Δεδομένης της κεντρικής θέσης που κατέχει το πρόσωπο του Χριστού στις Γραφές, τη Χριστιανική εμπειρία και την θεολογική παράδοση, δεν θα πρέπει να εκπλήσσει κάποιον το γεγονός ότι υπάρχει πληθώρα θεολογικών προσεγγίσεων στην ενσάρκωση και τον Σταυρό, αφού οι δύο αυτές πτυχές της Χριστολογίας και της συναφούς Σωτηριολογίας συνιστούν πηγή διαρκούς έμπνευσης και παρέχουν κίνητρο για θεολογικό στοχασμό στο πλαίσιο της χριστιανικής παράδοσης και της βιβλικής αποκάλυψης. Κατά τους τελευταίους δύο αιώνες αναδύθηκε ένα θεολογικό κίνημα, το οποίο υποστηρίζει την ιδέα ότι, μέσα στο πλαίσιο της υποστατικής ένωσης και κατά τη διάρκεια της επίγειας διακονίας και παρουσίας του Χριστού, η ανθρώπινη φύση Του ήταν αμαρτωλή, μία ιδέα, η οποία, όταν έκανε αρχικά την εμφάνισή της φάνηκε να προκαλεί τα καθιερωμένα θεολογικά αξιώματα περί του προσώπου του Χριστού, και ιδιαίτερα τις ιδέες που περιστρέφονταν γύρω από την ανθρώπινη φύση Του. Από τότε, ένας αριθμός διακεκριμένων θεολόγων φαίνεται να έχουν ασπαστεί αυτή την τοποθέτηση, ενώ η διαμάχη επάνω στο αν μια τέτοια θεολογία μπορεί να σταθεί, δεδομένης της βιβλικής διδασκαλίας και της χριστιανικής παράδοσης μέσα στο πλαίσιο που έθεσε η σύνοδος της Χαλκηδόνας, εκτείνεται μέχρι σήμερα. Το παρόν άρθρο θα παρουσιάσει μερικές βασικές πτυχές της διαμάχης, εξετάζοντας περιληπτικά τα επιχειρήματα υπέρ και κατά της συγκεκριμένης θέσης, κατά την οποία η ανθρώπινη φύση που ανέλαβε ο αιώνιος Λόγος ήταν ξεπεσμένη, ώστε να οδηγηθούμε σε ένα συμπέρασμα που αφορά τις προκλήσεις που εγείρονται από την κάθε πλευρά και να τονιστούν βήματα που θα πρέπει να υιοθετηθούν, ώστε να καταστεί πιθανή μια πιο εποικοδομητική συζήτηση σε αυτό το πεδίο της Χριστολογίας.
Οι υπέρμαχοι της άποψης ότι ο Χριστός έλαβε ξεπεσμένη ανθρώπινη φύση, φαίνεται να στηρίζουν την πεποίθησή τους επάνω στο ακόλουθο αξίωμα που διατύπωσε ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός στην Α’ Επιστολή προς Κληδόνιον: «Τὸ γὰρ ἀπρόσληπτον, ἀθεράπευτον», μία φράση που είχε ως αρχικό στόχο τη διαβεβαίωση περί του ότι ο Χριστός ήταν όντως ο Υιός του Θεού και μάλιστα με πλήρως ανθρώπινη φύση. Για χάρη της συζήτησης, ας επιτραπεί σε κάποιον να υποθέσει, ότι, η αφαίρεση του αξιώματος του Γρηγορίου από το αρχικό του πλαίσιο από τους υπέρμαχους της ξεπεσμένης ανθρώπινης φύσης του Χριστού, είναι θεμιτή. Η σύνδεση με βιβλικά εδάφια όπως το Εβρ. 4:15 είναι εμφανής: «οὐ γὰρ ἔχομεν ἀρχιερέα μὴ δυνάμενον συμπαθῆσαι ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν, πεπειρασμένον δὲ κατὰ πάντα καθ᾽ ὁμοιότητα χωρὶς ἁμαρτίας», κάτι που