Εάν ο Χριστός δεν ανασταινόταν, οι απόστολοι ήσαν απατεώνες

text

Ο απόστολος Παύλος αρχίζει το 15ο κεφάλαιο υπενθυμίζοντάς τους το περιεχόμενο του ευαγγελίου:

«Σας φανερώνω δε, αδελφοί, το ευαγγέλιο, που σας κήρυξα, το οποίο και παραλάβατε, στο οποίο και στέκεστε· διαμέσου τού οποίου και σώζεστε, με ποιον τρόπο σας το κήρυξα, αν το τηρείτε· εκτός αν πιστέψατε μάταια.»

Α’ Κορ.15:1-2 

Οι πιστοί της εκκλησίας της Κορίνθου είχαν ακούσει και πιστέψει στο ευαγγέλιο του Χριστού. Στη συνέχεια τους εξηγεί ποιο είναι το περιεχόμενο του ευαγγελίου:

«3 παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις ὃ καὶ παρέλαβον, ὅτι Χριστὸς ἀπέθανεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν κατὰ τὰς γραφάς, 4 καὶ ὅτι ἐτάφη, καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ τρίτη ἡμέρᾳ κατὰ τὰς γραφάς».

Το περιεχόμενο του ευαγγελίου συνοψίζεται στον θάνατο, την ταφή και την ανάσταση του Χριστού. Αμέσως μετά θα προσθέσει και τις εμφανίσεις του αναστημένου Χριστού. 

Το παράδοξο ήταν ότι, αν και πίστεψαν σ’ αυτό το μήνυμα της ανάστασης του Χριστού και αυτό ήταν το κήρυγμά τους, ταυτόχρονα κάποιοι μέσα στην εκκλησία πίστευαν ότι οι νεκροί δεν θα αναστηθούν. Γι’ αυτό και ο απόστολος λέει:

«Αν όμως κηρύττουμε ότι ο Χριστός έχει αναστηθεί, πώς μερικοί ανάμεσά σας ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών;»

Α’ Κορ.15:12

Δεν είμαστε βέβαιοι, αλλά είναι πιθανόν κάποιοι να είχαν παρεξηγήσει τη διδασκαλία του αποστόλου Παύλου, που έλεγε ότι πνευματικά έχουμε ήδη αναστηθεί μαζί με τον Χριστό (Εφ.2:5-6, Κολ. 2:12, 3:1),  και να έφτασαν στο συμπέρασμα ότι, εφόσον η ανάσταση ήδη έγινε, δεν περιμένουμε σωματική ανάσταση επιπλέον στο μέλλον. Κάτι παρόμοιο συνέβαινε στην Έφεσο όπου ο απόστολος αναφέρει μάλιστα ονομαστικά τον Υμέναιο και τον Φιλητό, «οι οποίοι αποπλανήθηκαν από την αλήθεια, λέγοντας ότι η ανάσταση έχει ήδη γίνει· και ανατρέπουν την πίστη μερικών.»  (B’ Τιμ.2:17-18)

Στη συνέχεια, ο απόστολος επιχειρηματολογεί κάνοντας την υπόθεση ότι η άποψή τους είναι σωστή, ότι δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών και ότι εάν κάποιος πεθάνει δεν μπορεί να αναστηθεί. Εάν λοιπόν αυτό είναι αλήθεια, συνεχίζει ο απόστολος το  επιχείρημα του και λέει, τότε υπάρχουν ορισμένες λογικές συνέπειες και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που καταργεί την πίστη στο ίδιο το ευαγγέλιο. Έτσι,  με τα λογικά αυτά επιχειρήματα επιδιώκει να τους δείξει πόσο παράλογο είναι αυτό που πιστεύουν.  Το λογικό επιχείρημα πάει ως εξής: Πρώτον «Και αν δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών, ούτε και ο Χριστός αναστήθηκε·» δεύτερον «και αν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, τότε είναι μάταιο το κήρυγμά μας,» και τρίτον «αλλά και η πίστη σας είναι μάταιη·» (Α’ Κορ.15:13-14) 

Η τέταρτη συνέπεια είναι και το θέμα μας: «Επιπλέον παρουσιαζόμαστε και ψευδομάρτυρες απέναντι στον Θεό, αφού είπαμε γι’ αυτόν ότι ανέστησε τον Χριστό ενώ δεν τον ανέστησε, αν βέβαια δεχτεί κανείς πως οι νεκροί δεν ανασταίνονται.» (Α’ Κορ.15:15)

