Άρθρο 1 – Περί της Αγίας Γραφής

Η Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία, πιστή στο πνεύμα και στο γράμμα της Ευαγγελικής Μεταρρύθμισης του 16ου αιώνα, ξεκινάει την Ομολογία Πίστεώς της με την αναφορά της στην Αγία Γραφή, καθώς αυτή αποτελεί την «μόνη πηγή και τον μόνο κανόνα πίστεως και έργων», της θεολογίας και του κηρύγματός της, της κοσμοθέασης και της ηθικής της.

Η Αγία Γραφή χωρίζεται σε δύο μέρη:

Πρώτο: η Παλαιά Διαθήκη

Η Παλαιά Διαθήκη είναι οι εβραϊκές Γραφές, οι οποίες πρωτομεταφράστηκαν στην ελληνική γλώσσα τον 3ο αιώνα π.Χ., όταν ο Πτολεμαίος Β΄ ο Φιλάδελφος (285–246) ζήτησε από 72 Eβραίους σοφούς να τις μεταφράσουν, ώστε οι Εβραίοι της επικράτειάς του να μπορούν να διαβάσουν τις Γραφές τους, καθώς δε γνώριζαν εβραϊκά.

Σύμφωνα με την Παράδοση, οι 72 Εβραίοι λόγιοι μαζί με τη μετάφραση των 39 βιβλίων, τα οποία αποτελούν τον Κανόνα της εβραϊκής Βίβλου και στη συνέχεια υιοθετήθηκαν από την Εκκλησία και αποτέλεσαν την ΠΔ,  συμπεριέλαβαν στο κείμενο και μια σειρά από άλλα βιβλία της τότε εβραϊκής γραμματείας. Αργότερα, στην περίοδο της Εκκλησίας, αυτά τα βιβλία αρχικώς θεωρήθηκαν «αναγιγνωσκόμενα» αλλά όχι «κανονικά». Με την πάροδο του χρόνου ενσωματώθηκαν στον Κανόνα της ΠΔ και ονομάστηκαν «Δευτεροκανονικά». Ωστόσο, η Ευαγγελική Μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα, ενώ αναγνώρισε την ωφελιμότητά τους, δεν τα αποδέχτηκε ως κανονικά, ταυτιζόμενη έτσι με τον Κανόνα της εβραϊκής Γραφής. Για τις εκκλησίες της Μεταρρύθμισης αυτά τα βιβλία θεωρούνται «απόκρυφα».

Ως κείμενο η ΠΔ, αν και αναφέρεται σε μεγάλο βαθμό στον λαό Ισραήλ, δεν αποτελεί την ιστορία του λαού Ισραήλ. Αντιθέτως, η ΠΔ καταγράφει την ιστορία του τριαδικού Θεού μέσα στον κόσμο, όπως αυτή αποκαλύπτεται μέσα από τους εκλεκτούς Του, είτε είναι πρόσωπα, όπως ο Νώε και ο Αβραάμ, είτε ένας ολόκληρος λαός, όπως είναι ο Ισραήλ. Πρωταγωνιστής της δεν είναι κανένας άνθρωπος ή λαός, αλλά ο Θεός της αγάπης, που δημιουργεί, που λυτρώνει, που συγχωρεί, που είναι παρών στη ζωή του εκλεκτού Του, που αγαπάει το δίκαιο και την αλήθεια, που θέλει όλος ο κόσμος να μεταβληθεί σε κήπο της Εδέμ από τους εκλεκτούς Του και όπου το θέλημά Του και η Βασιλεία Του θα πραγματώνονται, όπως και στον ουρανό. Είναι η ιστορία της λυτρωτικής διαθήκης του Θεού προς τον άνθρωπο.

Δεύτερο: η Καινή Διαθήκη

Η Καινή Διαθήκη αποτελείται από 27 βιβλία, για τα οποία συμφωνούν όλες οι χριστιανικές Ομολογίες. Ο Κανόνας της πήρε την τελική μορφή μετά την 39η Εορταστική Επιστολή του Μεγάλου Αθανασίου, το 367 μ.Χ., όπου ο Αθανάσιος απαριθμεί και τα 27 βιβλία, και οριστικοποιείται το 397 μ.Χ. στη Σύνοδο της Καρθαγένης.

Ονομάζεται «Καινή Διαθήκη», επειδή η ενσάρκωση του Θεού «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου» δημιουργεί νέα δεδομένα για τη σχέση του αμαρτωλού ανθρώπου και του Άγιου Θεού σε σχέση με ό,τι έχει προηγηθεί και έχει καταγραφεί στην ΠΔ. Ενώ η ΠΔ κυρώθηκε με το αίμα ζώων, η ΚΔ κυρώθηκε με το αίμα του «ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ αἴροντος τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ιωάν. 1:29). Οι δύο Διαθήκες σχετίζονται μεταξύ τους, καθώς η ΠΔ αποτελεί το βιβλίο όπου καταγράφεται η εν τω κόσμω ιστορία του άσαρκου Χριστού, ενώ η ΚΔ αποτελεί το βιβλίο όπου καταγράφεται η εν τω κόσμω ιστορία του ένσαρκου Χριστού. (Μητρ. Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως Ιερεμίας).

