«Παν ό,τι μοι δίδει ο Πατήρ, προς εμέ θέλει ελθεί· και τον ερχόμενον προς εμέ ου μη εκβάλω έξω» (Ιωά. 6:37)
Εδώ ο φίλος των αμαρτωλών περιγράφει μια ευλογημένη διαδρομή: την απόσταση που διασχίζει ο άνθρωπος, προκειμένου να αποκτήσει τη σωτηρία του Θεού, δηλαδή την πορεία σε έναν δρόμο χωρίς απογοήτευση. Η αφετηρία αυτής της πορείας βρίσκεται στην ενέργεια του Πατέρα. Η κατάληξή της βρίσκεται στην αγκαλιά του Χριστού. Εδώ βλέπουμε ότι η σωτηρία μας δεν ξεκινάει από κάποια δική μας απόφαση, αλλά από την ενέργεια της χάριτος του Πατέρα – «παν ό,τι μοι δίδει ο Πατήρ». Έχουμε την περιγραφή μιας ενέργειας του Πατέρα. Η φράση: «προς εμέ θέλει ελθεί», ασφαλώς αναφέρεται στην πίστη του αμαρτωλού, η οποία έπεται της ενέργειας του Πατέρα. Η σειρά είναι: πρώτα η ενέργεια του Πατέρα· μετά η πίστη του αμαρτωλού.
Διαπιστώνουμε έτσι ότι η σωτηρία πηγάζει από τη χάρη του Θεού και εργάζεται με τρόπο που δεν αφήνει αδρανή τον αμαρτωλό, αλλά τον ωθεί να πλησιάσει τον Σωτήρα Χριστό και να βρει την ειρήνη του σ’ Αυτόν. Στη διαδρομή της σωτηρίας είναι καλό να αποδίδουμε την αρχή της στη χάρη του Θεού, εκεί που άλλωστε ανήκει, για να μπορέσουμε να αποδώσουμε στον Θεό και την ανάλογη ευχαριστία που Του ανήκει. Έχοντας μια τέτοια Θεία αρχή, η σωτηρία δεν αποτυγχάνει να ολοκληρωθεί, αφού τελικά ο Χριστός δέχεται αυτούς που του δίδει ο Πατέρας και δεν αποδιώχνει ούτε έναν από αυτούς που καταφεύγουν σ’ Αυτόν. Αλλά ας κοιτάξουμε τις φράσεις του χωρίου μας ξεχωριστά.
«Παν ό,τι μοι δίδει ο Πατήρ». Αυτή η φράση εκφράζει το δόγμα της Θείας εκλογής. Υπάρχουν κάποιοι, τους οποίους ο Πατέρας έδωσε στον Χριστό. Ο Πατήρ δεν έδωσε τους πάντες εις τον Χριστόν, αλλά συγκεκριμένους ανθρώπους. Το ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι το εκφράζουν και το περιγράφουν οι επόμενες φράσεις αυτού του χωρίου. Εάν μπορούσαν οι ίδιοι «να δώσουν τον εαυτό τους» ή «να δώσουν την καρδιά τους» στον Χριστό, δεν θα ήταν ανάγκη «να τους δώσει ο Πατέρας» στον Χριστό. Η φυσική υπερηφάνεια του ανθρώπου, η φυσική του αποστροφή προς τον Θεό, ο εγωισμός του, η αγάπη του για τις αμαρτίες του, το φρόνημα της σαρκός που είναι έχθρα προς τον Θεό, όλα αυτά τον εμποδίζουν να αισθανθεί χαρά στο να κάνει το θέλημα του Θεού. Με μια λέξη ο άνθρωπος είναι νεκρός.
Τα ξερά οστά είναι σκορπισμένα σε όλο το πρόσωπο της γης, απ’ άκρη σ’ άκρη, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη. Δύνανται τα οστά ταύτα να αναζήσωσι; Κύριε, Συ εξεύρεις! Εντούτοις ο θάνατος δεν βρίσκεται έξω από την κυριαρχία του Θεού. Ο θάνατος πράγματι εβασίλευσε διά του ενός, αλλά η αφθονία της χάριτος και της δωρεάς της δικαιοσύνης εβασίλευσε εν ζωή διά του ενός Ιησού Χριστού. Για να γίνει αυτό, ο Θεός συγκέντρωσε ξερά οστά, ανθρώπους χαμένους στην αμαρτία και τους παρέδωσε στον Χριστό για σωτηρία. Κάθε φορά που βλέπουμε έναν αμαρτωλό να ανασταίνεται και να ζει, να πιστεύει στον Χριστό και να πλησιάζει τον ευλογημένο Σωτήρα, οφείλουμε να διακρίνουμε την ενέργεια του Θεού, ο Οποίος έδωσε αυτήν την ψυχή στον Υιό Του.
