Άρθρο 23 – Περί λειτουργών

Το άρθρο 23 της Ομολογίας Πίστης της Ευαγγελικής Εκκλησίας της Ελλάδος, έχει τίτλο: «Περί Λειτουργών». Ο ίδιος ο τίτλος, λοιπόν, θέτει το ερώτημα: Γιατί χρησιμοποιείται ο όρος «Περί Λειτουργών» και όχι κάτι άλλο –π.χ. «Περί Ιερέων»;

Υπάρχει λόγος για τον οποίο η Ομολογία Πίστεως χρησιμοποιεί αυτόν τον συγκεκριμένο όρο: Καταρχάς, ο όρος «ιερέας», όποτε χρησιμοποιείται στην Καινή Διαθήκη, αναφέρεται είτε στον ίδιο τον Χριστό ως τον μέγα Αρχιερέα μας, είτε στους πιστούς (ότι όλοι οι πιστοί είναι βασιλείς και ιερείς). Αυτό άλλωστε είναι και ένα από τα δόγματα στο οποίο έδωσε ιδιαίτερη έμφαση η Μεταρρύθμιση, το δόγμα της ιεροσύνης όλων των πιστών: ότι όλοι οι πιστοί είναι ιερείς, άρα κάθε πιστός μπορεί να πάει στην παρουσία του Θεού χωρίς κάποιον άλλον μεσίτη. Μπορεί να μιλήσει με τον Θεό, να έχει προσωπική σχέση με τον Θεό, αλλά επίσης και να υπηρετεί τον Θεό. Όλοι οι πιστοί, λοιπόν, είναι ιερείς, και αυτός είναι κι ο λόγος που η Ευαγγελική Εκκλησία δεν χρησιμοποιεί τον όρο «ιερείς», αλλά τον όρο «λειτουργοί».

Στο σημείο αυτό βέβαια μπορεί να τεθεί το ερώτημα: Τότε γιατί υπάρχουν χειροτονημένοι λειτουργοί; Στην Ευαγγελική Εκκλησία η χειροτονία δεν συνιστά διάκριση «μεταξύ κλήρου και λαού» (όπως θα λέγαμε π.χ. στην Ορθόδοξη ή την Καθολική Εκκλησία). Αποτελεί μια διάκριση λειτουργική, όχι οντολογική: τη στιγμή της χειροτονίας ο λειτουργός δεν γίνεται ιερέας, ούτε αποκτά ένα άλλο οντολογικό status: είναι απλώς κάποιος που ξεχωρίζεται λειτουργικά από το ποίμνιο, για να επιτελεί κάποιους συγκεκριμένους ρόλους.

Αντίστοιχα, το γεγονός ότι υπάρχει ιεροσύνη όλων των πιστών, έχει την πρακτική εφαρμογή της διακονίας όλων των πιστών: κάθε πιστός καλείται να υπηρετεί τον Θεό μέσα από τα χαρίσματα που του έχουν δοθεί. Αυτή λοιπόν είναι μια σημαντική διευκρίνιση, πριν αρχίσουμε να μιλάμε για τους ίδιους τους λειτουργούς.

Μια δεύτερη σημαντική διευκρίνιση: η τάξη της Ε.Ε.Ε. δεν είναι ένα ποιμενοκεντρικό σύστημα, ούτε προσωποπαγές. Έχουμε ένα πρεσβυτερικό σύστημα διοίκησης, το οποίο έχει μια αντίληψη περί ηγεσίας που είναι συλλογική, όχι προσωποπαγής. Γιατί ναι μεν υπάρχει ποιμένας, αλλά επίσης υπάρχει το πρεσβυτέριο, και υπάρχει και η γενική συνέλευση των κοινωνών μελών. Ο ποιμένας είναι πάντα υπόλογος στο πρεσβυτέριο και στη γενική συνέλευση, και η τοπική εκκλησία είναι υπόλογη στην Τοπική Σύνοδο και στη Γενική Σύνοδο. Και βέβαια, η Σύνοδός μας έχει και μια θεσμική αντίληψη περί τάξης, γι’ αυτό υπάρχουν θεσμοί, καταστατικό, λογοδοσία, είτε στις συνελεύσεις, είτε μέσα από τις εκλογές.