δείχνει το ότι ο Χριστός είχε πλήρως υιοθετήσει την ανθρώπινη κατάσταση, την δική μας ανθρώπινη κατάσταση. Η υιοθέτηση αυτή προϋποθέτει, σύμφωνα με την συγκεκριμένη θεολογική τοποθέτηση, ότι ο Υιός του Θεού κατέχει φύση πανομοιότυπη με την δική μας σε κάθε πτυχή της, η οποία φέρει όλα τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου μετά την πτώση. Σύμφωνα με τον Edward Irving, το να έχει κάποιος ανθρώπινη φύση περιλαμβάνει τουλάχιστον δύο πράγματα: ροπή προς τον πειρασμό – εσωτερικά και εξωτερικά, σύμφωνα με τον Karl Barth – και διαφθορά (Αγγλ: corruption). «Η σάρκα του Κυρίου Ιησού», έγραψε ο Irving, «ήταν σάρκα στην ξεπεσμένη της κατάσταση, επιρρεπής σε κάθε πειρασμό τον οποίο η σάρκα μπορεί να υφίσταται», προσθέτοντας ότι: «η σάρκα που ανέλαβε διαμέσου της Παρθένου ήταν θνητή και φθαρτή, με τον ίδιο τρόπο, στον ίδιο βαθμό και για τον ίδιο λόγο… για τον οποίο κάθε σάρκα που κατάγεται από τον Αδάμ και την Εύα είναι θνητή και φθαρτή». «Ὁ λόγος σὰρξ ἐγένετο», (Ιωάν. 1:14) και «τὸν μὴ γνόντα ἁμαρτίαν ὑπὲρ ἡμῶν ἁμαρτίαν ἐποίησεν»( Β’ Κορ. 5:21) λέει ο Λόγος του Θεού, δύο διατυπώσεις που φαίνεται να υποστηρίζουν τη συγκεκριμένη θεολογική τοποθέτηση και τα άνωθι αποσπάσματα.
Η αμαρτωλή φύση του Χριστού στο θείο σχέδιο περί της σωτηρίας του ανθρώπου κατέχει τόσο κεντρική θέση, ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα σωτηρίας και αποκάλυψης αν η ανθρώπινη φύση του Χριστού δεν ήταν πανομοιότυπη με τη δική μας. «Αλλά είναι Αυτός, ο Λόγος του Θεού, που αναλαμβάνει την ανθρώπινη ύπαρξή μας, που ενδύεται τη σάρκα μας, που υπάρχει σε έναν τόπο όπου κι εμείς υπάρχουμε. Διαφορετικά η δράση Του δεν θα πρόσφερε αποκάλυψη, δεν θα πρόσφερε συμφιλίωση», έγραψε ο Barth, κάτι που αποτελεί έναν ισχυρισμό ο οποίος δεν θα έβγαζε νόημα δεδομένης της αρχικής παραδοχής του Γρηγορίου Ναζιανζηνού. Αν και ο Κύριος παρέμεινε αναμάρτητος λόγω της ισχυρής και διαρκούς παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, ήταν μέσω της ξεπεσμένης μας σάρκας που ο Χριστός αντέστρεψε την πορεία που διέγραψε ο πρώτος Αδάμ. (Ρωμ. 5:14-15) «Αυτό το σώμα, το οποίο απαρτίζεται από ξεπεσμένη σάρκα, διαφυλάσσεται από την αμαρτία μέσα από τη δράση του Πνεύματος, κι έτσι γίνεται το πρώτο δείγμα της αποκατεστημένης ανθρωπότητας και το θεμέλιο της λύτρωσης για άλλους». Ο Χριστός, έχοντας ζήσει στη θέση της ανθρωπότητας μία ζωή τέλειας υπακοής, μπορεί τώρα να αποτελεί έναν τέλειο ιερέα για χάρη της και να εγγυάται ότι η ανθρωπότητα έχει ένα αιώνιο πεπρωμένο μαζί Του, ως ο αναστημένος Κύριος που κατάφερε να λυτρώσει την ύπαρξή της.
