Άρθρο 18 – Περί του νόμου και της σχέσεως του χριστιανού με αυτόν

Πιστεύουμε ότι:

ως τέκνα του Θεού που σώθηκαν με τη χάρη και όχι με τα έργα1, και που καθοδηγούνται από το φως της αποκαλύψεως του Χριστού στην Καινή Διαθήκη, βρισκόμαστε σε νέα σχέση2 απέναντι στον ηθικό νόμο της Παλαιάς Διαθήκης3, δηλαδή του Δεκάλογου4, τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και εφαρμόζουμε με την ευρύτερη έννοιά του, δηλ. την υπακοή5 που πηγάζει, από την αγάπη, όπως ο Χριστός τον ερμήνευσε με τη διδασκαλία Του και τον εφάρμοσε στη ζωή Του6, παρακινούμενοι προς τούτο από τη χάρη Του7.

Εξήγηση

Ποια είναι η σχέση του πιστού χριστιανού με τον ηθικό νόμο του Θεού; Η απάντηση, αν και σύνθετη, είναι άκρως απελευθερωτική!

Η σχέση μας με τον νόμο του Θεού λειτουργεί σε τρία επίπεδα ταυτόχρονα. Στην αναμορφωμένη θεολογική παράδοση μιλούμε για τρεις χρήσεις, ή αν θέλετε τρεις εφαρμογές του νόμου. Και στον βαθμό που ΔΕΝ διακρίνουμε σωστά ανάμεσα σ’ αυτές τις τρεις εφαρμογές, θα κάνουμε συνεχώς λάθη.

Για να προσεγγίσουμε σωστά τον νόμο του Θεού, λοιπόν, πρέπει να έχουμε συνεχώς αυτές τις τρεις εφαρμογές στον μυαλό μας, ώστε να ξέρουμε ανά πάσα στιγμή για ποια από τις τρεις μιλάμε. Θα μας καθοδηγήσει σ’ αυτό μία βασική ερώτηση: Γιατί νομοθετεί ο Θεός; Προς τι ο νόμος;

1. Η εφαρμογή στην πολιτική

Η πρώτη απάντηση είναι ότι ο νόμος εφαρμόζεται ως ένα «φρένο» που παρεμποδίζει την εξάπλωση της αμαρτίας.

Αυτή η πρώτη εφαρμογή του νόμου έχει να κάνει, δηλαδή, με την «πολιτική» του λειτουργία. Θέτοντας σε ισχύ έναν νόμο στην κοινωνία ή σε μια κοινότητα, προτρέπουμε όλους τους ανθρώπους προς το καλό, και, βάζοντας ποινές για την παράβαση αυτού του νόμου, περιορίζουμε το κακό που θα συνέβαινε, εάν ήταν ελεύθεροι οι άνθρωποι να ακολουθούν χωρίς περιορισμούς τις επιθυμίες του αμαρτωλού «εγώ» τους.

Δεν μιλούμε για την απευθείας εφαρμογή του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης στην κοινωνία μας σήμερα. Δεν καλούμαστε να κάνουμε ή να επιδιώξουμε κάτι τέτοιο. Ξέρουμε όμως ότι ο Θεός, μετά την πτώση, εξακολούθησε να δείχνει καλοσύνη και να δίνει καλά δώρα σε όλους τους ανθρώπους, παρόλο που ήταν ακόμα αμαρτωλοί. Λόγω αυτής της «κοινής χάρης», όπως την ονομάζουμε, μπορούμε ακόμα να φτιάχνουμε όμορφα πράγματα, να αυξανόμαστε σε γνώση, και να κάνουμε σωστές σκέψεις και πράξεις.

Είναι ακόμα δοσμένο, δηλαδή, σε ανθρώπους που δεν έχουν τον τέλειο νόμο του Θεού στα χέρια τους, το να μπορούν να συλλαμβάνουν το πώς θα έπρεπε να μοιάζει ο νόμος και να νομοθετούν ανάλογα με το δικό τους πλαίσιο.

