Άρθρο 9 – Περί του Ιησού Χριστού

Στην καρδιά της χριστιανικής Θεολογίας είναι η ομολογία ότι η σωτηρία της ανθρωπότητας εξαρτάται αποκλειστικά από τον Χριστό και το έργο Του. Είναι εξαιτίας αυτής της παραδοχής που οι θεολόγοι της Μεταρρύθμισης του 16ου αιώνα διακήρυξαν: “Solus Christus”. Ότι δηλαδή, Μόνο ο Χριστός είναι ο Κύριος, Βασιλιάς και Σωτήρας, και ως εκ τούτου είναι το μόνο πρόσωπο στο Οποίο πρέπει να στραφούμε για τη σωτηρία μας.

…Το να στρέψουμε τα βλέμματά μας στον Χριστό μάς προστατεύει από πολλά θεολογικά ατοπήματα.

Μας προστατεύει από το να γίνουμε αυτό που ο Μαρτίνος Λούθηρος αποκάλεσε «θεολόγοι της δόξας», δηλαδή να γίνουμε οι άνθρωποι εκείνοι που ασπάζονται ανθρώπινες ιδέες και αντιλήψεις για τον Θεό. Είναι τελικά ΜΟΝΟ ο Ιησούς Χριστός που μπορεί να μας κρατήσει πιστούς και ταπεινούς «θεολόγους του Σταυρού».

Ας αφήσουμε, λοιπόν, την Αγία Γραφή να καθοδηγήσει και να διαμορφώσει τις σκέψεις μας για το πρόσωπο του Χριστού. Με αυτές τις εισαγωγικές σκέψεις, θα ήθελα να σας καλέσω να εξετάσουμε το περιεχόμενο του 9ου άρθρου της Ομολογίας Πίστης της Ε.Ε.Ε.

1 Πιστεύουμε και ομολογούμε ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός είναι ο Αιώνιος Λόγος [35]1

Ο πρόλογος του Ευαγγελίου του Ιωάννη (Ιωάννης 1: 1-18) αναφέρεται στον Κύριό μας Ιησού Χριστό σε όλη Του τη δόξα και το μεγαλείο, και επισημαίνει ότι ο Χριστός είναι ο Αιώνιος Λόγος. Αυτή η επισήμανση είναι εξαιρετικά σημαντική, καθώς γίνεται απόλυτα σαφές ότι η ταυτότητα του Ιησού Χριστού θα πρέπει να κατανοείται σε απόλυτη συνέχεια με το πλαίσιο εξιστόρησης της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Θεός, από την πρώτη σελίδα της Αγίας Γραφής μέχρι την τελευταία της, είναι ένας ζων προσωπικός Θεός, και όχι το αφηρημένο φιλοσοφικό απόλυτο. Ο βιβλικός Θεός ζει, αγαπά, συνομιλεί, δρα, εμφανίζεται και δημιουργεί με τον Λόγο Του. Ο Θεός εμφανίζεται στην Παλαιά Διαθήκη όχι μόνο ως Πατέρας, αλλά και ως Λόγος και ως Πνεύμα. Με αυτήν την έννοια, στην Παλαιά Διαθήκη έχουμε την εμφάνιση του άσαρκου λόγου του Θεού κατά τις περιγραφόμενες σε αυτή θεοφάνειες, ακριβώς όπως στην Καινή Διαθήκη έχουμε την ένσαρκη εμφάνιση του Λόγου του Θεού στην ενανθρώπισή Του. Η σύνδεση αυτή αναδεικνύει ότι από θεολογική άποψη δεν είναι δυνατόν να κατανοήσουμε το νόημα της ύπαρξής μας, αλλά και της ίδιας της Δημιουργίας παρά μόνο ως ζώσα πραγματικότητα ενεργουμένου διαλόγου μεταξύ Θεού και Δημιουργίας. Αυτός ο διάλογος κορυφώνεται με την ενσάρκωση του Λόγου, ο Οποίος προσλαμβάνει τη φύση της ανθρωπότητας, για να τη λυτρώσει από την αμαρτία και τις συνέπειές της.