Η εμπειρική αυτή και ποιοτική διάσταση στην ανθρώπινη φύση του Κυρίου μας, έχει όντως κάτι να προσφέρει , σύμφωνα με τους υπέρμαχους της αμαρτωλής ανθρώπινης φύσης του Χριστού, που οι παραδοσιακές θεολογίες – οι θεολογίες που στηρίζονται στην ηθική ή νομική διάσταση της θυσίας του Χριστού και της λύτρωσης – στερούνται, και αυτό είναι «η αλληλεγγύη, η ταύτιση με την ανθρώπινη φυλή», καθώς και μία «κοσμική» (Αγγλ: cosmic) και όχι «ηθική» διάσταση της ανθρώπινης κατάστασης. Η θεολογία που δεν χαρακτηρίζεται από μια τέτοια προσέγγιση, η θεολογία που προσεγγίζει τη λύτρωση ως «παζάρι» (Αγγλ: bargain) ή ως «εμπορική συναλλαγή» κατά τον Irving, δεν είναι επαρκής ή ικανοποιητική, και η θέση περί της αμαρτωλής ανθρώπινης φύσης του Χριστού, αποτελεί μία σαφώς καλύτερη εναλλακτική, η οποία στηρίζεται στην αλληλεγγύη μεταξύ Θεού και ανθρώπου και γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει να ληφθεί στα σοβαρά. Το γεγονός ότι ο Υιός του Θεού ταυτίζεται σε τέτοια έκταση με τον ξεπεσμένο άνθρωπο, το γεγονός ότι η ίδια η ανθρώπινη φύση Του ήταν ξεπεσμένη, αποτελεί την βάση επάνω στην οποία οι ξεπεσμένοι άνθρωποι μπορούν να γνωρίσουν τον Θεό, μπορούν να βρουν σωτηρία και να έχουν ένα μέλλον μαζί Του.
Στον αντίποδα, υπάρχει ένας αριθμός θεολόγων που αντιτάσσονται στην θέση περί της αμαρτωλής ανθρώπινης φύσης του Χριστού, ισχυριζόμενοι ότι, παρά τα αξιέπαινα κίνητρα που οδήγησαν στον σχηματισμό και την διατύπωσή της, όπως π.χ. ότι ο Κύριος «λύτρωσε την ξεπεσμένη ανθρώπινη φύση μας, ταυτιζόμενος μαζί μας στην ξεπεσμένη μας κατάσταση, θεραπεύοντας την και λυτρώνοντάς την καθώς τη λαμβάνει ο ίδιος», η θέση αυτή εμπεριέχει σφάλματα που αντιτίθενται στη χαλκηδόνια Χριστολογία. Πριν στραφούμε σε αυτή την κατηγορία περί αντι-χαλκηδόνιας σκέψης και επιχειρηματολογίας, κάποιος θα μπορούσε να εστιάσει στην κριτική του Α. Β. Bruce, κατά την οποία οι υπέρμαχοι της θέσης περί της αμαρτωλής ανθρώπινης φύσης του Χριστού χαρακτηρίζονται από «συγκεχυμένη σκέψη» και «ρητορική ανακρίβεια», μία έγκυρη κριτική, την οποία λόγω περιορισμού στην έκταση, το παρόν άρθρο δεν μπορεί να διερευνήσει εκτενώς. Η πιο σημαντική πτυχή της σύγχυσης για τον Bruce, εντοπίζεται στο ότι ο ισχυρισμός περί της αμαρτωλής ανθρώπινης φύσης στο πρόσωπο του Χριστού, από την πλευρά των υπερμάχων αυτής, οδηγεί κάποιον στο να παραδεχτεί ότι ο ίδιος ο Χριστός ήταν «μολυσμένος με το πρωταρχικό αμάρτημα». Ο μόνος τρόπος ώστε να διαφυλαχθεί