Για να μπορέσουμε, λοιπόν, να καταλάβουμε σωστά το άρθρο «Περί Λειτουργών», χρειάζεται να έχουμε κατά νου όλο αυτό το ευρύτερο πλαίσιο της συλλογικής ηγεσίας, θεσμικής λειτουργίας και πολυεπίπεδης λογοδοσίας.

Πάμε λοιπόν στο ίδιο το άρθρο 23, το οποίο αναφέρει τα εξής:

«Πιστεύουμε:

  • ότι ο Ιησούς Χριστός, η κεφαλή της Εκκλησίας,
  • διόρισε Λειτουργούς του λόγου και των τελετών στην Εκκλησία
  • και καλεί αυτούς τους οποίους θέλει στη διακονία αυτή,
  • και ότι η Εκκλησία υπό την οδηγία του Αγίου Πνεύματος αναγνωρίζει και εκλέγει εκείνους τους οποίους Αυτός καλεί,
  • χειροθετεί αυτούς σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Λόγο του Θεού, και τους αφιερώνει στο έργο της διακονίας».

Πάμε λοιπόν να δούμε μία-μία αυτές τις επιμέρους έννοιες.

Ξεκινάμε με το ότι ο Χριστός είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας. Δεν είναι ο ποιμένας η κεφαλή της Εκκλησίας, ούτε καν ο εκάστοτε πρόεδρος της Συνόδου. Ο Χριστός είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας, όπως μας λέει στην Προς Εφεσίους επιστολή και αλλού στη Βίβλο, ότι ο Θεός

τα σύμπαντα τα υπέταξε στην εξουσία Του, κι Αυτόν τον ίδιο το Χριστό Τον έδωσε στην εκκλησία ως κεφαλή/υπέρτατο αρχηγό.

Εφ. 1:22

Ο Χριστός, λοιπόν, είναι η κεφαλή, όχι οι λειτουργοί.  

Επίσης, ο Χριστός διόρισε Λειτουργούς του Λόγου και των Τελετών στην Εκκλησία. Νωρίτερα λέγαμε γιατί δεν λέγονται ιερείς. Μπορεί όμως κάποιος να ρωτήσει: γιατί δε λέγονται τότε κήρυκες ή ποιμένες; Γιατί το κήρυγμα από μόνο του μπορεί να το κάνει και ένας πρεσβύτερος. Αντίστοιχα, μπορεί ένας πρεσβύτερος να κάνει ποιμαντικές επισκέψεις (και πολλοί το κάνουν –άλλωστε είναι από τα βασικά καθήκοντα των πρεσβυτέρων). Όμως οι χειροτονημένοι λειτουργοί κάνουν και κάτι άλλο εκτός από αυτά. Ποια είναι αυτά, λοιπόν, και γιατί χρησιμοποιείται εδώ ο όρος «λειτουργοί του Λόγου και των τελετών;»

Για να μπορέσουμε να το καταλάβουμε αυτό, πρέπει να πάμε πίσω στη Μεταρρύθμιση. Όταν οι πρώτοι μεταρρυθμιστές κλήθηκαν να δώσουν έναν ορισμό της Εκκλησίας και να πούνε τι είναι η Εκκλησία, πώς την ορίζουμε, πού υπάρχει μια γνήσια Εκκλησία, ο ορισμός που έδωσαν ήταν ότι η Εκκλησία είναι, πρώτον, «Όπου βλέπουμε το Λόγο του Θεού να κηρύττεται και να ακούγεται καθαρά…», και δεύτερον, «…και τα μυστήρια να τελούνται όπως θεσμοθετήθηκαν από τον Χριστό, εκεί, αναμφίβολα, υπάρχει μια εκκλησία του Θεού» (Ι. Καλβίνου, Θεσμοί, 4.1.9). Αυτός ο συγκεκριμένος ορισμός προέρχεται από τους Θεσμούς του Καλβίνου. Αντίστοιχα και ο Λούθηρος και άλλοι μεταρρυθμιστές είχαν αυτό το δίπτυχο: Λόγος και Μυστήρια.