Εάν δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών, τότε όλοι (ο Κηφάς, οι δώδεκα απόστολοι, οι πεντακόσιοι, ο Ιάκωβος) και ο ίδιος ο απόστολος Παύλος, που ανέφερε ότι ήταν αυτόπτες μάρτυρες της ανάστασης του Χριστού, ο οποίος εμφανίστηκε αναστημένος μπροστά τους, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ψεύτες. (Α’ Κορ.15:5-8) Εάν το γεγονός της ανάστασης των νεκρών δεν είναι αλήθεια, τότε και η μαρτυρία για αυτό το γεγονός δεν είναι αληθινή. Ο απόστολος ομολογεί ότι «εὑρισκόμεθα δὲ καὶ ψευδομάρτυρες».  Αποκαλύπτεται ότι είμαστε και ψευδομάρτυρες. Ακόμη χειρότερα, η ψευδομαρτυρία αυτή για την ανάσταση του Χριστού αφορά τον ίδιο τον Θεό. Μαρτυρούμε, δηλαδή, λέει ο απόστολος, και ισχυριζόμαστε κάτι που έκανε ο Θεός (την ανάσταση του Χριστού) που στην πραγματικότητα δεν έχει κάνει.  Άρα είμαστε και ψευδομάρτυρες και μάλιστα «κατά του Θεού». Ο απόστολος λέει ότι, εάν δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών, αντί για μάρτυρες της αναστάσεως του Χριστού δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ψευδομάρτυρες. Θα έφταναν στο σημείο να βρίσκονται στην ίδια κατηγορία με τους ψευδοδιδάσκαλους και ψευδοπροφήτες οι οποίοι μεταδίδουν πλάνες για τον Θεό. 

Η ανάσταση του Χριστού παρουσιάζεται στην Καινή διαθήκη ότι είναι έργο του Θεού. Είναι ο Θεός Πατέρας που ανέστησε τον Κύριο Ιησού Χριστό. Αυτή η πράξη του Θεού έρχεται σε αντίθεση με την καταδικαστική πράξη των δικαστών και την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Ο Θεός Πατέρας, λοιπόν, με την ανάσταση του Χριστού «ακυρώνει» την καταδικαστική απόφαση του θανάτου του Υιού Του και διακηρύττει ότι ο Υιός Του ήταν πραγματικά αθώος. Κατά συνέπεια, η ανάσταση του Χριστού ήταν η κατάθεση της μαρτυρίας του ίδιου του Θεού για τον Υιό Του και μία δικαίωση του ίδιου του Χριστού (Πραξ.2:33-24, 3:14-15, 4:10, 10:39-40, 13:28,30, Α’ Τιμ.3:16). Όλα αυτά θα ήταν μία απάτη και ένα ψέμα σε περίπτωση που οι νεκροί δεν ανασταίνονται. 

Οι απόστολοι θα ήσαν όντως ψευδομάρτυρες «αν βέβαια δεχτεί κανείς πως οι νεκροί δεν ανασταίνονται». Υπονοεί εδώ ο απόστολος ότι, τελικά, ψευδομάρτυρες δεν είναι οι απόστολοι, αλλά εκείνοι οι οποίοι ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών.  

Βέβαια, πέρα από τους Αποστόλους, όλοι οι κήρυκες μέσα στην εκκλησιαστική ιστορία κηρύττουμε το ίδιο μήνυμα της ανάστασης του Χριστού και είμαστε μάρτυρές Του. Εάν ανάσταση νεκρών δεν υπάρχει, τότε όλοι μας είμαστε ψευδομάρτυρες. Δεν κηρύττουμε το μήνυμα της ανάστασης επειδή είναι ελπιδοφόρο, αλλά επειδή είναι αλήθεια. Δεν έχουμε εφεύρει εμείς το μήνυμα της ανάστασης των νεκρών για να δώσουμε ελπίδα στον κόσμο. Η ανάσταση είναι έργο του Θεού, ο οποίος ανέστησε τον Χριστό ως «απαρχή» και γι’ αυτό «προσδοκούμε ανάσταση νεκρών και ζωή του μέλλοντος αιώνος».

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top