«Θέλει ελθεί». Η φράση αυτή εκφράζει την αποτελεσματική κλήση, την ακαταμάχητη χάρη. Αυτοί που δίδονται από τον Θεό, οπωσδήποτε θα έλθουν. Πρέπει να έλθουν. Υπάρχει μια Θεία αναγκαιότητα που καθιστά αποτελεσματική τη σωτηρία του ανθρώπου, τον οποίο ο Θεός τον «έδωσε» στον Χριστό. Όσο και να υπακούν στα κελεύσματα και στις ορέξεις της αμαρτωλής τους φύσης, τελικά θα κυριαρχήσει η χάρη και θα έρθουν. Όσο ρωμαλέα και αν παρατάσσονται σε μια μάχη χαρακωμάτων με τον Θεό, η έκβαση αυτής της μάχης θα αποφασιστεί από τον Θεό και θα έρθει η στιγμή που θα τους παραδώσει ως αιχμαλώτους της χάριτος στον Σωτήρα Χριστό. Κατά την ευδοκία του Θεού πάσης χάριτος, θα ελευθερωθούν από το σκοτάδι και θα έρθουν στη χώρα του θαυμαστού φωτός. Πόσο θαυμαστή είναι η δύναμη και το μεγαλείο που αναπαύονται μέσα στις λέξεις «θέλει ελθεί»! Δεν λέει ότι έχουν τη δύναμη να έλθουν, αλλά ότι θα έλθουν.
Πώς συμβαίνει αυτό; Ο Κύριος Ιησούς με τους εργάτες του Ευαγγελίου, με τον Λόγο Του και με το Πνεύμα Του, με τρυφερότητα και με χάρη εργάζεται μέσα στους ανθρώπους και τους ωθεί να έρθουν, να καθίσουν και να φάνε από όσα έχει ετοιμάσει στο γαμήλιο τραπέζι Του. Το έργο αυτό το πραγματοποιεί με την ενέργεια της χάριτός Του. Μπορώ να ασκήσω κάποια αποτελεσματική επιρροή επάνω στη θέληση κάποιου άλλου ανθρώπου και όμως η θέληση αυτού του ανθρώπου να παραμένει τέλεια ελεύθερη, επειδή η επιρροή ασκείται με τρόπο που είναι απόλυτα συμβατός με τις λειτουργίες της ανθρώπινης διάνοιας.
Ο Θεός πάσης σαρκός έχει το δικαίωμα και την ελευθερία μιας βαθύτερης και απόλυτα αποτελεσματικής πρόσβασης στο εσωτερικό του ανθρώπου, όπου ενεργεί το θαύμα της μεταστροφής της ανθρώπινης θέλησης, χωρίς να την εξαναγκάζει. Ο Ιεχωβά με ακαταμάχητα επιχειρήματα που απευθύνει στη διάνοια, με εκκλήσεις στους πόθους και επιθυμίες του ανθρώπου και με τις μυστηριώδεις ενέργειες του Αγίου Πνεύματός Του που εργάζεται επάνω στις λειτουργίες της ψυχής, γνωρίζει πώς να κερδίζει τον μέχρι πρότινος «αντάρτη» άνθρωπο, που εθελοντικά πλέον δέχεται να έρθει στον Χριστό.
«Προς εμέ θέλει ελθεί». Αυτή η φράση διδάσκει την αναγκαιότητα της πίστης. Ακόμα και αυτοί που δίδονται στον Χριστό, δεν σώζονται παρά μόνο αν πιστέψουν. Ακόμα και αυτοί, που ο Θεός έχει εκλέξει, πρέπει να έρθουν στον Χριστό. Δεν υπάρχει άλλη οδός προς τον Ουρανό, παρά μόνο από μία θύρα: τον Ιησού Χριστό. Όλοι αυτοί, που ο Πατέρας δίδει στον Λυτρωτή μας, πρέπει να έρθουν σ’ Αυτόν, και κανείς δεν μπορεί να έρθει στον Ουρανό, εκτός εάν πρώτα έρθει στον Χριστό. Η πίστη στον Χριστό είναι το σημάδι αναγνώρισης εκείνων που ανήκουν στην ευλογημένη αυτή ομάδα, που είναι αποδέκτες της σωτήριας χάρης του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι έρχεται μια στιγμή που αυτοί οι άνθρωποι εθελοντικά και με μια χαρά άγνωστη μέχρι τότε σ’ αυτούς, δέχονται τον Χριστό και έρχονται σ’ Αυτόν με μια απλή και ανεπιτήδευτη πίστη, αναπαυόμενοι σ’ Αυτόν με την πεποίθηση ότι Αυτός είναι όχι μόνο όλη τους η σωτηρία, αλλά και όλη τους η επιθυμία.