2 Ο άναρχος Υιός του άναρχου Πατρός [36]2

Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, στο πρώτο κεφάλαιο και στο εδάφιο 34, θα αναφέρει ότι, εκτός από το ότι ο Χριστός είναι ο Λόγος του Θεού, είναι ακόμη ο Υιός του Θεού Πατέρα, και άρα Θεός. Αυτή η θεολογική παραδοχή μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Θεός Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα είναι απόλυτα διαφορετικοί από την ίδια τους τη Δημιουργία, η οποία έχει αρχή ύπαρξης. Το επόμενο σημείο του 9ου άρθρου επισημαίνει ότι ο Θεός είναι άναρχος, δηλαδή δεν έχει αρχή, και είναι ανεξάρτητος, αθάνατος, αιώνιος και απόλυτα διακριτός από τη Δημιουργία, η οποία έχει απόλυτη αρχή ύπαρξης. Ως εκ τούτου, η δημιουργημένη ύπαρξη που έχει αρχή παραπέμπει στην άναρχη ύπαρξη του Θεού και προσδιορίζεται ως πεπερασμένη και μη αυθύπαρκτη έναντι του αδημιούργητου Δημιουργού της. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ύπαρξης, επίσης γίνεται σαφές ότι η θεώρηση της δημιουργημένης πραγματικότητας και του ανθρώπου δε δύναται να πραγματοποιηθεί μέσα σε ένα φιλοσοφικό πλαίσιο κοσμολογίας, αλλά μόνο σε ένα θεολογικό πλαίσιο που προϋποθέτει την ύπαρξη του άναρχου Θεού.

3 Oμοούσιος με τον Πατέρα [37]3

Ποια είναι η σχέση, όμως, μεταξύ Πατέρα και Υιού; Το επόμενο σημείο του 9ου άρθρου μάς λέει ότι ο Θεός Υιός είναι ομοούσιος του Θεού Πατέρα. Δηλαδή, ότι ο Θεός Πατέρας και ο Θεός Υιός έχουν την ίδια ουσία. Ο θεολογικός αυτός όρος εισήχθη από το Σύμβολο Πίστης της Νίκαιας το 325μ.Χ. και με τη θεολογική σφραγίδα του Μεγάλου Αθανασίου, ο οποίος προσπάθησε να δώσει μια θεολογική απάντηση στις τριαδολογικές διαμάχες του 4ου αιώνα, που προέκυψαν από τις αιρετικές διδασκαλίες του Αρείου. Ο Άρειος, υιοθετώντας τη βιβλική θέση ότι ο κόσμος έχει αρχή, θεώρησε εσφαλμένα ότι ο Λόγος είναι ένας κατώτερος θεός, καθώς είναι συνδεδεμένος με τη δημιουργία του κόσμου, και άρα θα έπρεπε να θεωρείται το πρώτο κτίσμα του Θεού. Ο Μέγας Αθανάσιος, επιχειρώντας να καταστήσει σαφές ότι ο Υιός είναι Θεός, ανέφερε ότι ο Πατήρ και ο Υιός είναι μεταξύ τους «ομοούσιοι». Αυτή η θεολογική επισήμανση, συνεπώς, είναι εξαιρετικά σημαντική, διότι απορρίπτει τη σκέψη ότι ο Υιός δεν κατέχει τη θεότητα. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στο πρώτο κεφάλαιο επίσης θα επιβεβαιώσει ότι ο Λόγος ήταν ο Θεός.

Είδαμε λοιπόν τη σχέση μεταξύ Υιού και Πατέρα. Πώς όμως σχετίζεται ο Θεός Υιός με την ανθρωπότητα;

4 O μόνος Μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων [38]4

Το 9ο άρθρο μάς θυμίζει ότι ο Χριστός είναι ο μόνος μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων, όπως ρητώς αναφέρεται στην Επιστολή Α’ Τιμ. 2. Ο Χριστός είναι ο μόνος μεσίτης και ως εκ τούτου: «Από κανέναν άλλο δεν μπορεί να προέλθει η σωτηρία ούτε υπάρχει άλλο πρόσωπο κάτω από τον ουρανό δοσμένο στους ανθρώπους με το οποίο να μπορούμε να σωθούμε», όπως διαβάζουμε στις Πράξεις 4:12.

Δεν χρειαζόμαστε, λοιπόν, κανέναν άλλον προφήτη να μας δώσει μια νέα αποκάλυψη, ή οποιονδήποτε άλλον ιερέα να μεσολαβήσει μεταξύ ημών και του Θεού, ή οποιονδήποτε άλλον βασιλιά να κυβερνήσει την κοινότητα της Εκκλησίας. Ο Χριστός ΜΟΝΟ στέκεται στο κέντρο των αιώνιων σχεδίων του Θεού, και για αυτόν τον λόγο ο Χριστός ΜΟΝΟ είναι το αντικείμενο της σωτήριας πίστης μας, και ως εκ τούτου ο Χριστός ΜΟΝΟ πρέπει να σταθεί στο κέντρο της θεολογίας μας και της ζωής μας.

5 O Οποίος για μας τους ανθρώπους και για τη σωτηρία μας ενσαρκώθηκε [39]5

Στο επόμενο σημείο του άρθρου 9 διαβάζουμε ότι: «Ο Χριστός, …ως το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας και απόλυτα Θεός, ο μόνος ο μεσίτης μεταξύ του Θεού και των ανθρώπων ενσαρκώθηκε, προκειμένου με το έργο Του να επιτύχει τη σωτηρία μας και τη συμφιλίωση της ανθρωπότητας με τον Θεό». Aυτά είναι τα υπέροχα νέα του ευαγγελίου, ότι ο Χριστός είναι απόλυτα Θεός και έγινε απόλυτος άνθρωπος, για να μας λυτρώσει και να μας συμφιλιώσει με τον Θεό. O Κύριλλος Αλεξανδρείας τον 5ο αιώνα αναφέρθηκε στην υπέροχη πραγματικότητα της ενανθρώπισης και στον κίνδυνο της απόρριψής της με τα ακόλουθα λόγια:

Πράγματι, το μήνυμα της ενανθρώπισης δυστυχώς διατρέχει τον κίνδυνο της απόρριψης από την ανθρωπότητα, ακριβώς επειδή είναι τα πιο όμορφα νέα. Tα πιο απροσδόκητα νέα που η ανθρωπότητα περίμενε ότι θα ακούσει. Ποιος αλήθεια προσδοκούσε ότι ο Θεός θα επισκεφθεί την ανθρωπότητα; Και πολύ περισσότερο ότι ο Θεός θα προσλάβει την ανθρώπινη φύση; Ποιος θα περίμενε το αόρατο να γίνει ορατό;

Και το άυλο να γίνει χειροπιαστό; Τα νέα της ενανθρώπισης του Θεού είναι όντως τα πιο όμορφα νέα… γιατί ο Χριστός προσέλαβε την ανθρώπινη σάρκα, για να τη λυτρώσει από την αμαρτία και να την αναστήσει σε μια νέα ζωή.

6 Eν χρόνω εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου και έγινε άνθρωπος

Στο επόμενο σημείο του 9ου άρθρου διαβάζουμε ότι ο Λόγος έγινε σάρκα και γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία. Η παρθενική γέννηση του Χριστού σηματοδότησε την έναρξη της επίγειας ζωής Του, και αυτό το ιστορικό γεγονός θα πρέπει να τονίσουμε ότι δεν έχει υποδεέστερη αξία σε σχέση με τα άλλα γεγονότα στη διακονία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, όπως η σταύρωση, η ταφή, η ανάσταση και η ανάληψη. Δυστυχώς, συχνά διαιωνίζεται μια σημαντική παρανόηση σχετικά με το σωτηριακό έργο του Χριστού, καθώς κυριαρχεί η αντίληψη ότι μόνο ο θάνατος του Χριστού ήταν απαραίτητος για την ανθρώπινη σωτηρία. Αυτό όμως που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι όχι μόνο ο θάνατος του Χριστού, αλλά ολόκληρη η διακονία Του υπηρέτησε τη σωτηρία του ανθρώπου, και αυτό φαίνεται περίτρανα στο είδος της ανθρώπινης φύσης που προσέλαβε ο Χριστός κατά την ενανθρώπισή Του. Ο Απόστολος Παύλος, στην Επιστολή προς Ρωμαίους 8:3, θα αναφέρει ότι: «…ο Θεός έστειλε στον κόσμο τον Υιό Του, που για να νικήσει την αμαρτία πήρε σάρκα όμοια με τη δική μας την αμαρτωλή, χωρίς να είναι αμαρτωλή». Ο Απόστολος Παύλος σε αυτό το εδάφιο τονίζει σαφώς ότι ο Θεός Υιός, κατά τη γέννησή Του προσέλαβε τη μετα-πτωτική ανθρώπινη φύση, την ίδια ανθρώπινη φύση που έχουν όλοι οι άνθρωποι, και ότι η οργή και η κρίση του Θεού για την αμαρτία πραγματοποιήθηκε στη σάρκα του Χριστού. Έτσι θα μπορούσαμε να πούμε ότι η καταδίκη της αμαρτίας στη σάρκα του Χριστού, που σίγουρα κορυφώθηκε στον Σταυρό, ξεκίνησε τη στιγμή της παρθενικής γέννησής Του. 

Ο Ιωάννης Καλβίνος αναφέρθηκε επίσης στο σκάνδαλο της πρόσληψης της ανθρώπινης φύσης από τον Θεό Υιό. Στα σχόλιά του στην Επιστολή προς Κολοσσαείς, ο Καλβίνος σχολιάζει:

Ο Απόστολος Παύλος με τη συγκλονιστική πρόταση στο εδάφιο 1:22 της Προς Κολοσσαείς, εν τω σώματι της σαρκός αυτού δια του θανάτου… αναφέρεται στο γεγονός ότι ο Υιός του Θεού είχε προσλάβει την ίδια φύση με τη δική μας, ότι είχε προσλάβει το ταπεινό και γήινο σώμα, υποκείμενο σε πολλές ασθένειες, ώστε να είναι ο πραγματικός μεσίτης  μας…