Το βλέπουμε και στην πράξη. Όπου και να πάμε, ανταμώνουμε τον ίδιο βασικό κορμό στους νόμους των ανθρώπων –ότι δηλαδή δεν επιτρέπεται να φονεύουμε, να κλέβουμε, να εξαπατούμε και πολλά άλλα κοινά. Αυτή, λοιπόν, είναι η πρώτη εφαρμογή του νόμου, η πολιτική εφαρμογή, που αφορά σε όλους τους ανθρώπους, άσχετα από τη σχέση τους με τον Θεό. Δεν αφορά μόνο την εκκλησία, αλλά ευρύτερα την κοινωνία.

2. Η εφαρμογή στην καρδιά

Η δεύτερη εφαρμογή του νόμου έχει να κάνει με το πώς μας ελέγχει μέσα στην καρδιά.

Εδώ, η απάντηση στην ερώτηση «Γιατί νομοθετεί ο Θεός;» είναι ότι μας δίνει νόμους, για να μας διδάξει σχετικά με το ποια είναι η πραγματική μας κατάσταση ως αμαρτωλοί.

Καθώς συνειδητοποιούμε την τελειότητα του νόμου του Θεού –και ταυτόχρονα τη δική μας αδυναμία να τον τηρούμε– καταλαβαίνουμε ότι είμαστε αμαρτωλοί.

Η δόξα του Θεού που αποκαλύπτεται στον νόμο αποκαλύπτει την ίδια στιγμή και τον δικό μας ξεπεσμό από αυτήν τη δόξα.

Επίσης, καθώς κατανοούμε όλο και περισσότερο τον νόμο, αποκτούμε επίγνωση και του βάθους της αμαρτίας μας:

  • Μαθαίνουμε ότι δεν αφορά μόνο στις πράξεις μας, αλλά και στα κίνητρα και τις διαβουλεύσεις της καρδιάς μας.
  • Μαθαίνουμε ότι δεν κατακρίνει μόνο τις κακές μας πράξεις, αλλά ακόμα και τις καλές μας πράξεις, που είναι ποτισμένες με εγωισμό και ματαιοδοξία.

Πάνω απ’ όλα, όμως, ο νόμος του Θεού λειτουργεί ως διδάσκαλος, καθώς δείχνει προς τον Χριστό, σκιαγραφώντας το πρόσωπό Του έτσι, ώστε να Τον αναγνωρίσουμε.

Αυτά τα νέα δεν είναι πάντοτε καλά. Στα Ευαγγέλια διαβάζουμε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δε χάρηκαν που ήρθε ο Χριστός στον κόσμο. Μπορεί πολλοί να ενθουσιάστηκαν στην αρχή, όταν Τον πρωτογνώρισαν, αλλά, εντέλει, Τον αντιμετώπισαν ως απειλή, επειδή η ζωή Του εξέθετε τα έργα τους και τα κίνητρα της καρδιάς τους.

Εν συντομία, καθώς εκπληρώνει ο Ιησούς Χριστός τον νόμο του Θεού στη ζωή Του, δεν μας δείχνει μόνο πώς μοιάζει ο νόμος στην πράξη. Κατ’ επέκταση μας δείχνει πώς μοιάζουμε κι εμείς.

Ο Χριστός είναι ο ίδιος η αρχή, ο σκοπός, και η εκπλήρωση του νόμου. Επομένως, μας εκθέτει, επειδή, όταν ερχόμαστε κοντά Του, δεν μπορούμε να αρνηθούμε την αθλιότητα της δικής μας κατάστασης.

Αυτή είναι η δεύτερη εφαρμογή του νόμου. Δεν είναι κάτι που φαίνεται με το μάτι, ούτε είναι κάτι που εφαρμόζουμε εμείς οι άνθρωποι, όπως γίνεται με το νομοτελειακό καθεστώς της κοινωνίας μας. Ως έργο, ανήκει αποκλειστικά στο Άγιο Πνεύμα να ελέγχει και να πείθει τις καρδιές των ανθρώπων σχετικά με την αμαρτία, τη δικαιοσύνη και την κρίση. Το έργο το δικό μας, ως προς τη δεύτερη εφαρμογή του νόμου, είναι απλώς να προσευχόμαστε να ελέγχει ο Θεός τις καρδιές των ανθρώπων, καθώς έρχονται σε επαφή με τον Λόγο Του, ξεκινώντας από τη δική μας καρδιά!