Συνεπώς, η ΕΕΕ πιστεύει ότι η Αγία Γραφή αποτελεί το μοναδικό θεόπνευστο βιβλίο και εκτός αυτής δεν υπήρξε και δεν υπάρχει και ποτέ δε θα υπάρξει άλλο. Το περιεχόμενό της δεν είναι ανθρωπογενές, αν και άνθρωποι το έγραψαν, ο καθένας με τις δικές του εκφραστικές και γνωσιακές ιδιαιτερότητες, αλλά θεογενές, δηλαδή θεία αποκάλυψη, όπως μας πληροφορεί ο απ. Παύλος, όταν γράφει, «Ό,τι βρίσκεται στη Γραφή είναι εμπνευσμένο από το Πνεύμα του Θεού…» (Β΄ Τιμ. 3.16), και ο απ. Πέτρος, όταν λέει, «Γιατί καμιά προφητεία δεν προήλθε ποτέ από ανθρώπινο θέλημα, αλλά εμπνευσμένοι από το Άγιο Πνεύμα, αξιώθηκαν άγιοι άνθρωποι να μιλήσουν εκ μέρους του Θεού» (Β΄ Πετ. 1:21).

Επίσης, η ΕΕΕ πιστεύει ότι από τη στιγμή που η Αγία Γραφή είναι το μόνο θεόπνευστο βιβλίο, αυτή είναι η μοναδική πηγή της αλήθειας του Θεού και της σωτηρίας του ανθρώπου. Ότι το κεφάλαιο της Αγίας Γραφής είναι η αλήθεια και η αξιοπιστία της, και γι’ αυτόν τον λόγο αυτή αποτελεί τον «μόνο κανόνα πίστεως και έργων, και ότι αυτή είναι πλήρης», άρα δεν χρειάζεται καμία επιπλέον αποκάλυψη οποιουδήποτε είδους, «επαρκής, ασφαλής και αλάθητος οδηγός για κάθε περίσταση πνευματικής απορίας και δυσκολίας».

Αυτή η θέση δεν σημαίνει ότι η Ευαγγελική Εκκλησία απορρίπτει την Παράδοση της Εκκλησίας, όπως λανθασμένα κάποιοι πιστεύουν και πρεσβεύουν στην προσπάθειά τους να καταγγείλουν τις ιστορικές εκκλησίες και να αυτοπροσδιοριστούν. Δίχως Παράδοση είναι αδύνατο να υπάρξουμε, είτε ως άτομα, είτε ως εκκλησία, είτε ως κοινωνία. Κατά μία έννοια, και η Αγία Γραφή αποτελεί μέρος της εβραϊκής και χριστιανικής Παράδοσης. Ακόμη κι όταν διακηρύττουμε ότι δεν έχουμε Παράδοση, εκείνην την στιγμή δημιουργούμε μία. Το ζητούμενο δεν είναι μια εκκλησία δίχως Παράδοση, κάτι αδύνατο, αλλά η σωστή πρόσληψη και διαχείριση της Παράδοσης. Είναι σε αυτό το σημείο που διαφοροποιούμαστε από τις ιστορικές εκκλησίες. Ως ΕΕΕ πιστεύουμε ότι η Παράδοση (προφορική και γραπτή) δεν είναι ισότιμη και ισόκυρη με την Αγία Γραφή, γι’ αυτόν τον λόγο είναι η Παράδοση που υπόκειται στο μέτρο και στον έλεγχο της Αγίας Γραφής, και όχι το αντίθετο. Συνεπώς, ό,τι από την Παράδοση έρχεται σε αντίθεση με την Αγία Γραφή, απορρίπτεται.

Ο απ. Παύλος δεν ισχυρίζεται μόνο πως «Ό,τι βρίσκεται στη Γραφή είναι εμπνευσμένο από το Πνεύμα του Θεού…», αλλά «…κι είναι ωφέλιμο για τη διδασκαλία της αλήθειας, για τον έλεγχο της πλάνης, για τη διόρθωση των λαθών, για τη διαπαιδαγώγηση σε μια ζωή όπως τη θέλει ο Θεός» (B’ Τιμ. 3.16).

Ωστόσο, η Γραφή, από ένα σημείο και μετά, δεν αρκεί από μόνη της να προστατεύσει τον αναγνώστη της από πλάνη. Ενώ η τακτική ανάγνωσή της είναι απαραίτητη για τον πιστό, από μόνη της αυτή δεν αρκεί. Ο Ιησούς αναγνωρίζει στους Φαρισαίους ότι ήταν καλοί αναγνώστες των Γραφών (Ιωάν. 5.39), ωστόσο αδυνατούσαν να δουν το πραγματικό πρόσωπο το οποίο αποκάλυπταν. Επίσης, ο Ιησούς κατηγορεί τους Σαδδουκαίους για πλάνη, διότι, ενώ μελετούσαν τις Γραφές, αντί να οδηγηθούν στην εκ νεκρών ανάσταση των πιστών που δίδασκαν, τελικά την απορρίπτουν, διότι την διάβαζαν μέσα από ερμηνευτικά φίλτρα της δικής τους επιλογής (Ματθ. 22:23-33).

Συνεπώς, απαραίτητη είναι η σωστή ερμηνευτική του Λόγου του Θεού! Πιστεύουμε ότι η Αγία Γραφή (δηλ. τα 39 κανονικά βιβλία της Παλαιάς και τα 27 της Καινής Διαθήκης) είναι το μόνο θεόπνευστο βιβλίο1, η μόνη πηγή και ο μόνος κανόνας πίστεως και έργων, και ότι αυτή είναι πλήρης, επαρκής, ασφαλής και αλάθητος οδηγός για κάθε περίσταση πνευματικής απορίας και δυσκολίας2.

Βιβλιογραφικές Αναφορές

  1. B΄ Tιμόθεο 3:16, B΄ Πέτρου 1: 21
  2. Λουκάς 16:29,31, Ρωμαίους 15:4, Ψαλμός 119:96, Ψαλμός 19:7-11

Tα νεα άρθρα σε email

Εγγραφείτε στο newsletter μας για να λαμβάνετε τα νέα άρθρα όταν δημοσιεύονται.

Scroll to top