η αναμαρτησία του Χριστού από τους υπέρμαχους της αμαρτωλής ανθρώπινης φύσης Του είναι, σύμφωνα με τα λόγια του Oliver Crisp, «να απαρνηθούν τη χαλκηδόνια Χριστολογία και να αποδεχτούν μία εκδοχή του Νεστοριανισμού, κατά την οποία ο Λόγος δεν είναι υποστατικά ενωμένος με την ανθρώπινη φύση, αλλά ζει σε μία παράλληλη σε αυτή ύπαρξη». Αν ο ενσαρκωμένος Λόγος είναι ο Χριστός και αν η ιδιότητα του προσώπου περιλαμβάνει ταυτόχρονα υλική/σωματική και πνευματική υπαρξιακή πτυχή, το να ισχυρίζεται κάποιος ότι ο Χριστός ήταν αναμάρτητος, παρά την ξεπεσμένη ανθρωπινότητά Του, προϋποθέτει ότι έχει λάβει χώρα ένας αθέμιτος διαχωρισμός μέσα στο πρόσωπό Του. Με άλλα λόγια, αν η ανθρώπινη φύση του Χριστού ήταν ξεπεσμένη, όλη η ύπαρξή Του πρέπει να θεωρηθεί ξεπεσμένη, ως συνέπεια. Σε συμφωνία με τον Α. Β. Bruce, ο οποίος εξισώνει τους όρους ξεπεσμένος και μολυσμένος με το πρωταρχικό αμάρτημα, ο Oliver Crisp προχωρά σε ένα περίπλοκο επιχείρημα, ώστε να δείξει ότι η πρωταρχική διαφθορά στην ανθρώπινη φύση του Χριστού την καθιστά «απεχθή προς το Θεό ακριβώς εξαιτίας του ότι είναι διεφθαρμένη», (κάτι που καθιστά τον ίδιο τον Χριστό απεχθή στα μάτια του Πατέρα Του), κάτι που η παραδοσιακή τριαδική θεολογία θεωρεί αδύνατο, δεδομένου ότι σε διαφορετική περίπτωση δεν μπορεί να λάβει χώρα λυτρωτική θυσία που να είναι ευπρόσδεκτη από τον Θεό. Συνεπώς, ο τρόπος με τον οποίο αυτοί οι θεολόγοι παρουσιάζουν το ζήτημα είναι τέτοιος, ώστε για να καταστεί η άποψη περί της αμαρτωλής ανθρώπινης φύσης του Χριστού μια βιώσιμη θεολογική τοποθέτηση, πρέπει να λάβει χώρα κάποιος αθέμιτος διαχωρισμός στο πρόσωπο του Χριστού, ο οποίος αναπόφευκτα οδηγεί σε κάποια εκδοχή του Νεστοριανισμού.
Δύο επιπλέον σημεία της κριτικής προς την άποψη περί της αμαρτωλής ανθρώπινης φύσης του Χριστού αφορούν αφ’ ενός τον ορισμό της ανθρωπινότητας και αφ’ ετέρου τη διασάφηση της ροπής προς τον πειρασμό. Όσον αφορά το πρώτο, ο Crisp υποστηρίζει ότι, η ξεπεσμένη κατάσταση (Αγγλ.: Fallenness) δεν αποτελεί μία αναγκαία ιδιότητα του να είναι κάποιος άνθρωπος, υπονοώντας με αυτό τον τρόπο ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού δεν ήταν ομοίως αναγκαία, ώστε να εκπληρώσει τον σκοπό για τον οποίο εστάλη, καθώς ταυτίζεται με την ανθρωπότητα. Όσον αφορά το δεύτερο σημείο, το ότι ο Χριστός πειράστηκε εσωτερικά κι εξωτερικά κατά τον Barth, o MacLeod υποστηρίζει ότι «κατά μία κρίσιμης σημασίας έννοια, ο Χριστός δεν ήταν σαν κι εμάς».