3. Η εφαρμογή στη ζωή

Έχουμε δει την πρώτη και τη δεύτερη εφαρμογή του νόμου, οι οποίες αφορούν σε όλους τους ανθρώπους. Ποια, όμως, είναι η εφαρμογή του νόμου που αφορά μόνο στους πιστούς;

Πάμε πίσω στην ερώτηση: «Γιατί νομοθετεί ο Θεός;».

  • Είναι για να περιορίσει την αδικία.
  • Είναι για να μας δείξει την καρδιά μας.
  • Είναι όμως, επίσης, για να Τον υπακούσουμε.

Ο νόμος δόθηκε πράγματι, για να… εφαρμοστεί στη ζωή μας. Να συμμορφωθούμε μαζί του.

Μπορεί να ακούγεται αρκετά κοινότυπο το να λέμε ότι η υπακοή είναι μια εφαρμογή του νόμου, αλλά είναι και η πιο παρεξηγημένη εφαρμογή. Επομένως, θέλει προσοχή.

Να πούμε πρώτα απ’ όλα τι ΔΕΝ εννοούμε, όταν μιλούμε για υπακοή στον νόμο του Θεού:

• Δεν μιλούμε για την υπακοή ως ένα μέσο, για να αποκαταστήσουμε τη σχέση μας με τον Θεό.

• Ούτε μιλούμε για την υπακοή ως κάτι που μπορούμε να καταφέρουμε με τη δική μας δύναμη.

Είδαμε μόλις, στη δεύτερη εφαρμογή του νόμου, ότι δεν λειτουργεί έτσι ο νόμος.

Όπως γίνεται και με τη σωτηρία, τη δικαίωση και την υιοθεσία, η υπακοή είναι κάτι που, επίσης, μας χαρίζεται, καθαρά ως δωρεά.

Εάν ανήκουμε στον Χριστό, ο Θεός ζητάει από μας την υπακοή στον νόμο. Όχι όμως ως ένα δικό μας επίτευγμα, αλλά μέσα στο ίδιο πλαίσιο της χάρης που μας έφερε κοντά Του εξαρχής.

Με άλλα λόγια, στον Χριστό, δεν μας δίνει ο Θεός μια δεύτερη ευκαιρία να προσπαθήσουμε ξανά εκεί όπου ο Αδάμ, και ο κάθε άνθρωπος μετά τον Αδάμ, απέτυχε. Στον Χριστό ο Θεός μας δίνει έναν δεύτερο Αδάμ. Μας δίνει έναν νέο άνθρωπο μέσα μας, τον Ιησού Χριστό, που ήδη εκπλήρωσε τον νόμο, και μας καλεί να ζούμε με πίστη μέσα από Εκείνον, και με τη δική Του δύναμη να ζήσουμε σύμφωνα με τον νόμο.

Η υπακοή, λοιπόν, για τον χριστιανό δεν είναι το αποτέλεσμα της βίας, αλλά της αγάπης. Μέρα με τη μέρα, ασκούμε πίστη στον νέο άνθρωπο της αγάπης που κατοικεί μέσα μας με το Πνεύμα Του, αφήνοντας πίσω τον παλιό άνθρωπο της αμαρτωλής μας κατάστασης… Και μέσα από αυτήν την πίστη, θα βλέπουμε ότι η ζωή του Χριστού –η ζωή της υπακοής– θα εκδηλώνεται και στη δική μας ζωή.

Και ένα βασικό σημάδι θα είναι η χαρά μας στην τήρηση του νόμου. Ο νέος άνθρωπος χαίρεται να τηρεί τον νόμο του Θεού. Δεν το βρίσκει αγγαρεία, αλλά απόλαυση και ζωή. Το έχουμε δει ήδη στο πρόσωπο του Ιησού, και πλέον θα το βιώνουμε και στη δική μας ζωή —σε κάθε πράξη αγάπης που θα γίνεται πραγματικά με πίστη…

Αυτή, λοιπόν, είναι η τρίτη εφαρμογή του νόμου του Θεού. Σε αντίθεση με την πρώτη και τη δεύτερη εφαρμογή, η τρίτη εφαρμογή αφορά μόνο σε πιστούς χριστιανούς, γιατί μόνο εκείνοι έχουν το Άγιο Πνεύμα μέσα τους, για να ζήσουν εξαρτημένοι πάνω Του.

