν ως νίκη για τους χριστιανούς, αλλά ανταποκρίνεται και στην πραγματικότητα, δηλαδή κατά πόσο είναι χριστιανικές οι αρχές και οι αξίες, που κυριαρχούν σήμερα στους πολιτικούς σχεδιασμούς για παράδειγμα ως και στην απλή καθημερινή ζωή των πολιτών και στις συναλλαγές μεταξύ τους;

Σύντομα διαφάνηκε ότι μια ηθική βασισμένη στην θρησκεία δεν ήταν εφικτό να διοχετευτεί στο συνταγματικό κείμενο. Από καθαρά νομική πλευρά η θρησκευτική επίκληση αποτελεί ένα ενδεχόμενο αλλά όχι απαραίτητο στοιχείο των σύγχρονων συνταγμάτων7. Πηγή του Δικαίου δεν είναι ο Θεός ή οι όποιες εκκλησιαστικές δοξασίες και επί πλέον χριστιανικές εκκλησίες και η κοινωνία δεν είναι πια ένα και το αυτό. Η θρησκεία δεν είναι πιά κοινωνική επιταγή στην Ευρώπη, αλλά αφήνεται στην διακριτική ευχέρεια του ατόμου να ακολουθεί μια θρησκεία ή όχι. 

Η αναφορά στον Θεό είναι η εξαίρεση στα ευρωπαϊκά συντάγματα. Σε όσα δεν αναφέρεται ούτε η δημοκρατία είναι σε κίνδυνο, ούτε κινδυνεύουν οι πολίτες. Είναι όμως ίσως μια άγκυρα σε χαλεπούς καιρούς και επίγνωση της ευθύνης των ανθρώπων ενώπιον του Θεού κατά την συγκεκριμένη στιγμή της κατάρτισης ενός συντάγματος, ότι δηλαδή δεν είναι το κείμενό του αποτέλεσμα κάποιων ανθρωπίνων επιθυμιών ή τυχαίων κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών, αλλά ότι οι διατάξεις του συνάδουν με διαχρονικές αξίες και πανανθρώπινα δικαιώματα, αποδεκτά από όλους, τα οποία χρήζουν προστασίας. 

Ήταν τελικά όντως η σφοδρή επιθυμία των μεν να θέλουν μια Ευρώπη, η οποία θα λειτουργεί με «θεοκρατικούς» όρους ή τί είχαν στο νου τους οι άλλοι «βγάζοντας» τον Θεό από το Προοίμιο ενός  συνταγματικού κειμένου, που συντάσσεται κατά κανόνα από τεχνοκράτες νομικούς; Ήταν η αντιπαράθεση για το περιεχόμενο και την ουσία ή απλά ήταν αντιπαράθεση ισχύος, ποιανού η γνώμη τελικά να επικρατήσει;

Εκ του αποτελέσματος απεδείχθη, ότι η όλη αντιπαράθεση ήταν μια πολιτικο-θρησκευτική αντιπαράθεση, περισσότερο πολιτική παρά θρησκευτική.

Αντί επιλόγου

Σήμερα κάποιοι θεωρούν ότι η μη αναφορά στον Θεό και στις χριστιανικές ρίζες της Ευρώπης στο Προοίμιο είναι μεγάλη παράλειψη και αστόχημα, και ισοδυναμεί με αποδυνάμωση της κοινής Ευρωπαϊκής Ιδέας αφήνοντας την Ευρώπη «χωρίς ψυχή». Ένα εθνικό Σύνταγμα για παράδειγμα, εκτός των άλλων, λογίζεται και ως ένα είδος Ταμείου Κατάθεσης, των αρχών, ηθικών αξιών και συμβόλων που μοιράζονται οι συγκεκριμένοι πολίτες του κράτους μεταξύ τους, που τις «καθρεφτίζει» στο κείμενό του και οφείλει να τις προστατεύει8. Στα Προοίμια των Συνταγμάτων «καθρεφτίζονται» με πανηγυρικό τρόπο ακριβώς αυτές οι αρετές και η πηγή προέλευσής τους, έτσι ώστε συμπερασματικά να διαφαίνεται και η «ταυτότητα» του κράτους.