Δεν πειράστηκε από οτιδήποτε προερχόταν από τον ίδιο. Δεν ελκύστηκε ή παρασύρθηκε από τη δική Του διεφθαρμένη επιθυμία (Ιακ. 1:14). Δεν υπήρχε νόμος αμαρτίας στα μέλη Του (Ρωμ. 7:23). Δεν υπήρχε ροπή προς την αμαρτία, δεν υπήρχε αγάπη για την αμαρτία και καμία συνάφεια με την αμαρτία.
Συνεπώς, τι υποστηρίζουν οι πολέμιοι της αμαρτωλής ανθρώπινης φύσης του Χριστού περί της ανθρώπινης κατάστασης Αυτού, αν η ανθρωπινότητά Του δεν είναι ξεπεσμένη; Μπορούμε να συναχθούμε με τον MacLeod, καθώς υποστηρίζει ότι ο Χριστός «βρισκόταν σε μία ολοκληρωτικά μοναδική θέση, δεν γνώριζε την πτώση, ήταν αναμάρτητος», όχι όπως ο Αδάμ στην προπτωτική του κατάσταση, αλλά ταυτόχρονα ούτε όπως η μεταπτωτική ανθρωπότητα. Ή, διαφορετικά, κάποιος μπορεί να συμφωνήσει με τη χρήση της αυγουστίνειας θεολογίας από τον Crisp, σύμφωνα με την οποία «ο Χριστός είναι αναμάρτητος, κι όμως, έχει ανθρώπινη φύση που έχει επηρεαστεί από την πτώση… Διότι το να βιώνει τις συνέπειες της πτώσης, δεν είναι το ίδιο με το να έχει ο ίδιος μία ξεπεσμένη φύση». Ο Χριστός βρισκόταν ήδη σε μία μοναδική κατάσταση, και αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους απαιτείται προσεκτική ορολογία και διατύπωση, ώστε να αποφευχθούν σοβαρές θεολογικές παρεκκλίσεις.
Η διαμάχη που εν συντομία παρουσιάστηκε στο παρόν κείμενο και που αφορά κεντρικά δόγματα της Χριστολογίας, είναι αναμφισβήτητα ενδιαφέρουσα και η θεολογική έρευνα που εσωκλείει είναι γοητευτική, καθώς και οι δύο πλευρές συνεισφέρουν στην έρευνα περί του προσώπου του Χριστού. Παρόλα αυτά, και χάριν της παραδοσιακής Χριστολογίας, δεν μπορεί κάποιος παρά να συμφωνήσει με τον A. B. Bruce επάνω στο ότι: «υπάρχουν συγκεκριμένα ερωτήματα που αφορούν στη σχέση της ανθρωπινότητας του Κυρίου μας με την πτώση, τα οποία απαιτούν πολύ πιο προσεκτικό χειρισμό», κάτι στο οποίο πρέπει να προστεθεί ότι απαιτείται περισσότερη σαφήνεια στα επιχειρήματα των υπέρμαχων της αμαρτωλής ανθρώπινης φύσης του Χριστού, ώστε να αποφευχθούν θέσεις που αποκλίνουν από τη χαλκηδόνια Χριστολογία και την αντίληψη περί υποστατικής ένωσης που συνοδεύει τη Χριστιανική παράδοση. Από την άλλη πλευρά, αν κάποιος θεωρήσει ότι οι θέσεις του Oliver Crisp εκφράζουν με διαύγεια την παραδοσιακή θέση, παρά την αναλυτική τους διαύγεια και την μεθοδολογική τους αρτιότητα, η βιωματική και υπαρξιακή διάσταση της ανθρώπινης φύσης του Χριστού, οφείλουν να λάβουν μεγαλύτερη έμφαση τόσο πριν, όσο και μετά την πτώση. Συγκεκριμένα, ο ισχυρισμός του Crisp ότι το γένος άνθρωπος έχει ουσιώδεις ιδιότητες, εκ των οποίων η ξεπεσμένη κατάσταση δεν είναι μία, μπορεί να δώσει την εντύπωση ότι οι βιωματικές πτυχές της μεταπτωτικής ανθρωπότητας δεν είναι σημαντικές στο λυτρωτικό έργο του Χριστού, τουλάχιστον όχι σε σύνδεση με την ανθρώπινη φύση που ανέλαβε. Η Χριστολογία του Crisp – με την οποία το παρόν κείμενο συντάσσεται – πρέπει να ολοκληρωθεί από μια εύρωστη αντίληψη περί της αλληλεγγύης, συμπόνιας και ταύτισης που χαρακτηρίζει την ενσάρκωση. Συνεπώς, αν και το βάρος της απόδειξης βρίσκεται στην πλευρά των υπέρμαχων της αμαρτωλής ανθρώπινης φύσης του Χριστού, απαιτείται προσεκτικός χειρισμός και εννοιολογική διαύγεια και από τις δύο πλευρές. Ευελπιστούμε ότι η διαμάχη θα προσφέρει περισσότερη και βαθύτερη έρευνα και κατανόηση, πάντα σε συμφωνία με τις Γραφές και την παράδοση της Εκκλησίας, έτσι ώστε οι θεολόγοι να αναδείξουν τη δόξα του Χριστού πληρέστερα και η Εκκλησία να αποκτήσει μία βαθύτερη κατανόηση της Ενσάρκωσης.
- Donald MacLeod, The Person of Christ (Leicester: Inter-Varsity, 1998), 224.
- Karl Barth, Church Dogmatics (Edinburgh: T&T Clark, 2010), 1.2:156.
- Edward Irving, Collected Writings (London: Strahan, 1866), 5:126.
- Ibid. 135.
- O T.F. Torrance σχολιάζει σχετικά: “Όσον αφορά την απόλυτη ομοιότητα με τη σάρκα της αμαρτίας, (ο Χριστός) δεν μοιάζει με τον αμαρτωλό. Το εδάφιο “τὸν μὴ γνόντα ἁμαρτίαν ὑπὲρ ἡμῶν ἁμαρτίαν ἐποίησεν” δε σημαίνει ότι ο Θεός έπλασε τον Χριστό ως άνθρωπο που αμαρτάνει, ή αμαρτάνει επανειλημμένα, αλλά ότι (ο Χριστός) έγινε τέτοιος ως αποτέλεσμα ανταλλαγής, καταλλαγής ή υποκατάστασης.” Thomas F. Torrance, Incarnation: The Person and Life of Christ, ed. Robert T. Walker (Milton Keynes: Paternoster, 2008), 63.
- Barth, Church Dogmatics, 1.2:160.
- Colin E. Gunton, The Actuality of Atonement (Edinburgh: T&T Clark, 1988), 132.
- David McFarlane, Christ and the Spirit: The Doctrine of the Incarnation According to Edward Irving (Carlisle: Paternoster, 1996), 138.
- Irving, Collected Writings, 5:146.
- Ibid. H φράση στο πρωτότυπο είναι “bargain and barter hypothesis.”
- Oliver Crisp, Divinity and Humanity: The Incarnation Reconsidered (Cambridge, Cambridge University Press, 2007), 113.
- A.B. Bruce, The Humiliation of Christ (Edinburgh: T&T Clark, 1905), 255.
- Ibid. 256.
- Ibid. 254.
- Crisp, Divinity and Humanity: The Incarnation Reconsidered, 113.
- Ibid. 105.
- Ibid. 95.
- MacLeod, The Person of Christ, 226.
- Ibid.
- Ibid. 229.
- Crisp, Divinity and Humanity: The Incarnation Reconsidered, 116.
- Bruce, The Humiliation of Christ, 257.