Ομολογούμε, λοιπόν, ότι ο Θεός Υιός προσέλαβε την αμαρτωλή και διεφθαρμένη μας φύση, την ανθρώπινη σύσταση που δημιουργήθηκε από τον Θεό, αλλά καταστράφηκε από την αμαρτία, και απορρίπτουμε την οπτική που εισηγείται ότι ο Ιησούς προσέλαβε την ανθρώπινη φύση όπως ήταν πριν από την πτώση. Στην αιώνια ύπαρξή Του, φυσικά, ο Θεός Υιός δεν γνώριζε αμαρτία. Αλλά για να μπορέσουμε να γίνουμε η δικαιοσύνη του Θεού,

Αυτόν που δεν είχε γνωρίσει αμαρτία, Τον φόρτωσε ο Θεός με όλη την αμαρτία για χάρη μας, για να μπορέσουμε εμείς μέσω Εκείνου να βρούμε τη σωτηρία κοντά στο Θεό.

Β’ Κορ. 5:21

Τα τελευταία εδάφια του 9ου άρθρου της Ομολογία Πίστης της Ε.Ε.Ε. αναφέρονται στις δύο φύσεις του Ιησού Χριστού. Ο Χριστός είναι:

7 Τέλειος Θεός [40]6 και τέλειος άνθρωπος [41]7, με τη θεία φύση και την αναμάρτητη ανθρώπινη φύση διακεκριμένες και ασυγχύτως ενωμένες σε ένα Πρόσωπο [42]8

Ο Χριστός έχει μια τέλεια θεϊκή φύση και μια τέλεια ανθρώπινη φύση. Η πρώτη είναι ίδια με αυτήν του Θεού Πατέρα και του Θεού Άγιου Πνεύματος, ενώ η δεύτερη είναι ίδια με τη δική μας, των συνανθρώπων Του. Οι δύο αυτές φύσεις είναι απόλυτα διακεκριμένες η μία από την άλλη, αλλά και ασυγχύτως ενωμένες στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού και θα παραμείνουν για πάντα ενωμένες στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Με άλλα λόγια, η θεϊκή και ανθρώπινη φύση του Χριστού ενώνονται σε μια υποστατική – προσωπική ένωση. Επιπλέον, η ακεραιότητα κάθε φύσης διατηρείται σε αυτήν την ένωση και δεν υπονομεύεται ή ανατρέπεται. Ο Όρος της Χαλκηδόνας, που συντάχθηκε το 451μ.Χ., χρησιμοποιεί τέσσερα επιρρήματα, για να περιγράψει τον τρόπο ένωσης των δύο φύσεων, θείας και ανθρώπινης, στο ένα πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρει ότι οι δύο τέλειες φύσεις στεγάζονται σε ένα πρόσωπο, ασυγχύτως, αδιαιρέτως, ατρέπτως και αχωρίστως. Με την προαναφερθείσα κατανόηση, λοιπόν, συμπεραίνουμε ότι οι δύο φύσεις στον Χριστό δε σηματοδοτούν την ύπαρξη δύο διαφορετικών προσώπων ενωμένων μεταξύ τους εξωτερικά και όχι οντολογικά, όπως υποστήριξε ιστορικά ο Νεστόριος, ούτε επίσης σηματοδοτούν την κατάποση της ανθρώπινης από τη θεία φύση, όπως υποστήριξε ιστορικά ο Ευτυχής.

Στον Ιησού Χριστό η πραγματικότητα του Θεού εισήλθε στην πραγματικότητα αυτού του κόσμου. Ο τόπος λοιπόν όπου δίνεται η απάντηση, τόσο στην ερώτηση που αφορά την πραγματικότητα του Θεού, όσο και στην ερώτηση που αφορά την πραγματικότητα του κόσμου, ορίζεται αποκλειστικά και μόνο στο όνομα του Ιησού Χριστού. Από τη στιγμή της ενανθρώπισης και ύστερα, κανείς ​​δεν μπορεί να μιλήσει ούτε για τον Θεό, ούτε για τον κόσμο, χωρίς να μιλήσει για τον Ιησού Χριστό!

Βιβλιογραφικές Αναφορές

  1. 35. Παροιμ. 8:22-23, Ιωάν. 1:2,14, Κολοσσ. 1:17
  2. 36. Ματθ. 14:33, Λουκ. 1:35, Ιωάν.1:34, Εβρ. 7:3, Α΄Ιωάν. 1:1
  3. 37. Ιωάν. 10:30, Ιωάν. 14:10-11, Ιωάν. 17:22
  4. 38. Α΄ Τιμ.2:5, Εβρ. 9:15
  5. 39. Ιωάν. 1:14, Γαλ. 4:4
  6. 40. Ιωάν. 5:18, Ιωάν. 10:33
  7. 41. Εβρ. 2:14, Εβρ. 2:17, Ιωάν. 4:6
  8. 42. Ρωμ. 1:3

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top