Κάποιοι άλλοι τονίζουν, ότι θα ήταν σε συμφωνία και συμμετρία, αν το ευρωπαϊκό Σύνταγμα στο Προοίμιό του και στην προσπάθεια που γίνεται για την ταυτότητα της Ευρώπης και την χάραξη του μέλλοντος, αναλογικά και δίπλα στην αναφορά του λαού, ως κυρίαρχου να αποφασίζει, άφηνε θέση και για τον Θεό. Μια κάποια ταπεινοφροσύνη για το πεπερασμένο του ανθρώπου, έτσι όπως αποτυπώνεται στον γερμανικό Θεμελιώδη Νόμο, μετά την πικρή εμπειρία του γερμανικού λαού, ως υπεύθυνου του αιματοκυλίσματος στην Ευρώπη, όχι μόνο ενώπιον των ανθρώπων αλλά και του Θεού; Η τελική απόφαση, λένε, δεν ήταν μια ουδέτερη απόφαση γιατί δεν λαμβάνει υπόψη τα ευρωπαϊκά Συντάγματα όλων των κρατών, αλλά μόνο κάποιων (Γαλλία, Ιταλία). Η αναφορά στον Θεό θα πλήγωνε ίσως εκείνους του πολίτες που στην συνταγματική τους τάξη δεν υπάρχει Θεός, στον ίδιο βαθμό που η έλλειψη αναφοράς πληγώνει τους πολίτες που στην συνταγματική τους τάξη δίνεται στον Θεό η «πρώτη» θέση στην «πύλη»  του Συντάγματος. Και τα δύο υπάρχουν στην Ευρώπη και συγκροτούν την ταυτότητά της, όπως ακριβώς και τα βουνά και οι διαφορετικές θάλασσές της. Θα μπορούσε να ακολουθηθεί ο πραγματικός δρόμος της θρησκευτικής ουδετερότητας, ο οποίος όμως απαιτεί μια γερή δόση ανοχής προς τον άλλον και ο οποίος συνίσταται στην ικανοποίηση του αιτήματος και των δύο πλευρών και αυτό στο όνομα της αρχής της ανοχής της πολυμορφίας9.

Και οι δύο πλευρές παραβλέπουν όμως την ίσως μεγαλύτερης αξίας «θρησκευτική διάταξη» στο κείμενο του «Συντάγματος», που άνοιξε πλέον τον δρόμο για έναν ουσιαστικό διάλογο μεταξύ των Ευρωπαϊκών Οργάνων σε ανώτατο βαθμό και των εκκλησιών και των θρησκευτικών κοινοτήτων και με τον όρο αυτό υποδηλώνεται σαφώς η χριστιανική ρίζα τους, γιατί μόνο στον Χριστιανισμό αναφέρονται οι συνάξεις των πιστών, ως «εκκλησία». Είναι άξιο αναφοράς, ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας αναφέρεται ρητά στις σχέσεις κράτους, εκκλησιών και θρησκευτικών κοινοτήτων και μάλιστα ενδυναμώνει τα κράτη εντός της κυριαρχίας των και στις σχέσεις τους με τις εκκλησίες και τις θρησκευτικές κοινότητες. Οι εκκλησίες έχουν ένα πολύ σπουδαίο ρόλο να επιτελέσουν στην κοινωνία και δεν θα πρέπει να στριμώχνονται στην άκρη ούτε και από μόνες τους να αποκόπτονται από τα εγκόσμια. Θα πρέπει να είναι σε συνεχή και ανοιχτό διάλογο με τους πολίτες και το κράτος. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αν ο διάλογος αυτός φέρει καρπό τότε μπορεί κανείς να πει ότι είναι προς κέρδος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και ενότητας. Οι γενικές διαπιστώσεις για τη θεσμική αποδυνάμωση των χριστιανικών εκκλησιών στην ΕΕ και την αντίστοιχη μείωση των κοινωνικών ερεισμάτων δεν σημαίνει απαραιτήτως μείωση των εν γένει θρησκευτικών και μεταφυσικών αναζητήσεων των ατόμων. Τα ευρωπαϊκά κράτη βρίσκονται μπροστά σε νέα θρησκευτικά φαινόμενα που απαιτούν νέες ρυθμίσεις. Ίσως και η αναζωπύρωση του θρησκευτικού αισθήματος να μη συνδέεται πλέον απαραιτήτως με τις τέως επίσημες εκκλησίες10.