Είναι τόσο σημαντικό να διακρίνουμε σωστά ανάμεσα στις τρεις αυτές εφαρμογές του νόμου… Είναι πολύ εύκολο να σκοντάφτουμε στον νόμο, ακόμα και ως χριστιανοί, όταν ξεχνάμε πώς λειτουργεί.

Ένα πρακτικό σενάριο που αντιμετωπίζουμε πολύ συχνά στη χριστιανική ζωή μπορεί να μοιάζει ως εξής:

Ας υποθέσουμε ότι έχουμε πάρει την απόφαση ότι θέλουμε να σοβαρευτούμε και να υπακούμε τον Θεό με περισσότερη συνέπεια, ακολουθώντας όλο τον νόμο Του, όχι μόνο τα σημεία που μας αρέσουν. Μια πολύ εύλογη πεποίθηση –μακάρι να φτάναμε όλη σ’ αυτήν την πεποίθηση.

Ποιος είναι ο κίνδυνος όμως; Να μπούμε σε μια τέτοια διαδικασία, αλλά να το κάνουμε με τη δική μας προσπάθεια, αντί για πίστη στον Χριστό.

Τότε, ενώ εμείς θα νομίζουμε ότι ασχολούμαστε με την τρίτη εφαρμογή του νόμου, της υπακοής του πιστού, στην πράξη ο νόμος εκεί θα λειτουργήσει πάνω μας στο δεύτερο επίπεδο, καθώς μέσα από την αποτυχία μας να τον τηρούμε, θα μας γνωστοποιεί απλώς περισσότερα πράγματα για την καρδιά μας και για το βάθος της αμαρτίας μας. Και φυσικά, θα απουσιάζει εντελώς η χαρά.

Μπορούμε όμως να πάρουμε και θάρρος. Γιατί η δεύτερη εφαρμογή του νόμου, όπως μόλις ακούσαμε, δεν είναι αυτοσκοπός. Θέλει να μας οδηγήσει στον Χριστό έτσι, ώστε, μέσα από μια σειρά από αποτυχίες, να αναγκαστούμε να πέσουμε στα γόνατα και να ζητήσουμε με πίστη να μας δώσει ο Θεός αυτό που δεν μπορέσαμε να πετύχουμε από μόνοι μας…

Και τότε πράγματι θα αρχίσουμε να υπακούμε τον νόμο του Θεού. Τότε θα δούμε μια ριζική αλλαγή να έρχεται στη ζωή μας στην πράξη. Η συμμόρφωση στον νόμο δεν ήταν τόσο μακριά τελικά…

Ως χριστιανοί, ας μην ξεχάσουμε ποτέ ότι έχει αλλάξει η σχέση μας με τον νόμο. Πλέον δεν είναι μόνο άσχημα νέα ο νόμος: τιμωρία και καταδίκη. Και το άρθρο αυτό μας βοηθά στο πιστεύω μας, επειδή μας θυμίζει να κάνουμε αυτές τις σωστές διακρίσεις…

Είθε, με τη χάρη του Θεού, να μάθουμε όλοι μας να ζούμε όλο και περισσότερο με πίστη στον Χριστό, κι έτσι να υπακούμε με χαρά αυτόν τον τέλειο νόμο.

Βιβλιογραφικές αναφορές

  1. Ρωμαίους 3:23-24 , 4:16, Εφεσ.2:8, Τίτ.3:5-7
  2. Ιερεμ. 31:31-34, Ιεζεκ. 36:26-27
  3. Ματθ. 5:17-20, Μάρκ. 10:19, Ρωμαίους 3:31, 6:14
  4. Έξοδ. 20:1-17, Δευτερ. 5:1-22
  5. Ματθ. 22:34-40, Ρωμαίους 13:9-10
  6. Ιωάν. 13:14-15, Εβρ. 5:8-9
  7. Ρωμαίους 12:1-2

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top