Οπότε, εδώ, όταν διαβάζουμε ότι οι ποιμένες περιγράφονται ως «οι λειτουργοί του Λόγου και των τελετών», μας πάει ακριβώς πίσω σε αυτόν τον ορισμό της Εκκλησίας, όπως οριζόταν από τους θεμελιωτές της Μεταρρύθμισης. Βέβαια, στη δική μας Ομολογία Πίστεως δε χρησιμοποιείται ο όρος «μυστήρια», αλλά ο όρος «τελετές». Υπάρχει λόγος, όμως, για τον οποίο χρησιμοποιείται αυτός ο όρος. Δεν είναι επειδή η Μεταρρύθμιση δε μιλούσε για μυστήρια (αντιθέτως, όπως προαναφέρθηκε, και ο Λούθηρος και ο Καλβίνος μιλούσαν για μυστήρια), αλλά επειδή υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στη διαμαρτυρόμενη και την ορθόδοξη ή την καθολική αντίληψη περί μυστηρίων. Συγκεκριμένα, στη Διαμαρτύρηση το μυστήριο ορίζεται ως η εξωτερική έκφραση μιας εσωτερικής αόρατης πραγματικότητας (η ορατή έκφραση μιας αόρατης πραγματικότητας), χωρίς όμως να είναι κάτι σωτηριακό από μόνο του. Αντίθετα, στην Ορθόδοξη και την Καθολική Εκκλησία η συμμετοχή στα μυστήρια προσφέρει σωτηρία.

Ακριβώς, λοιπόν, επειδή οι δύο όροι χρησιμοποιούνταν με εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο, αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο κάποια στιγμή έγινε μια μεταφραστική επιλογή, στο να μη χρησιμοποιείται ο όρος «μυστήρια» στα ελληνικά, αλλά «τελετές». Οι λειτουργοί της εκκλησίας, λοιπόν, στην Ευαγγελική Εκκλησία είναι λειτουργοί του Λόγου και των τελετών. Δηλαδή, δεν είναι μόνο εκείνοι που κηρύττουν, αλλά και εκείνοι που προΐστανται στις τελετές, στο Δείπνο του Κυρίου, στο βάπτισμα, στους γάμους, σε διάφορες άλλες ιδιαίτερες τελετές που μπορούν να τελέσουν μόνο χειροτονημένοι λειτουργοί.

Αντίστοιχα, η Ομολογία Πίστεως συνεχίζει λέγοντας, ότι ο Θεός καλεί αυτούς τους οποίους θέλει στη διακονία αυτή. Η έμφαση εδώ είναι στο ότι ο Θεός τούς καλεί, δεν καλούν αυτοί τον εαυτό τους, δεν είναι αυτόκλητοι. Οποιοσδήποτε γίνεται λειτουργός γίνεται καταρχάς λόγω θείας κλήσης. Ο Θεός είναι Αυτός που καλεί. Όπως, δηλαδή, στην Καινή Διαθήκη, ακόμα και ο Απόστολος Παύλος δεν εμφανίστηκε μια μέρα και «αυτοχρίστηκε» Απόστολος, ούτε είπε «εγώ λέω ότι κλήθηκα». Αντίθετα, ο Θεός κάλεσε τον Απόστολο Παύλο, και μάλιστα, όταν τον κάλεσε, δεν το είπε μόνο στον ίδιο, το είπε και στην Εκκλησία.