Σε όλα τα ευρωπαϊκά Συντάγματα προστατεύεται το Δικαίωμα της Θρησκευτικής Ελευθερίας και είναι κοινός για όλα τα ευρωπαϊκά κράτη τόπος, ότι είναι ελεύθερος να ακολουθεί κάποιος μια θρησκεία ή να είναι άθρησκος. Αντιθέτως σε πολλά άλλα μέρη της γης, οι χριστιανοί διώκονται και δολοφονούνται εξ αιτίας της θρησκείας τους. Η Ειρήνη των λαών της Ευρώπης ήταν το ζητούμενο και πάνω από  μισό αιώνα τώρα ζουν και βιώνουν πραγματικά πρωτόγνωρους ειρηνικούς καιρούς. Κανένα ευρωπαϊκό κράτος δεν σήκωσε τα όπλα εναντίον άλλου, παρά τις διαστάσεις απόψεων σε πολλά θέματα. Στο πλαίσιο της ΕΕ έχουν τα κράτη άλλα, ειρηνικά μα το ίδιο αποτελεσματικά εργαλεία αντιμετώπισης τέτοιων αντιπαραθέσεων. 

Αλλά είναι συγχρόνως και ένα παράδειγμα σε παγκόσμιο επίπεδο, ότι στη Ευρώπη, η θρησκεία δεν φοβάται την δημοκρατία, ούτε και η δημοκρατία την θρησκεία τη στιγμή που στους κόλπους της δέχεται ισότιμα την «λαϊκή», συνταγματικά, Γαλλία και την «θεοκρατική», αντίστοιχα, Δανία. Υπάρχει πλήρης ελευθερία από και για την θρησκεία. Η γνήσια έκφανση της αρχής σε μια πολύμορφη κοινωνία, όπου άνθρωποι διαφορετικών θρησκευτικών, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων μπορούν να συμβιώνουν ειρηνικά και αρμονικά, διατηρώντας τα ιδιαίτερα γνωρίσματά τους, μόνο στον χώρο της ΕΕ μπορεί σήμερα να απαντηθεί σε εντυπωσιακό βαθμό.

  1.   Αναλυτικά για την συμβολική σημασία των προοιμίων, βλ. Peter Häberle, Präambeln im Text und Kontext von Verfassungen, στο: Joseph Listl, Herbert Schambeck (Εκδ.), Demokratie in Anfechtung und Bewährung, Berlin 1982, σ. 211-249.
  2.   Προοίμια όλων των ευρωπαϊκών Συνταγμάτων, βλ. Verfassungen der EU-Mitgliedstaaten, 6η έκδοση, 2005, Beck Verlag. 
  3. Γ. Κασιμάτης, στο: Γ. Κασιμάτης, Κ. Μαυριάς, το Προοίμιο του Συντάγματος, Ερμής, 1999, σ. 2.  Αικ. Ηλιάδου, Το Προοίμιο των Συνταγμάτων, στο: Δικαιώματα του Ανθρώπου, τόμος 4, τεύχος 16, 2002, σ. 1041-1058.
  4.   Αναλυτικά βλ.: Wolfgang M. Schröder, Gott im europäischen Projekt rechtsstaatlicher Demokratie. Zur Analyse des europäischen Präambelstreits, στο: Walter Fürst, Joachim Drumm, Wolfgang M. Schröder (Εκδ.), Idee für Europa, Münster 2004.
  5.   Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 18.12.2000 (2000/C364/01).
  6.   Ο Γιώργος Παπαδημητρίου που είχε εκπροσωπήσει την Ελλάδα στη Συνέλευση κάνει λόγο για «… πρώτο κείμενο συνταγματικής υφής και όχημα για την συνταγματική οργάνωση της Ένωσης», στο: «Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Σταθμός στη θεσμική ωρίμανση της Ευρωπαϊκής Ένωσης», Αθήνα, Παπαζήση, 2001, σ. 30. 
  7.   Βλ. Peter Häberle, Gott im Verfassungsstaat ?, στο: Walter Fürst, Roman Herzog, Dieter C. Umbach (Εκδ.), Festschrift für Robert Zeidler, τόμος 1, Berlin, 1987, σ. 3 επ.
  8.   J. Weiler, Ein christliches Europa, 2004, σ. 36-65.
  9.   J. Weiler, σ. 51.
  10.   Βλ. Πηνελόπη Φουντεδάκη, Σχέσεις κράτους και εκκλησίας στον ευρωπαϊκό χώρο, στο: Το Σύνταγμα, τεύχος 4-5, 2000, σ. 672.

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top