Ο χριστιανός είναι ένα μυστήριο στον ίδιο του τον εαυτό. Ανθρωπίνως δεν μπορεί να εξηγήσει τη ριζική αλλαγή του εσωτερικού του κόσμου, από τον οποίο φυσικά πηγάζει και όλη η νέα του εν Χριστώ ζωή. Τώρα υπάρχει ένας νέος και σταθερός προσανατολισμός της σκέψης του και της ζωής του. Αυτός ο προσανατολισμός είναι ο Ιησούς Χριστός. Ο χριστιανός αναγνωρίζει ότι «κάτι έγινε μέσα του»· ένα έργο ριζικής αλλαγής που έχει Θεία προέλευση. Και δεν δυσφορεί γι’ αυτήν την επέμβαση του Θεού στη ζωή του! Κάποιοι περιέγραψαν αυτή την αλλαγή με τη φράση: «Η ζωή του Θεού στην ψυχή του ανθρώπου». Πράγματι, τώρα λέει: «Χαίρω, ω Θεέ, να εκτελώ το θέλημά Σου και ο νόμος Σου είναι εν τω μέσω της καρδίας μου». Τίποτα από αυτά δεν είναι παράδοξο. Αυτό είναι το αναμενόμενο αποτέλεσμα του έργου του Θεού, όταν αυτός μας δίδει στον Υιό. Αυτό εκφράζει ένας ύμνος που λέει:
Ω έργο της θείας αγάπης, μυστήριο του Γολγοθά,
θαυμάζω το βάθος της χάρης, που φέρνει ζωή και χαρά.
Εκεί τους θείους παλμούς, ψυχή μου, νιώθεις κι ακούς,
εκεί σβήσανε τα παλιά κι εκεί πήρα νέα καρδιά.
Ο χριστιανός είναι ένα μυστήριο στον ίδιο του τον εαυτό, ακριβώς επειδή δεν μπορεί να εξηγήσει αυτήν τη νέα καρδιά. Τώρα έχει έρθει κοντά στον Χριστό, τώρα πιστεύει στον Χριστό και είναι τόσο φυσικό γι’ αυτόν να πιστεύει στον Χριστό, που δεν μπορεί να κατανοήσει πώς γίνεται τόσοι άνθρωποι να μην πιστεύουν στον Χριστό! Αυτός πιστεύει στον Χριστό και το θεωρεί αυτονόητο αυτό. Και απορεί πώς οι άλλοι δεν το βλέπουν! Αλλά και θλίβεται για την πνευματική αδιαφορία και αναισθησία των άλλων και θρηνεί γι’ αυτούς.
«Και τον ερχόμενον προς εμέ ου μη εκβάλω έξω». Εδώ έχουμε το αντίθετο της απογοήτευσης. Όλοι όσοι έρθουν στον Χριστό, δεν θα εξαναγκαστούν να επιστρέψουν εκεί απ’ όπου ήρθαν, δηλαδή πίσω στην κυριαρχία της αμαρτίας. Όπως ο Πατέρας δίνει αμαρτωλούς στον Χριστό, έτσι και ο Χριστός δίνει την υπόσχεση ότι θα τους δεχθεί. Η χάρις καλωσορίζει αμαρτωλούς. Όποιος πιστέψει στον Χριστό δεν θα απογοητευθεί. Εδώ πρόκειται για μια διαδρομή χωρίς επιστροφή· μια ευλογημένη διαδρομή, επειδή σαν αφετηρία της έχει τη χάρη του Θεού, σαν προορισμό της έχει τον Σωτήρα Χριστό και σ’ Αυτόν βρίσκεται και η τελική κατάληξη.
Ο Χριστός δέχεται αυτούς που έρχονται σ’ Αυτόν, επειδή έρχονται ως απεσταλμένοι του Πατέρα. Το θέλημα του Πατέρα είναι να σωθούν και ο Χριστός αρέσκεται στην εκτέλεση του θελήματος του Πατέρα. Ήρθε να εκτελέσει αυτό το θέλημα, καθώς ο Ίδιος ομολογεί: «έρχομαι, … δια να κάμω, ω Θεέ, το θέλημά σου» (Εβρ.10:7).