Στην εκκλησία της Αντιόχειας διαβάζουμε ότι, ενώ οι αδερφοί λάτρευαν τον Κύριο και νήστευαν «…είπε το Άγιο Πνεύμα: “Να μου ξεχωρίσετε το Βαρνάβα και το Σαύλο για το έργο, για το οποίο τους έχω καλέσει”».(Πράξ. 13:2). Οπότε, όταν το Άγιο Πνεύμα καλεί τον Παύλο και τον Βαρνάβα, συμμαρτυρεί σε αυτό και η Εκκλησία. Προσέξτε, επίσης, ότι η Εκκλησία προσευχόταν και νήστευε πριν την κλήση, και προσεύχεται και νηστεύει και μετά από αυτήν («Τότε, αφού και πάλι νήστεψαν και προσευχήθηκαν, έβαλαν τα χέρια πάνω σ’ αυτούς και τους απέστειλαν» – Πράξ. 13:3). Προσευχή και νηστεία πριν, ώστε ο Θεός να στείλει εργάτες, προσευχή και νηστεία και μετά, ώστε ο Θεός να συνοδεύει τους εργάτες και να ευλογεί το έργο που κάνει μέσα από αυτούς.

Όλα λοιπόν ξεκινούν και τελειώνουν από τον Θεό. Ο Θεός είναι Αυτός που καλεί, που δίνει στην εκκλησία τη διάκριση να διακρίνει ότι το κάλεσμα είναι όντως από Αυτόν, και η εκκλησία υπό την οδηγία του Αγίου Πνεύματος αναγνωρίζει και εκλέγει εκείνους τους οποίους ο Θεός έχει καλέσει.

Αυτό είναι και ένα πολύ καλό παράδειγμα αυτού που προαναφέρθηκε, ότι δεν πρόκειται για ένα ατομοκεντρικό μοντέλο: η εκκλησία συλλογικά το διακρίνει και η εκκλησία επίσης συλλογικά το εκλέγει. Είναι σημαντικό αυτό, γιατί σε άλλα εκκλησιαστικά συστήματα μπορεί το ποίμνιο να μην μπορεί καν να εκλέξει ποιος θα είναι ο ποιμένας του. Στην Ευαγγελική Εκκλησία της Ελλάδος, όμως, πάντα τα ποίμνια εκλεγούν ποιος θα είναι ο λειτουργός τους. Το εκκλησίασμα έχει λόγο στο ποιος θα έρθει να αναλάβει ως λειτουργός της.

Και το άρθρο τελειώνει λέγοντας ότι η Εκκλησία «χειροθετεί αυτούς σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Λόγο του Θεού, και τους αφιερώνει στο έργο της διακονίας». Στην Καινή Διαθήκη πολλές φορές, όταν ξεχωρίζεται κάποιος για κάποια δουλειά, και (ακόμα περισσότερο) όταν ξεχωρίζονται και εγκαθίστανται άνθρωποι που είναι εργάτες του Ευαγγελίου, η ηγεσία της εκκλησίας βάζει τα χέρια της επάνω τους, και τους ξεχωρίζουν πιο ιδιαίτερα. Το βλέπουμε αυτό π.χ. στους διακόνους, επάνω στους οποίους βάζουν οι Απόστολοι τα χέρια τους. Αντίστοιχα, ο Παύλος λέει πως έβαλε τα χέρια του πάνω στον Τιμόθεο, για να τον αποστείλει στον Τίτο. Και υπάρχουν και πολλά άλλα παραδείγματα επίθεσης των χεριών στην Καινή Διαθήκη.

Έτσι, λοιπόν, αντίστοιχα εμείς έχουμε την τελετή της χειροτονίας. Τι δηλώνει, λοιπόν, η χειροτονία;  Ότι το σώμα της εκκλησίας διακρίνει την κλήση και τα χαρίσματα του αδερφού αυτού. Αντίστοιχα, αυτός που χειροτονείται βρίσκεται σε κοινωνία με τους υπόλοιπους λειτουργούς, είναι στο σώμα των λειτουργών της εκκλησίας. Τον αφιερώνει έτσι η εκκλησία στο έργο της διακονίας, και βέβαια τον εξουσιοδοτεί για την τέλεση των τελετών.

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top